Το σημάδι από κόπρανα στο σώβρακο, που μοιάζει με ροδιά στο δρόμο μετά από φρενάρισμα.
- Και πάω στην τουαλέτα του για κατούρημα και βλέπω πάνω-πάνω στο σωρό με τ' άπλυτα ένα άσπρο σώβρακο μ' ένα φρενάρισμα να!
Το σημάδι από κόπρανα στο σώβρακο, που μοιάζει με ροδιά στο δρόμο μετά από φρενάρισμα.
- Και πάω στην τουαλέτα του για κατούρημα και βλέπω πάνω-πάνω στο σωρό με τ' άπλυτα ένα άσπρο σώβρακο μ' ένα φρενάρισμα να!
Got a better definition? Add it!
Κλανιά, πορδή.
Έριξε μια τσούφα και βρόμισε ο τόπος.
Got a better definition? Add it!
Κλάνω, πέρδομαι, την αμολάω, την απολάω. Με αυτή την έννοια συνήθως στον αόριστο: την άφησα. Η έκφραση προήλθε με παράλειψη του ευκόλως εννοουμένου αντικειμένου του ρήματος (που ή θα το ακούσεις ή θα το μυρίσεις ή και τα δύο, αλλά να μην το καταλάβεις μάλλον σπάνιο). Λογιότερος τύπος: την άμφησα (< Άμφισσα).
Γαμάω, συνουσιάζομαι, ρίχνω πούτσα, τον/την ακουμπάω, τραβάω μανίκι κ.τ.τ. Η έκφραση προήλθε ωσαύτως με παράλειψη του ευκόλως εννοουμένου αντικειμένου του ρήματος. Με αυτή την έννοια η αντωνυμία-αντικείμενο μπορεί να είναι και σε αρσενικό γένος: τον αφήνω, ενώ δέχεται συχνά και έμμεσο αντικείμενο (της/του/τους).
-Πω-πω μπόχ(λ)α!
-Κάποιος την άφησε, φαίνεται.
-'Ντάξ' με το μανούλι; Το γλέντησες;
-Ρε της τον άφησα κανονικά, τι μας πέρασες;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αφήνω κλανιά.
Για τα ζώα μπορεί να σημαίνει κάτουρο, κουτσουλιά κλπ.
Τι μυρίζει έτσι; Ποιος την αμόλησε;
Ρε δε σού 'πα να προσέχεις τον σκύλο; Την αμόλησε στο χαλί!
Got a better definition? Add it!
Εύηχο αλλά και χρησιμοποιήσιμο ρήμα για να δηλωθεί πως κάποιος αερίστηκε...
Πάλι την αμόλησες ρε βρωμόκωλε;
Got a better definition? Add it!
(ουσ.)
[πορδή + σαμπάνια]
Ένα είδος αφόδευσης κατά την οποία τα κόπρανα αποβάλλονται σε υγρή μορφή και με έντονη ορμή συνοδευόμενα από μεγάλες δόσεις αερίων. Έχει σαν αποτέλεσμα τα κόπρανα να διασκορπίζονται σε όλη την περιφέρεια της λεκάνης.
Ήπια γάλα και καφέ το πρωί και μόλις κάπνισα έτρεξα στην τουαλέτα οπου ακολούθησε τρελλή πορδοσαμπάνια
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Περιγραφή της απολύτως φυιολογικής κατάστασης του ανθρωπίνου εντέρου, (του παχέως για να ακριβολογώ και να πουλώ και μούρη), που σαν περιγραφή θα την έλεγες και πλεονασμό, αλλά περιγράφει κάτι παραπάνω από τις συνήθεις δυνατότητες μίας μόνον λέξης.
Όπερ έδει δείξαι: ο πόρδος, ως ορισμός, περιγράφει τον ήχο, κυρίως, του δια της σουφρός βιαίως εκβαλλομένου αέρος.
Ενώ η κλανιά έχει μεγαλύτερη περιγραφική ικανότητα σε ότι αφορά την περιεχόμενη οσμή (πείτε την και κλανιστική ικανότητα) στην συγκεκριμένη ποσότητα γραμμομορίων αερίου (moles αγγλιστί και φάτε χώμα αχημείωτοι...).
Κάθεται ο μπάρμπας στο πανηγύρι σε διπλανή καθέκλα, οπότε αρχινάει και μασαμπουκίαζει όσα ο γιατρός απηγόρεψε, φάβες, λουκάνικα εγκλωβισμένα σε μπέικο, κάτι μισόταβλες με κάτι αλειφωτά αποπάνου, κάτι τυροπιτάκια με συλλεκτικό τυρί από την εποχή του Πάγκαλου πού 'ταν μακρυές οι φούστες, και τελικώς ο σφιγκτήρ μπλατσαρεύει και απολάει κάτι γλιτσάρες να σιχαίνεσαι το ανθρώπινο γένος και, τί να κάνεις, αναφωνείς ή μάλλον χαμηλοφωνείς ή μάλλον αναφωνείς (γιατί ο θειοΠέτρος έχει κατεβάσει τον γενικό στα αυτιά και μετά βίας ακούει έστω και το βιολί-δισκοπρίονο): «Ρε μαλάκα, πάνε πιο κει, με τάραξε ο θειοΠέτρος στην πορδοκλανίαση..!»
Got a better definition? Add it!
Το νερό που μέσα βράζουν τα όσπρια το όποιο απορρίπτεται όταν πάρει μια σύντομη βράση.
- Μάνα τι μαγείρεψες;
- Φασολάδα γιόκα μου.
- Γιατί ρε μανά φασολάδα; Αφού το βράδυ θα βγω με το Λενιώ! Θες να γίνω ρόμπα;
- Έννοια σου και το’ χυσα το πορδοζούμι, μην ανησυχείς.
Got a better definition? Add it!
Ο ασήμαντος, αυτός που δεν μετράει.
Ο υπερβολικά κοντός.
- Σκάσε ρε πορδοβούλωμα!
- Με αυτό το πορδοβούλωμα θα βγεις; Αυτός είναι ένα κι ένα μίλκο (ήτοι κάτω του 1, 20 μ.).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ερώτηση που γίνεται από άτομο το οποίο μόλις έκλασε και θέλει να παρακινήσει τους συνευρισκόμενους να μυρίσουν την ευωδιά. Γκαραντί πιάνει.
-πρρτσςςςςςς... Ωπ! Ποπ-κορν μου μυρίζει;
βαθιά αναπνοή... -Έλα ρε σιχαμένε...
(προσέξτε, έδωσα έμφαση στο Σ για να φανεί πως είναι τζούφια)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified