Further tags

Περιπεκτικά και ειρωνικά, ο επίδοξος, ο ελπιδοφόρος, ο τάχαμ-δήθεν, ο ντεμέκ, ο "και καλά", ο έτσι κι έτσι, ο υποτιθέμενος, ο μέτριος, ο ατάλαντος και ανεπαρκής με υψηλές προσδοκίες και φιλοδοξίες που αδυνατεί να επιτύχει, η αποτυχημένη και γελοία απομίμηση.

Απο το εγγλέζικο wannabe (want to be=θα 'θελε να 'ναι) που χρησιμοποιείται με την ίδια σημασία.

Αναφερόμενοι στον νέο ψιλό-ασήμαντο προπονητή.

Ερώτηση:-Ποιος είναι ο κύριος που έρχεται?

Απάντηση:-Α! ο καινούργιος ...γουαναμπής προπονητής.

γουαναμπής Τραβόλτα

Got a better definition? Add it!

Published

Επιφώνημα στη θέση του "Χριστέ μου" ή του ανάλογου ομιτζί.

Προφέρεται με επιτηδευμένη προφορά σε ένδειξη ανωτερότητας επιπέδου, σε περιπτώσεις έκπληξης, απαξίωσης, θαυμασμού, ειρωνείας κλπ.

Τζίζους! Τι ακαταστασία είναι αυτή!

Τζίζους! Κοίτα ποιος πήγε στο Παρίσι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού «flex» που σημαίνει «επιδεικνύω» και την ελληνική κατάληξη ρήματος -αρω. Επομένως, σημαίνει καυχιέμαι/υπερηφανεύομαι για κάτι δικό μου και το δείχνω επιδεικτικά σε άλλους.

- Ο Μάνος έκανε τατουάζ και το φλεξάρει συνεχώς μπροστά μας.

Got a better definition? Add it!

Published

Ελληνική μετάφραση της αγγλικής έκφρασης "Take it with a grain of salt", τροποποιημένη προς όφελος ευχρησίας (δηλ. οχι με "κόκκο" αλατιού αλλά "πρέζα")

Προσθέτωντας μετά απο μια πρόταση, δηλώνουμε πως ό,τι ειπώθηκε δεν αποτελεί γεγονός, και πιθανότατα έχει αλλοιωθεί με κάποιο τρόπο.

[...] Εν ολίγοις, ετούτα άκουσα πως κάνανε τα μπάσταρδα πιο κάτω. Ντάξει, με μια πρέζα αλάτι (παρε) ό,τι είπα ετσι, δεν τα είδα κιόλας.

Got a better definition? Add it!

Published

Η λέξη αυτή προκύπτει από το αγγλικό ρήμα binge + την πρόθεση -άρω στο τέλος. Άρα bingeάρω = μπιντζάρω. Το binge στα αγγλικά χρησιμοποιείται για να πει κανείς ότι έκανε κραιπάλη, συνήθως καταναλώνοντας πάρα πολύ ποτό ή φαΐ σε σύντομο χρονικό διάστημα. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για να υποδηλώσει κάποιος ότι είδε πάρα πολλά επεισόδια μιας σειράς το ένα μετά το άλλο (binge-watching). Υπάρχει και το binge-eating disorder, που σημαίνει διαταραχή επεισοδιακής υπερφαγίας. Γενικά χρησιμοποιείται για να υποδηλώθεί μια υπερβολή.

Γαμάτη σειρά το Bojack Horseman, μπίντζαρα τις πρώτες δύο σεζόν χτες.

Got a better definition? Add it!

Published

Ενας ανθρωπος "εισπνεει Κώπιο" οταν δεν θελει να αποδεχτει οτι μια κατασταση παει λαθος και προσπαθει να πεισει τον εαυτο του οτι παει καλα. (Μερικες φορες το Κώπιο λεγεται και Κωπέρνικο ή Κωπερνίκιο).

Η Μεγαλη Ιδεα ηταν τρεις τονους Κώπιο το οποιο καταναλωναν οι Ελληνες τον 20ο αιωνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενας ανθρωπος ή μια κατασταση χαρακτηριζεται ως Σάση Γουάση οταν καποιος ειναι καχυποπτος για αυτον τον ανθρωπο ή κατασταση. (Σάση Γουάση μπορει να υπαρξει και ως Σάση Γκάση, Σάς, Αμόγκας, Αμίγκος ή Αμούγκας).

Δεν ξερω μπρο μου, το να ερθω σπιτι σου και να ειμαστε μονοι μας μου ακουγεται λιγο Σαση Γουαση, λεγω τη αληθεία

Got a better definition? Add it!

Published

Νιγκερόνιος (ή Νιγκλιδόνιος) ειναι η ονομασια ενος ατομου το οποιο ο ομιλητης σεβεται και εμπιστευεται. Συνηθως χρησιμοποιειται σε επαγγελματικη ομιλια.

Καλησπερα Νιγκερονιοι μου, ας αποκτησουμε αυτο το ψωμι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηριζουμε μια πραξη ως λιγουλάκι Τρόληνγκ (ή ολίγον-τι Τρόληνγκ) οταν καταπαταει τους νομους ενος κρατους, το διεθνες δικαιο ή την Συνθηκη της Γενευης

Κυριε δικαστα, ο πελατης μου εκανε λιγουλακι τροληνγκ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το μπρο (αγγλιστί brother), και το λόκο (ισπανιστί loco)

Πού 'σαι ρε μπροκολόκο?!?

Got a better definition? Add it!

Published