Further tags

O μαλάκας.

Λέξη του κώδικα επικοινωνίας στο Μοδιάνο και στο Καπάνι της Θεσσαλονίκης –κεντρικές αγορές της πόλης– μεταξύ των μανάβηδων, χασάπηδων ψαράδων και λοιπών επαγγελματιών (τουλάχιστο στην δεκαετία των εβδομήντας –το πολύ αρχές ογδόντας, μετά όλα πήγαν κατά διαόλου στο Μοδιάνο).

Ως γνωστό η επικοινωνία και τα πειράγματα μεταξύ τους ήταν γραφικά και οι φωνές τους πιάναν απίστευτα decibel! Αλλά όπως δεν ήταν κόσμιο να αγριοφωνάζεις «μαλάααααακα» στην μέση της πόλης, ο μαϊντανός βόλευε για υποκατάστατο.

Φυσικά μαϊντανοί δεν ήταν μόνο οι ίδιοι, αλλά και οι περίεργοι πελάτες, οι αγορανόμοι, τα φρικιά, οι τουρίστες, ιδίως αυτοί που θέλαν να αγοράσουν ένα μήλο δίνοντας χιλιάρικο, αλλά και οι Σέρβοι που φέρναν να μεταπουλήσουν λαθραία μπανάνες!

Φυσικά, η χρήση του ήταν καλοκάγαθη κάτι που τείνει να εκλείψει σε ένα κόσμο που χάνεται...

- Έχω και καλό μαιντανό έχω!
- Μα τι λέτε κύριε, φρούτα πουλάτε!
- Άντε κύριος, τα έλιωσες τα μούσμουλα, διαλέχτε κύριος, δεν είναι διαμάντια.
- Μισό μεσιέ, είναι για την πεθερά μου...
- Μαιντανόοοοος, φρέσκος μαιντανόοοοοος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Κλασσική αργκό): Το πορτοφόλι.

Η μέθοδος κατά την οποίαν ο πρασάς (πορτοφολάς) βυθίζει στην τσέπη του θύματος (κορόιδου) τον μέσο και παράμεσο εν είδει ψαλιδιού, προκειμένου να του ξαφρίσει την πορτοφόλα. Συνήθως, η θεάρεστος πράξις τελείται σε μέσο μαζικής μεταφοράς σε αστικά κέντρα, όπου οι επιβάται στέκονται κρεμασμένοι από τας χειρολαβάς σαν κρέατα, με την βοήθεια πρασά-αβανταδόρου (με τον οποίον φαινομενικώς δεν γνωρίζεται ο πρωταγωνιστής πρασάς), ο οποίος και σπρώχνει το θύμα δήθεν τυχαία σε απότομο φρενάρισμα, το οποίο θύμα καταλήγει άθελά του εις την αγκαλιά του πρασά, ο οποίος αστραπιαία αφαιρεί το πράσο, ωσάν ταχυδακτυλουργός (!) χωρίς το κορόιδο ν' αντιληφθεί οτιδήποτε (για ώρες) ... Μάλιστα, ζητάει και συγγνώμη απο τον πρασά (!)

Ο ευσυνείδητος πρασάς, αν δεν είναι κανά κωλόπαιδο, μόλις τσιμπήσει το παραδάκι και δει μέσα κάρτες, σημαντικά έγγραφα κλπ. δεν τα πειράζει και συχνότατα αφήνει να πέσει το πορτοφόλι (χωρίς το μπερντέ φυσικά) σε πολυσύχναστο σημείο, όπου κάποιος χριστιανός θα βρεθεί να το επιστρέψει στο (μερικώς) ανακουφισμένο θύμα.

Αν το θύμα είχα πολλά λεφτά στο πορτοφόλι, δικαιούται να βρίζει (ερήμην) τους κλέπτας. Αν όμως, έχασε λίγα, τότε οφείλει να θαυμάσει την τέχνη των (και να έχει το νου του άλλη φορά). Ο πρασάς αφήνει, ως ανωτέρω, συνήθως τις κάρτες και τα έγγραφα άθικτα στο λάχανο, όχι βέβαια από αγνά αισθήματα, αλλά διότι περαιτέρω αξιοποίησή τους, εκφεύγει της αρμοδιότητός του. Δεν είναι ούτε χακεράς, ούτε πλαστογράφος, ούτε παρτίδες έχει με δαύτους (άσε που έτσι και γίνει τσακωτός, θα φάει επιπλέον σοπάκι και χρόνια φυλακής στην καμπούρα του).

Σημειωτέον, ότι η τέχνη του λαχανέματος, είναι τόσο δύσκολη, ώστε ε-δι-δά-σκε-το (!) στη φυλακή και στα χαμαιτυπεία από τους παλιότερους, ήδη και τουλάχιστον από την εποχή του Βίκτωρος Ουγκώ (βλ. «Άθλιοι»), αλλά και παρ' ημίν, βλ. Ηλίας Πετρόπουλος («Το εγχειρίδιο του καλού κλέφτη»), Πέτρος Πικρός («Τουμπεκί») και Νίκος Τσιφόρος («Τα παιδιά της πιάτσας», «Παραμύθια πίσω απ' τα κάγκελα» κ.α.).

Τα μαθήματα, γινόσαντε ώς εξής: Υφίστατο ανδρείκελο με πορτοφόλι στη μέσα τσέπη (της καρδιάς) του σακακιού, στημένο με κουδουνάκια (!), τα οποία ντιντίνιζαν με το παραμικρό. Ο επίδοξος πρασάς καλείτο να τσουρνέψει το πράσο χωρίς να κάνει θόρυβο. Όταν το πετύχαινε και αφού είχε ξοδέψει αρκετά σε δίδακτρα (!), ελάμβανε το δίπλωμά του και εισήγετο εις την δημοσίαν χρήσιν.

Παράγωγα: πρασάς κτλ.

Συνώνυμα: λαχανεύω, λαχανάς, λαχάνεμα, τσουρνεύω, τσούρνεμα, πορτοφολάς, βουτάω, σουφρώνω, απαλλοτριώνω κτλ

Ισπανιστί: tacon=πράσο, ratonero=λαχανάς
Ιταλιστί: borseggiatore=πορτοφολάς
Αγγλιστί: pick-pocket (=το αυτό) / half inch (cockney rhyming slang: pinch), pinch, nick, yank κτλ=βουτάω, κλέβω.

Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, εγνώριζαν τους λωποδύτας (λώπος = ένδυμα + (κατα)-δύομαι = βουτάω), ήτοι τα τσογλάνια που μπαίνανε στα δημόσια λουτρά και κλέβανε τα ρούχα του κοσμάκη. Μάλιστα, ο φιλόσοφας Διογένης, έχοντας συλλάβει με το μάτι έναν απ' αυτούς επ' αυτοφώρω, του έκλεισε το μάτι, λέγοντάς του το λογοπαίγνιο: «Επ' αλειμμάτιον, ή επ' άλλ' ιμάτιον»; (=για αλοιφή λουτρού ήρθες εδώ ή για να σουφρώσεις ρούχα;)

- Ρε Μιχάλη, μου βγάζεις κι εμένα εισιτήριο; Μου' φαγανε το πράσο κάτι κωλόπαιδα πριν στο τρόλεϊ κι είμαι ρέστος !

βλ. και τσουρνεύω, τζουρνεύω, λάχανο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική ευχή μουσικού, ηχολήπτη ή DJ, από την τετριμμένη μπαρμπαδο - ευχή: «Άντε, και του χρόνου με υγεία!».

Εκφράζει ενδεχόμενο παράπονο κακής ποιότητας ήχου, λόγω ελλείψεως ή ελαττωματικότητας / αδυναμίας των ηχείων, να αποδώσουν τη μουσική χωρίς χιόνι ή ένταση αντιστοίχως.

Εκφράζει επίσης, την απέχθεια του ομιλούντος, προς τις τυποποιημένες ευχές, που λέγονται με τον ίδιο τρόπο από αιώνων, σε κάθε περίσταση.

Κατά το: Άντε, και του χρόνου τούμπανο!, Ας είμαστ' εμείς καλά κι ας πεθάνουμε, Να μας ζήσουν οι πεθαμένοι!, κ.τ.λ .

-Χρόνια πολλά και καλά παιδιά!

-Άντε, και του χρόνου με ηχεία!

Και σε τρία χρόνια με ηχεία (το εξώφυλλο από το ΒΗΜΑ μετά από τριετία). (από Galadriel, 07/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καράβι, γενικότερα η ναυτική ζωή.

Χρησιμοποιείται κατά κόρον στο Πολεμικό Ναυτικό (για τους υπηρετήσαντες Πι-Νι), αλλά και για εμπορικά πλοία (γκαζάδικα, φορτηγά, λιγότερο ποστάλια). Ενίοτε απαντά και στον πληθυντικό: οι λαμαρίνες.

[I] Η λαμαρίνα, η λαμαρίνα όλα τα σβήνει
μας έσφιξε το Κuro Siwo σα μια ζώνη
κι εσύ κοιτάς ακόμη πάνω απ' το τιμόνι
πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι[/I]

...έγραφε ο Νίκος Καββαδίας για τις πλωτές αυτές φυλακές. Η λέξη εγκλείει εντός της όλη τη συσσωρευμένη πικρία, όλα τα βάσανα, τα χωσίματα, τα πακέτα που συνεπάγεται η ζωή στα καράβια.

Να περνάς μήνες μακριά απ' τους δικούς σου. Να χάνεσαι με τα φιλαράκια σου. Να σου γίνεται το στομάχι κώλος (τουλάστιχον τους πρώτους μήνες). Να μην μπορείς να στεριώσεις - κυριολεκτικά! - μια σταθερή σχέση με γυναίκα.

Αν έχεις σχέση, να σε τρωει η αγωνία για το τι κάνει, που βρίσκεται, αν σε κεράτωσε, αν βρήκε άλλον, και να ξοδεύεις πεντακοσαριές στο γαμημένο το κινητό για να της μιλάς (κι αυτή να σου κάνει κόνξες και να στο παίζει δύσκολη, έτσι είναι αφού σε κρατάει απ' τ' αρχίδια, κακόμοιρε).

Η μόνη σου επιλογή για σεξ να είναι οι πουτάνες των λιμανιώνε, αν όμως λάχει κι είσαι και λίγο συναισθηματίας και δεν γουστάρεις πουτανιάρικες φάσεις, τότε τότε γάμα τα.

Να είσαι αναγκασμένος να βλέπεις κάθε μέρα τους ίδιους τσάτσους και ρουφιάνους που δε γουστάρεις (μιλάω κυρίως για τους χαμηλόβαθμους μονιμάδες του Π.Ν, ΕΠΥ και ΕΠΟΠ).

Να σου πρήζουν συνέχεια τον πούτσο για το πόσο επικίνδυνο είναι το τούρκικο ναυτικό. Να είσαι σε κάποιο νησάκι, π.χ. Ρόδο, και μόλις πάει να χαλαρώσει λίγο η φάση να σκαει σήμα ότι βγήκε κάποιο τούρκικο πλοίο και πάμε να το ακολουθήσουμε. Να αράζει το γαμόπλοιο σε θέσεις απόκρυψης, μες την ερημιά, παρέα μόνο με τα καβούρια, και να ξέρεις ότι λίγα χλμ. πιο δίπλα είναι π.χ. το Φαληράκι με τις χιλιάδες ξέκωλες Αγγλίδες. Μιλάμε για μαρτύριο του Σίσυφου, του Τάνταλου και των Δαναΐδων μαζί.

Συνηθέστατες οι φράσεις: μας έφαγε η λαμαρίνα, λιώσαμε τόσα χρόνια μες τη λαμαρίνα, μας ρούφηξε τη ζωή η λαμαρίνα.

Η καλύτερη φάση για τους μονιμάδες του Πολεμικού Ναυτικού, εκτός βέβαια απ' το να βγουν σε υπηρεσία στεριάς, π.χ. να πάνε σε κάνα θέρετρο Αγίας Μαρίνας κι έτσι, είναι να πάει η λαμαρίνα για επισκευές. Τότε αναγκαστικά τα ταξίδια αναβάλλονται κι όλοι εύχονται να κρατήσει η επισκευή όσο πιο πολλούς μήνες γίνεται (αν είναι να διαλυθεί και τελείως το γαμόπλοιο, ακόμη καλύτερα).

Τέλος, όταν όλα είναι κομπλέ και επίκειται αναχώρησις, είθισται τα ναυτάκια να τραγουδάνε μεταξύ τους ειρωνικά το άσμα της Ελένης Δήμου «ετοιμάζω ταξίδι μοναχά για πάρτη σου, στα μεγάλα νησιά του μυαλού και του χάρτη σου»...

- Μας ήπιε το αίμα η λαμαρίνα.

- Γαμώ τη λαμαρίνα μου μέσα γαμώ.

- Να πέσει μια μπόμπα ρε φίλε να γίνουν καρφιά όλες οι λαμαρίνες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουμαντάρω τις δουλείες μου, τα προβλήματα μου, προγραμματίζω τι να κάνω στο μέλλον.

Θα το ακούσουμε σαν «έχω κάνει το κουμάντο» ή «τα κουμάντα μου». Εκ του «κουμαντάρω το καράβι» δηλαδή το οδηγώ και το περιποιούμαι και το φροντίζω. Τα πάντα όλα για το προς κουμαντάρισμα πράγμα.

Μην ανησυχείς έχω προμήθειες στο καταφύγιο για πέντε χρόνια έχω κάνει τα κουμάντα μου και δεν φοβάμαι τον πυρηνικό χειμώνα…

πού σουν μάγκα τον πυρηνικό χειμώνα; είχα κάνει τα κουμάντα μου (από xalikoutis, 08/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ζάρια: μπαρμπούτι - 7/11 - τάβλι κ.τ.λ.): Έκφραση κουμαρτζήδων (=στοιχηματζήδων) που χρησιμοποιείται κυριολεκτικώς, όταν ο αντίπαλος είτε φέρνει εξακολουθητικώς ευνοϊκό γι' αυτόν ζάρι, είτε όταν δεν τα μπεγλεράει/κουρντίζει καλά (δηλ. τα τσιμπάει/στήνει/κολλάει), είτε τέλος, όταν υπερίπταται σοβαρή υπόνοια, ότι το ζάρι είναι γιομάτο (δηλ. με υδράργυρο/κούφιο/καραγκιοζάκι = σκοπίμως πειραγμένο-κακοζυγισμένο ζάρι).

Στις περιπτώσεις αυτές, ο λέγων την έκφραση διατυπώνει την επιθυμία του να κοπανήσει ο αντίπαλος τα ζάρια κάτω στο ξύλο/δάπεδο, να τα μπεγλερίσει ενδελεχώς και στη συνέχεια να τα μολάρει τίμια (να πιάσουν ξύλο/τοίχο απέναντι που λέμε), προκειμένου να ελέγξει, είτε την τύχη του αντιπάλου (να γυρίσει το γούρι) προς όφελός του, είτε την τιμιότητα του συμπαίκτου του. Για το λόγο αυτό, υποτίθεται ότι μόνον άπαξ δύνασαι να απαιτήσεις να τα σπάσει ο αντίπαλος σε κάθε παιχνίδι, αλλιώς πιθανότατα να παρεξηγηθεί ο άλλος και να καταλήξει το παίγνιον σε κλωτσοπατινάδα. Υφίσταται και το: «Μπροστά μου να τα σπάσεις»!/«Σπάστα μπρός μου»! (= να τα βλέπω).

Μεταφορικώς, χρησιμοποιείτο παλαιά, ως έκφραση δυσπιστίας προς τον συνομιλητή ή όταν ο τελευταίος λέει κάτι το ανυπόστατον ή όταν το νόημα δεν ήταν πλήρως κατανοητόν. Δηλαδή: «Δε μιλάς σωστά, ξαναπέστα όμορφα».

Συνώνυμα: Κομμένη!, κομμένη η ζαριά!, κόβω το ζάρι κ.τ.λ.

  1. - Φίλε, τσιμπάς ζάρι μου φαίνεται...
    - Να στραβωθώ! Σωστά τα μπεγλεράω, να...
    - Ακούς που σου λέω εγώ; Σπάστα και ξαναρίχτα, μην τραβηχτούμε!

  2. - Τί έγινε με τα λεφτά που μου χρωστάς; Θα μου τα δώσεις καμιά φορά; Δυο τετραετίες με πιλατέβεις, κατέβαινε!
    - Ρε φιλαράκι να πούμε, είμαι σε σφίξη τώρα, να κάνουμε ένα γραμμάτιο;
    - Σπάστα και ξαναρίχτα! Πετσένια λεφτά εγώ δεν παίρνω. Κανόνισε την πορεία σου!

Ρίξανε γεμάτο ζάρι, δεν τους πήραμε χαμπάρι... (από HODJAS, 07/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκό του ταβλαδόρου.

Εκ του «Πιστεύω» ( ... γεννηθέντα ου ποιηθέντα και παθόντα και ταφέντα και αναστάντα ...)

Στο πλακωτό, όταν πιάνεις το πούλι του αντιπάλου με διπλές, κοπανάς τέσσερεις φορές το πούλι σου στο τάβλι στις αντίστοιχες θέσεις, (π.χ. έξι βήματα τη φορά αν έχεις εξάρες), λέγοντας την ανωτέρω φράση μέχρι να τον πλακώσεις. Ανάσταση δεν προβλέπεται.

- Άφησες παραμάνα ; Τώρα θα δεις ...
- Άμα φέρεις πεντάρια, μαγκιά σου!
- Πεντάρια ! Γεννηθέντα και παθόντα και ταφέντα και πλακωθέντα! Τ' αφήνεις διπλό ή θα συνεχίσεις να το παίζεις για να το μάθεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Τάβλι) Συνήθως το ασσόδυο / μπίρ-ικι (Κρήτη εκ του τουρκ. μπιρ = ένα + ικί = δυο), δεν είναι και το καλύτερο ζάρι που μπορεί να φέρει κανείς, διότι δεν πας μακριά με ασσόδυο.

Συνώνυμα: Με ασσόδυο κανείς δεν είδε χαΐρι/προκοπή, κανείς δεν πρόκοψε, κανείς δεν έκανε έρωτα (sic).

- Λοιπόν τώρα, θα φέρω τις εξάρες μου. Φτου! Ασσόδυο...
- Με ασσόδυο κανείς δε γάμησε φίλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Γιάννενα & Βόρεια Ελλάδα): Λαιμός, καρύδι, οισοφάγος.

Στην Πάτρα καρύτζαφλος, στην Κρήτη τζάρουχας (βλ. έγινε ο στόμας μου τσαρούχι <πιθανότατα εκ του τουρκ. caric = πληγή).

Στην κλασσική αργκό: τραγουδιστής.

Αρε, να συ πιάσου απ' τουν γκαρλιάγκο, να στουν στρίψου.

Βλ. και καρίτζαφλας, γκότζο και σχόλια στο θα σου πιω το αίμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ειρωνική/χιουμοριστική φράση συνώνυμη του «Όλα βαίνουν καλώς» ή «Όλα Καλά». Το χιουμοριστικό οφείλεται στο ομοιοκατάληκτον. Η ειρωνεία από την άλλη, έγκειται στο αυστηρά μιλιταριστικό/απολυταρχικό πνεύμα της φράσης και μάλιστα από δυο πηγές:

  1. Το Τευτονικόν της φράσης που φέρνει στο νου βηματισμό χήνας, άψογη προσσσσ’χή! και αναφορά του Obersturmfuhrer στον SS Λοχαγό Karl-Heinz Frachten von Zipper.

  2. Τη χρήση της λέξης Kommissar. Ως επίσημος τίτλος στην Ρωσία (комисса́р), μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, ο (πολιτικός) Κομισάριος ήταν υψηλόβαθμο κομματικό στέλεχος, ισόβαθμος του Διοικητή σε στρατιωτικούς σχηματισμούς με αντικείμενο τον έλεγχο του στρατού από το Κόμμα (ένα είναι το κόμμα!). Καμία διαταγή του Διοικητή δεν δινόταν αν δεν είχε προηγηθεί έλεγχος και έγκριση από τον Κομισάριο. Όπως είναι αντιληπτό, ο Κομισάριος ήταν ο φόβος και ο τρόμος παρέα με την KGB και το στρατιωτικό της αδελφάκι, την GRU.

Όπως γίνεται αντιληπτό, η κανονική χρήση της γίνεται για να δηλώσει αναγνώριση του αδιαμφισβήτητου κύρους του παραλήπτη και τον (σχετικό) φόβο προς την εξουσία του, πλην όμως στην περίπτωση μας, «with a twist» που λένε και οι Αγγλοσαξώνοι.

Η χρήση της φράσης λοιπόν εντοπίζεται κυρίως στα εξής:

Κοινωνικά
Με ανάλογη διάθεση ως απάντηση σε αίτημα/ερώτηση φίλου:

Χιουμοριστικά
- Τι έγινε ρε φίλε, ξεμπέρδεψες με τις εξετάσεις;
- (με ευχαρίστηση): Alles klar Herr Kommissar!

Ειρωνικά
- Πήρες ρε μαλάκα κανά παγωτό; Λιώσαμε απ’ τη ζέστη.
- Alles klar Herr Kommissar. Με βανίλια Μαδαγασκάρης και στους -2 βαθμούς κελσίου για το αφεντικό…

Προς έτερον ήμισυ
- Μωρό μου, τάϊσες τον σκύλο; έβαλες πλυντήριο; πλήρωσες τη ΔΕΗ; κανόνισες το φροντιστήριο του μικρού;
- Alles klar Herr Kommissar. Όλες οι δουλειές καπούτ.

Επαγγελματικά
Αν γνωρίζονται καλά και υπάρχει καλή/φιλική σχέση, ο υφιστάμενος το χρησιμοποιεί ως απάντηση σε περιπτώσεις όπου ερωτάται από προϊστάμενο για την εξέλιξη κάποιας ενέργειας ή έργου:
- Γιώργο τι έγινε με την παραγγελία του Μητσάρα;
- Alles klar Herr Kommissar. Ολοκληρώθηκε και έφυγε σήμερα το πρωί.

Αν οι σχέσεις δεν είναι καλές, η φράση χρησιμοποιείται στο κρυφό ως μπινελίκι:
- Δημητρίου ακόμα να τελειώσεις τις διορθώσεις;
- Είναι 1500 σελίδες κ. Διευθυντά και μου το δώσατε πριν 30 λεπτά…
- Δεν έχει σημασία παιδί μου. Ως στέλεχος πρέπει να είσαι αποδοτικός και ταχύς.
- (sotto vocce): Alles klar Herr Kommissar, κλαπαρχίδι. Εγώ φταίω που σταμάτησα την Γραψαρχιδίνη
- Τι είπες παιδί μου;
- Τίποτα, τίποτα…

Προς την Εξουσία
Συνήθως στο χαμηλόφωνο, εκτός αν θέλεις να προκαλέσεις την μήνιν του βλαχαδερού με την εξουσία. Στην περίπτωση των στρουμφακίων είναι βέβαια οξύμωρο καθώς η φράση στην Γερμανική είναι σχεδόν κυριολεκτική («Μάλιστα ή όλα καλά κύριε Αστυνόμε») και δηλώνει ευγένεια και συμμόρφωση προς τας εντολάς:
- Άδεια, δίπλουμα, ασφάλεια (στου χαντάκ)…
- Alles klar Herr Kommissar…
- Ποιόν είπις Κλαρ ρε χουλιγκάνε; Ακολούθα με στου τμήμα για να μαθ’ς να βρίζεις…

Για την ίδια χρήση υπάρχει και το: Γιαβόλ μαιν Κομαντάντ στο Δημόσιο Πρόχειρο (σλανγκασίστ)

Έμμεση σλανγκασίστ: ironick (βλ. σχόλια εδώ).

Εξ’ ολοκλήρου χρήση της φράσης στο χιτ του 1982 “Der Kommissar” (το μήδιον είναι θαύμα αισθητικής 80s) του μακαρίτη Falco.

Ως ανωτέρω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified