Selected tags

Further tags

Το σημάδι από κόπρανα στο σώβρακο, που μοιάζει με ροδιά στο δρόμο μετά από φρενάρισμα.

- Και πάω στην τουαλέτα του για κατούρημα και βλέπω πάνω-πάνω στο σωρό με τ' άπλυτα ένα άσπρο σώβρακο μ' ένα φρενάρισμα να!

(από jesus, 14/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλανιά, πορδή.

Έριξε μια τσούφα και βρόμισε ο τόπος.

Βλ. και κλάνω, κερνάω, πορδήθεν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(ουσ.)
[πορδή + σαμπάνια]

Ένα είδος αφόδευσης κατά την οποία τα κόπρανα αποβάλλονται σε υγρή μορφή και με έντονη ορμή συνοδευόμενα από μεγάλες δόσεις αερίων. Έχει σαν αποτέλεσμα τα κόπρανα να διασκορπίζονται σε όλη την περιφέρεια της λεκάνης.

Ήπια γάλα και καφέ το πρωί και μόλις κάπνισα έτρεξα στην τουαλέτα οπου ακολούθησε τρελλή πορδοσαμπάνια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφήνω κλανιά.

Για τα ζώα μπορεί να σημαίνει κάτουρο, κουτσουλιά κλπ.

Τι μυρίζει έτσι; Ποιος την αμόλησε;

Ρε δε σού 'πα να προσέχεις τον σκύλο; Την αμόλησε στο χαλί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά από πολύ σφίξιμο και αποχή απο την τουαλέτα είναι το ανεπιθύμητο υγρό που συνοδεύει μια ηχηρή, συνήθως, κλανιά και επισκέπτεται το σώβρακο.

Πω πω ρε μαλάκα Κώτσο αυτή έβγαλε και ζουμάκι! Πουτάνα τα 'κανα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εύηχο αλλά και χρησιμοποιήσιμο ρήμα για να δηλωθεί πως κάποιος αερίστηκε...

Πάλι την αμόλησες ρε βρωμόκωλε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ταινία που συνήθως κάνει μπαμ ότι είναι αμερικάνικη, είτε για το κλασσικό happy end της είτε γιατί είναι υπερπαραγωγή, είτε γιατί είναι πολύ προβλέψιμη. Πολύ πιθανόν να είναι και μια βλακεία.

- Τι ταινία πήρες για το βράδυ;
- Δεν θυμάμαι τον τίτλο.
- Κατάλαβα... Πάλι καμιά αμερικλανιά θα πήρες.

Λογοπαίγνιο πάνω στο αμερικανιά.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο ασήμαντος, αυτός που δεν μετράει.

  2. Ο υπερβολικά κοντός.

  1. - Σκάσε ρε πορδοβούλωμα!

  2. - Με αυτό το πορδοβούλωμα θα βγεις; Αυτός είναι ένα κι ένα μίλκο (ήτοι κάτω του 1, 20 μ.).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται όταν βλέπουμε κάποιον στο δρόμο και δεν έχουμε κατι πρωτότυπο να του πούμε για να τον χαιρετήσουμε. Αυτός ο κάποιος είναι σίγουρα φίλος μας, οπότε έχουμε οικειότητα μαζί του και ρωτώντας τον αν έχει κλάσει, κατευθείαν τον αποστομώνουμε και τον φέρνουμε σε δύσκολη θέση.

Καλύτερη περίπτωση είναι ειδικά όταν έχουμε γυναίκες στην παρέα και ο φίλος εκπλήσσεται εντελώς.

- Πού είσαι ρε, τι κάνεις;
- Έκλασες;
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχει και το υποκοριστικό, κλανοβαλβιδάκι.
Ανάλογα από τον ήχο που παράγει.

Μετά από μιά υγρή πορδή:

Να ρυθμίσεις το avance στο κλανοβαλβιδάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified