Λαϊκή θυμοσοφία που δείχνει ότι τίποτα δεν είναι αδύνατο, ακατόρθωτο αλλά όλα γίνονται με την υπομονή. Όμως τονίζεται και η σημασία του σάλιου, για να δειχθεί ότι «συν Αθηνά και χείρα κίνει». Δεν αρκεί η υπομονή ως παθητική μοιρολατρία, πρέπει να κάνεις και την προσπάθειά σου.

Το γνωμικό ανήκει στην ομάδα των με υπομονή κι επιμονή, ο κώλος γίνεται μουνί. Αλλά και στην φιλολογία περί του ελέφαντα και του μυρμηγκιού που τόσο έχουν τροφοδοτήσει τη λαϊκή φαντασία.

Βλ. ανέκδοτα: Περνούν ένας ελέφαντας κι ένα μυρμήγκι μια γέφυρα και σπάει. Και λέει μετά το μυρμήγκι: «Και σού 'λεγα να περάσουμε ένας ένας».

Ή: Παίζουν ποδόσφαιρο οι ελέφαντες και τα μυρμήγκια. Και μετά το τέλος πάει ο ελέφαντας να ζητήσει συγγνώμη από την ομάδα των μυρμηγκιών, πάνω από το γήπεδο με τα πατημένα μυρμήγκια, για να εισπράξει την απάντηση: «Ναι, αλλά κι εμείς σπρώχναμε...».

Τα εύσημα στον vikar που μου θύμισε την φράση!

- Τι να κάνω; Δεν βλέπω φως πουθενά! Όλα μου φαίνονται βουνό!
- Κουράγιο! Με σάλιο και υπομονή γαμεί ο ελέφαντας το μυρμήγκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρελαίνομαι, σαλτάρω, με μαζεύουν για τρελάδικο.

Άσε φίλε, τον Τάκη τον χώρισε η δικιά του από το τηλέφωνο. Πριν ένα μήνα μπήκε φαντάρος. Δεν κόβω να την παλεύει το παλληκάρι, θα βαρέσει μπιραλάχ ή θα πάει να φουντάρει.

Δες και βαράω διάλυση, βαράω μπιέλα. Ακόμη: βαράω, μπιρ αλλάχ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτιμώ, νομίζω, πιστεύω, προβλέπω. Στις φράσεις (την/το) κόβω να γίνεται κάτι (πιστεύω ότι θα γίνει κάτι, παράδειγμα 1), τον/την/το κόβω να κάνει κάτι (πιστεύω ότι αυτός/-ή/-ό θα κάνει κάτι, παράδειγμα 2).

Συνώνυμο: βλέπω

Συνάντηση την Κυριακή...
- [...] C U all there (I hope)...
- Τι I hope ρε μεγάλε; Θα έρθεις, γιατί την κόβω να είμαστε τα δυό μας... σαν πιτσουνάκια!

από φόρουμ

[...] μας τέλειωσε η βασιλόπιτα του Τερκενλή και η γαβάθα με το προφιτερόλ της Αναστασίας... Δηλαδή, και να είχε μείνει λίγο, την Αναστασία δεν την κόβω να το μοιράζεται ;-Ρ

από φόρουμ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παροιμία που σημαίνει ό,τι ακριβώς λέει. Είτε άσπρα είναι τα μούρα, είτε μαύρα, μια βρισιά της αξίζει!

- Για να δούμε, χρυσό κόσμημα θα μου πάρεις, ή πλατίνα;
- Άσπρα μούρα, μαύρα μούρα, είσαι μια παλιοχαμούρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κυριολεκτική έννοια της έκφρασης αυτής είναι «βάζω γράσο στις ρόδες του αραμπά για να κυλάει πιο εύκολα». Ο αραμπάς είναι το τετράτροχο κάρο, το οποίο αποτελούσε και το βασικότερο μέσο μεταφοράς στο παρελθόν.

Καθότι την σήμερον δεν υπάρχουν πια πολλοί αραμπάδες και αραμπατζήδες, η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται μόνο για την μεταφορική της έννοια. Σημαίνει ότι κάνω εκδουλεύσεις και δώρα σε κάποιον, ο οποίος έχει την δύναμη να κάνει τα πράγματα να κυλήσουν προς όφελος μου (δηλαδή το δόντι).

- Ο Γιώργος βλέπω είναι στις καλύτερες βάρδιες και υπηρεσίες. Δεν έχει χάσει μεροκάματο και γράφει όλο υπερωρίες. Μα πώς γίνεται αυτό;
- Μα καλά δεν ξέρεις ότι τις προάλλες είχε πάλι τον προϊστάμενο στο εξοχικό του; Και συνέχεια τον φορτώνει δώρα. Τον αλείφει τον αραμπά.

(από danielo, 26/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Άνθρωπος, στον οποίο οι άλλοι δεν δίνουν σημασία, τον υποτιμούν και του φέρονται περιφρονητικά.

  2. Κακό ποδοσφαιρικό παιχνίδι.

  1. Η Εκκλησία είναι δύσκολο να γίνει κλωτσοσκούφι στα πόδια αυτών που έχουν έρθει για να ευτελίσουν τα πάντα σ΄ αυτόν τον τόπο. (Χριστόδουλος, 5/12/2006. Πηγή: http://ecclesianet.blogspot.com/2008/01/blog-post_3654.html)

  2. Δεν άξιζε τον κόπο το ντέρμπι, η μία ομάδα μόνο κλωτσοσκούφι ήξερε να παίζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάληξη των κόμικ Λούκυ Λουκ χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να πούμε ότι κάποιος είναι μόνος του σε μια προσπάθεια και δεν βρίσκει συμπαράσταση από κανέναν.

Όπως όταν λέμε: «Ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη».

Ωχ αδερφέ! Εγώ θα βγάλω το φίδι από την τρύπα; Αφού το βλέπετε ότι είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόυ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το youtube, εκ των συ και σιφόνι (< αρχ. σίφων).

Βλ. επίσης συσωλήνας και εσύ-σωλήνας.

- Λίλιαν πρέπει να μάθεις κάτι. Κάτσε πρώτα μη πάθεις τίποτα. Είδα γιουτουμπάκι στο συσιφόνι με τον Πέρι και τον Βαγγέλη να τραγουδάνε γερμένοι το «Νιάου νιάου βρε γατούλα».
- Και ποια νομίζεις πως το ανέβασε, φιλενάδα; Η εκδίκηση σερβίρεται κρύα! - Πουτανίτσααα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταστρέφω ολοσχερώς αυτοκίνητο ή άλλο όχημα με με μετωπική σύγκρουση. Προέρχεται προφανώς από το χαρακτηριστικό σχήμα που παίρνει το όχημα, το οποίο μοιάζει με φυσαρμόνικα.

- Άσε ο Ζάχος, το 'χε δεν το 'χε ένα μήνα το αυτοκίνητο, το έκανε φυσαρμόνικα. Ήπιε λίγο παραπάνω και σε μια στροφή ξέχασε να στρίψει, έπεσε πάνω σε μια μάντρα.

(από Vrastaman, 27/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή του γνωστού τραγουδιού, λέγεται για τις μικροσκοπικές κάμερες, δύο επί τρία εκατοστά, εννοείται, που μας παρακολουθούν παντού.

- Καλά, από πού ξέρουν ότι έτρεχα με 180 χλμ στην Εθνική;
- Καμερούλα μια σταλιά, δύο επί τρία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified