Ακόμα μία αργκοτική ονομασία για το σκανκ.

Ετυμολογικά προέρχεται από το αγγλικό skunk του οποίου αποτελεί σύντομο υποκοριστικό.
Βλέπε και το λήμμα σκανούρι.

-Είναι σκου;

-Μπα, αλβανός αγίνωτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ακόμα πιο) αργκοτική ονομασία για το σκανκ. Μπορεί να υπονοεί και το καλλίτερης πχοιότητας σκανκ απ' ότι συνήθως (sic)!

-Ωραίο, ρε λοςτρε! τι είναι;

-Σκανούρι ρε μαν.

Got a better definition? Add it!

Published

Δυσνόητη εκ πρώτης όψεως έκφραση που αναφέρεται στην στάση του σώματος μετά από κάπνισμα δυνατού μπάφου όταν π.χ. το θύμα κάθεται σε καναπέ.

Τρεις τζούρες έκανε ο Μητσάκος και έμεινε Στήβεν Χώκινγκ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χασισλανγκιά για μπάσταρδη ποικιλία φούντας από σπόρους σκανκ που καλλιεργείται στην ελληνική και αλβανική ύπαιθρο ανεξέλεγκτα και χωρίς προδιαγραφές πχοιότητας.

Οι γευσιγνώστες χασίστες και φουντικοί, όταν ακούν σκανόφουντα κρατάν μικρά καλάθια, γιατί συχνά έτσι πλασάρονται στην αγορά μπαμπάνες αίσχιστου είδους τ. Albanian Haze. Άλλωστε τι να κλάσει ή όποια σκανόφουντα μπροστά σε παραdédéγμένα Προϊόντα Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης από την Καλαμάτα, τον Ψηλορείτης, τον Ταΰγετο...

Α, και όποιον δεν το το γνωρίζει, σχεδόν το σύνολο των δασικών πυρκαγιώνε μετά τα ενενήνταζ οφείλεται σε κάψιμο χασισοφυτειώνε. Κοινό μυστικό της αστυνομίας και των δασικών υπηρεσιώνε.

1.
Το sage πάει σε όλα τα πεδία
Πίνω σκανόφουντα από την Αλβανία
Ελά να σε κεράσω ένα μικρο γαρότσι
Ελα να συζητήσουμε για τη Τζένη Μπότση

2.
Πριν μια βδομαδα ομως , μολις ειχα σβησει το τσιγαρο μου με την σκανοφουντα (ενα περιεργο σαν σκανκ-ελληνικο που το φερνουν απο ...

3.
- το μόνο πιο γελοίο στον κοσμό απο το κάπνισμα είναι το χασίς και τα ναρκωτικά
- ασε ρε..σε τα μας ρε; αφου σε εχω πετυχει να αρραζεις πανω πλατεια με σκανκοφουντα..ελα τωρα...

4. αντι για φινγκερ φουντς και τετοια new age sex and the city παπαριες ψωνισε σκανκοφουντα και πιτσες να ντερλικοσετε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυάλινη συνήθως νερόπιπα που χρησιμοποιείται για τη πόση ναρκωτικών ουσιών, π.χ. κανναβινοειδών, κρακ, σάλβια, κρυσταλλικής μεθαμφεταμίνης και ταλιμπάν.

Δανεικό κι αγύριστο από το Ταϊλανδικό baung.

- Είναι ένα είδος ναργιλέ, για να καπνίζουν μαριχουάνα και διάφορα τέτοια. Αναρωτιέμαι αν έχει κάποια ονομασία ή το ονομάζουν «μπονγκ».
- Το έψαξα σε ένα σάιτ για το κάπνισμα. Τα λένε μπονγκ.
(εδώ)

- Με την ίδια ακριβώς λογική, λειτουργεί και η ΝερόΠιπα ή νεροσωλήνας ή Bong... Εδώ το δοχείο, τον αεροθάλαμο και το σωληνάκι ρουφήγματος τα αντικαθιστά μια σωλήνα σχετικά μεγάλης διαμέτρου (περίπου όσο το στόμα). Χρησιμοποιούμε μονάχα ένα σωληνάκι ενωμένο εξωτερικά με ένα δοχείο καύσης. Η νερόπιπα, σε σχέση με τον αργιλέ, παρουσιάζει το πλεονέκτημα της εύκολης μεταφοράς και συντήρησης. Προσοχή θέλει το δοχείο καύσης το οποίο πρέπει πάντα να είναι σε μεγαλύτερο ύψος από την επιφάνεια του νερού για να μην βραχεί το χόρτο..
(εκεί)

- ΜΠΟΝΚ / ΝΑΡΓΙΛΕΔΑΚΙ 15cm, 10.23EUR, Αγορά !! (από εμπορικό σάη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφενός το μουσικό και μη σουξεδάκι και αφεδύο η τζούρα κανναβινοειδούς ή άλλης ουσίας, κυρίως από μπονγκ ή πίπα.

Εκ του αγγλικανικού hit.

- Παίξτε και κανα χιτάκι. Όλο κάτι b-sides παίζετε...
(εκεί)

- Ε, λοιπόν κι εσείς οι ποιοτικοί τα ίδια σκατά είστε. Νούμερο ένα χιτάκι ήταν οι τσοντίτσες της greek erotica! Και μάλιστα οι τσοντίτσες που σύμφωνα με τις επιστημονικές έρευνες του Bouldela.com είναι το τοπ ελληνικού γούστου: λεσβιακά.
(εδώ)

- Μπρε Μανωλιό, πιε ένα χιτάτσι και φεύγει το φαρμάτσι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπάφος, δηλαδή το τσιγάρο που περιέχει χασίσι, αφού μετατρέπεται στα ποδανά ως φοσμπά, στην συνέχεια παίρνει και μια κατάληξη τέτοια που να θυμίζει τον τραγουδιστή Kurt Cobain του συγκροτήματος Nirvana. Παλαιότερη σλανγκιά όταν ήταν περισσότερο της μοδός το συγκρότημα, ναϊντίλα κιέτσ'.

Πάσα: Χότζας.

Παίζει πολύ φοσμπαίην στο λοφάκι...

(από Khan, 18/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τις λέξεις σταφ και «φίλοι». Αναφέρεται στην ομαδική κατανάλωση ναρκωτικών ουσιών, κυρίως χασίς.

Παράγωγα: σταφυλιάζω, σταφύλιασμα, πάτημα σταφυλιών (αναφέρεται στο στρίψιμο τσιγάρου με χασίς)

- Πσιτ,Μάκη, πάμε για... σταφύλι; (κλείσιμο ματιού)
- Έλα ρε φίλεε... Πάτημα σταφυλιών κι έτσι; Το 'ψησα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποσότητα ναρκωτικής ουσίας, το «πράγμα». Το φτιάξιμο. Χρησιμοποιείται κυρίως για το χασίς, συχνά δε και για σκόνες.

- Άσε, μού 'πεσε το σταφ στον δρόμο δεν έχουμε ούτε ένα τσιγάρο να πιούμε... Πίκρααα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονάδα μέτρησης κόκας ή πρέζας ή (σε μερικές περιπτώσεις) μπάφου.

- Ρε μαλάκα, πόσο κοκό πήρες;
- Πέντε τζι πήρα, δε φτάνουν ρε;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified