Η χοντρή μπαζόλα. Η πιο άσχημη. Αυτή που δεν έχει απολύτως τίποτα όμορφο πάνω της... Η καταραμένη...

Σύντομη περιγραφή: Χοντρή σαν τσουβάλι (120kg), σκουρόχρωμη, μουστάκι απαραιτήτως, πολλή τρίχα (σε βυζιά, κώλους, μουνιά, πρόσωπο, χέρια, πόδια, δηλ. παντού), σγουρό, πυκνό, ανέμελο μαλλί -ντίκινσον κατάσταση)...

Συνήθως, επειδή είναι ζώα, ντύνονται προκλητικά μπας και βρούνε κανα πέος, αλλά και ντίρλα να είσαι δεν κάνεις τέτοια λάθη.

Επίσης γνωρίζονται μεταξύ τους και κυκλοφορούνε μαζί ως κοπάδι φώκιας.

- Μην κοιτάξεις δεξιά...
- Τι ρε;
- Περνάει κοπάδι φώκιας...

γεια σας αγόρια... (από xalikoutis, 14/11/08)(από Khan, 13/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καραγκιόζης, ο σκουληκαντέρης. Ο «έχω πάντα την σωστή, καλή, ανυπέρβλητη άποψη». Ο γλείφτης κώλων, το τσιράκι, το λαμόγιο, ο ξερόλας, ο φλούφλης. Ο ανίκανος γιάπης γραφιάς. Το παράδειγμα προς αποφυγή κάθε αποφοίτου των ΜΜΕ.

1
«Και προσοχή μην καταντήσετε Πρετεντέρηδες»
(λόγος καθηγητή προς τους πτυχιούχους των ΜΜΕ)

2
Μην είσαι τόσο Πρετεντέρης, ρε μαλάκα. Μου σπας τον πούτσο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εθισμός στον πούτσο. Αχόρταγη προσήλωση σε οτιδήποτε έχει το τρίτο και το μακρύτερο... Όπως ο αλκοολισμός, είναι το αίτιο καταστροφής πολλών σχέσεων και οικογενειών.

Συνωνυμα: πουτσοaddicted, τσουποcholic

- Θέλω την πούτσα του Μάκη, του Σάκη, του Τάκη, του Λάκη +........+ Κωστάκη, αλλά ρε συ... θέλω και του Γιωργάκη... Ειμαι πουτσοcholic;
-Ξεκόλλααααα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Στον πούτσο μου»... λίγο πιο μάγκικα και άνετα.

(Απλός τύπος): Αν σε είδε, αυτό ήταν... τελείωσαν όλα...
(Μάγκας τύπος, άνετος): Πότσομο...

σκανδιναβικό? (από MXΣ, 26/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ζήτησε και πήρε άσυλο (σίτιση, στέγαση) σε τηλεοπτικούς σταθμούς, αφού εκδιώχθηκε από το σπίτι του λόγω (προφανώς) μαλάκυνσης. Έχει την δυνατότητα να μας ζαλίζει τα αρχίδια με αερολογίες και πίπες, αλλά έχουμε την δυνατότητα να τον νιώσουμε. Επίσης είναι και καραγκιόζης. Μεγάλος.

Πατέρας: -Πρόσεχε μη σε διώξω από το σπίτι...
Γιος: -Σταααααρχίδια μου. Θα πάω να γίνω κακαουνάκης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστό '80's είδωλο, πρωταγωνιστής μιας μεγάλης κολλεκτίβας ελληνικών ταινιών τύπου «Ρόδα, τσάντα και κοπάνα». Ο πιο γωστός ρόλος του είναι το «αλάνι», μηχανόβιος, σκληρός αλλά ευαίσθητος όταν γνωρίζει τον αληθινό έρωτα.

Ο όρος Γαρδέλης χρησιμοποιείται για μηχανόβιους που κάνουν συνήθως επίδειξη της «ρόδας» τους σε ανυποψίαστες κοπέλες τύπου Σοφίας Αλιμπέρτη (αυτός που μόλις σε έχει πάρει ο ύπνος και κάνει γύρους το τετράγωνο με ταχύτητα λες και παίρνει μέρος σε ράλλυ).

Έρχεται ένας φίλος σου όλο χαρά, να σου δείξει την καινούργια του ρόδα που μπορεί να είναι κι ένα απλό παπί και γκαζώνει με ύφος «Καβαλάω Harley, μάγκες».

Εκεί εσύ γυρνάς και λες: «Καλώς τον Γαρδέλη!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πόζερος. Αυτός που δεν ξέρει από μουσική και θεωρεί μαγκιά και ψαγμένη την κολλεγειακή πανκ (και καλά) της Αμερικής. Χαρακτηρίζεται από το επιτηδευμένο χύμα στυλ ρούχων. Οι πιο κουλ τύποι έχουν την πιο περίτεχνη φράντζα και τρύπα στο μάγουλο. Συχνάζει κυρίως στα ΒΠ Αθηνών.

- Ποιοι δεν κουνιούνται καθόλου σε μια συναυλία που τα σπάει;
- Οι ημοκουράδες!!

%

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρίσκομαι σε κατάσταση αποχαύνωσης κατά την οποία δεν νιώθω βασικά πράγματα, όπως πόσο κάνει 1+1. Χάνω 50% απ' το Iq μου. Μπιφτεκοποιούμαι σε ένα σύμπαν ηλιθιότητας από το οποίο δεν μπορώ να ξεφύγω.

1.- Ρε συ πώς έγινε έτσι ο Λάκης; Να φανταστείς, με ρώτησε ποιος είναι ο αριθμός του 100!
- Άσε, από την πολλή μαλακία τζανεροποιήθηκε τελείως.
2. - Καλά ρε Φανούρη, ολόκληρη κολόνα δεν την είδες;
- 'Άσε ρε Λάμπρο, έχω τζανεροποιηθεί τελείως.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βγαίνει από τις δύο αγγλικές λέξεις fuck + run. Αυτός που πηδάει από δω κι από κει, αφού παραμυθιάζει τον ηλίθιο κόσμο με αγάπες και λουλούδια, κι όταν κάνει την δουλειά του εξαφανίζεται τυχαία επειδή ξέχασε τον θερμοσίφωνα ανοιχτό ή επειδή ο αδελφός του δεν έχει κλειδιά να μπει στο σπίτι κλπ.

Τι φακράνας ήταν αυτός ο χθεσινός! Ούτε πώς με λένε δεν ρώτησε όταν τελειώσαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν του κάθονται οι γκόμενες που θέλει γιατί τον βλέπουν σαν φίλο και γιατί κοντεύει να χωθεί κι αντί να τις φιλάει όταν τις επιστρέφει σπίτι τις καληνυχτίζει. Ο wannabe γκόμενος που είναι όμως πάντα ο καλύτερος φίλος των κοριτσιών.

- Τελικά ο Μάκης το έριξε το Μαράκι από τη σχολή;
- Όχι λέει, τελικά του μίλαγε όλο το βράδυ για τον πρώην της. Έλα μωρέ, τι ασχολείσαι κι εσύ με τον καληνυχτάκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified