Further tags

Πίζα ή pisa ή piza. Κατασκευή που χρησιμοποιείται στην υπαίθρια διαφήμιση. Είναι μεγαλύτερη από την ρακέτα, έχει μόνο μία ωφέλιμη όψη· αποτελείται από έναν παραλληλεπίπεδο στύλο, συχνά γειρτό σε σχέση με το έδαφος ώστε να τοποθετείται στην άκρη των δρόμων, αλλά να διατηρεί το πλαίσιο κοντύτερα σε αυτούς, φυσικά παράνομα. Ο στύλος στηρίζει το προαναφερθέν πλαίσιο που είναι αρκετά μεγάλο, τετράγωνο ή παραλληλόγραμμο (τυπικές διαστάσεις 4x3m) επί του οποίου τοποθετείται το διαφημιστικό υλικό σε μεταξοτυπία ή κάτι παραπλήσιο, πάντως αδιάβροχο, καθώς δεν θα προστατεύεται από plexiglass. Τοποθετείται κοντά σε μεγάλους οδικούς άξονες.

Αν και γράφεται συχνά με λατινικούς χαρακτήρες και λέγεται παγκοσμίως, δεν μπόρεσα να βρω ετυμολογία. Αδιευκρίνιστο παραμένει αν σχετίζεται, με οποιονδήποτε τρόπο (π.χ. τον γειρτό στύλο), με την Πίζα και τον πύργο της.

  1. Από εδώ:

Η παράνομη υπαίθρια διαφήμιση, τα billboard, οι «πίζες», οι «ρακέτες» και τα λοιπά διαφημιστικά μέσα του λεγόμενου «Outdoor» (κατά την επαγγελματική ορολογία), υφίστανται αυτό τον καιρό ένα ισχυρό πλήγμα απ’ την ίδια την κεντρική εξουσία.

  1. Από εδώ:

[...] Η ΕΑΧΑ από την πλευρά της δεν έχει κάποιο εμφανές εμπόδιο για να μην κατεβάζει τις μεγάλες πινακίδες (γνωστές και ως «πίζες»), αλλά δεν το κάνει επειδή πρόκειται για μια διαφορετική νομική διαδικασία σε σχέση με την καθαίρεση απλών διαφημιστικών επιγραφών [...]

(από perkins, 01/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική ατάκα προπονητών, πραγματικών ή της κερκίδας. «Βλέπω γήπεδο» σημαίνει έχω καλή αντίληψη του χώρου σε ένα ομαδικό παιχνίδι. Δηλαδή, ξέρω ανά πάσα στιγμή πού είναι οι συμπαίκτες μου (γιατί δεν βλέπω μήπως σκουντουφλήσω με την μπάλα) και επίσης ξέρω σε ποιο σημείο και με τι δύναμη πρέπει να πασάρω, ώστε να μην ξελιγώσω τον συμπαίκτη προς τον οποίο πασάρω.

Χαρακτηριστικό κάποιου που βλέπει γήπεδο είναι η ικανότητά του να βγάζει τυφλές μπαλιές. Πάσες ή σέντρες, χωρίς να έχει άμεσα οπτική επαφή με τον συμπαίκτη. Και όχι κατά τύχη στα κουτουρού (όπως καμιά φορά συμβαίνει στον Βύντρα)! Να τις θέλει.

Η ικανότητα (να βλέπει γήπεδο) που έχει κάποιος παίκτης είναι ένα από τα χαρακτηριστικά που ανήκουν στην αθλητική ιδιοφυΐα (για ομαδικά αθλήματα). Χαρακτηριστικά παραδείγματα παιχταράδων με τεράστια αντίληψη χώρου είναι (ή ήταν) ο Κρόιφ, ο Φραντσέσκο Τότι και προσφάτως ο Κακά (στη μούρη σου). Στην Ελλάδα ένας παίκτης που, εκτός όλων των άλλων χαρισμάτων του (πολλά κιλά μπάλα), έβλεπε και γήπεδο, ήταν ο Βάσια. Μετά από πέντε ή έξι τρίπλες, με κάτω το κεφάλι, έβγαζε συμπαίκτη τετ α τετ με το τέρμα, και το μόνο που είχε να κάνει (ο συμπαίκτης) ήταν να φυσήξει την μπάλα μέσα.

Τώρα, η έκφραση εκτός αθλητικής σλανγκ, χρησιμοποιείται και:

  • για να χαρακτηρίσει εργαζόμενους /-ες σε μπαρ. Δλδ ένας μπάρμαν γατόνι είναι αυτός που βλέπει γήπεδο, ξέρει πότε να πλησιάσει τον πελάτη, δεν αφήνει ποτέ τον πελάτη να περιμένει και πάντα βέβαια τσεκάρει με το κεφάλι ψιλά τι γίνεται γύρω από την μπάρα. Έχει δλδ τον έλεγχο.
  • για να χαρακτηρίσει γκόμενες και γκόμενους που παίζουν με τα μάτια.
  1. - Τι νέα παλικάρια;
    - Μια χαρά, εσύ;
    - Καλά. Γιατί δεν πίνετε τίποτα. Αφραγκιές, αφραγκιές;
    - Μπααααα. Μια ώρα είμαστε εδώ, αλλά ο καινούριος δεν λέει να μας δει. Φτιάχνει ένα κοκτέιλ και μετράει τα παγάκια.
    - Μιλάμε δεν βλέπει γήπεδο με τίποτα. - Αντιθέτως η γκόμενα απέναντι μοιράζει παιχνίδι...

  2. από ιστότοπους:

α. βυντρα δεν πρεπει ποτε να παιζει λιμπερο διοτι πρωτον δεν βλεπει γηπεδο, δευτερο ειναι ατσαλος και καντεμης και τριτον δεν εχει διαρκεια ...

β. ... Καλή κοψιά,τεχνηταράς ,με μάτι που βλέπει γήπεδο,δυνατό μακρυνό σουτ και μεγάλη μπαλλιά. Αλλά...

γ. ... Δεν βλέπει γήπεδο γι' αυτό και στα στατιστικά του δεν υπάρχει ενδιαφέρον στις ασίστ. Παρότι έχει μεγάλα άκρα και μεγάλο κορμί δεν είναι ...

(από electron, 31/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σόμπα υγραερίου εξωτερικού χώρου την οποία χρησιμοποιούν στα καφενεία, μπαρζ κουτουλού, προκειμένου να μπορούν να κάθονται οι θαμώνες έξω και τον χειμώνα, εδώ στο ελλάντα που τεσπα δεν είναι και Σιβηρία.

Ονομάζεται έτσι λόγω του σχήματός της που θυμίζει μανιτάρι.

- Μεγάλε, την πουτσίσαμε φέτος τον χειμώνα... Με την καθολική της Ξενοτέτοιας τι θα κάνουμε, μου λες; Καλά στο φαγητό, πασταδιάλα, παίρνεις το κρασί σου και βγαίνεις έξω για 'να τσιγαράκι. Με τον καφέ; Με το ποτό; - Χμμμ... Θα κονομήσουν οι Δήμοι με τις άδειες για τραπεζάκια έξω... Ε και όλο και κανα λαμόγιο θα κάνει την αρπαχτή με τα μανιτάρια στα μαγαζιά... - Τυχαίο; Δε νομίζω!

(από ironick, 01/09/10)The pennis mushroom ? (από perkins, 01/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Ταλιμπάν αποκαλούνται τα μέλη φονταμενταλιστικής σέχτας Αφγανών ισλαμιστώνε.

Ο όρος παρείσφρησε στην εγχώρια σλανγκ, και έχει ήδη καταγραφεί με την έννοια του ριψοκίνδυνου που κάνει ταλιμπανιές, του ασυλλόγιστου, του θεούσου χριστιανοταλιμπάν, του ελλημπάν, και ταλιμπάν.

Σλανγκιστί, χρησιμοποιείται επίσης με την ευρύτερη έννοια του υπέρ το δέον πυροβολημένου ζηλωτή, ψυχάκια ή σπασίκλα. Για παράδειγμα, ταλιμπάν αποκαλούνται στον ιδιωτικό τομέα οι συνήθως νεαροί και χαμηλόμισθοι πλην φιλόδοξοι υπάλληλοι που ξημεροβραδιάζονται στο γραφείο για να τελειώσουν σήμερα αυτό που θα μπορούσαν να τελειώσουν αύριο.

Πληθυντικός του Αραβικού طالبان (ταλίμπ), μαθητής.

Πέρυ: - Το κομμωτήριο βάρεσε κανόνι και έχω μείνει χωρίς δουλεία, τον δονητή μου μέσα!

Ρένος: - Συμπάσχω φιλενάδα, κι εμένα με πέταξε στο δρόμο η Μεσσαλίνα κι έχω μαύρες αψιλίες. Για δεν στέλνεις κουκουρίκουλουμ στα Κεντρικά, μαθαίνω ότι προσλαμβάνουν μοντέλα. Εγώ έστειλα!

Πέρυ: - Σιγά μην πάρει γιαουρτομούνες σαν εμάς ο Ρουμάνος! Εκεί προσλαμβάνουν μόνο κάτι δεκαοχτάχρονα δίμετρα ταλιμπάν ουκρανάϊζερ για να μοντάρουν από το πρωί μέχρι το βράδυ!

Ρένος: - Κενωνία ψεύτρα…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα χρόνια της βιολογικής και όχι μόνον παρακμής του Ανδρέα Παπανδρέου, η σύζυγός του Δήμητρα άκα Μιμή Λιάνη ουσιαστικά κυβερνούσε το Ελλαδιστάν.

Μιμίκοι αποκαλούνταν τα άτομα του στενού της περιβάλλοντος που διορίζονταν σε παχυλά αμειβόμενες αργομισθίες σε τράπεζες, ΔΕΚΟ και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.

Ο όρος έχει πλέον ιστορική και μόνον αξία.

Βλ. και ντοράκηδες.

- Τον είδες τον νέο διευθυντή; Έρχεται κάθε μέρα στις 12, πίνει το φραπέ του, ξύνει τα αρχίδια του για κάνα δίωρο, και μας πουλάει και μούρη από πάνω!

- Μιμίκος είναι, τι περιμένεις! Να δούμε τι άλλα φρούτα θα φάμε στην μάπα…

(Πραγματικός διάλογος σε διάδρομο της Εμπορικής Τράπεζας, circa 1995).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσφάτως γεννηθείς (ελέω κρίσεως) οικονομικός όρος.

Καβάντζα αποταμιευμένων χρημάτων. Μάλλον πρόκειται για συσσωρευμένα μαύρα λεφτά. Είναι το περίφημο οικονομικό λίπος που έχει να «κάψει» ακόμα η ψωρογιώργαινα. Αυτοί που ξέρουν, (οι ίδιοι που μας έλεγαν ότι όλα πάνε καλά και να μην ακούμε τους γκρινιάρηδες), λένε σήμερα χαιρέκακα ότι όταν το λίπος αυτό σωθεί, τότε θα τραβήξουμε τα σοβαρά ζόρια.

Ίσως τότε τα πράγματα θα αποκτήσουν και αληθινό ενδιαφέρον, συμπληρώνω εγώ, ο άσχετος με τα οικονομικά.

  1. Αν οι ζοφερές προβλέψεις επιβεβαιωθούν, αν τα λουκέτα πολλαπλασιαστούν, αν το διαζύγιο της τραπεζικής ολιγαρχίας από τους μικρομεσαίους οριστικοποιηθεί, το κάψιμο του “μεσαίου λίπους” θα ολοκληρωθεί μέσα σε λίγους μήνες.
    Από εδώ.

  2. Το λίπος της επαρχίας. Από εδώ

(Δεν εντάσσω τους συγκεκριμένους σχολιαστές των παραδειγμάτων στην ομάδα των χαιρέκακων που αναφέρω στον ορισμό).

βλ. και ύλη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εννοείται λαμπάτος ενισχυτής (ή προενισχυτής), στα αγγλικά tube amplifier ή valve amplifier. Είναι ο ενισχυτής που χρησιμοποιείται στην μουσική και βασίζεται στην παλαιότερη τεχνολογία των λυχνιών (λυχνία=λάμπα) για να ενισχύει το σήμα του ήχου, σε αντίθεση με την τεχνολογία των ημιαγωγών (transistors) που, σε εμπορικό επίπεδο, έχουν γενικώς επικρατήσει.

Λαμπάτοι ενισχυτές χρησιμοποιούνται και σε ηχοσυστήματα αλλά κυρίως στην υπηρεσία ηλεκτρικών μουσικών οργάνων: κιθάρα, μπάσο κλπ.

Κυρίαρχο θετικό χαρακτηριστικό των λαμπάτων ενισχυτών είναι ο ήχος τους. Οι περισσότεροι τον χαρακτηρίζουν πιο «ζεστό» και «πλούσιο» από τον ήχο των τρανσίστορς, με καλύτερο όγκο.

Επίσης, παρουσιάζουν από κατασκευής το φαινόμενο της παραμόρφωσης με διαφορετικό και, παραδόξως, ιδιαίτερα ελκυστικό αποτέλεσμα, από μουσικής άποψης (τουλάχιστον σε κάποια είδη μουσικής: ροκ, χαρντ ροκ, μέταλ κλπ). Πολλοί από τους ροκ ήχους που αγαπήσαμε βασίζονται στην ιδιόμορφη παραμόρφωση που αποδίδουν οι λαμπάτοι ενισχυτές όταν αγγίζουν τα όρια ισχύος τους.

Στα αρνητικά τους καταλογίζονται το κόστος αγοράς και συντήρησης, το μεγάλο βάρος τους και η κατανάλωση ρεύματος, καθώς και το γεγονός ότι ζεσταίνονται σημαντικά και παρουσιάζουν μικρότερη αξιοπιστία (οι λυχνίες έχουν περιορισμένο χρόνο ζωής).

Η κουβέντα για την ποιότητα του ήχου στην μία τεχνολογία συγκριτικά με την άλλη είναι πάντα ανοιχτή και θυμίζει την διαμάχη ανάμεσα στους λάτρεις του CD και τους πιστούς του βινυλίου.

  1. (Από εδώ)
    «Κοίτα έχεις πρόβλημα λάμπας....θέλουν άλλαγμα...Σίγουρα μπορείς να βρεις κάποιο κατάστημα....Με ρωτάς κάτι το οποίο δεν περίμενα να ακούσω...Ένας λαμπάτος ενισχυτής 75W είναι πανάκριβος και μάλιστα όταν λέμε 75 είναι σαν να εννοούμε πάνω από έναν 125W τρανζίστορ (με κυκλώματα). Η ποιότητα του ήχου των λαμπάτων ενισχυτών είναι ασύγκριτα καλύτερα με αυτόν των τρανζίστορ. Δυστυχώς οι ερασιτεχνικοί λαμπάτοι λιγοστεύουν (υπάρχουν κάποιο αλλά δεν είναι απευθείας με λάμπα) και γι' αυτό είναι πάρα πολύ ακριβοί.»

  2. (Από εδώ)
    «Φίλε όντως μην πάρεις τον συγκεκριμένο Μάρσαλ. Πάρε έναν λαμπάτο Πηβη/Λανευ/Φεντερ ... στα ίδια λεφτά, και πάρε και το σωστό πετάλι για Ζέπελιν για να ησυχάσεις. Μην μπερδεύεσαι ότι θες Μάρσαλ για να βγάλεις ήχο Ζέπελιν...»

(από patsis, 06/09/10)Στο μέσον ο Γιωργος Λαμπάτος (από GATZMAN, 06/09/10)(από electron, 08/09/10)

Δες και -άτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό ουσιαστικό relic (= λείψανο, αντικείμενο πολύ παλιό και μεγάλης θρησκευτικής ή ιστορικής αξίας). Το ρήμα relic, ελληνοποιημένο ως ρελικάρω, είναι νεότερο και δηλώνει κάτι εξειδικευμένο:

Ρελικάρω σημαίνει παλαιώνω τεχνητά ένα μουσικό όργανο, κυρίως ηλεκτρικό και ιδίως ηλεκτρική κιθάρα, ώστε να αποκτήσει ένα ταλαιπωρημένο και αξιοσέβαστο λουκ. Υπάρχουν και έτοιμες προ-ρελικαρισμένες ηλεκτρικές κιθάρες, κάτι σαν τα έτοιμα ταλαιπωρημένα και φθαρμένα μπλουτζήν ένα πράμα. Αν το κάνεις μόνος σου θα χρειαστείς γυαλόχαρτα, εργαλεία, χημικά, στόκο (!) και άλλα τέτοια - υπάρχουν και κατατοπιστικά βιντεάκια στο youtube.

Τώρα γιατί κάποιος θα προτιμήσει να ρελικάρει την κιθάρα του για να πουλήσει μούρη, παρά να την λιώσει στο παίξιμο και να γίνει και καλύτερος μουσικός ταυτόχρονα είναι ένα ζήτημα.

Στα ακουστικά όργανα κατά κανόνα δεν γίνεται ρελικάρισμα γιατί η φυσική κατάσταση των υλικών επηρεάζει τον ήχο τους. Εκτός κι αν κάποιοι επιλέξουν να υποβαθμίσουν και τον ήχο για χάρη του φαίνεσθαι, άβυσσος η ψυχή τους, τι να πω.

Λιγότερο χρησιμοποιούμενος είναι ο τύπος ρελικιάζω > ρελίκιασμα.

Προσοχή στην αντιδιαστολή: Βίντατζ (vintage) όργανο είναι το πραγματικά παλιό, π.χ. μια κιθάρα, που έχει αξία για διάφορους λόγους, ή, καταχρηστικά, αυτό που είναι μεν καινούριο αλλά χρησιμοποιεί μια παλαιότερη και γενικά ξεπερασμένη τεχνολογία από άποψη, π.χ. ενισχυτές με λυχνίες. Η λέξη βίντατζ χρησιμοποιείται και εκτός μουσικής, π.χ. στον κινηματογράφο: vintage porn.

  1. Από εδώ:

- Όχι όχι δεν επηρέασαν τον ήχο...αλλά βασικά ποιον ήχο;;;πριν δεν είχε ήχο... είχε σκατούλες (με τους μαμίσιους epiphone καταλαβαίνεις...)
Θα βάλω και το πίσω μέρος μόλις μπορέσω.
- Ωραίος!! τέτοια projects χρειάζονται να γίνονται κ ας είναι «καγκούρικα», κακόγουστα ή οτιδήποτε... εμένα πάντως μ' αρέσει το αποτέλεσμα...
- Πάντως για να είναι ολοκληρωμένο το αποτέλεσμα θα έπρεπε να ρελικάρεις και το hardware... γέφυρες, κλειδιά κλπ πρέπει να φαίνονται κι αυτά ''ταλαιπωρημένα'' ;)

  1. Από εδώ:

Οι κιθάρες που πραγματικά σιχαίνομαι είναι αυτές που έρχονται από το εργοστάσιο προ-ρελικιασμένες. Πρέπει να είσαι πραγματικά πολύ ΦΛΩΡΟΣ για να πάρεις μια τέτοια κιθάρα. Η αγορά μιας τέτοιας κιθάρας συνεπάγεται πολύ απλά ότι είσαι ΑΝΙΚΑΝΟΣ να πάρεις μια ολοκαίνουργια κιθάρα και να την καταντήσεις σαν τα μούτρα σου. Οι άνθρωποι ( ; ) που ψωνίζουν ΤΕΤΟΙΕΣ κιθάρες, εκτός από υπερβολικά χαζοί (μιας και είναι πανάκριβες και χαλασμένες) είναι επικίνδυνοι για το κοινωνικό σύνολο, θα πρέπει να απομονώνονται και να εξαναγκάζονται σε ακρόαση country και demo blackmetal συγκροτημάτων ΕΝΑΛΛΑΞ. Αν επιζήσουν από αυτήν την διαδικασία (η πιθανότητα αυτή τείνει στο μηδέν) θα υποχρεώνονται να κάνουν ΔΩΡΕΑΝ τηλεφωνική υποστήριξη σε πελάτες καμένους από τα προϊόντα της μικρομαλακής αε για το υπόλοιπο της θλιβερής τους ύπαρξης.

Επίσης δεν μου αρέσουν οι φέντερ.

  1. Από εδώ:

- Σε κάποιους αρέσει και για το χρησιμοποιημένο / broken-in feel.
- Στο παίξιμο εννοείς; Τι αλλαγές περιλαμβάνει το ρελικάρισμα σε αυτό;
- Ναι. Συνήθως όσο πιο απογυμνωμένο είναι το μανίκι από το βερνίκι και φθαρμένο / φαγωμένο το ξύλο, τόσο πιο «εύκολο / ευχάριστο / γρήγορο» θεωρείται στο παίξιμο.
- Ναι κατάλαβα, αν και αυτό γίνεται και ανεξαρτήτως υπόλοιπης εμφάνισης.

Απίστευτα εγκλήματα σε μια αθώα, γέρικη κιθάρα. (από patsis, 06/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη γλώσσα των πληρωμάτων των ασθενοφόρων του ΕΚΑΒ, R1 (ρο ένα) σημαίνει κωδικοποιημένα «νεκρός».

Έτσι, πολλές φορές το κέντρο καλεί μέσω ασυρμάτου ένα ασθενοφόρο να μεταβεί π.χ. στην οδό «αβύζου και ακώλου (γωνία)», όπου υπάρχει ένα τροχαίο με μηχανάκι, «με ένα τραυματία και ένα R1».

Σε άλλες πάλι περιπτώσεις, η κωδικοποίηση χρησιμοποιείται από το πλήρωμα μπροστά σε συνοδούς του νεκρού ή λοιπούς παρισταμένους, προκειμένου να μεταδώσουν την πληροφορία μεταξύ τους, χωρίς να καταλάβουν κάτι οι υπόλοιποι.

Εύχομαι κανείς από τους αναγνώστες αυτού του λήμματος, να μην ακούσει αυτή την κωδικοποίηση.

Κέντρο καλεί Κ10. Μας ειδοποίησαν για μια πτώση από 4ο όροφο πολυκατοικίας στην Τούμπα. Μη βιάζεστε και πολύ, το περιστατικό είναι R1. Η διεύθυνση είναι ... (δεν ακούγεται καλά επειδή χαλάει το σήμα του ασυρμάτου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για συμπληρωματικό ορισμό καθαρά επαγγελματικής αργκό - το λήμμα έχει εξαντληθεί στους λοιπούς ορισμούς παρακαλώ κοπιάστε.

Κλέφτης (αγγλικά thief / sampling thief): Συσκευή δειγματοληψίας από δεξαμενές αποθήκευσης ή μεταφοράς υγρών καυσίμων και λοιπών πετρελαιοειδών.

Θες να ξέρεις τι έχεις μέσα στη δεξαμενή. Παίρνεις ένα δειγματάκι και το στέλνεις στο εργαστήριο να σου πούνε. Μάστα. Και που λέει ο λόγος θες να δεις τι έχει στον πάαατο της τεράστιας δεξαμενής αποθήκευσης που έχει μέσα εκατονεξακόσους τόνους. Έχει νερά; Έχει λασπουριά; Θα ζήσει ο λέβητας γιατρέ μου; Άρα; Πώς το κάνω; Βάζω τον κλέφτηηη:

[img]http://img.photobucket.com/albums/v59/Mesalina/Image492.gif?t=1284462682[/img]

Νάτος από πάνω ^^^: Ένα μπουκάλι με φελλό δεμένο σε σκοινί (ή αλυσιδάκι προτιμητέο γιατί τα σκοινιά ξεφτίζουν, βλ. παράδειγμα) και μέσα σε περίβλημα με μεγάλο βάρος για να το τραβάει στον πάτο.

Πας στην κορφή της δεξαμενής, ανοίγεις την θυρίδα, πετάς μέσα τον κλέφτη κενό και ταπωμένο, βαριά η θήκη, πιάνει πάτο (ακούς το ντουκ, σταματάει να ξετυλίγεται και το σκοινί). Πιάνεις το σκοινί, το τραβάς λίγο να τεντώσει ίσα ίσα (χωρίς να σηκωθεί όμως το μπουκάλι) και ρίχνεις ένα απότομο τράβηγμα (νταγκ!) οπότε φεύγει ο φελλός από το μπουκάλι. Χωρίς φελλό πια, γεμίζει με ό,τι υπάρχει γύρω γύρω (συγκοινωνούντα δοχεία που λέγαμε στο δημοτικό), το αφήνεις, το αφήνεις, το αφήνεις και μετά το τραβάς προς τα πάνω. Το μπουκάλι σου έχει ό,τι έχει ο πάτος. Το 'κλεψες το δειγματάκι, που πραγματικά αντιπροσωπεύει το προϊόν που είχε στο σημείο που έγινε η δειγματοληψία. Γαμάτο;

Disclaimer: Τα ανωτέρω δεν εξαντλούν τα χρησιμοποιούμενα είδη «κλεφτών» ή τους τρόπους δειγματοληψίας, υπάρχουν εκτενή διεθνή πρότυπα για τη δουλειά αυτή (γιατί τι να την κάνεις την ανάλυση άμα το δείγμα είναι τριμπούρδελο), άμα θέτε παραπάνω λεπτομέρειες ψάξτε να βρείτε την ASTM D4057. Πάλι πάθατε μόρφωση.

Το παρακάτω παράδειγμα βασίζεται σε μια πραγματική ιστορία αλλά μόνο βασίζεται. Μπορεί να γυριστεί και σε ταινία, στείλτε πιμί για δικαιώματα:

(Οδηγός βυτιοφόρου ανοίγει παράθυρο εργαστηρίου, χώνει κεφάλι, μιλάει στον χημικό - μαγκιά)
-Πώς ήτανε ρε παλουκάρι το δειγματάκι; Καλό; Να φορτωσουμέτε; Ή θα μας καθυστερήσεις κι άλλο και θα χάσουμε το δρομολόγιο; Α;
(
«είμαι ο γαμάουα επιστήμων βρε πτωχούλη»)
-Κύριε, δεν ήταν καθαρό, δεν μπορώ να το αποδεσμεύσω...
(πάει η μαγκιά... άγχος) -Ω γαμώτο! Νερά; (τσαντίλα) Και τους είπα τους μαλάκες ρε πούστη μου να κοιτάξουν την εξυδάτωση...
-Όχι κύριε, ήταν εντάξει γενικώς, αλλά είχε δύο τρίχες μέσα.
(απότομο σταμάτημα, γούρλωμα το μάτι, αγρίεμα)
-Τι είχε; Τρίχες; ΤΡΙΧΕΣ; (
έναρξη παραληρήματος) Και το κόβεις για τις τρίχες; Και δηλαδή ρε μάστορας πώς την έχεις δει; Ότι το ντίζελ είναι τριχωτό; Ότι όλη η δεξαμενή είναι τίγκα στην τρίχα σαν το δείγμα; Δεν παίζει δηλαδής ρε Αϊνστάιν να είναι από το σκοινί του κλέφτη που ήντουνε ξεφτισμένο; Φέρ' το μπουκάλι, να στις βγάλω εγώ τις τρίχες! (ελπίδα, γλείψιμο) Έλα, αφού είναι καλό το καύσιμο, πες 'ντάξει ρε φίλο τώρα να φύγουμε...
(
στ' αρχίδια του ο άλλος)
-Α κύριε δεν γνωρίζω, εγώ έχω ευθύνη από την παραλαβή του δείγματος, θα πρέπει να ληφθεί επαναληπτικό δείγμα και βεβαίως...
(*οδηγός γουρλώνει κι άλλο το μάτι, κοκκινίζει, θα πάθει εγκεφαλικό, το μετανιώνει, θα πνίξει αυτόν με την ποδιά, το μετανιώνει, απομακρύνεται βρίζοντας στον αέρα περπατώντας ταυτόχρονα)
-ΡΕ ΔΕ ΓΑΜΙΟΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΟΜΑΔΙΚΩΣ που με ανεβοκατεβάζετε για τις τρίχες γαμώ τις επιστήμες και τα μπουρδέλα σας α να σας γαμήσω όλους, ΦΕΡΤΟΝ ΚΛΕΦΤΗ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ ΝΑ ΞΑΝΑΠΑΡΩ ΔΕΙΓΜΑ, α να σας γαμήσω όλους πάει το καλό το δρομολόγιο για Άγιο Στέφανο, θα έπαιρνα άλλο για Πάτρα μετά, ΜΠΟΥΡΔΕΛΑ Ε ΜΠΟΥΡΔΕΛΑ, τι με κοιτάς κι εσύ ρε αγαμήσου, επαναληπτικό και δεύτερο και τρίτο και σκατά στο σπίτι του μαλάκα με τις τρίχες (***μπλα μπλα περίπου μισή ώρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified