Όταν ο άλλος σκύβει και φαίνεται το ευρέως γνωστό κωλαράκι του, λέμε ότι βλέπουμε τη φεγγαράδα του, σύμφωνα με το Survivor 2017 και τον πασίγνωστο γυμνισμό του Γιάννη Σπαλιάρα.

- Μήτσαινα: Μήτσο ξύπνησες;

- Μήτσος: Ναι, στην κουζίνα είμαι.

-Μήτσαινα: Ωραία, έρχομαι

(ο Μήτσος είναι όρθιος με τον κώλο έξω και ψάχνει για μερέντα στο ντουλάπι)

-Μήτσαινα: Ρε Μήτσο βάλε κάνα μποξεράκι. Τι κάθεσαι και μας δείχνεις τη φεγγαράδα σου;

Got a better definition? Add it!

Published

Ακόμα μία αργκοτική ονομασία για το σκανκ.

Ετυμολογικά προέρχεται από το αγγλικό skunk του οποίου αποτελεί σύντομο υποκοριστικό.
Βλέπε και το λήμμα σκανούρι.

-Είναι σκου;

-Μπα, αλβανός αγίνωτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πορσούχι είναι ιδιωματισμός για τον Ασβό που συναντάται στις ορεινές περιοχές κυρίως της Δράμας όπου κατοικήθηκαν απο πρόσφυγες μετά , την μικρασιατική καταστροφή . Η ΄λέξη προέρχεται απο το τούρκικο porsuk . Ο ιδιωματισμός αυτός πλέων συναντάται , πολύ σπάνια

Καλά ρε , τι έγινε εδώ πέρα και βρωμάει τόσο , πορσούχι έκλασε

]1]2

ένα πορσούχι λοιπόν

Got a better definition? Add it!

Published

Η παρτίδα στο πόκερ.

Δημοφιλέστατη λέξη στις λέσχες χαρτοπαιγνίων· ακούγεται συχνότερα απ' ό,τι η «παρτίδα».

Σε χαρτοπαικτική λέσχη
-Μεγάλη γκίνια σήμερα! Μια φορά έπιασα φύλλο κ' έχασα! Πάω να φύγω, θάρθεις;
-Κάτσε να παίξω άλλη μια πάσα και φύγαμε.

Got a better definition? Add it!

Published

Κανα τσιο εσεις κανετε παιδια?

Γουσταρει οταν της δινω το τσιο.

Ο μπαφος, το μαυρο, το χορτο κλπ. Συνηθως ακουγεται στην κουλτουρα του skate και του graffiti. Aκουγεται στην Αθηνα και στα περιχωρα.

Got a better definition? Add it!

Published

Βρομόξυλο. Από το τουρκ. değnek= μαγκούρα, μπαστούνι και, κατά συνεκδοχή, μπερντάχι που ρίχνεται με το εν λόγω σύνεργο. Για βορειοελλαδίτικο το ξέρω. Εδώ στα νότια γιόκ, εκτός κι έχω χάσει επεισόδια. Ας πει κάνας Σαλονικιός.

Που τον θμυθκες και συ ορε [...]??????????? χιχιχιχιχι!!!!! Τι ντεγνεκι ειχε φαει εκει αυτος ομους

Το μοναδικό τρέχον ιντερνετικό εύρημα. Παλιότερα είχα πετύχει καναδυό φορές στο γούγλη άλλα παραδείγματα αλλά τότε βαριόμουνα να το γράψω, και μετά εξαφανίστηκαν.

[...] ήταν οι δυό καλύτεροι φίλοι του, μαζί απ' τη Μικρασία, που τα 'χαν πατήσει κι αυτοί τα ογδόντα, ογδονταπέντε χρόνια. Ήρθαν και κάθησαν σιωπηλοί στο μιντέρι. Άφησαν δίπλα τα ντεγνέκια τους και τον κοίταζαν περιμένοντας υπομονετικά, χωρίς να μιλούν.

Γ. Σκαμπαρδώνης Η ψίχα της μεταλαβιάς, εκδ. τα τραμάκια, Θεσσαλονίκη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποικιλία λάπατου (γένος Rumex), αυτοφυής κυρίως σε βόρειες περιοχές της Ελλάδος. Διαφέρει γευστικά από τα περισσότερα λάπατα, στο ότι η γεύση της δεν είναι έντονα ξυνή και χρησιμοποιείται σε πίτες. Καλλιεργείται εύκολα και αρκετά ανθεκτικό φυτό, αν και συχνά την θεωρούμε ζιζάνιο.

Στην μπαλασόπιτα βάζεις τυρί, αλατοπίπερο, λίγο κρεμύδι και μερικά αρωματικά αν έχεις.

Got a better definition? Add it!

Published

Η αφαίρεση του φόντου από μια εικόνα.

Το φόντο είναι πολύ σκούρο και είναι δύσκολο να ξεφοντάρουμε την εικόνα, για να απομονωθεί το πρόσωπο.

Got a better definition? Add it!

Published

Εικόνα με ένα ή περισσότερα θέματα, που έχει αφαιρεθεί το φόντο, και τα pixel σε αυτή την περιοχή είναι διαφανή. Έτσι στην περιοχή του φόντου διακρίνεται κείμενο, χρώμα ή εικόνα που βρίσκεται σε από πίσω.

Το τυπογραφίο ζήτησε τις φωτο τρύπιες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην επεξεργασία φωτογραφίας η αφαίρεση του περιβάλλοντος από το κυρίως θέμα, είτε για να μείνει το περιθώριο κενό, είτε για να τοποθετήσουμε το θέμα μας σε άλλη εικόνα.

Το πιο δύσκολο να ξεγυρίσει κανείς είναι τα μαλλιά.

Τα περισσότερα κουτιά ξεγυρίζουν εύκολα γιατί έχουν καθαρές και απλές γραμμές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified