1. Στις δεκαετίες του '60 και του '70 ο ψαγμένος κουλτουριάρης αριστερός. Ύστερα από τα σοβιετικά putz στην Βουδαπέστη και την Πράγα, οι διανοούμενοι ντρέπονταν πια να πουν ότι γούσταραν την ΕΣΣΔ, κι επειδή ο Μάο Τσε Τουνγκ τα 'σπασε με τους Σοβιετικούς, προσέφερε «μίαν κάποιαν λύσιν», κατά Καβάφη, στους διανοούμενους της γενιάς του Μάη του '68, όπως και το «Κίνημα των Αδεσμεύτων» (Νεχρού, Τίτο, Νασέρ). Το φαινόμενο περιγράφεται στην ταινία του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ: «Η Κινέζα». Οι επικριτές τους ονομάζουν αυτήν την γενιά «γενιά του Μαρξ και της κόκα κόλα», αλλά ο μαοϊστής δεν παύει να είναι ο ψαγμένος updated αριστερός (εκείνης της εποχής) με την τραγιάσκα και την γιαλούμπα.

  2. Ύστερα από το αρκτικόλεξο Μ.Α.Ο, που παράγεται από το ROFLMAO= Rolling on Floor Laughing My Ass Off, εν ολίγοις «ξεκωλώνομαι στο γέλιο», ο ''μαοϊστής« είναι ο ψαγμένος αστειάτορας, αυτός που λέει αστεία που προκαλούν έκρηξη γέλωτα! Και πάλι ο »μαοϊστής« είναι ο ψαγμένος διανοούμενος αστειάτορας της ιντελιγκέντσιας, όχι ο προλετάριος πλακατζής της ΚΝΕ. Είναι ο αιρετικός εναλλακτικός αστειάτορας που ξεφεύγει από την χιουμοριστική ορθοδοξία του Κ. Κόμματος.

  3. Φευ, ελλοχεύει μια παρεξήγηση καθώς καθ' αυτό, το Μ.Α.Ο. σημαίνει απλώς »My Ass Off«, δηλαδή ξεκωλώνομαι. Μήπως »μαοϊστής« είναι και ο ξεκωλιάρης; Βέβαια, παρόμοιες παρεξηγήσεις ελλοχεύουν και στα »Γανυμήδης«, »σπέκια για το μύδι«, »Αρχιμύδεια«, κ.τ.ό. (βλ. εδώ), και θεωρώ ότι αυτό δεν πρέπει να μας εμποδίσει να τα χρησιμοποιούμε.

Σλανγκασίστ: Mes, Dirty Talking, Vrastaman.

Ας πούμε σήμερα μαοϊστής (με την καλή έννοια) είναι ο GATZMAN για το λήμμα γεννήθηκε την ώρα που οι πλανήτες του βαρούσαν μαλακία κι ο Vrastaman για τα άλλη μια φορά ανύπαρκτα μήδια του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς, το συνεχές, νευρικό γέλιο που εχει την τάση να μεταδίδεται αστραπιαία στους γύρω μας, προκαλώντας εν τέλει πανδαιμόνιο.

Από το δημοφιλές ξενικό «LOL» (Laughing Out Loud) και το «ολοκαύτωμα».

- Σοβαρή εκπομπή, τι να σου πω... ριάλιτι σου λέει... αρκεί ένας να πετάξει μια μαλακία και γίνεται lol-οκαύτωμα εκεί μέσα...

Οι υπεύθυνοι του λολοκαυτώματος (από Khan, 12/11/14)

Βλ. και λολ / λωλ, lol, λολ, lol-some, Loles, rotf-lol, LMFAO κ.λπ., lolen, λολάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. My Ass Off. Σύντμηση του ROFL-MAO= Rolling On Floor Laughing my Ass Off, που είναι υπερθετικός του λολ (lol). Δηλαδή κυλιέμαι στο πάτωμα γελώντας τον κώλο μου. Βλ. LMFAO κ.λπ. για όλη την βιβλιογραφία. Μπορεί να ειπωθεί και MFAO= My Fucking Ass Off ή MHAO=My Hairy Ass Off. Το λολ της υπόθεσης είναι ότι μοιάζει με τον Mao Zedong τον κομμουνιστή ηγέτη της Κίνας. Κι όπως είναι προχώ να λες προχώ, έτσι είναι ΜΑΟ να λες ΜΑΟ. Ο καραλώλ αστειάτορας λέγεται μαοϊστής.

  2. Ο ίδιος κομμουνιστής ηγέτης σλανγκίζεται ως ΓαΜάο Τσε Τουνγκ, συνώνυμο του γκραν γαμάω. Κάπου το πήρε κι αυτό το μάτι μου μες στην λημματοπλημμύρα.

Χα χα λολ, πολύ αστείο, λμφάο σου λέω, ροφλ-κόπτερ, είσαι πολύ μαοϊστής!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φεϊσμπουκλής, ο φεϊσμπουκάτος που φεϊσμπουκώνει νυχθημερόν στο άγιο φεϊσμπουκάκι.

- Aναγκαίο κακό να γίνεις «φεϊσμπουκάκιας» και «τουιτεράκιας» (εδώ)

- Γιατι να ειμαι υποχρεωμενος να σπαζω τα ματια μου προκειμενου να μπορεσω να καταλαβω τι θελει να πει με τα greekλις του, ο καθε βλαμενος Φεησμπουκακιας που μπαινει και γραφει εδω μεσα???? (εκεί)

Φιξάκι για τον φεϊσμπουκάκια

Εκ του φεϊσμπούκ και του γαμοσλανγκοτέτοιου -άκιας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το facebook και την τουρκική κατάληξη -κλού.

Κυριολεκτικά, αυτή που ασχολείται με το facebook.

Λόγω όμως...

...η λέξη φεϊσμπουκλού αποκτά επιπλέον βάθος (όχι πολύ όμως) προσδίδοντας στο άτομο που χαρακτηρίζει αρκετά υπονοούμενα κι έτσι μπορεί να χρησιμοποιείται χαλαρά και ως πασπαρτού (χωρίς φυσικά να θέλει να πει κάτι το ιδιαίτερο).

- Είσαι μια φεϊσμπουκλού εσύ..!
(Το άκουσα ανάμεσα σε δύο κάγκουρες στα Ταμπούρια)

Θώδη στη νοηματική (από protnet, 17/09/10)(από Khan, 01/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρκτικόλεξο για το ο Θεός να τον/την/το κάνει που χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο στον γραπτό διαδικτυακό λόγο, όταν μια αποδιδόμενη (επισήμως συνήθως) ιδιότητα θεωρείται ότι δεν ισχύει, αλλά χρειάζεται να επιστρατευτεί ο Θεούλης και να κάνει ένα θαύμα για να ισχύσει.

1. Χτες το πρωί, ο Υπουργός Υγείας (οΘντκ) Άδωνης Γεωργιάδης παρουσίασε, σε ανώτατα στελέχη του κλάδου της υγείας, το σχέδιο “Δημοκίδης” (τρεις οκάδες sic εδώ), το οποίο αφορά την κινητικότητα (διάβαζε: περικοπές θέσεων) στον τομέα της υγείας.

2. 2ο ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟ (οθντκ) για τον ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ

3. Εκπληκτος ο πωλητής (οΘντκ) μου απάντησε. Μα το AppleTV έχει έρθει εδώ και πολύ καιρό!! :jester: «Ξέρετε» του ανταπάντησα, «η Apple το κυκλοφόρησε πριν 4-5 μέρες με καθυστέρηση ενός μήνα περίπου»
- Αααα, εμάς μας έχουν πει πως ό,τι υπάρχει στο ελληνικό site είναι ετοιμοπαράδοτο.
-Καλά δεν πειράζει, το ότι «σέρνεται» το applestore.gr το ξέρετε;
- Ναι, μου απάντησε ενοχλημένος σα να του έλεγα το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο.
Καλυνήχτα σας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του ελληνιστικού «καρά» και του αγγλικανικού «like».

Nεόκοπος ιντερνετικός όρος που προήλθε από το φατσοβιβλίο.

Συμπληρώνει το like σε ένα post του f/b όταν του σχολιαστή δεν του φτάνει ένα απλό like, καραγουστάρει αλλά και έμμεσα θέλει να δείξει και την καταγωγή του.

Πέρασε και στον μιλητό λόγο σε νέους και νέες κάθε ηλικίας και μαλακίας, ως καραλάικ.

  1. - Wow! Καραlike φίλος! Και γαμώ τα βίντεα ανέβασες! Ι χα!

  2. - Tι λέει το βρώμικο; Καλό;
    - Καραlike σε λέω!

(από Khan, 24/12/13)(από Khan, 28/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τα ιντερνετικά omg και λολ, αντίδραση που έχει περάσει και στον προφορικό λόγο και χρησιμοποιείται κυρίως από τύπους που λιώνουν στις ντότες και δείχνει έκπληξη (το ομιτζί) μπροστά σε κάτι μάλλον αστείο (τα τρία λολ).

Ο αριθμός των απαιτούμενων λολ ποικίλλει, αρκεί να στέκει μετρικά η πρόταση, αλλά το ομιτζί δεν μπορεί να αντικατασταθεί από το ομιφιτζί.

Όταν το λολ αντικατασταθεί από το εφεφές (ffs, σύντμηση του for fuck's sake), η αντίδραση περιέχει και μια εσάνς αγανάχτησης, αλλά όχι και με πολλά χι. Σε αυτήν την περίπτωση η ποσότητα των εφεφές είναι αδιευκρίνιστη, ίσως γιατί, σε αντίθεση με τα λολ, τα εφεφές (πίλσεν) είναι μη μετρήσιμη ποσότητα.

Βλέπε και lol theory.

  1. - Είδα το Μήτσο το μεταλά σε πανηγύρι να ακούει Χριστοδουλόπουλο.
    - Ομιτζί και δεκαεφτάμισι χιλιάδες λολ!

  2. - Κόπηκες Υδροπνευματικούς Δονητές ΙΙ.
    - Ομιτζί και εφεφές. Πότε θα γίνω μάνα;;

  3. (τραγουδιέται κατά το οκέι γιες του Γιάννη στους Απαράδεκτους)
    Ομιτζί και εφεφές,
    Σ' είδα στο Σύνταγμα εχτές.
    Ομιτζί και τρία λολ,
    Πλακώθηκα στα παναντόλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ban (μόνιμη απαγόρευση εισόδου) που τρώει κάποιος από ένα chatroom, site κλπ. επειδή δε συμμορφώθηκε με τους κανόνες, ή απλά επειδή ο admin δε γουστάρει τη φάτσα του και θέλει να τον πετάξει εκτός.

Επίσης, υπάρχει και το συνώνυμο «μπάνιο» (ή banιο).

– Τι λέει, μπήκες καθόλου τελευταία στο www.superwowtsonta.com?
– Άσε πίκρα... Άφηνα το pc βράδια ολόκληρα να κατεβάζει από κει συνέχεια και τελικά έφαγα μπανάνα... Αυτά παθαίνει όποιος δε διαβάζει πρώτα τους κανόνες.

Φάε τη μπανάνα! (από Cunning Linguist, 23/04/09)Έφαγα μπανάνα! (από panos1962, 19/11/09)

Σχετικά: μπανάκι, μπανιστάν. Βλ. και μπαν-άνα, η

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταγραφή στερεοτυπικών φράσεων που χρησιμοποιούνται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης:

αν είχε λίγο χιούμορ

από υπερδυνάμεις

αυτά ζούμε

αυτή η μάστιγα

αυτό

αυτό που

διαδώστε

είμαστε κι εμείς, είσαστε κι εσείς

η αμήχανη στιγμή που

[w=katadikazotoxapoopoukianproerxetai21284]καταδικάζω το x από όπου κι αν προέρχεται[/w]

κάτι δικά μου

να δω κάτι που θέλω

να τα λέμε κι αυτά

πείτε μου για ... να δω κάτι

πόσο δύσκολο πχιά;

σε είδα

συμβαίνει τώρα

τι δεν καταλαβαίνεις;

τι, όχι;

τι φάση;

χωρίς κανέναν απολύτως λόγο

[w=diedwste_21274]diedwste[/w]

No Hope.

Μεταναστεύστε. Καμία ελπίδα. Καμία σωτηρία. Μέρκελ τράβα την πρίζα. Τι δεν καταλαβαίνεις; Αυτό. Merkel pull the plug. Έλεος κάπου. Πφφφ. One way ticket. Έλεος πουθενά. Τραγική κατάσταση. Λε καταστασιόν τρεζ απελπιστίκ. Αυτό. Kλαίω. Λολ. Καραλόλ. Ρησπέκτ. Kudos. Άσε μας κουκλίτσα μου. Γελάει ο κόσμος. Γελάνε τα πλακάκια της κουζίνας. Η αμήχανη στιγμή που. Ντεκαφεϊνέ. Aγάπη μόνο. Άγάπη ρε. Αγαπουλίνια. Με ξεπερνάει. Να το κοιτάξουμε κάποια στιγμή, ναι; Αφτό. Γατάκια. Νταξ. Kαρδούλες. Πολλές. Κατιδικά μου. Φιλί. με υπερβαίνει γατάκια εμετικό, ψόφος, αυτά ζούμε, ΡΙΠ, κλέβω, καλησπέρες, καληνύχτες

Got a better definition? Add it!

Published