Further tags

Σχετικά μικρό ταγάρι για την πλάτη (κάτι σαν το σημερινό back-pack) που χρησιμοποιούσαν οι αγρότες της Κύθνου για να μεταφέρουν το κολατσιό τους ή άλλα μικροπράγματα. Φτιάχνονταν από υφαντό πανί μάλλινο ή βαμβακερό.

Καρβατζίκα

Η καρβατζίκα ήταν ένα σακούλι που σούρωνε στο πάνω μέρος μ' ένα κορδόνι φτιαγμένο από δύο νήματα που τα έστριβαν μαζί (κόκκινο και μαύρο ή μπλε και άσπρο ή πορτοκαλί με άσπρο κλπ.). Τις άκρες του κορδονιού τις στερέωναν στις κάτω άκρες του σακουλιού. Περνώντας τα χέρια ανάμεσα από τα κορδόνια, την κρέμαγαν στην πλάτη όπως τα σημερινά σακίδια.

Από το ημερολόγιο του Συνδέσμου Δρυοπιδέων Κύθνου του 2010. Επιμέλεια Στάμη Τσικοπούλου-Μαρτίνου.

Πιθανή ετυμολογία από το Τουρκικό karva που σημαίνει καμήλα δρομάς (από εδώ κι εδώ). Προφανώς επειδή θυμίζει την καμπούρα στην πλάτη της καμήλας. Καρβατζίκες στη φτερωτή του μύλου του Φρ. Τζιωτάκη

Από το ημερολόγιο του Συνδέσμου Δρυοπιδέων Κύθνου του 2010. Επιμέλεια Στάμη Τσικοπούλου-Μαρτίνου. Φωτογραφία Γιώργος Αναλυτής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνουσιάζομαι, γαμώ, βατεύω, στη ντοπιολαλιά της Κύθνου. Συνώνυμο με το χρησιμοποιούμενο σε άλλες περιοχές μαρκαλίζω ή μαρκαλάω.

Χρησιμοποιείται (συνήθως κάποια παράγωγα του) για ζώα, αλλά και για ανθρώπους. Πιθανή ετυμολογία από το μεσαιωνικό "λάμνω" (κωπηλατώ), προερχόμενο από το αρχαίο "ελαύνω".

Μου το 'χει διηγηθεί ο πατέρας μου, για κάποιον γέρο που μάλωνε τις κόρες του, επειδή φόρεσαν κοντομάνικα (εποχή μεσοπολέμου):

"Βγάζετε τα μπρατσίδια σας σα τη ψωλή του γαδάρου. Νά 'χατε μπάρεμου* και κανα** γάδαρο να σας λάσει!"

*μπάρεμου (μπάρεμ'): μαθές, συμπληρωματικό μόριο

**κανα: κανένα

Παράγωγα

Εμφανίζεται στην παθητική φωνή στο τρίτο πρόσωπο με τη μορφή "λάμεται" και αναφέρεται σε θηλυκά ζώα που βρίσκονται σε οίστρο.

"-Πατέρα, μου φαίνεται πως λάμεται η γαδάρα!"
"-Άντε να τηνε βάλεις στ' άλογο τ'Ανεστάση!"

(Συνηθισμένος διάλογος πριν από καμμιά πενηνταριά χρόνια. Ο Ανεστάσης είχε έναν από τους ελάχιστους επιβήτορες του νησιού, που ήταν ο πατέρας των περισσότερων μουλαριών).

"Ας ειν' η ώρα η καλή και λάστηκε μια ζίκα!"

Σκωπτική παροιμία για γεγονός που μεγαλοποιείται.

Χαρακτηριστική επίσης είναι και η χρήση του ρήματος "βάζω" ή "βάνω" που σημαίνει ότι πάω το θυλικό ζώο στον επιβήτορα και κατά συνεπεια γίνεται όλη η αναπαταγωγική διαδικασία.

Την έβαλες τη ζίκα; (εννοείται στον τράγο ή τράο κατά την ντοπιολαλιά).

Την έβαλα στο χοίρο.(εννοείται τη γουρούνα ή σκρόφα κατα την ντοπιολαλιά).

Ως ουσιαστικό εμφανίζεται με τις μορφές: λάσιμο που σημαίνει συνουσία, βάτεμα

"Μακριά από δαύτηνε. Αυτή είναι λάσιμο και πρόστιμο!" ή σε άλλη ανάγνωση: "Θέλει λάσιμο και πρόστιμο" ( κατά το "γαμήσι και ξύλο")

λασιά που σημαίνει συνουσία, βάτεμα, αλλά και "σπορά" κάποιου.

"Καλή λασιά τον Αύγουστο και γέννα το Γενάρη" (παροιμία για τα αιγοπρόβατα)

"Ίδιος ο Α.. είναι! Λες νά'ναι λασιά του;"

λατάρι που σημαίνει επιβήτορας

Δε την ξαναβάνω την αηλάδα στο ταύρο του Γιώργη, είναι μπούνης*. Θά τηνε πάω στου Βαγγέλη που 'χει, όπως έμαθα, καλό λατάρι.

*μπούνης: στείρος, ανίκανος.

Υπάρχει επίσης η επιθετική μορφή (αλλά που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό) λαστικά που σημαίνει γαμησιάτικα.

Την έβαλα και στο ταύρο του Βαγγέλη και πάλι ξεγκάστρωτη είναι. Τσάμπα τα λαστικά!

Τέλος υπάρχει το επίθετο λαμάτος (προφανώς από την ίδια ρίζα) που σημαίνει σωματώδης ρωμαλέος.

Ο γέρος ήτανε λαμάτος. Τώρα πως έβγαλε γιό μιά σταλιά, δε μπορώ να το καταλάβω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην Αγία Παρασκευή Λέσβου «χαμπαρολόγος» λέγεται ένα κοκκινωπό έντομο, αβλαβές. Θεωρείται καλός οιωνός. Πιστεύεται ότι αν το δεις στο σπίτι σου θα έχεις (καλές κατά κανόνα) ειδήσεις από ξενιτεμένο μέλος της οικογένειας.

Δες τον χαμπαρολόγο που κάθεται στο παράθυρο!!!! Θα τηλεφωνήσει ο αδερφός σου.

Hub (από GATZMAN, 02/03/09)χαμπαρολόγος ή δαμαλάκι (λέγεται και στη Χίο) (από dryhammer, 22/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τὰ ἄγρια χὸρτα ὑπῆρξαν ἀπὸ πολὺ παλιὰ βασικὸ στοιχεῖο τῆς διατροφῆς μας, ἰδιαίτερα στὶς δύσκολες ἐποχὲς. Οἱ ὀνομασίες τους εἶναι ἴδιες ἤ παραπλήσιες σὲ πολλὰ μέρη τῆς Ἑλλάδας. Στὸ λῆμμα αὐτὸ παρουσιάζονται οἱ ὀνομασίες τῶν πιὸ συνηθισμένων ἄγριων χόρτων τῆς Κύθνου ποὺ εἶναι:

ἀτσόχοι,ἀλετρίδες, γαλατσίδες, μουναρίδες, ἀλιβαρβάροι καὶ πορίχια ἤ τσιμπητά.

Κάθε συνεισφορὰ, συμπλήρωση ἤ διόρθωση εἶναι εὐπρόσδεκτη.

ἀτσόχοι ή ζοχοί

Ἐπιστημονική ὀνομασία Sonchus oleraceus (Σόγχος ὁ λαχανώδης) ἐδῶ

ἀλετρίδα ἤ ἀλεντρίδα

Ἐπιστημονική ὀνομασία Ηymenonema graecum. Τὸ ἀγαπημένο χόρτο καὶ τῶν Συριανῶν ἐδῶ

Γαλατσίδα

Ἐπιστημονικὴ ὀνομασία Reichardia picroides ἐδῶ

μουναρίδα

Ἐπιστημονικὴ ὀνομασία Hypochoeris achyrophorus ἐδῶ

ἀλιβάρβαροι

Ἐπιστημονικὴ ὀνομασία Centaurea raphanina sbsp mixta. ἐδῶ

πορίχια (βροῦβες) ἤ τσιμπητὰ (sinapis nigra)

Βροῦβες, πορίχια, τσιμπητὰ: Ὑπάρχουν ἀρκετὰ χόρτα ποὺ ὀνομάζουμε «βροῦβες» καὶ ποὺ ἀνήκουν στὰ γένη Sinapis (σινάπι), Sisymbrium (σισύμβριo) καὶ Erysimum (ἐρύσιμο). Ὀνομάζονται πορίχια τὸ φθινὸπωρο καὶ τὸ χειμώνα πρὶν "ξεβλαστήσουν" καὶ τσιμπητὰ ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ κόβονται, σὰν νὰ τσιμπᾶμε τοὺς πολὺ τρυφεροὺς βλαστοὺς, ποὺ βλασταίνουν τὴν ἄνοιξη. ἐδῶ.

Πῆα στὴ νοτινὴ μας κι ἔβγαλα χὸρτα. Εἶχε ἀπ' οὗλα: Ἀτσόχους,ἀλετρίδες, γαλατσίδες, μουναρίδες, ἀλιβαρβάρους καὶ πορίχια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίτηδες, σκοπίμως. Από το ταυτόσημο (και πολύσημο) τουρκ. mahsus.

Το βρίσκω στη ντοπιολαλιά της Λέσβου, και μάλλον παίζει / έπαιζε και Βόρεια Ελλάδα, αν κρίνουμε από την καταγωγή του συγγραφέα του β' παραδείγματος. Ενστικτωδώς μου κάνει κάτι αποχρώσεις παλιομοδίτικης, κλασικής αστικής αργκό. Σαν το ταραφιντάν που είχα γράψει παλιότερα. Ας πει όποιος ξέρει.

«Βρε…το ʹκανα…επίτηδες… (…)»
«Βρε, τι επίτηδες και μάξους ! Δε σε βλέπαμε που ξεφύσαγες ίδιο παπόρι της στεριάς ;» «Μαξούς» σημαίνει «επίτηδες», όπως λέει κι εδώ.

Από διαδικτυακή συζήτηση.

Σήκωσα το σάκο με το 'να χέρι, τον πέταξα στην προκυμαία κι ύστερα μ' ένα λεβέντικο σάλτο βρέθηκα κι εγώ πάνω στο τσιμέντο. 'Ημουν πιά στη φυλακή! Σήκωσα τα μανίκια μου, έτσι μαξούζ, για να φαίνεται το τατουάζ που είχα στον αριστερό μου βραχίονα κι ύστερα με μιά κίνηση χαμάλη ή μπετατζή ή φορτοεκφορτωτή, ανθρώπου σκληρού δηλαδή και μαθημένου, άρπαξα το σάκο, το φόρτωσα στον ώμο μου και προχώρησα προς την έξοδο του λιμανιού όπου ήταν και η πρώτη σκοπιά.

Γιώργος Κάτος «Τα καλά παιδιά» (εκδ. Καστανιώτης 1992, α' έκδοση 1980).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ληστοπειρατές στην ντοπιολαλιά της Κύθνου προπολεμικά. Τη λέξη την έχω ακούσει από τον παππού μου τον καπτα-Μήτσο και από άλλους παλιούς θαλασσινούς. Είναι πιθανό να την χρησιμοποιούσαν και σ'άλλα νησιά.

Το πρώτο μισό του περασμένου αιώνα, εξ αιτίας των συνεχών αλλαγών και ανακατατάξεων (Βαλκανικοί Πόλεμοι, Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, Μικρασιατική Καταστροφή, Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, Εμφύλιος), στο χώρο Αιγαίου επικρατούσε καθεστώς "ανομίας". Το πιο συνηθισμένο φαινόμενο ήταν το λαθρεμπόριο ειδών που είχαν υψηλή φορολογία ή εισαγωγικούς δασμούς (προϊόντα καπνού, σπίρτα, οινοπνευματώδη, αλλά και απλά αγροτικά προϊόντα, όπου υπήρχε έλλειψη, όπως το αλεύρι στη Λήμνο κατά τη διάρκεια των συμμαχικών επιχειρήσεων στα Δαρδανέλια). Το λαθρεμπόριο αυτό το έκαναν οι περίφημοι κοντραμπατζήδες.

Παράλληλα αναπτύχθηκε και ένα άλλο είδος παράνομης συμπεριφοράς, πιο βίαιο και ληστρικό και δίχως "κώδικες τιμής": η ληστοπειρατεία. Οι ληστοπειρατές αυτοί (ληστοπεράτες κατά την ντοπιολαλιά) προέρχονταν από τα πιό φτωχά και εξαθλιωμένα στρώματα και των δυό πλευρών του Αιγαίου (χριστιανικά και μουσουλμανικά). Δεν δίσταζαν να σκοτώσουν, χωρίς να κάνουν διάκριση σε θρησκεία ή εθνικότητα, για ευτελή λεία πολλές φορές. Οι κοντραμπατζήδες τους αντιμετώπιζαν με περιφρόνηση και συχνά συγκρούονταν μαζί τους.

Μακριά από δαύτους! Ολάκερο το σόι ληστοπεράτες. Έχουνε σφάξει κόσμο και ντουνιά. Τζατζάδες!

Τζατζάδες: Ληστές. Ο χαρακτηρισμός αυτός προέρχεται από το διαβόητο λήσταρχο Μήτρο Τζατζά, που έδρασε στη Θεσσαλία, στην Ήπειρο και στην Μακεδονία την περίοδο του Μεσοπολέμου. Ήταν ιδιαίτερα γνωστός για την απαγωγή του γερουσιαστή Σωτηρίου Χατζηγάκη το 1929 στη Θεσσαλία. Η φήμη του είχε φτάσει ακόμα και στα απομονωμένα νησιά της άγονης γραμμής και τ' όνομά του είχε γίνει συνώνυμο του "κακούργος".

Δεν πρέπει να συγχέεται με τους Γιαγάδες ή Γιαγάδες όπως έγιναν γνωστοί την ίδια εποχή περίπου.

" Πρωταγωνιστές στη σαμιακή επανάσταση του 1912 εναντίον των Τούρκων που οδήγησε στην απελευθέρωση του νησιού και στην ένωσή του με την Ελλάδα, τ' αδέλφια Γιαγά από τον Μαραθόκαμπο ήρθαν αργότερα σε σύγκρουση με τον πρωθυπουργό Θεμιστοκλή Σοφούλη και την τοπική διοίκηση, σύγκρουση που οδήγησε σε φυλακίσεις, εκτελέσεις συγγενών τους, ώς και αυτονομιστικά κινήματα!

Παρ' όλο που οι αδελφοί Γιαγά επικηρύχθηκαν και καταδιώχθηκαν ως ληστές, ούτε ληστείες διέπραξαν ούτε απαγωγές για λύτρα, όπως συνηθιζόταν από τον τότε ληστρικό κόσμο. Ενεργούσαν «ως ηγέτες που συμμετέχουν στο παιχνίδι της εξουσίας», σημειώνει ο Ντίνος Κόγιας, έχοντας εξασφαλίσει «μια μορφή κοινωνικής νομιμοποίησης». Η ένοπλη δράση τους, που συντάραξε τη Σάμο μεταξύ 1914 και 1927 απασχολώντας επανειλημμένα τις αρχές και τον τύπο, παρέπεμπε σε μια μορφή «παραδοσιακής ανταρσίας απέναντι στην καταπίεση και τις παρεκτροπές της κεντρικής εξουσίας." Από εδώ.

Ο Κώστας Ρούκουνας (σαμιώτης γαρ) είχε γράψει τραγούδι και γι' αυτούς!

Οι Γιαγιάδες

Αλλά όπως φαίνεται το κίνημα είχε απήχηση και στην ηπειρωτική Ελλάδα. Εδώ ακούμε ένα "κλέφτικο" από την Τασία Βέρρα, που περιγράφει το θάνατο ενός από τους Γιαγιάδες από προδοσία του κουμπάρου του. Κι αυτό το τραγούδι είναι του Κώστα Ρούκουνα (στίχοι και μουσική).

Στης Σάμος τα ψηλά βουνά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δέσιμο του μπροστινού ποδιού ενός βοοειδούς (συνήθως ταύρου) μ' ένα κοντό σκοινί, του οποίου η άλλη άκρη δένεται στα κέρατά του ζώου. Με το δέσιμο αυτό, το ζώο μπορεί μεν να περπατήσει αργά, αλλά δεν μπορεί να τρέξει και το κυριότερο να "κουτουλήσει". Χρησιμοποιείται σε άγρια και επιθετικά ζώα. Η λέξη υπάρχει στη ντοπιολαλιά της Κύθνου. Με μια ματιά, δεν την βρήκα στο γούγλη. Αν χρησιμοποιείται κι αλλού, κάθε συνεισφορά ευπρόσδεκτη. Ετυμολογία προφανής : πους (πόδι) + κέρας (κέρατο).

Ρήμα: Ποδοκερίζω

Άτιμο ζωντανό αυτός ο ταύρος! Ποδοκερισμένο τον είχα κι είδα κι έπαθα να τονε βγάλω απο το ντάμι!*

*ντάμι: σταύλος (από το τουρκικό dam: δώμα, σταύλος (εδώ). [δώμα-dam, σαν αντιδάνειο μου "μυρίζει". Τι λένε οι πιό ειδικοί;]

Για τα αιγοπρόβατα χρησιμοποιούν την παστούρα: ένα σκοινί μικρού μήκους, που δένουν τα δυό πόδια του ζώου μαζί (μπροστινό-πισινό), έτσι που το ζώο να μπορεί να περπατήσει, αλλά να μήν μπορεί να τρέξει και κυρίως να πηδήξει πάνω από τους μαντρότοιχους.

Συνώνυμα: πέδικλο, πεδούκλι, πεδούκλα

Ετυμολογία από το λατινικό pastor: ποιμήν, βοσκός.

Αυτός ο τράος, ο μουσκούρης, διάολος σκέτος. Ούτε παστούρα λοαριάζει, ούτε τίοτα! Σάρταρε το τοίχο, ίσαμ'ένα μπόι, μπήκε στο χωράφι του γείτονα και τού'λασε τσι ζίκες.

μουσκούρης: ξανθοκόκκινος στη ντοπιολαλιά της Κύθνου.

ζίκα: η κατσίκα στη ντοπιολαλιά της Κύθνου.

Χαρακτηριστική είναι η "εξαφάνιση" κάποιων συμφώνων ανάμεσα σε φωνήεντα, όπως διάολος (λέγεται και σε πολλά άλλα μέρη), αλλά και λοαριάζει (λογαριάζει), τίοτα (τίποτα)

Ρήμα: παστουρώνω (μτχ. παστουρωμένος, αντιθ. ξεπαστούρωτος)

Το ξεπαστούρωτος χρησιμοποιείται μεταφορικά και για ανθρώπους που δεν ανέχονται δεσμεύσεις, που έχουν "ξεφύγει".

Ο Γιώργης; Δε βρίσκεις άκρια με δαύτονε! Ξεπαστούρωτος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το πρωτοχρονιάτικο δώρο, ο μπουναμάς, που δίνουν οι νονοί στά βαφτιστήρια, σύμφωνα με τη ντοπιολαλιά της Κύθνου.

Ετυμολογία από το λατινικό strena (στα λατινικά σημαίνει αίσιος οιωνός, αλλά και δώρο της πρωτοχρονιάς, ή «επινομίς» όπως το έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες -κοινώς μπουναμάς). Η ονομασία στρίνα διασώθηκε μέχρι σήμερα κατά τόπους, όπως στη Σύμη, μπουλιστρίνα, (από το «καλή strena», bona strena), στη Νίσυρο, μπουλουστρίνα και στην Κύπρο πουλουστρίνα από εδώ. Τη λέξη τη βρίσκουμε και στην Κέρκυρα εδώ.

Μη κανονίσεις τίποτα γι' αύριο. Θα πάμε τη στρίνα στη φιλιότσα μου.

Το ρήμα είναι στρινιάζω, αλλά δεν πολυχρησιμοποιείται, γιατί έχει αποκτήσει και δεύτερη σημασία (μεταφορική), που σημαίνει «δέρνω, ξυλοφορτώνω».

Πήε να μου κάνει το καμπόσο και τόνε στρίνιασα.

φιλιότσος

Ο φιλιότσος/-α, από την ιταλική λέξη figlio και το υποκοριστικό της, figliozzo, είναι το βαφτιστήρι, ο αναδεξιμιός/-ά.

Θα κάνω κέφι όσο μπορώ
κουράγιο άλλο τόσο
για του φιλιότσου μου το γιό
του γιού μου το φιλιότσο.

Το παραπάνω τετράστιχο είναι από τα «παινέματα» που τραγουδούν στα γλέντια, μετά τα βαφτίσια. Τα περισσότερα είναι αυτοσχέδια και φτιάχνονται πάνω στο κέφι της στιγμής. Το παραπάνω δείχνει πως οι κουμπαριές περνούσαν από πατέρα σε γιό.

σύδεκνος

Το (γλωσσικά) περίεργο είναι ότι, ενώ όλοι οι παραπάνω όροι, που σχετίζονται με την «αναδοχή», έχουν ιταλική προέλευση, για τον «ανάδοχο» χρησιμοποιείται η ελληνική (ελαφρώς παρεφθαρμένη) σύδεκνος/συδέκνισσα (από το ευρύτατα διαδεδομένο σύντεκνος) και όχι το κουμπάρος που χρησιμοποιείται μόνο για το γάμο.

Ήτανε ούλοι εκεί: Ο κουμπάρος ο Γιάννης με την κουμπάρα τη Φρόσω, ο σύδεκνος ο Πιπέρης με τη συδέκνισσα την Ανεζιώ και η συδέκνισσά μου η Αννουσιώ, η χήρα. Μονάχη η καημένη.

Το όνομα Πιπέρης (αρκετά συνηθισμένο στο νησί) πιθανώς προέρχεται από τα ιταλικά και συγκεκριμένα από το υποκοριστικό Pipo του Filippo (Φίλιππος). Το Ανεζιώ προέρχεται από το επίσης ιταλικό Agnese (Αγνή), ενώ το Αννουσιώ από το Άννα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηριστική έκφραση της Κύθνου που σημαίνει στην κυριολεξία:

του λαγού (λέει) φεύγα και του σκύλου (λέει) πιάστονε.

Η έκθλιψη ενός συμφώνου μεταξύ δύο φωνηέντων είναι αρκετά συχνή στη ντοπιολαλιά της Κύθνου. Ευπρόσδεκτες τυχόν σχετικές πληροφορίες από τους επαΐοντες.

Η έκφραση αναφέρεται σε διπρόσωπους ανθρώπους που είναι και με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ.

Μη του δώνεις σημασία. Άμα είσαστε μαζί βρίζει τσ' άλλους, άμα είναι με τσ' άλλους βρίζει εσένανε. Του λαού φεύγα και του σκύλου πιάστονε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελαφριά ανεμοριπή, που κάνει τη θάλασσα να ρυτιδιάζει. Την χρησιμοποιούν οι ναυτικοί και οι ψαράδες της Κύθνου. Πιστεύω πως πρέπει να χρησιμοποιείται και αλλού. (Τι λέει ο dry hammer επ' αυτού;) Πιθανή ετυμολογία από το τουρκικό ilkbahar που σημαίνει άνοιξη. (Υπάρχει και το, επίσης τουρκικό, bahriye που σημαίνει ναυτικό(ς), αλλά δεν το θεωρώ πιθανόν. Τι λένε οι τουρκομαθείς επ' αυτού;)

- Βλέπω τη θάλασσα να ρυτιδιάζει. Λες να πετάξει κανέναν αέρα;
- Δεν έχει ανάγκη! Μπαχαρίες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified