Further tags

Καμία σχέση με το «ντεκαπάζ», παρ' ότι κάνει ωραία ρίμα. Χαρτοπαικτικός όρος της πόκας, που αφορά την αναδιοργάνωση ενός τραπεζιού αφού συμπληρωθεί κάποια ώρα παιχνιδιού ή στην περίπτωση που κάποιος καινούριος (ή κάποιοι) θέλουν να μπουν σε ένα τραπέζι που παίζει για αρκετή ώρα.

Ντεκαβάζ σημαίνει ότι τελειώνει το παρόν παιχνίδι, εξαργυρώνονται οι μάρκες (γίνεται κάβα) και ξεκινάει καινούριο παιχνίδι με τους ίδιους παίκτες, ή με καινούριους και με καινούριο αρχικό κεφάλαιο, ίδιο για όλους. Δηλαδή οι κερδισμένοι παίρνουν τα κερδισμένα λεφτά, τα βάζουν στην τσέπη και ξεκινάνε όπως και οι χαμένοι (ή και οι καινούριοι παίχτες) με το ίδιο ποσό «πάνω στο τραπέζι», καινούρια παρτίδα.

Disclaimer
Ο όρος αυτός είναι ελληνικός (μάλλον) και αποτελείται από το γαλλικό «de» (δηλώνει τέλος, βγάλσιμο από μία κατάσταση, απόσυρση), τον όρο «κάβα», και την γαλλική κατάληξη -αζ (για το εύηχο του πράγματος). Δηλώνει ότι ξαναγίνεται κάβα (η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει, σε ευρηματικότητα, και σε ελπίδα για ρεφάρισμα!!).

  1. - Βλέπω ότι είστε τέσσερις. Να μπω κι εγώ;
    - Τέσσερις είμαστε, αλλά πρέπει να δείξεις φως, και αρκετό!!
    - Γιατί, το παραγαμήσατε πάλι;
    - Κοίταξε, για να μπεις τώρα, πρέπει να βάλεις κοντά στα τετρακόσια. Στο τραπέζι, όπως τα έχω υπολογίσει, χοντρικά παίζουν 1200 ευρώ.
    - Να μου λείπει το βύσσινο...
    - Ας ερχόσουν από την αρχή, που ήταν η κάβα εκατό. Τώρα η κάβα είναι τετρακόσια. Ή περίμενε, αν έχουν όρεξη, να πάμε για ντεκαβάζ.
    - Φωνάξτε, αλλά πριν τις τρεις.

  2. - Καλησπέρα, όλοι οι καλοί μαζεμένοι...
    - Πολλά λες, ξεκινάμε;
    - Άντε, τα ίδια με χθες;
    - Μέρες που 'ναι, λέω να ανεβάσουμε την κάβα. Εκατό για ξεκίνημα, και μίνιμουμ μετά ένα τριαντάρι. Αντίρρηση κανείς;
    - Μέσα, αλλά για να μην το γαμήσουμε, ας βάλουμε όριο. Πρώτο ποντάρισμα ένα ευρώ, δεύτερο 2 ευρώ, και μετά όποιος θέλει ας τουφεκά... - Και στις δύο, ντεκαβάζ, χωρίς διαμαρτυρίες, αλλιώς χαμηλώστε την κάβα, ή δηλώστε ώρα λήξης.
    - (ομοβροντία) Καλώς!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ΠΑΣΟΚοσλανγκικὴ λέξις τῆς Ἀντρεϊκῆς περιόδου, κατὰ κόρον χρησιμοποιηθεῖσα, ἰδίως σὲ μεγάλες, μπαλκονᾶτες προεκλογικὲς συγκεντρώσεις ἀπὸ τὸν ἱδρυτή τοῦ κινήματος. Ὑπενθυμίζω ὅτι τὸ ὄνομά του συνήθως δὲν προφέρετο Ἀνδρέας Παπανδρέου, ἀλλὰ σκέτο Ἀντρέας ἀπὸ τοὺς εὐμενῶς διακειμένους, ἢ σκέτο Παπαντρέας ἀπὸ τοὺς ἀντιπάλους.

Στὸ χρονοντούλαπο λοιπὸν τῆς ἱστορίας ἐπρόκειτο σταθερῶς νὰ τοποθετηθῇ ἡ δεξιά, ἡ ἀλλέως πέως καλουμένη καὶ ἐπάρατος. Αὐτὲς οἱ ἐκφράσεις εἶχαν κάνει τότε ἐντύπωσι στὸν κοσμάκη, καὶ κάποιοι ἄρχισαν νὰ τὶς λένε στὰ καφφενεῖα κι έτσι. Δὲν ἄργησε ὅμως νὰ γενικευθῇ ἡ χρῆσι τους μὲ εἰρωνικὸ περιεχόμενο, καὶ ὄχι πολὺ ἀργότερα νὰ ἀτονήσῃ.

