Παλαιά έκφρασις, (μάλλον ακόμα εν ισχύι), που σημαίνει σπαταλώ μανιωδώς (δηλ. μαλακωδώς) το υστέρημά μου στα μηχανάκια (βλ. Μένης Κουμανταρέας) / φλιπεράκια / ούφο (βλ. και «ουφάδικο») / μπιμπλίκια (ηχοποίητον) / φρουτάκια (ενήλικος τηλε-αυνανισμός δίκην τζόγου βλ. γνωστόν σκάνδαλον με πατρινόν πασόκον βουλευτήν) κ.ά.

Το ρήμα «ταΐζω», προκειμένου δια χρηματοδότησιν-θρέψιν της χίμαιρας του τζόγου δεν είναι άγνωστον και εις έτερα τυχηρά παίγνια (π.χ. οι αλογομούρηδες λένε: «Πάμε να ταΐσουμε τ' αλόγατα» βλ. και Κ. Μπουγάς «Το άλογο το φαβορί»), ενώ παλαιά εις το μπαρμπούτι, οι κουμαρτζήδες έλεγον «πάμε να τον χώσουμε» = ν' ακουμπήσουμε / στάξουμε / πέσουμε το παραδάκι).

Εις τα συνοικιακά μπιλιαρδάδικα / φλιπεράδικα και λοιπά κρίμα-κι-άδικα (προ ίντερνετ και πλέι-στέισον), όπου η πάλαι ποτέ μητρική ιαχή «Τάκηηηηηη! Μακριά απ' τον κηπουρόοοοο!», απηχούσεν αλήστου μνήμης εποχάς ανησυχίας περί του ανιούλου απηθυσμένου, δεδομένου ότι οι μετ' εφήβων συγχρωτιζόμενοι επαγγελματίαι (π.χ. ψιλικατζείς, πλανόδιοι πωληταί ερίου γραίας, κηπουροί, καραγκιοζοπαίκται, στραγαλάδαι, επιδιορθωταί ποδηλάτων κλπ), αρέσκοντο εις την λακέρδαν και οι πιτσιρίκοι έβγαιναν με τον κώλο φινιστρίνι, συνηγελάζοντο λαϊκοί νεανίαι, οίτινες σκορπούσανε το πενιχρόν χαρτζηλίκι των στα μηχανήματα του διαόλου, ίνα ξεκαβλώσωσιν, ελλείψει ετέρων ενδιαφερόντων (π.χ. ποιος έγραφε τον γιο του ωδείον; = Τί; Πούστης θα γίνει;) ή γκόμινας (για να γαμήσεις έπρεπε να πας στα μπουρδέλα ή να παντρευτείς)...

Εις τον αυτόν χώρον, ενδημούσεν υπό τα αδιάφορα όμματα των κερδοσκόπων τέως καφετζήδων, κάθε καρυδιάς δικοτυλήδονον: Παπατζήδες, μικροκλέφτες, πρεζάκηδες, χασικλήδες, βαραόντα, όλα τα μαχαιρώνω, λόμπες, άνεργοι, αργόσχολοι, μπανιστηριτζήδες, βαπόρια και άλλαι συμπαθείς κοινωνικαί τάξεις, ώστε άν το μειράκιον εξέμενε από ψιλή και είχεν αποκτήσει την έξιν του παιγνίου, δεν είχε παρά να διαλέξη...

Ούτω πως, μεταξύ άλλων αγορίστικων συγκριτικών διακριτικών ισχύος, προσετέθη (ήδη από της πουτάνας δεκαετίας του '50) και η ικανότης τερματίσεως-μηδενισμού του φλιπερακίου, με τον ολιγώτερον κατά τον δυνατόν οβολόν.

Άλλωστε, η ποικιλία και η εναλλαγή των εικόνων και των άθλων που καλείτο να καταγάγη ο παίκτης εις έκαστον επίπεδον («πίσταν»), εξήπτεν την φαντασίαν των παρισταμένων και συνεπώς, ο δυνατός παίκτης ήτο εκείνος «που τους πήγαινε μακρύτερα»...

Μάλιστα, παλαιά ηδύνατο ο τερματίσας το παίγνιον να ξαναπαίξη αυτομάτως από την αρχήν δίχως αντίτιμον ή προσφυγήν εις τα μεγάλα μέσα: Π.χ. Στράβωμα κέρματος ή Ρίψιν του αυτού νομίσματος δεμένου με πετονιά ώστε να ξανατραβιέται επ' άπειρον ή ακόμα και (από τους τολμηρότερους) αναποδογύρισμα του μηχανήματος προς άγραν ψιλών(!)

Τότε, παρενέβαινε αντίζηλος τις, (ιδίως οσάκις παρίσταντο έκθαμβαι κορασίδες αμφιβόλων ηθικών φραγμών), ίνα μετριάση τον θρίαμβον του ικανού παίκτου και έλεγεν δηλητηριωδώς: «Το 'χεις ταΐσει καλά βλέπω!» ήτοι, έχεις σπαταλήσει μια περιουσίαν, ώστε να δύνασαι να γνωρίζης όλα τα κόλπα του συγκεκριμένου παιγνίου και να φθάνεις αλωβήτως εις το τέλος = Δεν είσαι μάγκας, αλλά τα χώνεις γερά... Δηλαδή, ακόμη και το άψυχον τηλε-παίγνιον είχε κοινωνικόν τινά χαρακτήρα, αφού παρίσταντο κι άλλοι και συμμετείχον παντοιοτρόπως εις αυτό, πλησίον του παίκτου ιστάμενοι, ενώ σήμερον προτιμάται η κατά μόνας αποβλάκωσις ανηλίκων τε και ενηλίκων(!)

Αλλά ήδη το νοσταλγικόν «μάμε» (Multiple Arcade Machine Emulator) σηματοδοτεί ότι η ανωτέρω εποχή μας έχει αφήσει γεια, βγάζοντας την γλώσσαν τρόπον τινά εις τους παλαιοτέρους με το ηχητικόν σήμα των (δωρεάν πλέον) credit, ωσάν να πίπτωσιν αι μετρημέναι δραχμαί μας...

Μαλάκα, μου 'δωσε κανονάκι! Τελευταία πίστα και το μηδενίζω!
— Εμ, αφού κάθε μέρα εδώ είσαι! Το 'χεις ταΐσει το μηχάνημα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Κόλπο», δόλιο τέχνασμα, τερτίπι, βρομοδουλειά, κατεργαριά, απατεωνιά, μπαμπεσιά, μπαγαποντιά, παπατζιλίκι, παραπλάνηση, εξαπάτηση, ανέντιμη ή παράνομη δραστηριότητα για προσπορισμό κέρδους, αισχροκέρδεια, «εκμετάλλευση», νοθεία, «μαγείρεμα» με την κακή την έννοια (λογαριασμών, αποτελεσμάτων κ.λπ.), «μηχανή».

(Bαθιά ανάσα - συνεχίζουμε:).

Αναφέρεται κυρίως σε οικονομικές δραστηριότητες, παίζει όμως και σε ποδοσφαιρικά γήπεδα με την μορφή του τεχνάσματος παραπλάνησης του αντιπάλου και του διαιτητή ενδεχομένως, αν είναι πολύ πετυχημένη (π.χ. πάει ο άλλος να βαρέσει το φάουλ και πηδάει πάνω από την μπαλίτσα χωρίς να την αγγίξει και σκάει από το πουθενά ο δεύτερος που το βαράει κανονικά και τους αφήνει όλους κάγκελα, γιατί δεν το περιμένανε δεν τον περιμένανε α- α, γκολ).

«Κομπιναδόρος» είναι αυτός που κάνει την κομπίνα. «e-κομπίνα» είναι η κομπίνα που γίνεται με ηλεκτρονικά μέσα, μέσω διαδικτύου κ.λπ. «Κομπίνα από μέσα» (το λεγόμενον inside job) είναι μια κομπίνα με συνεργασία ανθρώπων του περιβάλλοντος του θύματος.

Ο όρος «κομπινεζόν» χλωμό να έχει ετυμολογική σχέση, αλλά πάλι δεν είναι να παίρνει και όρκο κανείς (μεταγενέστερη διόρθωση: έχει, έχει σχέση, το λέει ο χάνκυ στα σχόλια, το κομπινεζόν είναι βρακί και σουτιέν μαζί και αυτό από μόνο του είναι μια κομπίνα ως συνδυασμός). Σίγουρα έχει εννοιολογική σχέση όταν το κομπινεζόν κρύβει την κοιλάρα ή το πεσμένο βυζί εντέχνως, όσο να 'ναι είναι κι αυτό μια κομπίνα, αλλά είναι θεμιτή γιατί στον πόλεμο και στον έρωτα όλα επιτρέπονται.

Ο όρος κομπίνα εμφανίζεται και στην τέχνη, εφόσον άσμα ηρωικό και πένθιμο του Γιώργου Ζαμπέτα φέρει στίχο «Ελληνας χωρίς κομπίνα, πεθαμένος από την πείνα» κι αυτό αν το καλοσκεφτεί κανείς είναι πολύ τραγικό για την φυλή μας, αφού δείχνει πόσο κομπιναδόροι είμαστε. Και καλά να είσαι εσύ αυτό που τα τρως από τους άλλους - αν είσαι αυτός που στα τρώνε έχουμε θέμα. Έχουμε θύμα. Έχουμε πίκρα.

Από σχόλιο της ιρονίκ (16/6) εδώ:
Με την έκφραση αυτή κορόιδευε ο Κλυν αυτούς που το παίζανε ακόμα λαντέρνα φτώχεια και φιλότιμο ενώ ήταν πια μεσ' στην κομπίνα και απολαμβάνανε ακριβά υλικά αγαθά και γενικά έναν τρόπο ζωής που σαφώς δεν ανήκε στα λαϊκά πρότυπα που πρέσβευε, υποτίθεται, το πασοκ.

Από το μπλογκσυσλαγκιστή:
Αν θέλουν λιγότερη αθλιότητα στο χρηματιστήριο [...] Να βάλουν επιτέλους στην φυλακή τους υπεύθυνους της μεγάλης κομπίνας. Κι άμα δεν τους χωράνε οι φυλακές να σκοτώσουν και μερικούς από αυτούς τους ξεκωλιάρηδες.

Από το e-αρχείο της εφημερίδος:
«Το κάνουμε πάντα στην προπόνηση. Είναι κομπίνα!» έλεγε μετά το παιχνίδι ο Λουτσιάνο για να δικαιολογήσει το διαιτητή, αλλά στην ουσία προκάλεσε τη νοημοσύνη μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση από την τιμημένη εποχή που τα σημερινά σιντί ήταν μαύρα, πιο μεγάλα, φτιάχνονταν από βινύλιο και, αν έχεις το Θεό σου, δεν μπορούσες να τα κάνεις mp3 στο πισί γιατί, αν έχεις ακόμη το Θεό σου, δεν υπήρχαν πισί! Το μόνο που μπορούσες να κάνεις ήταν να τα τοποθετήσεις σε ένα «μηχάνημα» και να ακουμπήσεις πάνω τους μια βελόνα, η πρωταγωνίστρια του λήμματος, ώστε να αρχίσει να ακούγεται ανάμεσα από τα ενοχλητικά «σπασίματα» και κάποιας υποτυπώδους μορφής μουσική. Είτε το μηχάνημα λεγόταν γραμμόφωνο, είτε «πικ-άπ» (οι κεκαλάδες το ξέρουν μόνο όπως το λέγανε στο χωριό τους: τερντέιμπλ) το αποτέλεσμα ήταν διασκέδαση στο φουλ και ανοιχτά στόματα μιας και δεν πίστευαν ότι αυτό το θαύμα έπαιζε μουσική από το μηδέν και χωρίς να χρειάζεται τύπους με πεντοχίλιαρα στο κούτελο, μπροστά τους!

Αλλά, φυσικά, κάτι πήγαινε στραβά. Συνήθως η βελόνα που ακουμπούσε στο δίσκο και μετέτρεπε αυτά που ήταν γραμμένα σε ταλαντώσεις οι οποίες θα παρήγαγαν ήχο (και με κάποιες άλλες διεργασίες που μάλλον δεν θα καταλάβετε) κολλούσε σε συγκεκριμένα σημεία με αποτέλεσμα η μελωδική φωνή του/της αοιδού να επαναλαμβάνεται σε στυλ: Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες (χρουτσουμπλουτζουμπλού) -βιόλες, -βιόλες, -βιόλες κτλ.

Ωσεκτουτού, από τότε χρησιμοποιείται για οποιονδήποτε επαναλαμβάνει ό, τι κι αν λέει σε βαθμό ενοχλητικό. Η έκφραση ανήκει στην ιστορική αλλά αναντικατάστατη σλανγκ. Δεν έχει νόημα να πεις π.χ. Χάλασε το ματάκι που διαβάζει το σιντι εκτός κι αν το λες στον τεχνικό που θα στο φτιάξει.

- Άσε Μάκη, άσχημα νέα. Έμαθα ότι είσαι σχεδόν τάρανδος. Μόνο το κομμάτι κάτω από τα κέρατα σου λείπει.
- Για κάτσε ρε Λάκη, τι εννοείς;
- Εννοώ ότι το Λιτσάκι κάθε μέρα πάει μ' άλλον, μ' άλλον, μ' άλλον, μ' άλλον...
- Ε, κάτσε ρε! Τι έπαθες, κόλλησε η βελόνα;
- Όχι ρε καημένε Ρούντολφ! Απλά με τόσους πάει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω αυτό που θέλω παραβλέποντας τις γνώμες των υπολοίπων (μπαμπαδίστικη κατά κύριο λόγο έκφραση).

Η φράση χρησιμοποιείται και όταν κάποια αντικείμενα / μηχανήματα δεν λειτουργούν ως οφείλουν προσπαθώντας να μας αποδείξουν ότι διαθέτουν προσωπικότητα.

Μάνα προς το πιτσιρίκι που έχει επιστρέψει κάθιδρο από το παιχνίδι:
Σου είπα να προσέχεις να μην ιδρώσεις γιατί θα κρυώσεις αλλά εσύ κάνεις του κεφαλιού σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο Τάνταλος ήταν μυθολογικός βασιλιάς της Φρυγίας, γνωστός για την τιμωρία που του επέβαλλαν οι θεοί, τα λεγόμενα «μαρτύρια του Ταντάλου». Ο λόγος γι' αυτά ήταν η τρομακτική ασέβεια του βασιλιά με αποκορύφωμα ο κανιβαλισμός κατά τον οποίο μαγείρεψε τον γιο του, Πέλοπα (όθεν η Πελοπόννησος), και τον παρέθεσε σε γεύμα στους θεούς. (Αλλά ο Δίας ως γατόνι το κατάλαβε και μπόρεσε να τον αναστήσει κατά κάποιον τρόπο). Τα μετά θάνατον μαρτύρια του Ταντάλου ήταν τα εξής: Ζούσε σε έναν λάκο με νερό, που του έφθανε μέχρι τον λαιμό, και κάτω από κλαδιά με λιμπιστούς καρπούς, χωρίς όμως να μπορεί ούτε να φάει, όταν πεινά, ούτε να πιει όταν διψά, επειδή και οι καρποί και το νερό απομακρύνονταν/ εξαφανίζονταν, όταν προσπαθούσε να τους φτάσει. Επιπλέον, υπήρχε από πάνω του ένας μετέωρος βράχος, που τον απειλούσε διαρκώς ότι θα πέσει πάνω του, χωρίς όμως ποτέ να πέφτει. Επομένως, μαρτύρια του Ταντάλου είναι το να μην μπορεί να απολαύσει κανείς αγαθά που βρίσκονται κοντά του και που του είναι απολύτως προσιτά. Λ.χ. να βλέπει άλλους να τρώνε νόστιμα φαγητά και ο ίδιος να μην μπορεί, επειδή κάνει δίαιτα. Αντιστρόφως, να τυραννείται συνεχώς από φόβους που δεν εκπληρώνονται ποτέ. Αγγλιστί: to tantalize.

  2. Η σλανγκική τροπή: Η έκφραση μπορεί να λεχθεί για την ψευδαίσθηση εγγύτητας, που προσφέρει το Διαδίκτυο, η οποία όμως δεν είναι πραγματική εγγύτητα, αλλά όταν πας να δρέψεις έναν καρπό, από αυτούς που σου προσφέρει, αυτός εξαφανίζεται. Λ.χ. για περιπτώσεις κυβερνοσέξ, που φτιάχνεσαι, φτιάχνεσαι και στο τέλος μένεις με το πουλί στο χέρι. Για περιπτώσεις, διαδικτυακών φιλιών, που όμως μένουν μόνο στην οθόνη και δεν εκπληρώνονται ποτέ σε πραγματικές φιλίες. Και γενικότερα για ο,τιδήποτε μας το προσφέρει το Διαδίκτυο απλόχερα ως απόλαυση, αλλά μόνο στον εικονικό χώρο, όχι στον πραγματικό. Και για περιπτώσεις αντίστοιχης ήττας λ.χ. από φωτοσουπιά. Αντιστρόφως, για φόβους και πανικούς, που σπέρνονται μέσ' απ' τα μήδια, χωρίς πάλι ποτέ να μετεγγράφονται σε πραγματικότητα.

  1. - Πώς πέρασες το ΣΑΚΥ;
    - Τα μαρτύρια του Ταντάλου! Κυβερνογαμούσα ένα τρελό πιπίνι όλη μέρα, και μόλις ζήτησα να την δω από κοντά, μού 'δωσε άκυρο! Έμεινα με το πουλί στο χέρι, σου λέω!

  2. Γιώργος: Τι γίνεται ρε Μένιο με το Λίλιαν; Αληθεύει ότι θα παντρευτεί τον Πέρι; Σε ζηλεύω, πάντως, ρε πστ μου, να ζεις με τα δύο πιο ζηλευτά μουνιά της πιάτσας, Λάουρα, Λίλιαν κάτω απ' την ίδια στέγη!
    Μένιος: Μην παίζεις με την πίκρα μου! Το Λίλιαν μου κάνει τα μαρτύρια του Ταντάλου! Θέλει να είναι παρθένα για την πρώτη νύχτα του γάμου της με τον Πέρι, γιατί ήταν όρος στην διαθήκη του μακαρίτη του άντρα της κυρα-περμαθούλας να κληρονομήσει η νύφη του Πέρι τα λεφτά, μόνο αν είναι παρθένα στην πρώτη νύχτα! Έτσι πήγε κι έκανε μπαγαποντοπλαστική στον Tom Pousti και τώρα έχει αλλάξει πια ζώδιο και είναι στον Αστερισμό της Παρθένου!
    Γ.:Ασταδγιάλα! Γίνονται αυτά;
    Μ.: Ουδέν αδύνατον διά Tom Pousti! Έπαιξε σου λέω τρελή poustiά και το αποτέλεσμα είναι να μου κουνιέται όλη μέρα το Λίλιαν με τον κορδονούρη της, και να μην μπορώ να την βάλω κάτω, για να μην χαλάσω, λέει, την υμενορραφή! Σου λέω, τα μαρτύρια του Ταντάλου!
    Γ.: Και τι σκοπεύεις να κάνεις;
    Μ.: Θα πάω να βρω τον Πέρι, και θα του πω: Παντρέψου να γαμήσουμε, που λένε και στο slang.gr.

Join us again with «the Slang and the Restless»!

Βλ. και σχετικό λήμμα e-πούτσος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το Λεξικό Μπαμπινιώτη στις εκφράσεις «βγάζω στη φόρα» και «βγαίνω στην φόρα», δεν έχουμε την γνωστή φόρα, όπως στο «ήτανε και κατηφόρα, έβαλα και λίγη φόρα» της Δόμνας Σαμίου (φόρα < φορά < φέρω), αλλά πρόκειται για επιβίωση του λατινικού forum πληθ. fora, δηλαδή της αγοράς (μπορεί κι η λατινική λέξη να είναι κι αυτή βέβαια απ' το fero ή φέρω). Οπότε η σημασία της έκφρασης «βγάζω στην φόρα», σημαίνει «βγάζω στην αγορά», δηλαδή δημοσιεύω. «Παρτίδα » είναι στα εμπορεύματα το μέρος ενός συνόλου.

Οπότε νομίζω ότι, ετυμολογικώς, το «τα βγάζω όλα φόρα παρτίδα» σημαίνει «απλώνω την πραμάτεια μου σε δημόσια αγορά».

Κι έρχομαι τώρα στις σλανγκικές τροπές:
Ως «πραμάτεια» μπορεί να εννοηθούν τα οποιαδήποτε «προσόντα», οπότε αν μιλάμε για κορασίδα, τα μπαλκόνια, οι εξώστες κ.ο.κ. Δηλαδή λέγεται συχνά για κορασίδα που εκχωρεί τα περιουσιακά της στοιχεία στο Δημόσιο. Ή και για άντρα που κάνει το ίδιο, είτε από αμέλεια, είτε από φουστιά με αηδιαστικά σε κάθε περίπτωση αποτελέσματα.

Έχει όμως κρατήσει και την έννοια ότι, κοινοποιώ μυστικά χωρίς διάκριση. Εδώ η έκφραση έλαβε νέα τροπή με την άνθηση της επικοινωνίας στο ιντερνέτι στα λεγόμενα φόρα, φόρουμς ή φόρουμ (βλ. εδώ). Υπάρχουν εκεί διάφοροι αγοραίοι τύποι που επιμένουν να βγάζουν τα σώψυχα και τα σώβρακά τους στην φόρα, ή μάλλον στα φόρα, χωρίς να τους ρωτήσει κανείς. Οπότε λέμε ότι τα «βγάζουν όλα φόρα παρτίδα» με το «φόρα» να εννοεί εδώ τα φόρα του Διαδικτύου.

Έτσι βλέπουμε συχνά Αχιλλείς απ' το Κάιρο να βγαίνουν από την ντουλάπα σε φόρα του Διαδικτύου, χωρίς να τους έχει ζητήσει κανείς από τους συνομιλητές τον λόγο για το γκεϊλίκι τους. Σε ακραίες περιπτώσεις έχουν συμβεί ακόμη και αυτοκτονίες σε ζωντανό διαδικτυακό χρόνο!

- Κοίτα εκεί το πιπίνι πως τα έβγαλε όλα φόρα παρτίδα, κι έχει μείνει μόνο με τον κορδονούρη της!

- Άσε ρε, ήμουν χτες σε ένα φόρουμ κι ένας άγνωστος άρχισε να βγάζει τα σώψυχα και σώβρακά του όλα φόρα παρτίδα! Χωρίς να τον ρωτήσει κανείς!
- Και τι έλεγε, δηλαδή;
- Ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει πια σεξουαλικά, ότι αρχίζει να φοβάται μήπως είναι γκέι ή έστω στρέι...
- Έλα ρε! Έβγαινε απ' την ντουλάπα;
- Δεν ξέρω. Πάντως το απέδιδε στο ότι δεν είναι με την σωστή γυναίκα. Έχει φορτωθεί μια καυλωτική γκόμενα, αλλά του κάνει κούκου μόνο για την φίλη της!
- Σαν κάτι να μου θυμίζει αυτό! Λες να ήταν ο Μένιος;

"Φόρα παρτίδα": Not to be confused with "ήτανε και κατηφόρα, έβαλα και λίγη φόρα".  (από Hank, 12/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη γλώσσα των κόμικς χικ αποδίδεται το ηχητικό εφέ του λόξυγγα, συνήθως όταν είναι απο μεθύσι.

Από εκεί έχει διαθοθεί στον γραπτό λόγο γενικότερα, ειδικά στο ίντερνετ.

(στο τσατ)
-pou hsoun re? giati arghses na syndetheis?
-eixame paei gia clubbing.. hpiame TA xydia.. xik!
-lol

Μπουταρης (από polemarxos90, 02/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified