Ο σταυροφόρος καλικάντζαρος του διαδικτύου. (Από την νορβηγική λέξη troll = δαίμονας).

Ταλιμπανοειδούς μορφής ξωτικό που επιτίθεται -συνήθως κατά αγέλες- εναντίον ιστοσελίδων που πραγματεύονται θέματα ταμπού για την ιερή παπάτζα. Τις περισσότερες φορές χρησιμοποιεί το σπάνιο όνομα «ανώνυμος» .

Γνωρίσματα: είναι νανοειδής στην κατασκευή, απεχθάνεται τα λογικά επιχειρήματα, έχει σπυριά, μούσι (να μην πούμε τίνος φερετζές είναι αυτό) και ενίοτε παρεπιδημεί σε μοναστήρια. Ο σκοπός του δεν είναι να προσφέρει κάτι στην συζήτηση, αλλά να βανδαλίσει την ιστοσελίδα και να γαμήσει την κουβέντα.

Τρόποι αντιμετώπισης:

  1. Τα αγνοείς και κάποια στιγμή βαριούνται και φεύγουν.
  2. Τα λούζεις με χιούμορ. Είναι κάτι που απεχθάνονται και την κάνουν με γρήγορα πηδηματάκια.
  3. Τα ψεκάζεις με ένα καλό κατσαριδοκτόνο. Συνιστώνται οι μάρκες: Δαρβίνος, Ντόκινς, Μαρκήσιος Ντέ Σάντ, κλπ.

Βλέπε και τρολ

Ένας γνωστός μου ανέβασε ένα άρθρο για την περιουσία των μοναστηριών και του την πέσανε τα χριστιανοτρολάκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτίθεται πως επικοινωνεί με τον υπολογιστή του με τηλεπάθεια και πλασάρεται ως μέγας γνώστης για να εντυπωσιάσει, αλλά επί του πρακτέου είναι για τον πούτσοβιτς και γίνεται ως επί το πλείστον ρεζίλι! Ο ψευτοχάκερ δηλαδή.

- Μου είπε το μωρό να πάω να τη βοηθήσω να κάνει φορμάτ και εγκατάσταση προγραμμάτων...
- Εσένα;
- Της είπα ότι έχω μαύρη ζώνη στα κομπιούτερ ο μαλάκας. Δεν ξέρει ότι είμαι χάκσερ!
- Σωστόαστ! Πάρε καπότες φράουλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το facebook και την τουρκική κατάληξη -κλού.

Κυριολεκτικά, αυτή που ασχολείται με το facebook.

Λόγω όμως...

...η λέξη φεϊσμπουκλού αποκτά επιπλέον βάθος (όχι πολύ όμως) προσδίδοντας στο άτομο που χαρακτηρίζει αρκετά υπονοούμενα κι έτσι μπορεί να χρησιμοποιείται χαλαρά και ως πασπαρτού (χωρίς φυσικά να θέλει να πει κάτι το ιδιαίτερο).

- Είσαι μια φεϊσμπουκλού εσύ..!
(Το άκουσα ανάμεσα σε δύο κάγκουρες στα Ταμπούρια)

Θώδη στη νοηματική (από protnet, 17/09/10)(από Khan, 01/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικά «το σύστημα φάτους όλους» ή «fatousolous». Ουδεμία σχέση με την ομώνυμη εκπομπή.

Ορισμοί:

  1. Ποδόσφαιρο ή άλλα ομαδικά αθλήματα:

Το σύστημα φάτους όλους είναι το συνώνυμο με το σύστημα «πάρτε τους τα σώβρακα«. Σύνηθες σύστημα σε προπονητές υψηλού επιπέδου (βλ. Αλέφαντος). Όταν αναφέρεται στη συνολική τακτική της ομάδας, σημαίνει «πατήστε τους». Όταν χρησιμοποιείται για την αμυντική τακτική, σημαίνει «ή ο παίκτης ή η μπάλα» (κοινώς κατενάτσιο).

  1. Video games

Χαρακτηρίζονται fatousolous τα kill 'em all video / PC games, στα οποία ο παίκτης δεν σκέφτεται τίποτα, απλά εξολοθρεύει ό,τι κινείται στο τερέν, πατώντας το fire μέχρι εξαρθρώσεως του δακτύλου ή του πληκτρολογίου / χειριστηρίου.

  1. Επαγγελματική δραστηριότητα

Προσδιορίζει τον τρόπο δράσης του επαγγελματία ή της επιχείρησης, όταν οι επαγγελματικοί στόχοι επιτυγχάνονται πατώντας επί πτωμάτων.

  1. Μπείτε μέσα και παίξτε φάτους όλους. Δεν έχουνε ομάδα.

  2. Τα μπακ τα θέλω φάτους όλους. Μη δω κανέναν και φεύγει μπροστά!

  3. Ρε τι να αγοράσω για το PS3; Στρατηγικής ή fatousolous;

  4. Το doom; Κλασικό fatousolous. 3 Πληκτρολόγια έσπασα μέχρι να το τελειώσω.

  5. Ήταν φάτους όλους από την αρχή, γι' αυτό έγινε διευθύντρια σε 5 χρόνια.

  6. Ρε οι πολυεθνικές είναι φάτους όλους. Ρημάξανε την αγορά.

(από dimitriosl, 22/03/10)(από dimitriosl, 22/03/10)...honor y gloria a Pablo Garcia (από euripidisk, 22/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού «cheat»: εξαπατώ, απατώ, παραβαίνω τους κανόνες παιχνιδιού, απατεώνας.

Ανάλογα με την περίσταση λοιπόν, μπορεί να σημαίνει:

  • Πως κάτι (ή κάποιος) τα σπάει, είναι σούπερ γουάου!!, γαμάτο, και γαμώ, άπαιχτο, αμαρτία σκέτη.

  • Το κλου μιας ιστορίας, το χάιλαϊτ ενός θεάματος.

  • (Στο σύμπαν των γκέιμερ) Το σπαστήρι, το κρακ, το προγραμματάκι που χρησιμοποιεί κάποιος για να πάρει λέβελ ή να νικήσει τους αντίπαλους ιντερνετικούς συμπαίχτες ξεγελώντας το παιχνίδι με το να αποκτήσει κάποιο πλεονέκτημα που θα κάνει τη διαφορά (περισσότερα εφόδια, όπλα, ζωές κλπ). Συντάσσεται συχνά με τα «κάνω», «μπαίνει», «βάζω».
    Σ’ αυτό το σύμπαν, χρησιμοποιείται και σαν πρώτο συνθετικό σε σχεδόν οτιδήποτε μπορεί να εκτελέσει την απατεωνιά.

  • Σε διαλέκτους (π.χ. Ποντιακά, Πλωμαριανά), χρησιμοποιείται με την ίδια ακριβώς έννοια με το καταγεγραμμένο «τσίτι»: το βαμβακερό ύφασμα με τυπωμένα εμπριμέ σχέδια (αυτό εκ του τούρκικου «çit» με περσική καταγωγή) σαν μέρος συνήθως της γυναικείας φορεσιάς.

  • Τα τσιτ-μιλ / τσιτ-μηλ (εκ του αγγλικού «cheat meal»), παίζουν πολύ μεταξύ όσων κάνουν δίαιτα ή, όπως π.χ. στα μποντιμπλιντεράδικα σινάφια, διατροφή.
    Σημαίνουν το προβλεπόμενο εκείνο γεύμα, που λαμβάνει χώρα μια στις τόσες και όπου ο εν διαίτη την καταστρατηγεί προκειμένου να μην κρασάρει ψυχολογικά και την εγκαταλείψει, τρώγοντας ό,τι απαγορευμένο ποθεί κολασμένα, σε ελεγχόμενη ποσότητα βεβαίως-βεβαίως.

  1. Kι εγώ στο save μου το 2015 είμαι, αλλά ρε φίλε ο Κυριάκος Παπαδόπουλος πολύ ΤΣΙΤ!!

  2. - Γιατί ρεε;;;; Εμένα o fierro με έχει κάνει πολύ δουλειά.
    - Κι εμένα ο Sanogo!!!!!!! Σεντερφοράρα!!!!!!!!
    - Εννοείται για αυτό έγραψα ότι είναι τσιτ.

  3. …Tο λεγόμενο τσιτοσούτ, που να δεις τα knuckle εν κινήσει που είναι επίσημα δεν είναι τσιτ, τις ακυρωμένες ντρίπλες που και αυτό θέλει να είσαι γρήγορος και να έχεις βάλει αυτόματη άμυνα, αλλά και το απίστευτο το τσιτοφουλ που η μπάλα λόγω glitch είχε προωθηθεί (στο online δεν γίνεται και στο offline θέλει άπειρη προσπάθεια) ...ρε σου λέω ξέρω τι παίζω γι αυτό είχα ξενερώσει το καλοκαίρι με το προ και το έβριζα, απλά δεν μπορώ να μου βρίζουν το προ και να λέμε το φίφα ότι δεν έχει προβλήματα ...εκεί σπάζομαι φέτος το φίφα πέρα από τα αρνητικά που γράφω (κυρίως για να τα προσέξετε οι fan) εμένα μου άρεσε αρκετά δλδ αν δεν ήταν τόσο φτιαγμένο το προ, φίφα θα έπαιρνα χαλαρά.
    …..
    ΥΓ3. Το τσιτοσούτ το 'ξέραν όλοι οι έλληνες. Οι ξένοι επειδή έπαιζα online μένανε βλάκες.

  4. Οι πλούσιοι και οι άρχοντες φορούσαν ακόμα ποτούρ από σαγιάκι (αμπάν) και τσόχα από το ίδιο ύφασμα, σκέπαζαν δε το κεφάλι τους με κουκούλα από δέρμα αρνιού και αργότερα φέσι, που το περιτύλιγαν με μαύρο τσίτι.
    Πολύ απλή ήταν και η φορεσιά των γυναικών αποτελείτο από ζουπούναν, τσόχαν , σπαλέρ και τσιτ.

  5. - Κατερίνα έχουν πει οι κοπέλες πως η σφολιάτα ανεξαρτήτως υλικών έχει 1 μονάδα τα 3 κομμάτια.
    - Με ποια λογική; Δεν κοιτάμε τα συστατικά για να μετρήσουμε μονάδες; Εγώ αυτές τις συνταγές με σφολιάτα τις βρίσκω κοροϊδία. Καλυτέρα φάε ένα κανονικό γλυκό και πες ότι έκανες ένα τσιτ μιλ, όχι να θεωρείς ότι είναι σωστό κομμάτι υγιεινής διατροφής. Γνώμη μου.

στο 14:12\' (από sstteffannoss, 19/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τρολ, τρόλι

Έτσι λέγεται στη διαδικτυακή αργκό ο χρήστης του ίντερνετ με διάφορα απωθημένα, ο οποίος κάτω από το πέπλο της ανωνυμίας μπαίνει σε forums, chat rooms ή blogs και γράφει άσχετα ή επιθετικά σχόλια με σκοπό να διαταράξει τη συζήτηση.

Ο όρος troll μάλλον προήλθε από την έκφραση trolling for suckers (= ρίχνω δόλωμα για να πιάσω κορόιδα), όπου trolling είναι μια μέθοδος ψαρέματος με πολλαπλά δολώματα από κινούμενο σκάφος. Πέρα από αυτό όμως, troll είναι και ένα κακόβουλο τέρας της σκανδιναβικής μυθολογίας, οπότε ήρθε κι έδεσε.

- Τι γίνεται ρε Γιώργο; Όλο ξενέρωτα θέματα βάζεις στο blog σου τώρα τελευταία...
- Άσε με ρε, κάθε φορά που βάζω τίποτα «εθνικά ευαίσθητο», μου την πέφτουνε τα τρολ εθνίκια... Βαρέθηκα το ίδιο βιολί όλη την ώρα!

βλ. και τρολιά, τρολάρω, τρολιάζω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καμένος μικρομπλογοτέχνης που ξημεροβραδιάζεται με το εξυπνόφωνο ανά χείρας τουιτάροντας δίχως αύριο. Πρόκειται για πρόσφατο φαινόμουνο, καθώς το πρώτο κελάηδισμα έβερ τοιουτίστηκε το 2006 εν είδει σουμουσού. Έκτοτε οι τουιτεράδες αυξήθηκαν και πλήθυναν εκθετικά και πλέον ευθύνονται για το τιττύβισμα και το τιττιττύβισμα (re-tweet) εκατομμυρίων πληροφοριώνε και παραπληροφοριώνε σε όλο τον γλόμπο σε πραγματικό χρόνο. Πέραν της ψώρας που τα διακρίνει, τα τσίου έχουν εξελιχθεί σε σημαντικό εργαλείο μάρκετινγκ, προπαγάνδας, δημοσίων σχέσεων αλλά και κοινωνικών εξεγέρσεων (βλ. αγανακτίστας, αραβικές ανοίξεις, Ιράν, Κίνα και δεν συμμαζεύεται).

Οι τουιτεράδες βρίσκονται στην μπούκα όχι μόνο απολυταρχικών καθεστώτων (π.χ. το 2010 η κινεζούλα τουιτερού Cheng Jianping καταδικάστηκε σε καταναγκαστικά έργα για κάποιο ατυχές της κρα) αλλά και δυτικοευρωπαϊκών τοιούτων (το 2011 ο David Cameron ως νέος Δημήτρης Μαρούδας απείλησε να μπλοκάρει το τιτιβιστήριο κατά την διάρκεια ταραχώνε).

Α, ας προβώ και στο αναμενόμενο νεοφιλελέ τσίγκλισμά μου (όχι Βράστα, μηηηηη!!!): η εταιρεία Twitter έχει περίπου 2.256 λιγότερους υπαλλήλους από την παλιά ΕΡΤ· #diedwste.

1. Κατηγορία απόλυτο αρσενικό, άντρας μετροσέξουαλ, γιάπης της κακιάς ώρας, Χρυσαυγίτης περιωπής, ψυχωτικός επαναστάτης, κομπλεξικός τουιτεράς, οι γελοίοι βρίσκονται λίγο-πολύ παντού και μουγκρίζουν περηφάνια. Η ποίηση είναι για τις αδερφές και η λογοτεχνία για τους φλώρους. Μην εμπιστεύεστε τις λέξεις. Δεν σημαίνουν.

2. Όταν ένας τουιτεράς φιλοσοφεί, το άγαλμα του Αριστοτέλη παραγγέλνει φρέντο με μαύρη ζάχαρη και ανοίγει το φβ για να παίξει κάντι κρας.

3. Φανατικός «τουιτεράς» ο 19χρονος τρομοκράτης

4. Σημερα έφυγε ένας φίλος τουιτερας, μια αγνη ψυχη..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υψηλόβαθμο τραπεζικό στέλεχος.

(Φρεσκότατο)

Ενας 43χρονος τορναδόρος από την Κρήτη εμφανίζεται ως ο αποστολέας - με τα αρχικά Γ. Β. - των ηλεκτρονικών κειμένων που έγραφαν για χρεoκοπία της χώρας και που προκάλεσαν την έντονη αντιπαράθεση ΠΑΣΟΚ-ΝΔ. Ο εμφανιζόμενος σαν στέλεχος μεγάλης τράπεζας, με «εσωτερική πληροφόρηση» για την οικονομική κατάσταση της χώρας, φαίνεται ότι ήταν τελικώς χειριστής... τόρνου! (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αισιόδοξος για τις δυνατότητες της τεχνολογίας, ο τεχνο-οπτιμιστής, αγγλιστί techno-optimist.

Ο Hoffman, που αυτοαποκαλείται «τεχνο-αισιόδοξος», παρομοίασε την ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης με εκείνη των αυτοκινήτων. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Σύνθετη έννοια,από την αγγλική λέξη spammer και το σπαστικός. Περιγράφει αψεγάδιαστα το ενοχλητικό σκουπίδι του διαδικτύου, περσόνα που προκαλεί την έκρηξη των γεννητικών οργάνων άλλων χρηστών του internet και γίνεται συχνά πυκνά αντικείμενο χλευασμού για το λόγο αυτό.

Συνώνυμα: σπασαρχίδιο (δικτύου), και ντέφια

- Γεια, είμαι ο Στέφανος! Γράψου στο blog μου αν θέλεις, παίξε και το παιχνίδι μου!
- Τι είναι αυτός ο σπαμστικός ρε μαλάκα, σε λίγο θα ζητάει και πίπες...

βλ. και σπαμαρχίδας, Spamστικός, σπαμεράς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified