Further tags

Πρόκειται για νεόκοπο μηδιακό και βλογιοκομμένο λολοπαίγνιο στον Συριζαίικο νεογλωττισμό οι θεσμοί, τση πάλαι ποτέ δηλαδής τρόϊκα που δολοφόνησε με βαρουφαλλικό οξύ ενώπιον του άναυδου Γέροντος Νταϊσεμπλουσίου ο στιβαρός εθνικός μας σηκωγιακάς με το βαρουφανταιζί υποκάμισο, ο Γιάνης ο Βαρουφάκης.

Η Τρόϊκα απέθανε, ζήτω η θεσμόϊκα!

Βλ. και θεσμοτρόικα.

1.
θα πηγαινοέρχονται οι σαχλαμάρες Βαρουφάκη, θα γελάει ο πλανήτης, ώσπου ... Σε ένα μήνα περίπου θα έλθει από τη θεσμόικα η λίστα των μέτρων και μεταρρυθμίσεων, λεπτομερής και κοστολογημένη. Το γνωστό τηλεφωνάκι της Άνγκελα στον Αλέξη «take it or leave it». Ο Αλέξης θα υψώσει το ανάστημά του και με ένα εθνικώς υπερήφανο «wrap it up, I'll take it» θα μας έχει σώσει.

2.
Θυμίζω πως οι Σαμαράς-Βενιζέλος, στα αντιμνημονιακά ντουζένια τους κατέθεσαν προϋπολογισμό χωρίς τη συμφωνία της θεσμόικας.

3.
Το κείμενο της 20/2 είναι πολύ αυστηρότερο από το απορριφθέν της 11/2 - για όλους, εκτός από τα χάπατα που θεωρούν πως τέλειωσαν τα μνημόνια και η τρόικα, αυτοί δε χαίρονται που ως και η θεματοφυλακή του ΤΧΣ έφυγε με εξευτελιστικούς όρους για τη χώρα αρκεί να έχουν να μιλούν για θεσμόικα!

4.
Ρε παιδια, μονο εμενα μου φαινεται τρελα γελοια η φραση «με τους θεσμους»; «Θα συννενοηθουμε με τους <<θεσμους>>», «θα τεθει υπο την εγκριση <<των θεσμων>>». Ονομαστε το θεσμόικα να τελειωνουμε...

5.
Όχι, δεν έχουμε πλέον τρόικα, έχουμε θεσμούς, και δεν υπάρχει πια Μνημόνιο, υπάρχει γέφυρα. Οπότε οι χιουμορίστες του Διαδικτύου, σε μια λογοπλαστική έξαρση, εισήγαγαν δύο νέες σύνθετες λέξεις που προέκυψαν από τη συνένωση του «παλιού» με το «νέο»: Θεσμόικα και Γεφυρόνιο.

If its looks lite a Troika, walks like a Troika and talks like a Troika, its a Thesmoika! (από σφυρίζων, 10/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όποιος επιμένει σε μια εποχή νέων ετερόκλιτων και αντιφατικών συνθέσεων να βάζει σε τρίτους προκάτ ταμπέλες-ευκολάκια τ. αριστερός, δεξιός, προοδευτικός, αντιδραστικός, ανθέλληνας, αντιλαϊκός, δημοκρατικός, φασιστόμουτρο, κομμούνι, γερμανοτσολιάς, βενιζελόμουτρο, γουατέβα.

Εκ του ταμπέλα και του θεμελιώδους γαμοσλανγκοτέτοιου -άκιας.

1.
Μεγαλύτεροι «ταμπελάκηδες» απ τους οικουμενιστές και εκκοσμικευμένους χριστιανούς δεν υπάρχουν. Τι «ταλιμπάν», «φονταμεναλιστές», «επαρχιώτες» κ.ά. χαρακτηρίζουν όσους υπεραμύνονται της πατρώας πίστεως την οποία αυτοί προδίδουν καθημερινά χωρίς ίχνος ντροπής!

2.
Συζητώντας το πρωί με τον Σταύρο Θεοδωράκη, καταλαβαίνεις πως το Ποτάμι βλάπτει σοβαρά τους ιδεολογικούς ταμπελάκηδες. Καιρός ήταν..

3.
ΕΑΝ ΜΕ ΕΒΑΖΕΣ ΝΑ ΔΙΑΛΕΞΩ ΣΗΜΕΡΑ ΤΟΥΣ «ΔΗΜΟΚΡΑΤΕΣ Ή ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟ. ΣΙΓΟΥΡΑ ΘΑ ΕΠΕΛΕΓΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟ. ΒΓΕΣΤΕ ΕΞΩ ΚΑΙ ΡΩΤΗΣΤΕ ΤΟΝ ΑΠΛΟ ΚΟΣΜΟ -ΟΧΙ ΤΟΥΣ ΠΟΡΩΜΕΝΟΥΣ ΤΑΜΠΕΛΑΚΗΔΕΣ,ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΝΔ,ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΠΑΣΟΚ- ΤΟΝ ΑΠΛΟ ΚΟΣΜΟ

(από σφυρίζων, 10/03/15)(από σφυρίζων, 10/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που τα γράφει όλα στα @@ του και δεν τον νοιάζει γενικά τι συμβαίνει... χαλαρουίτα και κλάιν μάιν!

-Πώς θα χαρακτήριζες τον εαυτό σου όσον αφορά πολιτική, θρησκεία κ.λπ.;
-Σταρχιδιστή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος Μασκαριώτατος ή Μασκαριότατος αποτελεί λολοπαιγνιῶδες εκκλησιαστικό μπινελίκι της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και ευθυμολογείται εκ του κοσμητικού επιθέτου μασκαράς. Ο τίτλος συνήθως αποδίδεται σε ηγετικές μορφές του κλήρου με καισαροπαπικές προδιαγραφές (βλ. πιχί τους μαρκαριστούς Αρχιεπισκόπους Χουντόδουλο, Μασκάριο κ.ά.)

Εκφέρεται τόσο από αντικληρικούς, όσο κι από χριστιανοταλιμπάν θεούσους που τραβάν ζόρι με κάποιο συγκεκριμένο ιερέα.

Βλ. επίσης Παναγριότατος, τράγος, τραγόπαπας.

1.
Ὁ Παπαφλέσσας καί τόσοι ἂλλοι ἢρωες Ρασοφόροι δέν ἒλεγαν παρηγορητικά λόγια! Πῆραν τά ὃπλα καί πολέμησαν.Ὃ σημερινός μασκαριώτατος,τηρεῖ σιγήν ἰχθύος,ἁγία σιωπή. Ποῦ εἶσαι μακαριστέ Χριστόδουλε !!!

2.
Γιατί το γνωρίζουν όλοι οι αδίστακτοι μαυρορομπίτες ότι με το ζόρι και απειλούμενος για τη ζωή του από τους οπλαρχηγούς του '21 αναγκάστηκε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός να σηκώσει το λάβαρο της επανάστασης, το οποίο μαγάρισε στη συνέχεια ο μασκαριώτατος Χουντόδουλος, ανεμίζοντας το ως μητροπολιτικό κατωσέντονο στις λαοσυνάξεις τής ντροπής για τις ταυτότητες της μισαλλοδοξίας. Αιδώς, αχρείοι!

1.
Βλέπω ότι το post ρεπει προς την ασέβεια και αλοίμονο μας αν μας πάρει χαμπάρι ο μασκαριώτατος.

Ινσέψιο: Να μασκαρεύεσαι μασκαριώτατος. (από Khan, 18/03/15)Usie με τον Μακαβριστό Γέροντα Βησσαρίωνα. (από Khan, 22/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως γνωστόν, την ώρα που οι άλλοι ανακάλυπταν το κρέας εμείς στο Τζατζικιστάν διοργανώναμε οργιώδη φεστιβάλ χοληστερίνης.

Η παράδοση συνεχίζεται και στις μέρες μας στην Πλατεία Χοληστερίνης, τόπος προσκυνήματος στα Καλύβια Αττικής όπου μπορείτε κι εσείς να κατεβάζετε γατοκέφαλα συνοδεία ταβερνέ sauvignon σε επικά μπριζολάδικα όπως το Τρίγωνο, ο Μουρούζης, και ταλιμπάν. Οι χιπστεροκάγκουρες την αποκαλούν και Πλατεία Hollister.

Σλανγκασίστ: GATZMAN.

1.
Εσωκομματικές ισορροπίες στην «πλατεία Χοληστερίνης» στα Καλύβια Αττικής

2.
Υπάρχει και ο Χριστόφορος με την καλύτερη προβατίνα και τις μεγάλες μερίδες (μπιφτέκι σε μέγεθος βάρκας), ενώ καλά κρέατα θα βρεις και στην Πλατεία Χοληστερίνης στον Μουρούζη.

3.
Πλατεία χοληστερίνης στα Καλύβια Θορικού Αττικής (...) η περιοχή είναι γεμάτη ταβέρνες που σερβίρουν ντόπιο κρέας καλό κρασάκι και μεζεδάκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχει και στη ναυτική ορολογία:

Είναι ένα σκοινί (κάβος) πρόσδεσης του σκάφους στην αποβάθρα, του οποίου η μια άκρη δένεται στο σκάφος, η άλλη περνάει μέσα από χαλκά ή γύρω από τη δέστρα (μπίντα) στην αποβάθρα, χωρίς να δεθεί εκεί και τέλος επιστρέφει στο σκάφος, όπου δένεται σταθερά. Με τον τρόπο αυτό, δεν χρειάζεται να λυθεί απ' έξω κατά την αναχώρηση. Απλώς λύνουμε τη μιαν άκρη μέσα απ' το σκάφος και,τραβώντας απ' την άλλη, παίρνουμε τα μπόσικα.

Μη δέσεις στο χαλκά. Πέρνα τον κάβο από μέσα και δώσε μου την άκρη να τον πάρω μπεντένι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κολλαγόνο έχει ευεργετική επίδραση ακόμη και στη slang!
Κολλαγονάκιας είναι
α) αυτός που κολλογουστάρει κολλαγόνο. Με την έννοια ότι κάποιοι το θέλουν πολύ, πάρα πολύ. Και είναι έτοιμοι να κάνουν τα πάντα για να το αποκτήσουν! β) ο σεσημασμένος κλέφτης κολλαγόνου, ο οποίος πάει στα φαρμακεία με αποκλειστικό στόχο να τσουρνέψει το κολλαγόνο το επιούσιο.
γ) ο παράνομος πωλητής κολλαγόνου που και σου γίνεται κολλιτσίδα στο δρόμο, σε επαγγελματικούς χώρους, ακόμα και σε μπαρ, να το αγοράσεις.

Αυτές οι δύο τελευταίες κατηγορίες, αλλά μήπως και η πρώτη, μπορεί να συμπίπτουν στο ίδιο άτομο.

- Κολλόρακο, κολλαγόνο με ρακί έχεις πιει;
- Έ, είσαι μεγάλος κολλαγονάκιας.

- Εγώ τον είδα ότι είναι κολλαγονάκιας, μπαίνει στο φαρμακείο με τις σακούλες και μου ζητάει ντεπόν από την είσοδο. Έλα στον πάγκο άνθρωπε μου, να σ' εξυπηρετήσουμε!
- Αίσχος, Μάιρη μου. Θες κολλαγόνο, κύριε; Δούλεψε να το πάρεις!

- Πήρα 4 με 25 ευρώ το μπουκάλι, μου τα πούλησε ένας κολλαγονάκιας... - Από αυτούς του ιατρικούς επισκέπτες;
- Όχι, γύφτος.

Κολλαγονάκιας: Ο τουκανιστής που στη φωτό αυτή λιγουρεύεται το κολλαγόνο. (από Khan, 21/03/15)Πριν και μετά το κολλαγόνο (από σφυρίζων, 21/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ναυτική έκφραση που σημαίνει πως δυό τόποι είναι πολύ κοντά. Κυρίως αναφέρεται σε στενά περάσματα, μπουγάζια στη ναυτική ορολογία, αλλά όχι μόνο.

Την άκουσα, πριν από κάμποσες δεκαετίες, από έναν ψαρά της Κύθνου, το Στέφανο Ψαρά, τον περίφημο «Στεφάκια», που έχει «σαλπάρει» από κοντά μας εδώ και κάμποσα χρόνια. Ένα χαρακτηριστικό δείγμα πως «χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει».

Στο παράδειγμα, θα προσπαθήσω να μεταφέρω, όσο πιό πιστά μπορώ, την ιστορία του θαυμάσιου λαϊκού παραμυθά. (Σε παρένθεση οι επεξηγήσεις ναυτικών όρων, που κάποιοι μπορεί να αγνοούν.)

Ένας καπετάνιος ταξίδευε με το βαπόρι του κι είχε μαζί και τη θυγατέρα του. Λίγο πριν φτάσουν στο λιμάνι, τους έπιασε μεγάλη φουρτούνα κι αναγκαστηκαν να φουντάρουν (αγκυροβολήσουν) πίσω απο ένα ερημονήσι για να φυλαχτούν απ' το καιρό.

Το μπουγάζι (στενό πέρασμα) ήταν μια σταλιά. Βλέπανε το λιμάνι απέναντι, μα το βαπόρι βαρυφορτωμένο κι η θάλασσα έβγαζε φίδια.
Ο καπετάνιος, μπουρινιασμένος, κοιτούσε, μια τη θάλασσα, μιά τη στεριά απέναντι και μονολογούσε:

«Για δες μωρέ ξεφτίλα! Κώλο-μουνί, πόσο νά 'ναι και δε μπορούμε να περάσουμε!»

Σαν τ' άκουσε η κόρη του, πήρε το κουμπάσο (ναυτικός διαβήτης, διαστημόμετρο, με το οποίο μετρούν τις αποστάσεις στο χάρτη και μετά τις μετατρέπουν σε μίλια με τη βοήθεια της κλίμακας του γωγραφικού πλάτους, που υπάρχει στο κατακόρυφο περιθώριό του) και πήγε στη καμπίνα της. Εκεί γδύθηκε, μέτρησε την απόσταση κώλο-μουνί με το κουμπάσο, ξαναντύθηκε, γύρισε στη γέφυρα, λογάριασε την απόσταση στο χάρτη κι είπε όλο χαρά στο πατέρα της: «Πατέρα, αυτό που ρωτούσες το μέτρησα. Είναι εβδομηνταδύο μίλια!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε προέκταση του γλαφυρότατου ορισμού του Δον Μήτσου, επισημαίνω ότι χρησιμοποιείται και στο ιδίωμα των νταλικέρηδων για να δηλωθεί μία μικρή απόσταση, ένα μικρό σύντομο δρομολόγιο, κατά αναλογία προς τον πολυτραγουδισμένο πορθμό μεταξύ κώλου και μουνιού που ως γνωστόν έχει μήκος δύο δάχτυλα και κάτι.

Κώλο-μουνί το δρομολόγιο σήμερα. Δεν θα αργήσει να γυρίσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ναυτικός όρος που σημαίνει ελευθεροκοινωνώ.

Όταν ένα βαπόρι πιάνει σε ξένο λιμάνι, απαιτούνται ορισμένες διαδικασίες, προκειμένου να επιτραπεί στο πλήρωμα και τους τυχόν επιβάτες η πρόσβαση στη στεριά. Τις διαδικασίες αυτές εκτελεί συνήθως κάποιος τοπικός εκπρόσωπος της ναυτιλιακής εταιρείας, ο επονομαζόμενος «πράτιγος».

Υπάρχει και άλλη έννοια του «πρατιγάρω», που σημαίνει συνουσιάζομαι.
(Την άκουσα από το «Στεφάκια» [βλ. κώλο-μουνί], αλλά δεν ξέρω αν ήταν προϊόν δικής του λεξιπλασίας [πολύ πιθανόν] ή όρος της ναυτικής διαλέκτου χρησιμοποιούμενος ευρύτερα και με αυτήν την έννοια. Πάντως το δεύτερο παράδειγμα το έχω ακούσει να το διηγείται ο ίδιος και αναφέρεται, με μια δόση υπερβολής βέβαια, σε πραγματικά γεγονότα. Ο ίδιος υπηρέτησε στη Μέση Ανατολή στη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου.)

-«Σαρανταδυό μέρες ταξίδι, ουρανό και θάλασσα. Μόλις το βαπόρι έπιασε λιμάνι, ίσα-ίσα που πρατιγάραμε δηλαδή,την κοπάνισε όλο το τσούρμο για τα καλά τα σπίτια. Με το ζόρι τους μάζεψε ο λοστρόμος την άλλη μέρα. Όλοι τύφλα!»

-«Εκεί στην Αλεξάντρεια να δείς ντουνιά! Άσπροι, μαύροι, κίτρινοι, όλες οι λατσιόνες* ! Τους είχανε κουβαλήσει οι Εγγλέζοι από την άκρη της γης. Κάργα σκουλαμέντο** . Άμα πήγαινα στις σαρμούτες *** για να πρατιγάρω, δυο-δυο τις έβαζα τις καπότες! Γινόταν η λουλού μου σαν το μπαλόνι*** του καϊκιού!«

  • εθνικότητες
    ** βλεννόρροια (βλ. λήμμα)
    *** πόρνες (στα Αραβικά, βλ. λήμμα)
    ****φουσκωτός κύλινδρος από ελαστικό για προστασία του σκάφους (όταν είναι αραγμένο) από επαφή με διπλανά σκάφη ή την αποβάθρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified