Further tags

Στην Αλεφάντειο διάλεκτο, μαντουμαδόρος καλείται ο αμυντικός ποδοσφαιριστής που διακρίνεται για την ικανότητά του στο μαν-του-μαν παιχνίδι, δηλαδή στο στενό μαρκάρισμα του αντιπάλου παίχτη σε όλα τα μήκη και πλάτη του γηπέδου καθ' όλη τη διάρκεια του αγώνα.

- Και του λέω του προέδρου: Έχεις τις χαφάρες σου, τα μπακ σου φοβερά ν΄ανεβαίνουν, πάρε και δυο μαντουμαδόρους παιχταράδες στο κέντρο της άμυνας να καταπίνουν τους αντιπάλους. Με θεριά πας να παίξεις στη Ευρώπη, όχι με τ΄Άσπρα Χώματα! Δηλαδή ο Χάπελ που έπαιζε με Μάγκατ και Κάρστενμάγιερ και πήρε το Κύπελο το '84 και παραμιλάγανε όλοι, άσχετο θα τον βγάλουμε;

Νίκος Αλέφαντος (από allivegp, 14/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πουσκαρτάδες αποκαλούνται οι μικροπωλητές που πουλάνε με το καροτσάκι τους κυρίως λουκανικούμπες κι αναψυκτικά στους δρόμους του Μανχάταν και ειδικά στο Central Park. Εκ του push cart.

Τον 19ο αιώνα σχεδόν όλοι οι πουσκαρτάδες ήταν Έλληνες. Έκαναν το σκατό τους παξιμάδι, ξοδεύοντας μόνο 5 σεντς από τον ημερήσιο τζίρο που (στην καλύτερη περίπτωση) ανερχόταν $1 ευελπιστώντας μια μέρα να επαναπατριστούν με την περιουσία τους.

Στον 20ο αιώνα, και μέχρι την δεκαετία του 70, οι Έλληνες εξακολουθούσαν να μονοπωλούν το επάγγελμα του πουσκαρτά. Μερικοί διεύρυναν την πραμάτεια τους, προσφέροντας παγωτά, κάστανα, ακόμα και φραπέ. Με σάλιο και υπομονή, το οικονομικό και βιοτικό επίπεδό των Ελλήνων πουσκαρτάδων ανέβηκε σηματικά και στα 80ς οι περισσότεροι παρέδωσαν τα καροτσάκια τους σε Πορτορικανούς οι οποίοι με την σειρά τους τα παρέδωσαν σε Ινδούς, Πακιστανούς και Αιθίοπες στα 00ς.

Απομένουν πια ελάστιχοι Έλληνες πουσκαρτάδες στους δρόμους της Νέας Υόρκης.

Διάλογος με πουσκαρτά:

- Πατριώτη πόσο κάνjει η σαμίτσα;

- Ένα κόρι. Λέρωσε το μέρος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

και master debater.

Αγγλικός όρος για τον άριστο ρήτορα. Συνήθως συναντάται μαζί με το Cunning Linguist (όχι τον δικό μας…) στην αντίστοιχη ειδική ορολογία.

Στην αγγλικανική σλανγκ, λόγω του ακούσματος της που είναι σχεδόν ίδιο με τον masturbator, δηλαδή τον αυνανιστή ή μαλάκα, χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να την πούμε χωρίς να την λέμε, για κάποιον που τo αξίζει... (δες και mental masturbation, όταν μπεί!)

Οι δαιμόνιοι Έλληνες όμως έχουν σηκώσει τον πήχη ακόμη πιο πάνω. Χρησιμοποιούν τον όρο master debator, για να την πουν σε κάθε ένα που κοκορεύεται ότι έχει master, ενώ είναι είτε γκαζόν ή το μάστερ είναι από πανεπιστήμιο του μούτσου… Χρησιμοποιείται από φοιτητές, σε πανεπιστήμια αλλά και σε χώρους δουλειάς από υπερήλικες δυσκοίλιους υπαλλήλους για νέοπες μαστερούχους…

  1. - Όχου μωρέ τον master debator... μας ήρθε από το Λονδίνο και το μόνο που ξέρει είναι να παίζει κλαρίνο. Άσχετος σου λέω, τι να πούμε και εμείς με ένα master Στατιστικής, 1 x 2…

2 - Πάμε να φύγουμε, έρχονται οι νέοπες master debators και θα μας πρήξουν τα ούμπαλα
- Που να πάμε ρε μεσημεριάτικα ;
- Για καφέ ρε συ… Εισαι μέσα ;
- Yes master !

  1. - Δεν ξέρω για cunning linguist και master debater, εγώ για μαστούρμπα τον κόβω… Από πού είπες ότι το πήρε το μεταπτυχιακό ;
    - Νομίζω από ένα διάσημο Ινστιτούτο μου είπε, αλλά δεν θυμάμαι τώρα…

master debater (από BuBis, 09/06/09)el gran masterbador... (από MXΣ, 10/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα χιλιάδες παιδιά που καθημερινά τους βγαίνει ο πάτος, ξεκωλώνονται για το μεροκάματο πάνω σε μια σέλα παπιού.

Μας φέρνουν στο σπίτι την πίτσα μας, τα σουβλάκια μας, τα γκίλι ντάιετ μας, τα διάφορα καλαμπαλίκια που παραγγέλνουμε μέσω ίντερνετ, δέματα, αλληλογραφίες. Είναι γνωστοί και με την παραπλανητική, πούστικη ονομασία «εξωτερικοί»: υπάλληλοι σε βιβλιοπωλεία, φωτογραφεία, ανθοπωλεία κ.ο.κ.

Έχουν φάει τους δρόμους με το κουταλάκι. Γνωρίζουν τις πόλεις μας σαν τη παλάμη του χεριού τους, όντας η ζωντανή ψυχή τους. Οι οδηγικές ικανότητές τους ξεπερνούν κατά πολύ εκείνες του μέσου όρου. Πάντα βιαστικοί, τρέχουν να προλάβουν άλλη μια παραγγελία και να τσιμπήσουν το tip, απ' το οποίο περιμένουν να ζήσουν (διότι τι να σου κάνουν τα 3,72 την ώρα που πληρώνουν τα περισσότερα μαγαζιά). Καβαλάνε πεζοδρόμια, σφάζουν χαλαρά το κόκκινο φανάρι, πάνε ανάποδα σε μονόδρομους, δεν φορούν κράνος. Όλη τους η ύπαρξη μια συνεχής λυτρωτική παραβατικότητα.

«Καμπαλέρος» είναι το όνομα του σωματείου που πρόσφατα ίδρυσαν για να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους, την αξιοπρέπειά τους. Ανεπισήμως, η ονομασία αυτή ασφαλώς και προϋπήρχε. Καμπαλέρο είναι στα ισπανικά ο ιππότης, σε λατινοαμερικάνικο όμως context (μεξικάνικη επαναστατική παράδοση, πόλεμοι κατά των γιάνκηδων κλπ).

Οι Καμπαλέρος σήμερα πολεμούν για καλύτερους μισθούς, πιο ανθρώπινες συνθήκες δουλειάς. Κύριο σύνθημά τους: «κούριερ, ντελιβεράδες, εξωτερικοί, βαρέα ανθυγιεινά».

Δεν ξεχνούν ποτέ πως «η δουλειά είναι δουλεία», όπως έλεγε ένας παλιός φίλος κουριεράς.

Οι Καμπαλέρος αρνούνται πεισματικά να αργοπεθαίνουν μες τους 4 τοίχους ενός κλιματιζόμενου γραφείου, προτιμούν το μολυσμένο - και ωστόσο άπλετο - αέρα των δρόμων. Γουστάρουν αυτό που κάνουν, και το μισούν συγχρόνως. «Σιχαίνομαι και συνάμα καυλώνω απ' την κάθε στιγμή που περνώ πάνω σ' αυτήν εδώ τη σέλα», άλλη μια ζωγραφιστή ατάκα που είχε πετάξει κάποιος.

Οι εμπειρίες των εναλλακτικών κινημάτων δείχνουν
ότι μια τέτοια πορεία είναι δυνατή και ο στόχος της
αναδημιουργίας ενός εργασιακού κοινωνικού
κινήματος εφικτός.
Ας μελετήσουμε και ας παραδειγματιστούμε από τις
εμπειρίες νέων συνδικαλιστικών συλλογικοτήτων,
όπως ο Σύλλογος Εργαζομένων Βιβλίου-Χάρτου, ο
Σύλλογος Εργαζομένων στα Φροντιστήρια
Καθηγητών, οι εργαζόμενοι σε εταιρίες κούριερ-
ντελιβερι, οι «καμπαλέρος», που δείχνουν ότι ακόμη
και στην πιο σκληρή καθημερινή πραγματικότητα του
νέου ιδιωτικού τομέα της οικονομίας σπάει η
κυριαρχία της εργοδοτικής αντίληψης περί «ζωνών
ελεύθερων από συνδικάτα» και οι εργαζόμενοι/ες
αυτοοργανώνονται, αγωνίζονται και νικούν.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η βάση της σκέψης του Αντόνιο
Γκράμσι παραμένει ακόμη και σήμερα επίκαιρη στην
εποχή που χρειάζεται μια νέα προσπάθεια για την
κατάκτηση της «ηγεμονίας» από την πλευρά του
εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος. Κι αυτό γιατί,
κατά την άποψή του, «η δράση νικά τα δάκρυα» για
την κρίση και την αποσυνδικαλιστικοποίηση,
δείχνοντας ότι τίποτε δεν είναι αναπόφευκτο και
μοιραίο, όπως μέχρι σήμερα η ιδεολογική ηγεμονία
του νεοφιλελευθερισμού αφήνει στους ανθρώπους να
εννοηθεί.

(από εδώ)

(από johnblack, 06/06/09)(από johnblack, 06/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο το οποίο έλκει την καταγωγή του από την πατροπαράδοτη μέθοδο επίτευξης στόχων μέσω της στοματικής εκτόνωσης. Στο διάβα των αιώνων, οι απανταχού απόγονοι της Εύας συνήθισαν να δέχονται στη στοματική τους κοιλότητα αντρικά μόρια των οποίων οι κάτοχοι είχαν την εξουσία να τους προσφέρουν κάποιες υπηρεσίες-διευκολύνσεις.

Με τις ευλογίες της ελληνορθόδοξης παράδοσης και κάτω από τη σκέπη του δακρύβρεχτου μότο ''αμάρτησα για το παιδί μου'' οι γυναίκες της ημεδαπής υιοθετούν την παραπάνω τεχνική με θαυμαστά αποτελέσματα, καθώς ο Έλλην, φύσει μερακλής, δε χάνει την ευκαιρία να διοχετεύσει τυχόν περισσεύματα σπερματοζωαρίων σε πρόθυμους λάρυγγες. Ασφαλώς, για να αποφευχθούν σχόλια σεξιστικού περιεχομένου, η μέθοδος του τσιμπουκώματος εφαρμόζεται και σε άτομα του ίδιου φύλου.

Μ' αυτόν λοιπόν τον τρόπο, το επίθετο τσιμπουκωτός, -η αναφέρεται σε συνανθρώπους μας που καταλαμβάνουν συνήθως κάποια θέση όχι με αξιοκρατικές διαδικασίες αλλά πιπώνοντας τις αρμόδιες αρχές. Πλέον, καθώς οι εποχές είναι δύσκολες και πονηρές και τα dvd δίνουν και παίρνουν, οι τσιμπουκωτοί κινούνται ιδιαιτέρως συνωμοτικά και μπορούν να γίνουν ιδιαίτερα επικίνδυνοι σε περίπτωση που δε τηρηθούν τα συμφωνηθέντα.

Καθώς ο ΑΣΕΠ δεν είναι φυσικό πρόσωπο και σε καμία περίπτωση δε διαθέτει πέος, οι τσιμπουκωτοί επιλέγουν συνήθως θέσεις όπου η πρόσληψη γίνεται μόνο με μοριοδότηση.

Tσιμπουκωτός μπορεί επίσης να είναι κάποιος σε οποιοδήποτε πόστο που είναι φως φανάρι ότι δε το 'χει αλλά διατηρεί καλές σχέσεις με τον υπεύθυνο προσωπικού ή απευθείας με τη διεύθυνση. Tσιμπουκωτός μπορεί να είναι ένας ποδοσφαιριστής που προωθείται άδικα επειδή έχει λαδώσει ή έχει δημόσιες σχέσεις, μια σερβιτόρα που τα σπάει όλα αλλά γαμάει το αφεντικό, μέχρι ακόμα και πρωθυπουργοί και πρόεδροι κρατών που στηρίζονται σε σκοτεινά κέντρα αποφάσεων. Στο σύνολό του ο πλανήτης μας κινείται γύρω από αυτή τη μέθοδο, σε σημείο που θα μπορούσαμε να παραφράσουμε το γνωστό τραγουδάκι money makes the word go round σε blowjobs make the world go round ...

  1. - Του άφησα ένα βιογραφικό 8 σελίδες και διάλεξε να προσλάβει αυτή την αγράμματη.
    - Δε χρειάζεται πτυχίο η πίπα, φιλαράκι, καλή τσιμπουκωτή είναι κι αυτή.

  2. Βγήκε η προκήρυξη και η προθεσμία λήγει αύριο. Ίσα ίσα να βολευτούν οι τσιμπουκωτοί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Ο παλιός φαντάρος, ο παλαίουρας, οκαραπαλαίουρας, κλπ. Ο φαντάρος δηλαδή που ανήκει σε τέτοια σειρά στράτευσης, που κοντεύει να πάρει την άγουσα.

Αισθάνεται πως όταν παρουσιάστηκε, είχε και καλά, ειδικότητα χειριστού καταπέλτη και πολιορκητικού κριού. Περπατά και διαλύεται μέχρι να ρθει η τιμημένη εκείνη ώρα που θα κόψει λάσπη απ' το στρατό για να γίνει πολίτης. Τα αγγούρια της εργασίας δεν τα βλέπει ακόμη. Κάθε πρωί φωνάζει τον αριθμό των τρελών ημερών που μετρά, προκειμένου να απολυθεί. Τον φωνάζει με στόχο να ψαρώσει τους νέους και να συμμεριστεί με άλλους παλιούς τη χαρά που απορρέει από το γεγονός πως το βόδι το φάγανε και μόνο η ουρά του μένει, εν αντιθέσει με τους νέους πού έφαγαν την ουρά και το βόδι απομένει.

Βέβαια, πίσω έχει η αχλάδα την ουρά, γιατί αφενός στις τελευταίες μέρες μπορεί να γίνουν μαλακίες που πιθανόν να οδηγήσουν σε επέκταση της θητείας και αφεδύο είναι τα αγγούρια του εργάσιμου βίου που λέγαμε πριν. (βλ. παρ. 1)

2. Θα μπορούσαμε ανάλογα να μιλήσουμε και για κάποιον παλιό εντός ενός συνόλου ατόμων, του οποίου συνόλου τα άτομα, έχουν κάποιο κοινό στοιχείο, μεταξύ τους (π.χ. άτομα που ασχολούνται με την ίδια δραστηριότητα). Αναμένεται δε, το άτομο αυτό, να 'χει την... εμπειρία. (βλ. παρ. 2).

  1. Το παλιοσείρι ο Μήτσος είναι βοηθός νοσοκόμου στο ιατρείο της «μουνάδας» που λέει κι ο υπόδικας. Δες εδώ

  2. Σε ξέχασα παλιοσείρι. Νομίζω πως είμαστε ισοπαλία στις εγχειρήσεις. Να τις βγάλουμε να τις μετρήσουμε καμιά μέρα. Δες εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μάτσο και μπρουτάλ φαναρτζής- επισκευατζής- υπάλληλος γκαράζ στα καλιαρντά. Εκ του γκαράζ + τεκνό. Η χαρά του κάθε πισωγιομίδη που σέβεται τον εαυτό του, αλλά και κάθε γυνής με έφεση σε αρσενικά του τύπου Σάκης ο υδραυλικός.

...Και δικέλω από απέναντι ένα λατσό γκαραζότεκνο...

(από GATZMAN, 30/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα πλαίσια της άδικης μεταχείρισης των δημοσίων υπαλλήλων από την εκάστοτε Διοίκηση και γενικότερα του χάους και του μπάχαλου που επικρατεί στο Δημόσιο, φυγόπονος ονομάζεται ο εργατικός και έντιμος (δηλ. μαλάκας) υπάλληλος που εργάζεται σκληρά χωρίς να παίρνει υπερωρίες και ανήκει στο 5 με 10% του συνολικού αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων. Αυτά.

Προσωπικό. Έπρεπε να το πω γιατί θα έσκαγα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τρόπος παιξίματος του κακού ντράμερ (συνήθως αυτοδίδακτου και ημιμαθούς). Γνωστό επίσης και ως μπαστουνιές. Συνεπώς, χασάπης ο ανωτέρω ντράμερ, δεν γνωρίζω όμως αν ο χασάπης προέκυψε από τις χασαπιές ή το αντίστροφο. Ετυμολογικά από τις κινήσεις των χεριών μάλλον: οι ντράμερ κάνουν απίστευτη οικονομία κινήσεων, παίζοντας κυρίως με τους καρπούς. Ο χασάπης θυμίζει κρεοπώλη με μπαλτά, που παίζει με μεγάλες κινήσεις, ανεβοκατεβάζοντας τις χερούκλες του.

- Καλή η συναυλία χτες;
- Καλή ήταν, αλλά ο ντράμερ, ρε πούστη μου... Τι χασαπιές ήταν αυτές!
- Ξεκόλλα, ρε Βαγγέλη. Όλους τους ντράμερ σκάρτους τους βγάζεις. Τι κόλλημα είν' αυτό;

(από BuBis, 20/05/09)

βλ.και χασάπηηη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκαρσόνι που σε γκαστρώνει μέχρι να σου φέρει την παραγγελία σου.

Ειδικεύεται στο να σε αγνοεί επιδεικτικά, διαθέτει υφάκι ξινίλας και δεν παραλείπει να σου θυμίζει με το βλέμμα ότι σου κάνει ΠΟΛΥ μεγάλη χάρη που σε σερβίρει (όταν και αν σε σερβίρει).

-Πάμε να φάμε στο Cuisine Paparisienne;
-Με τίποτα, έχει κάτι γκαστρόνια εκεί, ούτε αύριο δεν θα φάμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified