Αλλιώς το Ντελούλου από το αγγλικό delusional, σημαίνει αυτόν που έχει παραισθήσεις.
Είναι τελείως ντελού, νομίζει ότι τα έχει με τον Ρουβά.
Αλλιώς το Ντελούλου από το αγγλικό delusional, σημαίνει αυτόν που έχει παραισθήσεις.
Είναι τελείως ντελού, νομίζει ότι τα έχει με τον Ρουβά.
Got a better definition? Add it!
Σε ανοιχτό γήπεδο μπάσκετ που μαζεύονται όλοι οι πιστεμένοι άρηδες για πρωταθληματάκι:
- Ρε φίλε... μου 'χουν σπάσει τα νεύρα με τον τσιρικαπί με την αερόμπαλα μέσ' στα πόδια μας.
- Ρε μικρέ, εδώ παίζουν μπάσκετ, πήγαινε δίπλα στη παιδική χαρά, θα χτυπήσεις.
- Να πας εσύ ρε καράφλα!
Got a better definition? Add it!
αρτί, αρτάρω, ντιέμ(ι), (αν)φόλο, φαβ
Πολύ συνηθισμένη τουιτεράδικη αργκό, που ναι, και κατά την δική μου γνώμη, έχει μεγάλη σχέση με το σεκσ και το Fuckingham (βλέπε τα περισσότερα παραδείγματα).
Άρτι ή αρτί είναι η κοινοποίηση, το RT, δηλ. το retweet στο ελληνικό τουίτερ (μη το φοβάστε, δε δαγκώνει ;)). Και το ρήμα, αρτάρω.
Ντιέμ και ντιέμι είναι το προσωπικό μήνυμα, το DM (από το “Direct Message”).
Φόλο και το αντίθετό του ανφόλο (απ' το follow και unfollow, αντίστοιχα): να ακολουθείς κάποιον και να σταματάς, πατώντας το αντίστοιχο κουμπάκι.
Συνώνυμο του ανφόλο: κερνάω ανφρέντο
Φαβ (απ' το favorite) = να χαρακτηρίζεις αγαπημένο ένα τουί.
Συνώνυμο: φαβορίτα.
Got a better definition? Add it!
Το ψέμα, το ψεύτικο στα καλιαρντά, εκ του μουσαντό.
Πέντε-έξι χρόνια αργότερα, όταν πια το αίσθημά μου είχε σβήσει, τότε ξανάμαθα γι’ αυτόν. Για την τύχη του την κουλή. Από πού; Απ’ τις εφημερίδες. Τον παρουσιάζανε σαν τέρας της φύσεως. Ότι έκλεψε, βίασε και έσφαξε. Α, μπα, μπα, μπουτ σαντά. Άλλος φταίει, κι άλλος πληρώνει. Τσακίστηκα. Δεν πίστεψα τίποτα. Τον είχα ζήσει τον άνθρωπο. Ένα τρακαρισμένο παιδί ήταν, ένα φοβισμένο ζωάκι. (Από το μυθιστόρημα του Θωμά Κοροβίνη Ο Γύρος του Θανάτου).
Got a better definition? Add it!
Ντάνα είναι η πουτάνα στα καλιαρντά, βασικά είναι ας πούμε κομμέ με ηχηροποίηση ένα πράμα (ή που είμαι επιστήμονας ή που είμαι παπαρολόγος). Ντανιά είναι η πουτανιά με την καλή έννοια, δηλαδή το νάζι και το σκέρτσο. Όπως ίσως έχετε ήδη καταλάβει, ντανιάρης είναι ο πουτανιάρης. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το έχει στα Καλιαρντά (Αθήνα, 1971) με τη σημασία ναζιάρης εκ του ντανιά. Πιθανόν, όμως, να διατηρεί και τη σημασία του πουτανιάρη ως κομμέ και να είναι ευρύτερο από τα καλιαρντά. Τέσπα, ας πούμε ότι είναι ο ναζιάρης πουτανιάρης να τελειώνει η ιστορία.
Να μην τα πολυλέω βλέπω μπροστά μου ένα παιδί 1,80 μελαχροινό με
γκρίζα σχιστά μεγάλα μάτια και κορμί φίδι να μου ζητάει να αναλάβει το
σπίτι (καθαριότητα, πλύσιμο ρούχων, σίδερο κλπ) Στο 3-4 ρανεβού μας
(ερχόταν 1 φορά την εβδομάδα) και ενώ της έχω δώσει κλειδιά γιατί
έμενα μόνος και επέστρεφα σπίτι μεά τις 8 κάθε βράδυ την πετυχαίνω
σπίτι να είναι στην κουζίνα και να με περιμένει.
- Ενοιωθα μοναξιά μου λέει και ήθελα κάποιον να μιλήσω
- Ενα λεπτό λέω να κάνω ένα ντους και εντω μεταξυ δεν βάζεις και δύο ποτάκια να τα πούμε πιο χαλαρά.
- Με το που βγαίνω μου κάνει πρόταση να μου κάνει μασάζ για να χαλαρώσω και έτσι πέφτουμε στο κρεβάτι. Λίγο το ποτό λίγο η μουσική
,λίγο το μασάζ ,ε δεν θέλει και πολύ ο άνθρωπος (καθότι και εργένης
τότε και μέγας ντανιάρης). Μου κάνει ρε παιδιά ένα κρεβάτι
θεϊκό ενώ τα είχα δει όλα και με το σώμα και με το πρόσωπο της.
Μετά από ένα μήνα και αφού είδε και απόειδε με εμένα που μόνο κρεβάτι
της έκανα, ενώ εκείνη ήθελε και βόλτες και σχέση και δέσμευση και
εξασφάλιση τελικά (είχε μυριστεί χρήμα φαίνεται) μου λέει παραιτούμαι
γιατί βρήκα άλλη δουλειά. (Ιστοριούλα από το Μπου)
Got a better definition? Add it!
Νομίζω οτι αυτό το τελευταίο (το φυτό), εισήχθη σε αναγραμμαντείο και ανορθογραφείο και ούτως πως προέκυψε το τόφι, δηλ. ο φύτουκλας.
Τι φάση την είδατε όλοι λεξιπλάστες ρε τόφια; (εδώ)
Και βλέπεις κατι τόφια συμφοιτήτες σου με πτυχίο και λες τι κάνω λάθος (εδώ)
Ρε τόφια εσείς που φτάσατε 24 χρονών κι έρχεστε ακόμα να δώσετε εξετάσεις για πτυχίο με τη μάνα σας...τι φάση;;; (εδώ)
πραγματικά το forum του indy έχει γεμίσει με τόφια... (εδώ)
ειμαι λομπι δραχμης, μην συγκρινεσαι μαζι μ! εσυ καταλαβες τι σημαινει παραμονη ρε τοφι? καταλαβες η τα καψες ολα τ κυτταρα? (εδώ)
Got a better definition? Add it!
Κομμέ χαρακτηρισμός του αντιχουντικού, είτε πρόκειται για την παλαιάς κοπής χούντα με το χαρακτηριστικό γυαλί είτε για νεόκοπες εκδοχές τ. χούντα του μνjημονίου και τα ρέστα παγωτά.
- Αντιχού, τ' είν' τούτο; ο εξολοθρευτής της κουκουβάγιας; θα γελάει ο κόσμος με την παπαριά που ανέβασες πάλι! Ο ορισμός είναι λάθος και θα πρέπει να κατέβει, αφού πρώτα απολογηθείς.
- Κι όμως compañero, κάπου είδα μια ολόκληρη αναφορά στο νέτι...μισό...μούμπλε μούμπλε...έλα, τσίμπα ένα παράδειγμα:
"πες μας με ποιον είσαι και άσε τις αόριστες μαλακίες και αν δεν στηρίζεις κανέναν, πρότεινε λύση για να καταλάβουμε. Γιατί πολλά γράφεις αλλά σε βλέπουμε να συχνάζει και σε αρκετά εκλογικά κέντρα, μεγάλε, μοναδικέ, αποκλειστικέ, αντάρτη, αντιφά, αντιχού κτλ" (εδώ)
Got a better definition? Add it!
Το δήδεν η αλλιώς το ποζεριλίκι. Κόβουμε το ντα από τη λεζάντα και βγαίνει η λέζα.
Όλα για τη λέζα τη σήμερον ημέρα. Μηδέν ουσία.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κομμέ εκδοχή του "πρωθυπουργός", σπανίως εκφέρεται με καλή διάθεση.
- Με την επιστροφή του κου Τσίπρα θα έχουμε και ανασχηματισμό έτσι ώστε ο πρωθυ να απεγκλωβιστεί από τα "βαρίδια" της αριστεράς να πετάξει σαν την τρίχα από το ζυμάρι τους διαφωνούντες βουλευτές του έτσι ώστε μαζί με το "Ποτάμι", ΝΔ, ΠΑΣΟΚ να περάσει με μεγάλη άνεση το όποιο πρόγραμμα έχει υπογράψει. Αυτή την "αριστερά" σύντροφοι του Σύριζα ονειρευόσαστε? (εδώ)
- Πρωθύ εκτός πραγματικότητος: είπε τις ίδιες μαλακίες που λέει πάντοτε, τις ίδιες ασυναρτησίες, τα ίδια καραμπινάτα ψέμματα, τις ίδιες ανερμάτιστες παπαριές. Τί διάολο, σκατά έχει στο κεφάλι του και δεν καταλαβαίνει ότι γίνεται ανυπόφορος, ίσως ακόμη και στους τσανακογλείφτες του; (εκεί)
- Αν μη τι άλλο, ο πρωθύ παραδέχεται -εμμέσως πλην σαφώς- ότι αυτό το κωλοπολίτευμα που λέγεται "δημοκρατία" -και πρέπει να το φυλάμε ως κόρη οφθαλμού επειδή υποτίθεται πως είναι "το καλύτερο πολίτευμα του κόσμου"- έχει κι αυτό τα προβληματάκια του.
Got a better definition? Add it!
καραπαράκμα, παράκμα (η)
Καραπαράκμα είναι ο υπερθετικός της παράκμας, δηλαδή της παρακμής.
Είναι το μέρος κι οι συνθήκες που ζεί ο ανθρώπας ο οποίος, μαγκίτικῳ τῳ τρόπῳ, καλείται παράκμας.
Από τουίτη:
παρακμή, καραπαράκμα δεν ειναι 1η φορα αλλα παντα εκλαμβανεται σα να μην τρεχει τπτ
και κεί που είσαι στην παράκμα, σου ρχεται και η ταλαίπα. μη σου τύχει φίλη μου.
Στην Ολλανδία πάντως μ' εκείνα τα παλιά ποδήλατα πολύ παράκμα μου φάνηκαν οι Ολλανδοί... εμείς φαινόμαστε χαϊλίκι σκέτο μπροστά τους...
- Από καμάκια, σερβιτόροι. Τι παρακμή, μα τον Ξένιο Δία. Τον κανονικό, όχι αυτόν του κ. Δένδια.
- και τα καμάκια παράκμα ηταν αλλα ειχαν ενα στυλ τουλαχιστον
Ασίστ HODJAS:
"Επίσης, άπαιχτη η ημισκούμπρεια έκφραση «έφαγα παρακμή»..." HODJAS εδώ
Είσαι απ’ τη Brazil
Είμαι απ’ τα Ημί
Μπήκα μεσ’ το ζουμί
Μα έφαγα παρακμή
Got a better definition? Add it!