Τὸ ἰδεολογικὸ περιεχόμενο τῆς ἐκφράσεως συνίσταται στὴν ἰδέα περὶ γραμμικότητος τῆς Ἱστορίας. Ἡ Ἱστορία νοεῖται ἐδῶ μὲ τὴν θεολογική, μαρξιστική της ἔννοια. Ἡ κατάστασι, ποὺ θὰ προέκυπτε μετὰ τὴν εἰσαγωγὴ τῆς δεξιᾶς μέσα στὸ χρονοντούλαπο, ἐβιώνετο ὡς κάτι τὸ μόνιμο καὶ ὁριστικό, μὲ παραδείσιο χαρακτῆρα, διότι ἔτσι θὰ ἐξησφαλίζετο ἡ διαρκὴς εὐτυχία τοῦ λαοῦ, ἐφ' ὅσον «στὶς 18» θὰ ἐνεκαθίστατο πλέον ὁ «Σοσιαλισμός».

Ἡ δεξιὰ ἐθεωρεῖτο ὑπὸ μεγάλης μερίδος τοῦ λαοῦ ὡς ἐπάρατος, διότι, στὸ πλαίσιο τῆς γενικότερον ἐπικρατούσης ἐν Ἑλλάδι μεταπρατικῆς (κομπραδόρικης, τὸ ἔλεγε ὁ Ἀντρέας, ὁ Καραμπελιάς, ὁ Ψιρούκης κλπ ἐξωκοινοβουλευτικοί) ἰδεολογίας, ἔλαβε πάντοτε θέσεις ἐξυπηρετοῦσες τὸν ξένο παράγοντα. Τὸ τραγικὸ εἶναι ὅτι καὶ οἱ ὑπόλοιποι ἔπραξαν τὸ ἴδιο, στὸν βαθμὸ πού, κάποια στιγμή, τοὺς ἐνηγκαλίζετο ἡ μεταπρατικὴ ἀστικὴ τάξις (τὸ ἐντόπιο στήριγμα τοῦ ξένου παράγοντος), ἢ ἡ ἐξ ἀνατολῶν Ἄρκτος.

Τὸ πλῆθος:
«Στὶς 18 Σοσιαλισμός» (bis)
Ὁ Ἀντρέας:
«Ναί, λαὲ τῆς Θεσσαλονίκης, λαὲ τῆς Ἑλλάδας, στὶς 18 θὰ φέρουμε τὸ σοσιαλισμό καὶ ἡ δεξιὰ θὰ καταδικαστῆ στὸ χρονοντούλαπο τῆς Ἱστορίας».
(Ἰαχὲς καὶ ἀλλαλαγμοὶ χαρᾶς, ἀπὸ κάτω).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νταλικέρικη έκφραση, για να δηλώσει καταρχήν το προφανές. Τα χιλιόμετρα του πάνε ή του έλα, που δεν κουβαλάς φορτίο, άρα δεν πληρώνεσαι για το δρομολόγιο. Βέβαια οι ιδιοκτήτες νταλίκας φροντίζουν να κουβαλάνε cargo αλερετουρ, για ν΄αποφύγουν τη χασούρα. Δε τα καταφέρνουν πάντα όμως (άμα τα κατάφερναν δεν θα είχαμε και την φράση).

Μεταφορικά τώρα, χρησιμοποιείται για τη χασούρα γενικότερα και σε όλους τους τομείς ( οικονομικούς, αισθηματικούς κοκ ). Τζάμπα καίει η λάμπα, δλδ.

  1. Στιχομυθία καληνυχτάκηδων
    - Τι έγινε χτες με τη φορτωτική; Πως πήγε; Φάγαμε;
    - Μπα ρε φίλε. Τίποτα. Την πήγα στου διαόλου το κέρατο, και την καληνύχτισα. Ούτε καν βενζινογαμιάς Και οι δύο ταυτόχρονα:
    - Άδεια χιλιόμετρα ρε πστμ!

  2. - Πού, ρε συ;
    - Τούαλετ.
    - Μπύρες;
    - Ναί.
    - Άδεια χιλιόμετρα ρε μλκ. Πιές κανά μπέρμπον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη αστρέχα είναι βασικά τεχνικός όρος. Αντιστοιχεί στο κομμάτι μιας στέγης - κεραμοσκεπής συνήθως - το οποίο εξέχει από τον κυρίως όγκο του σπιτιού για λόγους προστασίας από το νερό της βροχής.

Πλην όμως, χρησιμοποιείται συνήθως ως επίρρημα - κάποιος πάει αστρέχα - για να περιγράψει κάποιον που περπατάει κολλητά με τον τοίχο, μπας και φάει καμιά σταγόνα βροχής λιγότερη, και σπανιότερα και ως ρήμα - κάποιοι αστραχούν.

Η προέλευσή της είναι από την θεσσαλική ύπαιθρο, συναντάται όμως και σε άλλα μέρη της ελληνικής υπαίθρου.

  1. Μα, να μην πάρω μια ομπρέλα μαζί μου, πήγαινα μια ώρα αστρέχα!

  2. - Πήγες να δεις τις κότες;
    - Ναι, έβρεχε και αστραχούσαν (δηλαδή ήταν έξω, αλλά κολλητά με το κοτέτσι για να προφυλαχθούν)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σημείο αρχής των αξόνων (x,y,z = 0) σε αυθαίρετο σύστημα συντεταγμένων κατά την εκτέλεση τοπογραφικής εργασίας.

Ρε συ Γιώργο, πες μου πού έχεις βάλει το μεδέν-μεδέν σου γιατί θέλω να μετρήσω κάτι υψόμετρα σ' αυτό το οικόπεδο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαρετή σύντμηση μεταξύ «ευχαριστώ» και «ευχών», καθείς κρατά ό,τι βολεύει κάθε φορά.

Καλημέρα, έλαβα το email σας και θα σας απαντήσω τον επόμενο μήνα, ευχ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυποποιημένη έκφραση από το ιδιόλεκτο της αριστεράς που καταγγέλλει όσους φαινομενικά προοδευτικούς, επαναστατικούς, ανατρεπτικούς ανθρώπους στην πραγματικότητα εξυπηρετούν τις δυνάμεις της αντίδρασης, του κατεστημένου. Οι απόψεις και ενέργειες «ρίχνουν νερό στο μύλο της αντίδρασης», οι φορείς τους είναι «νεροκουβαλητές στο μύλο της αντίδρασης».

Χρησιμοποιούταν κατά βάση από την κομματική ορθοδοξία για την καταδίκη:

  • Κάθε κριτικής στο Κόμμα ή στον «υπαρκτό σοσιαλισμό». 'Όποιος χτυπά τα στρατά της προόδου, εξυπηρετεί τον αντίπαλο, την αντίδραση.
  • Προωθημένες θέσεις ή δυναμικές ενέργειες, που ξεφεύγουν από τη γραμμή. Οι θέσεις και ενέργειες φοβίζουν τις μάζες και τις σπρώχνουν στην αντίδραση. Οι φορείς τους είναι «προβοκάτορες» ή (το αμίμητο) «αντικειμενικά πράκτορες».

Η έκφραση εξακολουθεί να χρησιμοποιείται είτε στα σοβαρά είτε με σαρκαστική/αυτοσαρκαστική διάθεση.

- Είστε φάλτσοι κανταδόροι στο πεντάγραμμο της σοσιαλδημοκρατίας, ουρά της μπουρζουαζίας, δεκανίκια του καπιταλισμού, νεροκουβαλητές στο μύλο της αντίδρασης.

- Μια στρατηγική πόλωσης με εμπνευστή την κυβέρνηση και συνεργούς τους «γνωστούς – αγνώστους» και τους ζηλωτές των τυφλών συγκρούσεων με το «κράτος», που κυριολεκτικά «ρίχνουν νερό στο μύλο της αντίδρασης».
(Αληθινό παράδειγμα. Ασυνείδητα γελοία η χρήση του «κυριολεκτικά»)

Αντώνυμο: Σπερμοκουβαλητής στον κόκκινο μύλο. (από Khan, 27/01/10)φραγκοκουβαλητής στον Πράσινο Μύλο (από HODJAS, 30/01/10)

Δες και ξύλινη γλώσσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από την προφανή σημασία του κλασικού χορού, προφερόμενο λανθασμένα κυρίως από μεταφορείς, αποθηκάριους αλλά και λαζογερμανούς, αναφέρεται στην κατασκευή όπου στοιβάζονται και μεταφέρονται εμπορεύματα, γνωστή ανά τον κόσμο ως παλέτα, από το γαλλικό palette.

Επίσης το συναντούμε ως παλέτο ή και μπαλέτα.

- Αρχηγέ, πού να αφήσω το μπαλέτο με τα κεραμίδια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γυμνασμένος τύπος που κάνει διατροφή και είναι στεγνός.

Ετυμολογικά προκύπτει από το μήλο του Αδάμ γνωστό και ως καρύδι, το οποίο παρόλο ότι είναι μεγαλύτερο στους άντρες και συνεπώς φαίνεται εντονότερα, συνήθως δεν είναι διακριτό παρά μόνο στους λεπτούς. Χρησιμοποιείται εξίσου και το υποκοριστικό καρυδάκι για να χαρακτηρίσει εκείνον που θεωρεί τον εαυτό του γυμνασμένο και συμπεριφέρεται επιδεικτικά μεν, εσφαλμένως δε, στο ασθενές φύλο.

Συνώνυμο με: στεγνός, σφίχτης.

  1. - Κοίτα το καρύδι πως κοιτιέται στον καθρέφτη!
    - Φέτες είναι ο πούστης!
    (Συζήτηση σε γυμναστήριο)

  2. - Ρε γελοίε, φοράς αμάνικο; Καρυδάκι!

Παραπλανητική πατέντα. (από Galadriel, 25/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ντήλερ φούντας. Πρέπει, όμως, να κάνει τζίρο.

Κατά το έμπορος πολυτίμων λίθων. Ειρωνικό.

- Άτσα... και τζιτζί αγροτικό ο Νούλης... τι δουλειά, είπες, κάνει;
- Ξέρωγω... έμπορος...
- ... πολυτίμων χόρτων, ε;

(από Vrastaman, 28/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified