Further tags

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες από ξενέρια, με κοινό παρανομαστή τα θαλασσινά.

Αφενός, έτσι αποκαλούμε ένα σχετικά ρηχό και διαυγές σημείο στην θάλασσα (συνήθως περιβεβλημένο από βραχάκια) όπου ξενερίζουν τα ψαροχτάποδα. Πρόκειται για την χαρά του ψαροντουφεκά.

Αφεδύο, και κάπως σλανγκοπρεπέστερα, ξενέρι αποκαλείται o εντελώς τελείως ξενέρωτος και ξενέραστος, ή το ξενέρωμα περ σε.

- Την εποχή αυτή που τα νερά είναι αρκετά κρύα, όταν έχει λίγη θολουρίτσα, διαλέγουμε ένα ρηχό σημείο το οποίο σε μια απόσταση γύρω στα 10-15 μέτρα από την ακτή να έχει κάποιο ξενέρι. Εμείς ακριβώς πάνω στο ξενέρι και με το όπλο στραμμένο στην ακτή περιμένουμε τα λαβράκια να εμφανιστούν. (εδώ)

- Έχω ξενέρι πρωθυπουργό, ούτε καπνίζει, ούτε παίζει προ.
(Τζίμης Πανούσης, αναφερόμενος προ διετίας στον Κωστάκη Καραμαναλή. Διαχρονικότατο, καθώς ισχύει και για τον Τζέφρι)

- Παλι καλα που φαγανε ενα καλο ξενέρι οι ισπανοι γιατι μεχρι τωρα ειχανε ξενερώσει ολο το κοσμο αντιστοιχως με τα λα μπομπα και τα λα μπομπιτα.
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κωλοφτιαγμένο με πάσης φύσεως εξτραδάκια κάγκουαρ-λατέρνα. Κάθε κροκόδειλος που σέβεται τον εαυτό του φέρει, inter alia, ξύστρα, νυχάκι, απλώστρα ή σιδερώστρα, σφυρίχτρα, νίκελα και ταλιμπάν.

Πρόκειται για επαγγελματική σλανγκιά αυτοκινητάδων: λόγω πληθώρας μοντιφιών, οι κροκόδειλοι είναι εξαιρετικά δύσκολο να μεταπωληθούν, και μετά από κάθε τεστ ντράιβ επιστρέφουν να σε φάνε.

«Φριτέζα» Νο2- «Κροκόδειλος» ... θα ήθελα να «παρουσιάσω» έναν έρωτα απ'τα παλιά, που με έβγαλε ασπροπρόσωπο σε διάφορες underground κ μη καταστάσεις...

Μοτέρ:
-Φ/Χ Green (αφρού)
-Νίκελ Σοληνώσεις εισαγωγής (κατάργηση ελαστικής) Φ/Χ πίσω από φανάρι
-Αυτοσχέδια θερμομόνωση στις παραπάνω σωληνώσεις
-Μπουζί Ιριδίου NGK (με ρυθμισμένο διάκενο)
-Μπουζοκαλώδια 5 star (ή Beru δε θυμάμαι, μπλε ήταν πάντως)
-Προπορεία (!!!)
-Λεπτή Φλάτζα κεφαλής («χαρτί»!) (μη ρωτάτε, δε ξέρω!)
-Εξάτμιση cat back με κενό τελικό μόνο
-Short Shift (custom) (αντιγραφή ενός που είχα στο Coupe)
-Γειώσεις (custom) (οδηγίες «συνδεσμολογίας» από Power Techniques)
-«Χτυπημένος» εργοστασιακός ρυθμιστής πίεσης βενζίνης
-custom εισαγωγή αέρα από προφυλακτήρα (χωρίς πρόγραμμα)

Ανάρτηση-Φρένα:
-Energy Suspension βάσεις μοτέρ-σασμάν (πολυουρεθάνης)
-Sparco μπάρα θόλων (σιδερένια)
-custom πίσω μπάρα θόλων (σιδερένια)
-koni κίτρινες ρυθμιζόμενες με ελατήρια Eibach
-Goodridge Σωληνάκια Υψηλής
-Motul 5.1 υγρά
-Δίσκοι Brembo εμπρός-πίσω (κοινοί)
-Ferodo Τακάκια DS2500 εμπρός - Premier Πίσω
-ΤΟΥΟ Τ1R (κ πολλά άλλα, αλλά αυτά «ταιριάζαν»)

Άλλα:
-Custom εμπρός προφυλακτήρας (home made)
-Shift light
-Αγωνιστικό (super mini) τιμονάκι-Λεβιεδάκι-Πατάκια-βαψιματάκια-σερβιετάκια κτλ κτλ)
-Ζάντες 15άρες από Kadet
-Βαμμένο καπάκι μηχανής
-Βαμμένα πλαστικά (χερούλια, προστατευτικά, καθρέπτες) (home made)
-Βαμμένα φιμέ πίσω φανάρια/πλαϊνά φλασάκια (home made)
-«Ελαφριά» φανοποιεία εμπρός φτερά (home made, μανίκι το στοκάρισμα)
-Φιμέ (μόνο στα πλαϊνά, home made)
(εδώ)

Bentley κροκοδειλέ (από Khan, 25/03/11)Και στο πιο αγωνιστικό. (από Khan, 25/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορισμός που χρησιμοποιείται από τεχνικούς υπολογιστών που αναβαθμίζουν υπολογιστές. Μιλάμε για σωστές μητρικές, ωραίες, overclockable, φωσφοριζέ, σταθερές, με φτερά προστασίας. Επάνω στις μητρικές λοιπόν, υπάρχουν θέσεις για κάρτες γραφικών, κάρτες μνήμης, κάρτες tv, κλπ.

Το πριτσικλέκι είναι αυτό εκεί που κουμπώνει και σταθεροποιεί την κάρτα.

Έλα ρε, είναι το ULTRA, όχι το SLI. Γι' αυτό δεν βλέπεις το «πριτσικλέκι καρτο-ειδές»... που το βαζεις απο την μια πλευρα αν εχεις 1 καρτα και απο την αλλη μερια αν παιζεις με SLI;;; Εκεινο που εχει και η ταδε+msi ανάμεσα στις 2 vga και μοιαζει με dimm απο notebook...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τον γνωστό ήχο «κρακ» (άρα ηχομιμητικό), αλλά μας προέκυψε από το γαλλικό craqueler: διασπώ –ώμαι / ραγίζω / πυρορραγίζω / διακοσμώ κεραμικό (κυρίως πορσελάνη) με ψηφίδες ή βερνίκι με ραγισμένη όψη.

Παίζουν και τα κρακελέ (κάργα), κρακλέ, κρακελάζ, κρακελάρισμα, κρακελαριστός.

Αποτελεί τεχνικό όρο - αθησαύριστο (ακόμη) απ’ τον Τριαντάφυλλο - των σιναφιών που ασχολούνται με βερνίκια, βαφές και γενικά επιστρώσεις υλικών πάνω σε άλλα είτε για να τα προστατέψουν είτε για να τα διακοσμήσουν.

Κυριολεκτικά, αναφέρεται στο φαινόμενο της εμφάνισης τριχοειδών ρωγμών / σπασιμάτων / ραγάδων / χαραγμάτων (ενίοτε πυκνών) στην επιφάνεια του βερνικιού ή της βαφής είτε λόγω επιλογής λανθασμένων, ελαττωματικών υλικών είτε λόγω σκιτζοδουλειάς, είτε λόγω φθοράς που επιφέρει ο πανδαμάτωρ χρόνος τόσο του ίδιου του επιστρώματος όσο και του υλικού που αυτό καλύπτει.

Αν τώρα το γουστάρει η ψυχούλα μας το αντικέ στυλάκι, υπάρχουν τα αντίστοιχα βερνίκια / βαφές, αλλά και τεχνικές, για να το πετύχουμε μέσω κρακελαρίσματος. Διάθεση για τέχνη, διακόσμηση ή και δηθενιά να υπάρχει.

Δεν νομίζω να παραξενεύει κανέναν που η χρήση του επεκτάθηκε και στο φαινόμενο του ραγίσματος γενικότερα κάποιου υλικού, άσχετα αν είναι ή όχι βαμμένο ή βερνικωμένο.

Χρησιμοποιείται και μεταφορικά - σλαγνκικά(;), όταν θέλουμε να δείξουμε πως κάτι / κάποιος έφτασε στα όριά του / είναι τσαλακωμένος / έτοιμος να ραγίσει / καταρρεύσει.

(Aπ’ το ΔΠ κατόπιν προσφοράς vicar)

  1. Όλα τα υαλώματά μας είναι ασφαλή για χρήση, τελείως αμόλυβδα και χωρίς κάδμιο, βάριο. Είναι επίσης πολύ ανθεκτικά καθώς δεν ξεφλουδίζουν ούτε κρακελάρουν ακόμη και μετά από πολυετή χρήση.

  2. ...την άλλη φορά που θα θέλεις το μπολ να μοιάζει με παλιό με χαρακιές και άλλα πάρε βερνίκι κρακελέ διάβασε τις οδηγίες στο μπουκαλάκι και έτοιμο το κρακελάρισμα!!!

3i. Οι ασφαλτοστρωμένοι λειτουργικοί αεροδιάδρομοι του παρελθόντος έχουν γίνει «κρακελέ», έχουν αφήσει ανεμπόδιστα την αέναη κίνηση της φύσης να επιβληθεί, το χορτάριασμα επεκτείνεται παντού και στην τελευταία κρυμμένη γωνιά, το σκουπίδι κυριαρχεί σε κάθε σου βήμα, διαλυμένα κάγκελα, συρματοπλέγματα -ζωντανοί μάρτυρες, καθρέπτης των χιλιάδων χωματερών της χώρας, των σπασμένων πεζοδρομίων, των αυθαιρέτων, των μολυσμένων ποταμών, των οραμάτων και σχεδίων διαδοχικών κυβερνήσεων.

3ii. ...σχετικά με το βάρος του καινούριου ενυδρείου των 180λ ή 220λ και των βάσεων του (δηλ. μαζί με ράφια ντουλαπάκια σετ γνωστής εταιρίας): Θα έχει επίπτωση στο ξύλινο δάπεδο; μήπως κρακελάρει /στραβώσει το ξύλινο δάπεδο;

4i. ...υπερκουφάθηκα. Ακούω παραπάνω απ’ όσο πρέπει και δεν ανέχομαι το θόρυβο. Παλιά, στα κλαμπ, στεκόμουν όρθιος μπροστά στα ηχεία, νταγκλάροντας, και ένιωθα το γούφερ να μου τριμάρει τη μούρη. Δεν το έκανα γιατί μου άρεσε η μουσική, I don’t care about music anyway. Ήθελα απλώς να νιώθω τον αέρα να τρεμουλιάζει κατά κύματα, με ρυθμό, επάνω μου και το γδούπο να κρακελάρει το ρινικό μου διάφραγμα.

4ii. Ένας κόκκος σκόνης μπορούσε να φέρει την καταστροφή! Τα μάτια του πετάγονταν έξω από τις κόγχες τους, οι φλεβίτσες τινάζονταν και πάλλονταν και το κιτρινιασμένο του δέρμα έδειχνε έτοιμο να ραγίσει. Ήθελα να του πω να μην φωνάζει γιατί κινδύνευε να κρακελάρει αλλά σιγά μην ήξερε τη λέξη αυτή. Αυτός δεν ήξερε τίποτα άλλο πέρα από ισοζύγια, λογιστικά ταυ και κέρδη.

(όλα τα’ ανωτέρω απ’ το δίχτυ)

  1. - Και πόσο το μαλλί γιατρέ μου;
    - Έννοια σου βρε Φορεμάνε. Θα τα βρούμε χαλαρά.
    - Για ξηγήσου.
    - Να σου φέρω την κυρά να μου τη σενιάρεις λίγο;
    - Χρειάζεται κάτι;
    - Μπαα κάνα ψιλομερεμέτι να φύγει το κρακελάρισμα απ’ τη μάπα!
    - Χμμ…
    - Άντε να γλιτώσω τη γεύση απ’ αστάρι όταν τη μπαλαμουτιάζω.
    - Εμένα λες; Δε βγάζει κι ο Φάκτορ τίποτε σε μπίο, το φελέκι μου! Το λοιπόν! Μέσα και πατσίσαμε!
    - Τόκα αδερφέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπληρώνοντας ουσιαστικά τον ορισμό του μαμάκιας:

1. Η έκφραση κάνει κάτι κλύσμα (αποφεύγω το α’ πρόσωπο γιατί σπάνια χρησιμοποιείται σε αυτό οπότε κι αλλάζει νόημα) σημαίνει:

α) ό,τι και τα: «χώνει κάτι στον κώλο / πάτο του», «βάζει κάτι στην τρύπα / κωλοτρυπίδα του», οπότε και:

  • μπορεί να τα αντικαθιστά σαν κυριλέ(!;) κορεκτίλα.
  • εκτοξεύεται επιθετικά προς κάποιον ακυρώνοντας ο,τιδήποτε προσπαθεί να μας επιβάλει καταναγκαστικά, είτε γιατί το θεωρούμε μούφα, είτε γιατί γενικότερα μυριζόμαστε καραπουστιά, οπότε προκειμένου να μας γαμήσει (μ’ αυτό), τον στέλνουμε να γαμηθεί (μ’ αυτό).
  • χωρίς τον επιθετικό τόνο, παίρνει χαιρέκακη χροιά, οπότε υπονοείται πως κάποιος έκανε μια λάθος κίνηση/επένδυση που δεν του ‘κατσε, αλλά στ’ αρχίδια μας κι ας πρόσεχε.

    β) ό,τι και το κάνει κάτι γαργάρα.

Λέγεται όταν κάποιος επιδεικνύει εξαιρετικά ευλύγιστες ηθικές αρχές (χέζοντάς τες με χαρακτηριστική ευ-κωλία), αρπάζοντας μια αμφιλεγόμενης νομιμότητας ευκαιρία απ’ τα μαλλιά.

2. Σε εκφράσεις τύπου:

  • ο Α κάνει στον Β κάτι κλύσμα σημαίνει πως ο Α καταγαμάει / συφιλιάζει / πρήζει τ’ αρχίδια του Β με κάτι, σε βαθμό υπερβολικό κι αφόρητο.
  • Τρώω κάποιον / κάτι κλύσμα που είναι σχεδόν ισοδύναμο του τρώω κάποιον / κάτι στη μάπα.

    Λέγονται τόσο για τραγούδια, διαφημίσεις και λοιπά καταναλωτικά αγαθά, όσο και για πρόσωπα που υπερπροβάλλονται απ’ τα ΜΜΕ σε σημείο πλύσης εγκεφάλου. Άλλωστε είναι εύκολος ο συνειρμός μεταξύ των ζευγών «πλύση εγκεφάλου – βιασμός διάνοιας» και «πλύση του ορθού - παρά φύση βιασμός».

Εννοείται, πως η ποιότητα των εν λόγω προϊόντων που ενίοτε αποκαλούνται κι αυτοτελώς κλύσματα είναι του κώλου / για τον μπούτσο.

Συχνά παίζουν και τα βάζω/φορώ/τρώω στη θέση του κάνω.

Παρεμπιπτόντως, ο στίχος των Going Through «...Μην ψάχνεις για βύσμα δε γλιτώνεις το κλύσμα...» απ’ το άσμα τους «301 και σήμερα», έχει αγγίξει αρκετές φανταρίστικες χορδές.

3. Στα φωτογραφικά σινάφια αποτελεί μεταφορά στα Ελληνικά της μεθόδου Rocket Blower για καθαρισμό της σκόνης από τον αισθητήρα (νταξ από το φίλτρο που βρίσκεται μπροστά του) σε φωτογραφικές μηχανές DSLR. Είναι φτηνή, ασφαλής, κι συνήθως αποτελεσματική λύση, που πήρε το όνομά της λόγω της ομοιότητας του εκτοξευτή αέρα που χρησιμοποιείται με το γνωστό εξάρτημα που, εκτοξεύοντας νερό ή ό,τι άλλο, βοηθά στην πραγματοποίηση του κλασικού κλύσματος (βλ μήδι).

Παρεμπιπτόντως, το εν λόγω εξάρτημα λέγεται (σύμφωνα με το Κερκυραϊκό λεξικό) στα Κερκυραίικα «σερβιτσ(ι)άλι» απ’ το ιταλικό serviciale.

  1. Πίσω απ' την κουρτίνα ένα βρίσκεται ο Τέρρυ, ο παράξενος θεός του που μπορεί να είναι καλός και πανάγαθος, αλλά θυσιάζει και δυο χιλιάδες μπόμπιρες στην καθισιά του, και οι πιο παράξενες απόψεις του που μπορεί να λένε σε θεωρητικό επίπεδο για αγάπη και αδερφοσύνη, αλλά αν δεν πιστεύεις στον θεό του, θα σε πάρει ο οξαποδώ και θα σου κάνει κλύσμα τις άρπες των χερουβείμ.

  2. - Και πόσο το μαλλί; - Αδερφέ για σένα μόνο 550 ευρώπουλα. - Πάρτο και κάντο κλύσμα το μαρτζαφλέρι σου που θα μου πεις 550. Μοιάζω για χθεσινός ρε;

  3. ...και την τεχνολογία της activa 2 τι θα την κάνουν που την έχουν έτοιμη στο συρτάρι;
    - Να την κάνουν κλύσμα.

  4. Έχω ορκιστεί στον εαυτό μου ότι δεν θα ψηφίσω ποτέ (X- κόμμα), βασικώς το απαγορεύει η αισθητική μου. Αλλά η αισθητική μου δεν μου απαγορεύει να την κάνω κλύσμα όταν το (X- κόμμα) μου προσφέρει ταξιδάκι.

  5. Η ίδια ερώτηση συνεχώς: ‘πηγες στο Μall;’ ‘όχι’ ‘να πας! Είναι σούπερ, είναι καταπληκτικό, είναι μεγάλο…’. Σ’ αυτό το τελευταίο, το μέγεθος, επιμένουν όλοι. ‘πάμε στο Μall;’ ‘γιατί;’ ‘έτσι, να χαζέψουμε’ ‘όχι ρε, εγώ δεν πάω, ούτε πρόκειται…’ ‘γιατί;’ ‘γιατί μας το έχουν κάνει κλύσμα και σε κάτι τέτοια είμαι αντιδραστικιά, με πιάνει το πείσμα μου’.

  6. Προσωπικώς, δεν έχω κανένα πρόβλημα με το Χ... Όσο καιρό τον έκραζα δεν ήταν για το καλλιτεχνικό του έργο αλλά για την υπερπροβολή του και την υπερκατανάλωσή του. Ευτυχώς έχει παρέλθει η εφιαλτική εκείνη εποχή όπου μας τον είχαν κάνει κλύσμα: Χ. στην Τιβί, Χ. στο ραδιόφωνο, Χ. στο περίπτερο, Χ. στον ΟΤΕ, Χ. να δίνει τραγούδια σε όλους.

  7. Το πρώτο και μεγαλύτερο hit single των Roxette. Μαλάκα, θυμάσαι μέχρι το 2005 τι κλύσμα τους τρώγαμε; Απίστευτο.

  8. Δεν εκφράζω καμιά πίκρα αλλά είναι άθλιο για το μέλλον του τραγουδιού να συμμετέχουν οι παραγωγοί του ραδιοφώνου σε συντονισμένα κλύσματα όπως αυτό το τελευταίο κλύσμα με το «Πάρε με αγκαλιά και πάμε» του Χ. με την Α.. Όταν στον ίδιο δίσκο υπάρχει το «Σαν Αεράκι» που είναι αριστούργημα αλλά δυστυχώς δεν είναι στις προτεραιότητές τους.

(Πλην του 2., όλα απ' το δίχτυ)

Σύγχρονο σερβιτσάλι για να κάνεις κλύσμα σε μηχανή DSLR (από sstteffannoss, 13/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος κουρέματος, γνωστότατο στην αργκό των κομμωτών, το οποίο είναι κοντό καρέ που τελειώνει σε απόλυτη ευθεία στο ύψος των αυτιών. Η ονομασία του προέρχεται, προφανώς, από την ομοιότητα του κουρέματος με καπελάκι.

Έδωσε βροντερό παρών στα τέλη του 80 με αρχές του 90, τόσο στους άντρες όσο και στις γυναίκες βρίσκοντας όμως συντριπτικά περισσότερη εφαρμογή στα ανοιχτόχρωμα αγοράκια.

Η κόμμωση ήταν λιγάκι εξεζητημένη (γι αυτό το επέτρεπαν μόνο οι προχώ γονείς στα παιδιά τους) με αποτέλεσμα σχεδόν όλα τα κοριτσάκια να προτιμούν τους κατόχους της, για τον ίδιο λόγο που τα αγοράκια δείχνανε ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε αυτές που φορούσανε φούστα λαμπάντα ή φούστα-μπλούζα με κρόσσια (τα οποία δεν ήταν ξεχωριστά αλλά αποτελούσαν προέκταση του υφάσματος και δημιουργούνταν από το κάθετο και περίτεχνο σκίσιμο της μπλούζας) ή, ίσως σε λίγο μεγαλύτερες ηλικίες, πουκάμισο δεμένο κόμπο στο κάτω μέρος του και άλλα τέτοια ωραία.

Κατά την συγγραφή του λήμματος ανακάλυψα ότι αποτελεί υποκατηγορία του καρεδάκια και ότι στην Αγγλική συναντάται είτε ως bowl cut, είτε ως mushroom cut και σπανιότερα ως pot cut (απ' όπου και τα μύδια).

- Μαμά μαμά μαμά! θέλω κι εγώ να κουρευτώ καπελάκι!
- Σκάσε βλαμμένο! αυτά είναι του διαβόλου!

Got a better definition? Add it!

Published

Για να διασωθεί και μόνο.

Κατά το γλωσσάρι του Πέτρου Πικρού, τάφος στα ρεμπέτικα τραγούδια είναι το χρηματοκιβώτιο. Συνηγορεί κι ο Ηλίας Πετρόπουλος.

Δεν γνωρίζω αν ο σημερινός υπόκοσμος χρησιμοποιεί τον όρο. Σίγουρα, δεν το συνηθίζει το τραπεζικό σινάφι. Όμως για όσους κάνουν μεγάλες καταθέσεις λέγεται κάργα το «τα θάβουν».

Επίσης, το χρήμα σε μορφή τραπεζικής κατάθεσης θεωρείται «νεκρό χρήμα», σε αντίθεση με το «ζωντανό», το ρευστό, αυτό που «γυρίζει» / «κυκλοφορεί».

Σχετικό: κασαδόρος: ο ...τυμβωρύχος.

Κέρδισε το όσκαρ και το πέταξε σε έναν τάφο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και είδος πυροσβεστικού ελικοπτέρου που φέρει κουβαδοειδή δεξαμενή νερού.

Βλ. μήδια και εδώ

(από sstteffannoss, 23/01/11)(από sstteffannoss, 23/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για τους κατοίκους του λεκανοπεδίου Αττικής είναι ένα τμήμα του Αμαρουσίου, επί της λεωφόρου Κηφισίας, όπου βρίσκονται πολλά επαγγελματικά κτίρια κατασκευής των εταιρειών του επιχειρηματία Μπάμπη Βωβού. Σύμφωνα με μια πιο συγκεκριμένη μαρτυρία που έχω, μιλάμε «για το κομμάτι από την πρώην ASPIS και πάνω».

Χαρακτηριστικό των κτιρίων είναι η εκτεταμένη χρήση γυαλιού (για την οποία κατηγορείται για απουσία βιοκλιματικού σχεδιασμού) και οι πινακίδες με το όνομά του σε μικρά λατινικά: «babis vovos» (που προκαλούν σε πολλούς αισθητική απαρέσκεια για την βεβιασμένη αυτοπροβολή σε περιοίκους και περαστικούς).

Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με διάφορα οικονομικά και πολιτικά παιχνίδια που φέρεται ότι απεργάζεται αλλά και προβεβλημένες από τα ΜΜΕ δικαστικές αντιπαραθέσεις για τα μεγάλα projects που αναλαμβάνει, δημιουργούν ντόρο και αντιπάθειες, κάτι που δεν είναι και έκπληξη για μεγάλη κατασκευαστική εταιρεία στην Ελλάδα. Εξ ου και η δηκτική λέξη «βωβούπολη», για να υποδηλώσει «καθεστώς» και υφαρπαγή δημοσίων αγαθών ως μη έδει.

Από κει και πέρα το λήμμα έχει καθιερωθεί σε τέτοιον βαθμό που χρησιμοποιείται και σε άσχετες συζητήσεις.

Πέραν από την Λ. Κηφισίας, δευτερευόντως αναφέρεται και σε όποιο μεγάλο έργο με ευρείες πολεοδομικές συνέπειες σχεδιάζεται από τον συγκεκριμένο επιχειρηματία (στον Βοτανικό κλπ).

Ενδιαφέροντα παλαιότερα άρθρα της Καθημερινής και του Βήματος.

  1. Από εδώ:

Αν υποθέσουμε ότι εννοούν τους κλειστούς δημόσιους χώρους, τότε αφήνουν στους καπνιστές το δικαίωμα να καπνίζουν στο δρόμο και την παραλία. Φανταστείτε, θα περνάς από την Κηφισσίας και όλοι οι εργαζόμενοι στη «βωβούπολη» θα είναι στον παράδρομο για τσιγάρο.

  1. Από εδώ:

- Μανούλα μου για πες εκεί στη Βωβούπολη καμμιά καλή ταβέρνα; Ο «Ασβεστόλακκος» τι λέει έχεις ιδέα;
- O Ασβεστόλακος είναι εξαιρετικός και σε ιδιαίτερα καλές τιμές. Μεγάλη ποικιλία και ωραίο κουτουκίσιο decor. Τry it;)

Χαρακτηριστική κιτσάτη στιγμή της Βωβούπολης. (από Khan, 12/01/11)(από patsis, 29/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Κυριολεκτικά, είναι:

  • Το δοχείο, η φιάλη, το σκεύος που περιέχει λάδι· το λαδερό, το λαδωτήρι (για να λαδώνουμε τους μεντεσέδες), το (βλ. σχ.) λαδικό (για να βάζουμε λάδι στη σαλάτα), το σκεύος όπου αποστραγγίζουμε τα λάδια (λιπαντικά) μιας οποιασδήποτε μηχανής.
  • το σύστημα ψεκασμού λιπαντικού στις μηχανές κάθε είδους, ώστε να μειώνονται οι οποιεσδήποτε φθορές κατά τη λειτουργία της.

    Πιο σλανγκικά σημαίνει:

1. Δίχρονη αρρύθμιστη μηχανή (κι όχι μόνο), που βγάζει ντουμάνια καπνού.

2. Απαξιωτικά, κάθε όχημα ή σκάφος που η μηχανή του καταναλώνει υπερβολική ποσότητα λαδιού – λιπαντικού χωρίς να σημαίνει πάντοτε πως υπολείπεται σε απόδοση των υπολοίπων. Το συνηθέστερο είναι να υπονοείται πως το εργαλείο πάλιωσε (με όσα αυτό συνεπάγεται), με έντονο ψυχολογικό αντίκτυπο στον καβαλάρη. Είναι συχνός χαρακτηρισμός για τα νέας οικολογικότερης τεχνολογίας οχήματα (ειδικά τα μοντιφαρισμένα που πρέπει να τους προστεθεί λαδιέρα).

3. Αυτόν που λαδώνεται, το μιζαδόρο, το λαμόγιο, και όλους τους σχετικούς συγγενείς και εκφέρεται σαν βρισιά (βοηθά και το γένος) αλλά φευ, οι λαδιέρες στερούνται οργάνων ακοής… ιεραρχικώς αναντάμ παπαντάμ.

  1. «…Φυσικά βγάλαμε την τάπα και αφήσαμε τα μεταχειρισμένα λάδια να τρέξουν στην λαδιέρα…»

  2. «…Το τελευταίο χρονικό διάστημα ασχολήθηκα με το θέμα «υγραέριο στο αυτοκίνητο» επειδή σκέπτομαι και εγώ να τοποθετήσω σύστημα υγραερίου στο όχημά μου. Αυτό πού έχω καταλάβει από την μέχρι τώρα ενασχόλησή μου είναι ότι το πρόβλημα με τις βαλβίδες απαντάται πάντα στις βαλβίδες εξαγωγής. Οπότε πρέπει να οφείλεται στην μεγάλη θερμοκρασία των καυσαερίων, λόγω κακής ρύθμισης τού μίγματος υγραερίου-αέρα. Ίσως οι λεγόμενες «λαδιέρες» αμβλύνουν το πρόβλημα, δεν το λύνουν όμως…»

  3. «…Μέχρι και δίχρονο 50ράκι με παππού καβάλα (λαδιέρα, χάρχαλο και χούφταλο)….»

  4. Όντως τα αερόψυκτα πάνε καλύτερα από τα υδρόψυκτα στα ίδια κυβικά. Ρε έχετε παρατηρήσει κάτι; Όλα τα typhoon βγάζουν τρελά ντουμάνια από πίσω! Πολύ λαδιέρα το εργαλείο!

  5. «…Επειδή έχω περάσει από αυτή τη διαδικασία με το αμάξι να είναι στις 66500χλμ σε 5 χρόνια, μετά από επαφή με αντιπροσωπείες και Τ…, καθώς η κατανάλωσή μου είναι 1 λίτρο/3000χλμ, η απάντησή τους ήταν: «Είναι εντός φυσιολογικών ορίων». Εμένα όμως κανείς δε μου είπε ότι το αυτοκίνητό μου μετά από 5 χρόνια θα είναι λαδιέρα!!!...»

  6. «-…στα περισσότερα βιντεάκια είναι ο Τ.. και την λαδιέρα την έχετε ριγμένη.
    -Πάντα αυτό κάνουν βάζουν άλλες φωτογραφίες και δεν τους νοιάζει η λαδιέρα μου… -Οι λαδιέρες κάνουν για σαλάτες κι όχι για βουνά!!!
    -Μακάρι να ήταν όλες οι σαλάτες σαν το τούμπανο εργαλείο μου….»

  7. «…Το κασκόλ με την καπαρντίνα παρ’ τα και στην εκδρομή, βλέπω να μένουμε σε κάνα βουνό με τη λαδιέρα σου…»

  8. «…Δυστυχώς η φύση της μοτοσικλέτας (δίχρονη) και η παλαιότητα της έγιναν αφορμή να μη γίνω δεκτός από παρέες που μαζεύονταν σε forum μοτοσικλετών. Εκφράσεις του τύπου λαδιέρα, γκαζοντενεκές, σαράβαλο, καρούλι έδωσαν και πήραν και φυσικά και εγώ τα μάζεψα και έφυγα. Δυστυχώς δεν έχω τη δυνατότητα να αλλάζω κάθε χρόνο μοτοσικλέτες…(πρόκειται για Yamaha TDR 250 του 1988)»

  9. «-….μάλλον στα γερμανικά αναφέρεται που είναι λαδιέρες
    -λαδιέρες, λαδιέρες το τσαγάκι όμως το κερνάνε απλόχερα (Όταν η φαντασία συνδυάζεται με ένα καλό κονέ στο μηχανολογικό, τότε πραγματικά μπορείς να μεγαλουργήσεις! Μέχρι και πολιτικά μηνύματα μπορείς να περάσεις με τη πινακίδα σου! Ο ιδιοκτήτης του Tesla Roadster μας την “λέει” για τα καλά με την πινακίδα του. Δε συμφωνείς;… (Πινακίδα: LOL OIL)»

  10. «…Δεν έχει ιδέα το παιδί τι σήμαινε ΣΔΟΕ μάλλον!! Το ΣΔΟΕ ανέκαθεν δεν έπαιζε τον ρόλο του ελεγκτικού οργάνου στην πράξη αλλά μόνο στην θεωρία! Ένα απλό νταβατζηλίκι ήταν όπως και τώρα η ΥΠΕΕ που απλά εκβίαζαν για μίζες!! Διαλυμένος οργανισμός ήταν που το εκμεταλλευόταν άλλοτε το Πασόκ και άλλοτε η ΝΔ!! Έχω προσωπικό τρανότατο παράδειγμα με τον γ.. του δ.. του υπουργείου οικονομικών! Μια λαδιέρα και μισή τα άτομα χωρίς ίχνος τσίπας!!...»

(όλα απ' το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified