Προέρχεται από μια παροιμία των Μάγιας, «τρεις το πούτσο κλαίγανε», που αναφέρεται σε τρεις γκόμενες του μακαρίτη! Σημαίνει στεναχώρια χωρίς ουσία, αφού δεν αλλάζει με κάποιο τρόπο. Και τελικά κάτι ανούσιο, ανάξιο λόγου.

- Να πάμε να διαμαρτυρηθούμε.
- Τώρα μάλιστα, τον πούτσο κλαίγανε...

θα καώ στο εξώτερο πυρ μ\'αυτά τα μύδια!! (από BuBis, 22/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κάνει/βγάζει γκάλοπς.

(p196.ezboard.com) Μεταξύ μας, με 5% που του δίνουν (λέει) οι γκαλοπατζήδες, ο μόνος που ζητάει εκλογές...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεαρός άντρας. Προέρχεται από τα «γκαλιαρντά», τη διάλεκτο του αδερφάτου.

Τι να σου λέω μωρή, ένα τεκνό μούρλια. Μούσκεψα την κυλότα μου σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι διασυνδέσεις, από το αγγλικό connections.

  1. - Κάνε ρε Πέτρο κάνα κονέ μπας και πιούμε τίποτα απόψε.
  2. - Έχεις τίποτα κονέ καλά να μας βάλουν τσαμπέ;

Κονέ στα ασανσέρ. Σήμανση ασφαλείας. Εμπορικό κέντρο The Mall, Μαρούσι, Αττική. Φωτογραφία: Νοέμβριος 2014. (από patsis, 11/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που τα σπάει σε όλους δημοσιεύοντας συνέχεια απαντήσεις σε κάποιο forum, ή στέλνοντας email, χωρίς τα οποία όλοι θα μπορούσαν να ζήσουν το ίδιο καλά, αν όχι καλύτερα.

Προκύπτει από το σπαμ (spam) + σπασαρχίδας.

- Απάντα του ρε!
- Δε μπαίνω καν στο τριπάκι ν' απαντήσω στο σπαμαρχίδα! Θα με πρήξει στα PM μετά...

για να μην ξεχνάμε τις ρίζες μας (από jesus, 28/06/08)Το ορίτζιναλ σπαμ (από poniroskylo, 28/06/08)

βλ. και σπαμστικός, Spamστικός, σπαμεράς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σκωτσέζικο ουίσκι, με τη σωστή προφορά.

Πιάσε ένα σκατς ον δε ραξ ρε Τάκη να πάνε κάτω τα φαρμάκια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η δυσάρεστη γεύση και αίσθηση γενικότερα στο στόμα, συνήθως μετά το πρωινό ξύπνημα.

- Φτιάξε ένα καφέ γρήγορα, γιατί χθες το βράδυ δεν έπλυνα τα δόντια μου και το στόμα μου από τα τζατζίκια είναι τσαρούχι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που βρίσκεται στην 3η, αλλά συνήθως 4η και πάνω, δεκαετία της ζωής του.

τρια-ντάρης, σαρα-ντάρης κτλ, ενώ εικοσ-άρης, εικοσιεννι-άρης κτλ...

- Πσσς, τρελλό το γκομενάκι ε;
- Τι τρελλό ρε, αυτή είναι ντάρα και βάλε!
- Η γριά κότα έχει το ζουμί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παροχή σεξουαλικών «υπηρεσιών», μασάζ κ.τ.λ. κατ' οίκον.

- Καλά πώς βγάζει τόσα λεφτά η Σβετλάνα;
- Ξέρεις πόσα πληρώνουν για βίζιτες ρε; Πολλά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το είδος ξύλου που δεν ανήκει σε καμία κατηγορία ή πολεμική τέχνη και δεν έχει κανόνες και αντιαθλητικά χτυπήματα.

Περιλαμβάνει από καρπαζιές, σφαλιάρες, μπουκέτα και φάπες μέχρι βρώμικα κλωτσομπουνίδια, καρεκλιές, κουτουλιές και ρουθουνιές (το χώσιμο του δείκτη και του μέσου στα ρουθούνια του αντίπαλου και το τράβηγμα της μύτης προς τα πάνω).

Εξ ορισμού είναι πολύ αντρικό ξύλο και γι' αυτό τσαντιές, νυχιές και μαλλιοτραβήγματα αποφεύγονται.

Και μου φέρνουν το λογαριασμό και τους λέω οτι δεν είχα μία, και μ' αρχίζουν σ' ένα ταβερνόξυλο που θα το θυμάμαι όλη μου τη ζωή. Το βλέπεις αυτό; Από αμόνι έγινε!

(από tribeklis, 18/01/11)ξύλο μετά μακαρονάδας... (από MXΣ, 08/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified