Αναγραμματισμός της λέξης φτερό (στο φτερό), γρήγορα, άμεσα.
Αργήσαμε, πάμε σπίτι στο ρόφτε.
Αναγραμματισμός της λέξης φτερό (στο φτερό), γρήγορα, άμεσα.
Αργήσαμε, πάμε σπίτι στο ρόφτε.
Got a better definition? Add it!
Η διαδικασία παραγωγής μιας μπάλας φωτιάς δια της πρωκτικής οδού. Απαραίτητα υλικά: αναπτήρας, κλανιά (όσο πιο βρωμερή, τόσο καλύτερα αφού η λέξη κλειδί είναι: μεθάνιο).
Όταν οι άλλοι χτυπούσαν πέτρες για να ανάψουν φωτιά, εμείς κάναμε ήδη πυροκλάνι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο πωρωμένος με το body building (εξ' ου και bod-έος). Συνήθως χρησιμοποιείται αρνητικά, για να χαρακτηρίσει κάποιον που η κρεατίνη και τα στεροειδή του έχουν καταστρέψει τον εγκέφαλο.
Εμφανίζεται και ως ουδέτερο: το μποντέο.
- Πόσα σηκώνεις πάγκο;
- 195 κιλά
- Έλα ρε μποντέο!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Συνώνυμο του μαλάκας. Γενικά ο βλάκας/χαζός που κάνει μαλακίες. Ιδιαίτερα εύηχο.
Πού πα ρε ντελημπάσκο μέσα στη μέση του δρόμου...
Got a better definition? Add it!
Ο ανάξιος εμπιστοσύνης και χωρίς βαρύτητα λόγου άνθρωπος.
-Ναι ρε εμπιστέψου με, δεν μιλάς με τον τσιπλάκη.
...
-Ό,τι να 'ναι, μου είπαν όταν ρώτησα οι τσιπλάκηδες.
Got a better definition? Add it!
Γενικά ο βλάκας, ο χαζός, ο μαλάκας. Ιδιαίτερα εύηχο.
- Πάλι άρχισες τις βλακείες ρε τιριτόμπα;
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει «ρε άει γαμήσου» και προφέρεται ως μία λέξη: ραγαμήshhh.
-Ραγαμής που θα πάω να σου πάρω και τσιγάρα! Μαλάκα!
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται κυρίως για τηλεφωνικές κλήσεις που είτε απορρίπτονται είτε μένουν χωρίς απάντηση. Γενικότερα μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε όταν κάποιος μας αγνοεί. Το γιατί έχει επιλεγεί η πρωτεύουσα της Αιγύπτου παραμένει άγνωστο.
Μήπως ξέρεις πού βρίσκεται η Μαρία; Όποτε την παίρνω τηλέφωνο, με συνδέει με Κάιρο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το μπαρ με «κορίτσια», κοινώς κωλόμπαρο. Επειδή όταν θέλουν επαφή (για ποτά) με πελάτη, πλησιάζουν λέγοντας «πώς σε λένε;».
- Δεν βγαίνω με τον Θανάση. Αυτός μόνο σε πωσελενετζίδικα πάει. Και ξεφορτώνει κανονικά, με ανατρεπόμενο!
Got a better definition? Add it!
Όρος συνώνυμος του γνωστού μαλάκα. Χρησιμοποιείται όταν θέλει κανείς να τονίσει τη μαλθακότητα ή και πολλές φορές την σκέτη ηλιθιότητα ενός ατόμου. Απαντάται στο αρσενικό γένος.
- Αυτός ο μαλαπέρδας ο Μάξιμος, χάλασε πάλι το τηλεκοντρόλ. Ας τον μαζέψει κάποιος πριν μου γκρεμίσει το σπίτι!!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified