Further tags

Εκ του αγγλικού «cheat»: εξαπατώ, απατώ, παραβαίνω τους κανόνες παιχνιδιού, απατεώνας.

Ανάλογα με την περίσταση λοιπόν, μπορεί να σημαίνει:

  • Πως κάτι (ή κάποιος) τα σπάει, είναι σούπερ γουάου!!, γαμάτο, και γαμώ, άπαιχτο, αμαρτία σκέτη.

  • Το κλου μιας ιστορίας, το χάιλαϊτ ενός θεάματος.

  • (Στο σύμπαν των γκέιμερ) Το σπαστήρι, το κρακ, το προγραμματάκι που χρησιμοποιεί κάποιος για να πάρει λέβελ ή να νικήσει τους αντίπαλους ιντερνετικούς συμπαίχτες ξεγελώντας το παιχνίδι με το να αποκτήσει κάποιο πλεονέκτημα που θα κάνει τη διαφορά (περισσότερα εφόδια, όπλα, ζωές κλπ). Συντάσσεται συχνά με τα «κάνω», «μπαίνει», «βάζω».
    Σ’ αυτό το σύμπαν, χρησιμοποιείται και σαν πρώτο συνθετικό σε σχεδόν οτιδήποτε μπορεί να εκτελέσει την απατεωνιά.

  • Σε διαλέκτους (π.χ. Ποντιακά, Πλωμαριανά), χρησιμοποιείται με την ίδια ακριβώς έννοια με το καταγεγραμμένο «τσίτι»: το βαμβακερό ύφασμα με τυπωμένα εμπριμέ σχέδια (αυτό εκ του τούρκικου «çit» με περσική καταγωγή) σαν μέρος συνήθως της γυναικείας φορεσιάς.

  • Τα τσιτ-μιλ / τσιτ-μηλ (εκ του αγγλικού «cheat meal»), παίζουν πολύ μεταξύ όσων κάνουν δίαιτα ή, όπως π.χ. στα μποντιμπλιντεράδικα σινάφια, διατροφή.
    Σημαίνουν το προβλεπόμενο εκείνο γεύμα, που λαμβάνει χώρα μια στις τόσες και όπου ο εν διαίτη την καταστρατηγεί προκειμένου να μην κρασάρει ψυχολογικά και την εγκαταλείψει, τρώγοντας ό,τι απαγορευμένο ποθεί κολασμένα, σε ελεγχόμενη ποσότητα βεβαίως-βεβαίως.

  1. Kι εγώ στο save μου το 2015 είμαι, αλλά ρε φίλε ο Κυριάκος Παπαδόπουλος πολύ ΤΣΙΤ!!

  2. - Γιατί ρεε;;;; Εμένα o fierro με έχει κάνει πολύ δουλειά.
    - Κι εμένα ο Sanogo!!!!!!! Σεντερφοράρα!!!!!!!!
    - Εννοείται για αυτό έγραψα ότι είναι τσιτ.

  3. …Tο λεγόμενο τσιτοσούτ, που να δεις τα knuckle εν κινήσει που είναι επίσημα δεν είναι τσιτ, τις ακυρωμένες ντρίπλες που και αυτό θέλει να είσαι γρήγορος και να έχεις βάλει αυτόματη άμυνα, αλλά και το απίστευτο το τσιτοφουλ που η μπάλα λόγω glitch είχε προωθηθεί (στο online δεν γίνεται και στο offline θέλει άπειρη προσπάθεια) ...ρε σου λέω ξέρω τι παίζω γι αυτό είχα ξενερώσει το καλοκαίρι με το προ και το έβριζα, απλά δεν μπορώ να μου βρίζουν το προ και να λέμε το φίφα ότι δεν έχει προβλήματα ...εκεί σπάζομαι φέτος το φίφα πέρα από τα αρνητικά που γράφω (κυρίως για να τα προσέξετε οι fan) εμένα μου άρεσε αρκετά δλδ αν δεν ήταν τόσο φτιαγμένο το προ, φίφα θα έπαιρνα χαλαρά.
    …..
    ΥΓ3. Το τσιτοσούτ το 'ξέραν όλοι οι έλληνες. Οι ξένοι επειδή έπαιζα online μένανε βλάκες.

  4. Οι πλούσιοι και οι άρχοντες φορούσαν ακόμα ποτούρ από σαγιάκι (αμπάν) και τσόχα από το ίδιο ύφασμα, σκέπαζαν δε το κεφάλι τους με κουκούλα από δέρμα αρνιού και αργότερα φέσι, που το περιτύλιγαν με μαύρο τσίτι.
    Πολύ απλή ήταν και η φορεσιά των γυναικών αποτελείτο από ζουπούναν, τσόχαν , σπαλέρ και τσιτ.

  5. - Κατερίνα έχουν πει οι κοπέλες πως η σφολιάτα ανεξαρτήτως υλικών έχει 1 μονάδα τα 3 κομμάτια.
    - Με ποια λογική; Δεν κοιτάμε τα συστατικά για να μετρήσουμε μονάδες; Εγώ αυτές τις συνταγές με σφολιάτα τις βρίσκω κοροϊδία. Καλυτέρα φάε ένα κανονικό γλυκό και πες ότι έκανες ένα τσιτ μιλ, όχι να θεωρείς ότι είναι σωστό κομμάτι υγιεινής διατροφής. Γνώμη μου.

στο 14:12\' (από sstteffannoss, 19/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κολλημένος με τα Μακ, αλλά συγχρόνως ψωνισμένος, υποκουλτουριάρης, με περίσσια δηθενιά, που τό' χει το εργαλείο όχι επειδή το χρειάζεται, αλλά γιατί έτσι.

- Πάλι δεν μπορείς να παίξεις;
- Ασταδγιάλα, με τις εφαρμογές για τους μακάκηδες που δεν κάνουν για τα πισιά, το κέρατό μου μέσα...

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Ο οδηγός του τρόλεϊ. Ακούγεται για ελληνικούρα, αλλά και οι ίδιοι έτσι αυτοαποκαλούνται. (βλέπε το blogspot troleatzis). Είναι απίστευτο αλλά έχουν κάνει ιστοσελίδα για την πάρτη τους, με σχετικό περιεχόμενο.

  2. Η άλλη έννοια φυσικά είναι ο γνωστός σε όλους καλικάντζαρος τρολ, από τη σκανδιναβική μυθολογία, που του αρέσει να αναστατώνει ιστοσελίδες μπαίνοντας στη μύτη των υπολοίπων μελών. Μεγαλύτερη ικανοποίηση του φυσικά οι αντιδράσεις και τα σχόλια. Αυτά αποτελούν τροφή του τρολεατζή. Ο καλύτερος τρόπος για να σταματήσει είναι να μην τον ταΐζουμε...

- Έχει μπει ένας τρολεατζής εδώ και κάνα δυο μέρες στο slang.gr, και τα έχει κάνει πουτάνα.
- Σοβαρά; Είναι και μπαγαποντοδότης;
- Όχι, αλλά ανεβάζει διαρκώς ασυναρτησίες μαζεμένες και θάβει τα καλά λήμματα από τα «πρόσφατα.» (μπαγαποντοθάψιμο;;;;)
- Α τον άθλιο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοριτσίστικη σλανγκιά για το φιλαράκι. Πρόκειται για άκρως γουτσιστική εκδοχή της κολλητούμπας (q.v.).

  1. μαζιιι θα γελασουμε..να το δεις....δεν μας ξερουν καλα ...ειμαστε τρελεςςςςςς εμειςςςς....κολλητουμπινακι μμ ♥ ♥ ♥ ♥ ツ ツ ツ ツ ♥ ♥ ♥ ♥ ☆ ♥ ♥ ♥ ♥ ♥ ♥ ♥ ♥ .

  2. λολ, ιπποκρατους. α ρε νομικη τη ζωη μου κατεστρεψες, εχω γινει κολλητουμπινακι με τα περιστερια σ'ολη την περιοχη.

  3. Ε τώρα τι της λες; Πως δεν ειμαι πια το ΚΟΛΛΗΤΟΥΜΠΙΝΑΚΙ ΤΗΣ και πως ειμαι μια αλλη;Νταξει, πιο απλα, της το ξεκαθαριζω απο κοντα.

(Από διάφορα σάη πνιγμένα στα οιστρογόνα)

Got a better definition? Add it!

Published

Εξελληνισμός του αμερικλάνικου nerd δια της προσθήκης του γαμοσλανγκοτέτοιου -ουλας: πρόκειται για χλωρίδα της συνομοταξίας phytus spasiclus, άκα γκίκουλας, φρίκουλας και φύτουκλας.

Ο νέρντουλας διαπρέπει ως επιστήμων κι ως μπλιμπλίκουλας αλλά in real life στερείται κάθε στοιχειώδες ψήγμα κοινωνικότητας, ειδικά προς μη νέρντουλες. Πρόκειται για κινησιολογικά άγαρμπο και γιομάτο καυλόσπυρα καψίδι που πωρώνεται νυχθημερόν με ιδεοψυχαναγκαστικές καμενιές (πιχί κρυπτοζωολογία, μάνγκα, σάει-φάει, κλπ).

Οι κουλές ενδυματολογικές επιλογές του νέρντουλα (à la Sheldon στο «Big Bang Theory») τον καθιστά αντιήρωα στα μάτια κάθε αενάως ψαχνόμενου ποζερά και γουαναμπή χιπστερικού, εξ ουστ και το nerd chic λουκ (βλ. αγόρια και κορίτσια).

Παραγγελιά από το δουπού: Χαν.

1.
Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη είσαι τόσο νέρντουλας που θα μιλάς Ντοθράκι

2.
νερντουλας; οχι....ιντελεκτουελ...εχει διαφορα....geeky ισως με μεγαλη φαντασια να τον ελεγες αλλα οχι νερντουλας...ωραιο τυπακι ειναι γενικα...

3.
Καλιφορνέζος «νέρντουλας» κατασκεύασε ρομποτικό ομοίωμα του Wall E

4.
Οχι γιαγιά δεν τα φτιάχνω με φοιτητή ιατρικής:
1) Πουλανε μουρη στις παρεες μεχρι να πεσουν σε συναδελφο τους. Μετα κανουν την παπια και γκρινιαζουν για την αναμονη στην ειδικοτητα.
[...]
9) Οταν χουφτωνουν ΨΗΛΑΦΟΥΝ ΚΑΙ ΚΑΝΑ ΛΕΜΦΑΔΕΝΑ, με τροπο ομως μην τους παρει χαμπαρι η γκομενα.
10) Ειναι νερντουλες, και οσοι δεν ειναι απλα δεν γινονται καλοι γαμπροι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που έχει πάθος με κάθε είδους νέα τεχνολογία και συσκευή. Από το αγγλικό gadget.

- Πήγε ο σκατοπισωγλέντης και αγόρασε ψηφιακό δονητή!
- Από μικρός ήταν γκατζετάς, το άτιμο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απόφοιτος Πληροφορικής και λοιπών συναφών τεχνολογικών σχολών που ασχολείται με κάθε λογής σήμα: ψηφιακό, αναλογικό, στοχαστικό, επεξεργασία εικόνας κλπ, όλα εντάσσονται στον ευρύτερο τομέα στον οποίο μπορεί να δραστηριοποιείται ένας σηματάς που σέβεται τον εαυτό του.

  1. Σε αυτό το λαμπ είστε σηματάδες, έτσι;

  2. Δε γνωρίζω καλά τον τύπο που λες, αλλά τον είδα χτες, ήταν χαμένος στους μετασχηματισμούς στο Πεδίο της Συχνότητας... μάλλον σηματάς θα ήτανε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποια κλικ πιο λούζερ από τον καλημεράκια εκεί έξω στην πραγματική ζωή, ο οποίος τουλάστιχον γνωρίζει το αντικείμενο της καλημέρας του, -ακόμη κι αν όχι με την ζητούμενη βιβλική έννοια-, και το συναναστρέφεται, είναι ο διαδικτυακός καλημεράκιας.

Δύο μεγάλες κατηγορίες:

  1. Στο Facebook, ο θαυμαστής χρήστριας που της στέλνει κάθε πρωί καλημέρα με πιμί και την στοκάρει. Μπορεί για διάφορους λόγους (απόσταση, έλλειψη οικειότητας, χυλόπιτα) να μην είναι δυνατή η λάιβ συναναστροφή, οπότε συχνά παγιώνεται μία στάνταρ σχέση καλημεράκια και αντικειμένου του πόθου του (σπανιότερα και μεταξύ γυναίκας καλημεράκια και άντρα, μεταξύ γκέι, κρυπτογκέι, απλώς φίλων κ.ο.κ.). Ο τοιούτος καλημεράκιας συχνά γίνεται και καλησπεράκιας και νεο-καληνυχτάκιας.

  2. Στο Facebook, σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και σε φόρα, αυτός που ανοίγει μια μέρα με καλημέρες ακολουθούμενες συχνά από πολλά θαυμαστικά/ αποσιωπητικά. Σε ένα φόρουμ λ.χ., αυτό μπορεί να γίνει εντός ενός θρεντ που το παρακολουθεί λίγο πολύ το ίδιο γνωστό διαδικτυακώς παρεάκι. Στο Φέισμπουκ απλώς με αναρτήσεις στο πάλαι ποτέ ντουβάρι και νυν χρονολόγιο, που θα τις δουν όλοι. Ο καλημεράκιας συνήθως είναι κουλ τύπος, δεν ενοχλεί και κανέναν με αυτό που κάνει, μερικές φορές υπέρ το δέον ρομαντικός, και για αυτό άξιος καγχασμού. Ειδικά αν συνοδεύει την καλημέρα με ψυχανάλατα μήδια.

Γενικότερα, σε κενωνίες, όπως η ελληνική, όπου η ευγένεια θεωρείται αδυναμία, το να λες πολλές καλημέρες δίνει λαβή να σε θεωρήσουν για λούζερ, αφού δείχνεις ότι εσύ έχεις ανάγκη την παρέα των άλλων αντί για το αντίστροφο, ότι είσαι τύπος «παίξτε με κι εμένα» ή τύπα «οι άντρες με περνούν μαμά». Ασφαλώς, έπαιξαν τον ρόλο τους και οι πρακτικές διαδικτυακών καλημεράκηδων που μετέφεραν στο Φεϊσμπούκ τα κατορθώματα των ιν ρήαλ λάηφ καλημεροκαληνυχτάκηδων. Για τους παρόμοιους έχουν βγει και ορισμένες κανείς δεν γάμησε θυμοσοφίες νέας κοπής, όπως:

- Με καλημέρες κανείς δεν γάμησε
- Με like κανείς δεν γάμησε.
- Με «σε ευχαριστώ για την αποδοχή κούκλα» κανείς δεν γάμησε.
- Με πόουκ κανείς δεν γάμησε (σ.ς.: ακόμη κι αν ἐζμπρωξε).

Η μεγαλύτερη ξευτίλα βέβαια είναι όταν ο καλημεράκιας διαπομπεύεται από την καλή του δημοσίως, πράγμα που αποτελεί όχι σπάνια κατάληξη.

Πάσα: Vardar.

  1. Εγώ καλημερακιας δεν είμαι. Καλησπέρα. (Από φόρουμ).

  2. Πες όχι στα ναρκωτικά.Γίνε κι εσύ καλημεράκιας. Μπορείς!

  1. Τελικα θα γινω ο καλημερακιας του forum! Εχω 4/5 τις τελευταιες ημερες..... Καλημερα σε ολους λοιπον!!!! (Από φόρουμ).
  1. Μη μου αρχίσεις καλημερακια τα « καλό Σ/Κ» κ « τι ωραία που είναι Παρασκευή» γιατί έχω ήδη επιζήσει από σεισμό Θεσσαλονίκη κ η μπουκλα μαραζώνει από το ψιλόβροχο. (Χρήστρια του Φέισμπουκ διαλέγεται με τον καλημεράκια της εις επήκοον όλων).

  2. Ανέλαβα επικοινωνιακά τον «καλημερακια» κ από «παγκόσμια ειρήνη, όλα ροζ, όλα δεξιά» τον έκαμα άντρα πολλά βαρύ «μεραααα». (Χρήστρια του Φέισμπουκ δίνει στεγνά τον καλημεράκια της).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λαλίστατος που αυτά που λέει προκαλούν λολ, ο λολαδερός. Από το ιδίωμα του Φέισμπουκ.

Από κοντά είναι τελικά ένα πολύ σοβαρό και μάλλον σιωπηλό παιδί, στο Φέισμπουκ όμως είναι λολίστατος!

Got a better definition? Add it!

Published

ε. Συμπαθής μερίδα αργόσχολων που ασχολούνται μετά μανίας με διαδικτυακές συζητήσεις. Είναι οι λεγόμενοι «μοντέρνοι καφενόβιοι», μιας και το στιλ και η ηλικία τους εμποδίζει να συχνάζουν στα πραγματικά καφενεία. Συνήθως επιλέγουν forum που υπάρχει ευρύ αναγνωστικό κοινό και μπαίνουν σε συζητήσεις απρόσκλητοι, κοινώς πετάγονται σαν πορδές, με σκοπό να σατιρίσουν, να εκφράσουν απόψεις περί παντός επιστητού και να κάνουν κριτική στους πάντες και τα πάντα, εκτός φυσικά από τον εαυτό τους. Σε αυτό συνηγορεί και η ασφάλεια του ίντερνετ, μιας και αν τολμούσαν αυτά να τα κάνουν δια ζώσης, θα εκτίθονταν σε κίνδυνο. Συγγενεύουν επίσης στενά με τον όρο «troll» αλλά και «τζάμπα μάγκας».

  1. Πω πω ρε φίλε, έχει γεμίσει παπαρολόγους η σελίδα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified