Further tags

Το ξεσκούφωτο λουκάρισμα: όταν κάποιος αναγκάζεται να κρύψει μικρή ποσότητα σταφ στην σούφρα του χωρίς υπόθετο. Το χούσωμα είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη πρακτική και εφαρμόζεται μόνο σαν έσκατη λύση απελπισίας σε δύσκολη στιγμή. Δεν πρόκειται για μορφή λαθραίας διακίνησης ουσιώνε.

Το Λεξικό της Ντάγκλας (Λεωνίδα Χρηστάκη και Μάρκου Επάρατου) μας πληροφορεί ότι το λήμμαν ετυμολογείται από τα καλιαρντά όπου η τρύπα λέγεται χους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ποδοσφαιρική, ο διαιτητής έχει πιάτο την φάση όταν την βλέπει φάτσα κάρτα. Αυτό βέβαια δεν τον αποτρέπει από το να (σ)την σφυρίξει κατά το δοκούν. Μεγάλο χαρχίνωμα η διαιτησία στη χώρα μας, ο καλύτερος έχει σκοτώσει τη μάνα του.

1. Ο Αθηναίος ρέφερι είχε… πιάτο τη φάση και είδε πεντακάθαρα ότι ο παίκτης της Βέροιας και έσπρωξε και ανέτρεψε τον διεθνή αμυντικό...

2. Ο Σπάθας από την άλλη είναι αδικαιολόγητος. Έπρεπε να πάρει το σφύριγμα πάνω του και να επιμείνει στην αρχική του υπόδειξη. Στο πιάτο την είχε τη φάση.

2. Ο μη καταλογισμός του πέναλτι από τον Τριτσώνη στο Ατρόμητος - ΠΑΟΚ είναι τρανταχτό… φάλτσο, επειδή είχε στο… πιάτο τη φάση, ενώ το τράβηγμα της φανέλας είναι διαρκείας.

Χμού, ώρα να περάσω από το ΑΤΜ (από σφυρίζων, 13/05/13)(από allivegp, 14/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πανεπιστημιακή ζαργκόν. Οι ετεροαναφορές στο έργο κάποιου είναι οι αναφορές στο έργο του μέσα στο έργο τρίτων.

Η λέξη αποδίδει το αγγλικό citation και έχει για αντίθετο το αυτοαναφορά φυσικά: μέσα σ' ένα σου πέιπερ ν' αναφέρεσαι σε παλιότερο δικό σου πέιπερ πιχί. Συνεπώς: ετεροαναφορές ίσον αναφορές πλήν αυτοαναφορές (δέχομαι και καρπαζιές και μπάτσες, αλλά από κοντά).

Λίγες πίπες

Ο αριθμός των ετεροαναφορών σε κάποιον επαγγελματία επιστήμονα αποτελεί ένα, αν όχι απόλυτα έγκυρο, πάντως σαφές αξιολογικό κριτήριο, που μετράει την απήχησή του στην επιστημονική κοινότητα («για νά 'χει τόσες ετεροαναφορές, παναπεί υπάρχουν τόσοι άνθρωποι που ασχολούνται μ' αυτά που κάνει, παναπεί είναι σημαντικά»). Ως τέτοιο, θεωρείται εγκυρότερο από τον καθαυτό όγκο του επιστημονικού του έργου (δεκάδες χιλιάδες σελίδες που κανένας δεν έχει διαβάσει ποτέ σε σύγκριση με δέκα σελίδες που έχει επηρεάσει τη δουλειά όλων) και όσο περνάει ο καιρός όλο και στοιχειώνει περισσότερο τους επαγγελματίες επιστήμονες του καιρού μας, βαραίνοντας περισσότερο στις διαδικασίες ανέλιξής τους εντός ακαντέμια.

Τώρα, το τί αντίκτυπο έχει αυτή η βαρύτητα στη διάπλαση των σχέσεων μεταξύ των μελών μιας επιστημονικής κοινότητας, καθώς και στην ίδια την επιστημονική πράξη, δεν θα το θίξω εδωπέρα. Τα μέλη του παρόντος σάιτ μπορούν ωστόσο να σκεφτούν την εξής αναλογία: γράφω έναν ορισμό οπου λινκάρω στο λήμμα τάδε· αλλα για το λήμμα τάδε έχει γράψει ορισμό καί ο Άλφας (πού 'ναι και γαμώ τα παιδιά), καί ο Βήτας (που μού 'χει πρήξ' τον πούτσο με τις παπαριές του, άσε που είναι και ανθρωποφάγος)· αλλα κάτσε, ο ορισμός του Άλφα είναι, έε... ενώ ο ορισμός του Βήτα είναι, φφφ, είναι καλός ρε γαμώτ'... σε ποιόν απ' τους δυό να λινκάρω τώρα;...

Την αναλογία μή τη δέσουμε κόμπο: η ακαντέμια είναι σάπια σε σημαντικό βαθμό εδώ και πολλά χρόνια· το σλάνγκ τζι άρ τώρα ωριμάζει... άσε που δέ μετράει και τις ετεροαναφορές.

  1. Το IF [σ.ς. impact factor] δεν επιτρέπει συγκρίσεις όταν πρόκειται για διαφορετικά πεδία έρευνας. Οι ετεροαναφορές επηρεάζονται από την δυναμική του πεδίου έρευνας αλλά και το μέγεθος του επιστημονικού πεδίου. Η επιλογή του θέματος της έρευνας, θα καθορίσει και την πιθανότητα που έχει αυτή να γίνει υψηλά αναφερόμενη. Έτσι για παράδειγμα, επιστήμονες που κάνουν έρευνα για το AIDS έχουν αυξημένη πιθανότητα να αναφερθούν από άλλους, σε σχέση με αυτούς που μελετούν την τοπική αναισθησία. Αυτό δεν δημιουργεί μια σύγχρονη δικτατορία στην έρευνα, που οδηγεί την έρευνα εκεί που πουλάει περισσότερο ή υπάρχουν οικονομικά συμφέροντα; (κριτική του ίμπακτ φάκτορ, εκεί)

  2. οι συνάδελφοί τους αποδείχτηκε ότι αποστρέφονται τις θεωρίες που βρίθουν μαθηματικών λεπτομερειών. Ψάχνοντας επισταμένα τις δημοσιευμένες εργασίες που δεν είχαν τύχει καμίας αναφοράς από συναφείς μεταγενέστερες, εντόπισαν ότι αυτές εμπεριείχαν πολλά μαθηματικά. Το «κούρεμα δημοσιότητας» που υπέστησαν συνεπεία αυτού έφθανε και το 50% λιγότερων ετεροαναφορών από εργασίες που είχαν ελάχιστα ή και καθόλου μαθηματικά. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δίνω θρησκευτικό όρκο στο δικαστήριο.

Η φράση λέγεται για να κάνει φανερό ότι κάποιος δεν τό 'χει σε τίποτα να ψευδομαρτυρήσει. Δηλαδή παλαμαριάζει το ιερό ευαγγέλιο χωρίς κανένα σεβασμό, με την ίδια ευκολία και άνεση που παλαμαριάζει μια γκόμενα. Αφού το παλαμαριάσει, καταθέτει στη συνέχεια πρόθυμα και πειστικά ό,τι του έχουν πει να πει, αλήθεια ή ψέμματα αδιάφορο.

Άχρηστες πληροφορίες :

α) Παλιότερα σε γνωστά άθλια καφενεία – στέκια εύρισκες γνωστές σκατόφατσες να μαρτυρήσουν για την υπόθεσή σου, με αντάλλαγμα ένα μεροκάματο. Οι φήμες έλεγαν ότι ήταν πολύ καλοί μάρτυρες, καλύτεροι από τους πραγματικούς αυτόπτες μάρτυρες που συχνά τα έκαναν θάλασσα κατά την εξέταση, λόγω τρακ και απειρίας. Οι επαγγελματίες είχαν όμως το μειονέκτημα ότι με τον καιρό τους μάθαιναν οι δικαστές, όταν τους έβλεπαν επανειλημμένα να καταθέτουν οι ίδιοι και οι ίδιοι για πολλές διαφορετικές υποθέσεις.

β) Και σήμερα βρίσκει κανείς ψευδομάρτυρες, απλώς τα καφενεία έχουνε γίνει πιο τρέντι και κυριλέ. Για το ύψος της ταρίφας ο λημματογράφος δηλώνει ανίδεος.

γ) Πλέον (με αρκετή καθυστέρηση) μπορείς να δώσεις όρκο απλώς στην τιμή και τη συνείδησή σου.

(Σε διάδρομο δικαστηρίου, διάδικος σε έξαλλη κατάσταση)

Άι σιχτίρ από κει με τα ψέμματά σας. Φέρνετε τον κάθε απατεώνα να παλαμαριάζει το ευαγγέλιο και δώστου λέει ό,τι να ναι, σκοινί κορδόνι. Άμα πέσουν οι μηνύσεις να δούμε που θα κρυφτείτε, λαμόγια, ε, λαμόγια ......

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτίθεμαι, αποκαλύπτομαι, ξεφτιλίζομαι.

Αργκό που προέρχεται από τις μπουζουκλερί «βγαίνει το πρόγραμμα» δηλ. οι τραγουδιάρες στην πίστα = σε κοινή θέα.

Συνώνυμα: Βγαίνω στην πίστα / σέντρα / στον τάκο / στο ικάντιο (παραφθ. εκ του Επτανησιακού «ινκάντο» < ιταλ. incanto = δημόσιος πλειστηριασμός της περιουσίας κάποιου μετά από κατάσχεση = μτφ. διαπόμπευση / χλεύη) κλπ, βγαίνω φόρα (παρτίδα), με παίρνουνε χαμπάρι / πρέφα / κάβο κλπ.

Αφιερωμένο σε Ironick.

  1. Αγόρι, μην την κοζάρεις στο έτσι τη γυναίκα, βγαίνεις πρόγραμμα.

  2. - Λοιπόν, θα μου τα δώσεις τα κλειδιά για τη γκαρσονιέρα;
    - Ναι, αλλά κάτσε πρώτα να στείλω τη δικιά μου στη μάνα της, σιγουρέψου κι εσύ ότι θα φύγει για το ταξίδι η δικιά σου, γιατί έτσι και σφυρίξει τίποτα η μια στην άλλη, βγήκαμε πρόγραμμα.

  3. - Ρε συ τι λέει, αυτή η μπίζνα με τα [...]* είναι σόι; - Η φάση βρωμάει φίλος, αλλά έχει χαρτί.
    - Παίζει να μπω κι εγώ να βγάλω κανα μεροκάματο;
    - Να δω φως όμως, γιατί σε λένε για πεθαμένο και με το συγγνώμη δηλαδή...
    - Ρε, μπαίνω με 30 χιλιάρικα και πάω μ' όποιον τα 'χει**.
    - Εντάξει, αλλά ρελαντί και τουμπέκα σου, μη βγούμε πρόγραμμα στα παιδιά.


  • [...] = οποιαδήποτε (big/small time) καινούρια επιχειρηματική δραστηριότητα στα όρια της νομιμότητας (συνήθως αρπαχτή), που αποφέρει γρήγορο και εύκολο κέρδος και που διαρκεί μέχρι να γίνει Β κοινό και να θεσμοθετηθούν κανόνες, οπότε είτε γίνεται δυσκολότερη (π.χ. αποφέρει λιγότερο, έχει περισσότερο ανταγωνισμό, έξοδα, ρίσκα, φορολογία κλπ) είτε εξαλείφεται ως νέτα-σκέτα παράνομη.

** «Πάω μ' όποιον τα 'χει» = μπαίνω / ποντάρω καθυστερημένα σε κόλπο που έχει ήδη ξεκινήσει πάνω σ' αυτόν που κερδίζει (παλιά χαρτοπαικτική έκφραση, ακόμα εν ισχύ σε κύκλους άνω των -ήντα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φιλοδώρημα, το πεσκέσι, ο άξιος μισθός. Επί τουρκοκρατίας, η αμοιβή των αρματολών· σήμερα, η μίζα των πάσης φύσεως παρακρατικών.

Πιο αδόκιμα: ναρκοσλάνγκ για τον μεσάζοντα διακινητή. Ο λουφές αμείβεται με ποσοστά επί των πωλήσεων και κατά κανόνα δεν είναι χρήστης. Καμία σχέση με το βαποράκι που μεταφέρει αλλά δεν διακινεί πράμα.

Εκ του τουρκικού ulufe (αμοιβή μισθοφόρου).

Βλ. και λουφετζής.

1.
«-Καπετάνιε,πάρε κι εσύ το λουφέ σου..» Ο Νικηταράς έπιασε το σπαθί,κοίταξε τα στολίδια του και το πέταξε μπροστά του. Είπε: «-Αυτός είναι ο λουφές της πατρίδας..» Αμέσως ένας-ένας άρχισαν να αφήνουν χάμω τα λάφυρα σχηματίζοντας ένα σωρό ,το πρώτο ταμείο του έθνους. Από τότε έχει να πάρει η πατρίδα λουφέ..

2.
Ποιος όμως είναι ο… λουφές της εξουσίας για τους νικητές; Κανείς δεν ξεχνά τη φράση του Βύρωνα Πολύδωραμ που είχε κάνει αίσθηση λίγο πριν την αναρρίχηση της Ν.Δ. στην εξουσία το 2004, που έκανε λόγο για «δέκα χιλιάδες κομματικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ που ήταν διορισμένα σε θέσεις ευθύνης του Δημόσιου Τομέα». Η Νέα Δημοκρατία είχε υποσχεθεί προεκλογικά «επανίδρυση του κράτους», αλλά δυστυχώς οι «κουμπάροι», οι «κολλητοί» και οι «ημέτεροι» δεν έλειψαν και πάλι...

  1. ♪♫ Περιμένω τον λουφέ μου
    26 ευρά ανά χείρας ♪♫

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικό επιφώνημα για να πάρεις τον λόγο και να σολάρεις σε κάποιο βήμα (συνήθως κομματικό, συνδικαλιστικό ή φοιτητικό).

Για πλήρες εφέ εκφέρεται βαριά και μόρτικα.

1.
♪♫ Κι όλοι φωνάξαν Μπράβο, αυτό είναι, συμφωνούμε!
και πέρασε η πρόταση του παμψηφεί
μα ένας γέρος ποντικός τους λέει Δικαίωμα!
και θέτει την εξής ερώτηση

Άμα μου λύσετε αυτή την απορία
τότε δε θά’χω αντίρρηση καμιά
Ποιος από σας τολμάει το γάτο να ζυγώσει
να του κρεμάσει την κουδούνα στην ουρά ♪♫

  1. Δικαίωμα. Ίσως όλα αυτά που έγραψες να εκφράζουν την - εν πολλοίς ασαφή και συγκεχυμένη - εικόνα που έχει ο μέσος «νομοταγής» πολίτης για τον κόσμο των ναρκωτικών, εντός όμως του κόσμου αυτού, οι έννοιες είναι - ενίοτε - πολύ πιο σαφώς οριοθετημένες. Για να ακριβολογούμε λοιπόν...
    (johnblack, εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα εδέσματα από αμνοερίφια.

Προσλαμβάνονται σε μεγάλες ποσότητες, ιδίως κατά την εαρινή περίοδο μετά την κατανυκτική ατμόσφαιρα της σαρακοστιανής νηστείας.

Προφέρεται με υποψία βελάσματος.

- Καλά, δεν σου είπε ο γιατρός να κόψεις τα πολλά πολλά;
- Πάψε συ, δεν ξέρεις, τα παϊδάκια είναι υγιεινή διατροφή. Είναι όλο βιταμίνη μπεεεεε!

(από σφυρίζων, 21/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψιλοπαπαχελληνική απόδοση του όρου cement shoes: τση μαφιόζικης μεθόδου εκτελέσεως διά του τσιμεντώματος ποδών σε κουβάδες και της ῥίψεως του συνημμένου θύματος (ζωντανού) στο απέραντο γαλάζιο όπου θα αναπαύεται εσαεί με τα ψάρια. Η φαμίλια του μακαρίτη στη συνέχεια θα παραλάβει ταχυδρομικά πεσκέσι ένα συμβολικό ψάρι τυλιγμένο σε εφημερίδα.

Η πατρότητα της μεθόδου αποδίδεται στην οικογένεια Gambino. Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι τα τσιμεντένια παπούτσια φορέθηκαν πολύ περισσότερο στο Χόλυγουντ απ' ότι στην πραγματικότητα (βλ. εδώ).

Ευρηματικότερα: θα σε κάνω σουμπούτεο, επιθαλάσσιο σουμπούτεο.

Ασίστ: Χότζας, Αλλιβέ.

1.
Μια μέρα του ανατίθεται να φορέσει τσιμεντένια παπούτσια σε έναν ασυνεπή πωλητή φαλάφελ και να τον στείλει να κοιμηθεί με τα ψάρια. Πλήθος μπράβων έχει συγκεντρωθεί στο λιμάνι, ενώ ο Ευγένιος, όταν το τσιμέντο έχει πήξει, ρωτά τον πωλητή αν τον στενεύουν τα παπούτσια. Εκείνος του απαντά πως τον χτυπούν στο μικρό δάχτυλο.

2.
ΜΕ ΔΕΔΟΜΕΝΕΣ ΤΙΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΙΣΙΜΕΣ ΕΚΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, μπορεί να παραμείνει να απασχολείται στην αγροτική παραγωγή το ποσοστό του πληθυσμού που ασχολείται τώρα ;;;;;;; Και να είναι αυτάρκεις ;;;;;;;;;;; Με τις εξής δύο προϋποθέσεις:
1.υποχρεωτικους αναδασμους και υποχρεωτική παράδοση της αγροτικής γης σε κατ επαγγελμα αγρότες
2.φουνταρισμα στην θάλασσα με τσιμεντένια παπούτσια όλων των οικολογουντων

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μορφή δολοφονίας ή / και απόκρυψης πτώματος διά της μετατροπής αυτού σε τοίχο, μάντρα, ντουβάρι, θεμέλιο, γουατέβα, με την ῥίψη σκυροκονιάματος.

Για επιθαλάσσιες παραλλαγές, βλ: τσιμεντένια παπούτσια, θα σε κάνω σουμπούτεο.

1. Άγρια δολοφονία στη Λούτσα: Τον σκότωσε και τον τσιμέντωσε κάτω από την τουαλέτα

2. «Τσιμεντωμένος» βρέθηκε βουλευτής στη Ρωσία. Εδω θέλει τσιμέντωμα ΟΛΗ η Βουλή.

3. Τοξικομανής «τσιμέντωσε» τον πατέρα του για να μη χάσει τη σύνταξη

4. Ιδού η γυναίκα που φέρεται να τσιμέντωσε το θύμα στο διακοφτό

Η τελευταία κατοικία του θείου. (από σφυρίζων, 23/05/13)Ο 36χρονος ρώσος βουλευτής Μικαήλ Πακχόμοβ (από σφυρίζων, 23/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified