Πνίγω γκολ. Αφορά τον τερματοφύλακα που δέχεται τέρμα που κανονικά θα μπορούσε να είχε σώσει και η παραπληγική γιαγιά του.

Συνήθως από υπερβολική σιγουριά. Καμιά φορά σε κάνει να αναρρωτιέσαι αν είχε πρόθεση και το είχε παίξει στοίχημα σε κάποια χώρα της Άπω Ανατολής.

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ το γκολ που «έπνιξε»! (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published

Εξάρτημα του ορειβατικού σκι, που επιτρέπει την ανάβαση με τα πέδιλα στα πόδια. Έχουν τη μορφή ταινίας που με τη βοήθεια άγκιστρων και ειδικής κόλλας στερεώνεται στην κάτω επιφάνεια του πέδιλου.

Παλιά κατασκευάζονταν από δέρμα φώκιας, που έχει την ιδιότητα να είναι γυαλιστερό όταν το χαϊδεύεις από το κεφάλι προς την ουρά, αλλά να σκαλώνει στην ανάποδη φορά. Έτσι το πέδιλο γλυστρά προς τα πάνω στην ανηφόρα αλλά δεν ολισθαίνει προς τα πίσω όσο σέρνουμε το άλλο πέδιλο.

Σήμερα κατασκευάζονται από μαλί mohair, συνθετικές ίνες ή μείγμα των παραπάνω προς ανακούφιση του συμπαθούς θηλαστικού.

Αντί παραδείγματος, όποιος βρει μια γκρι φώκια μάρκας Kohla στην Οίτη, λίγο πάνω από το χωριό Πυρά στην Οίτη, μπορεί να την περιεργαστεί όσο θέλει πριν μου στείλει ΠΜ για να μου την επιστρέψει...

βάζοντας φώκιες

Got a better definition? Add it!

Published

Γυναίκα ανάμεσα στα 45-60, με απλά λόγια ένα σιτεμένο μετα-μιλφ προς το προ-γκιλφ. Ο χαρακτηρισμός προιδεάζει για παρουσιάσιμη, σεξουαλική και ώριμη γυναίκα, είτε και όχι.

Παράδειγμα εδώ

-Τι έγινε Νικολάκη με την πουράτζα που σε γυρνόφερνε;

-Καλά μωρε, πέφτει κανάς φιρφιρίκος που και που

-Καβάτζα η πουράτζα δηλαδής

Παρ 2

Λέω και γω θα σκάσει το μιλφάκι από το γαμησοσαιτ και θα γίνει σκηνικό και σκάει τελικά μια πουράτζα, εντελώς θείτσα, έγινα λούης

Got a better definition? Add it!

Published

Έσκασε νέο φιλονόι στην Καθημερινή.

(α) Εθνοβαρεμένη μπαρούφα ολκής περί ελληνικής γλώσσης, όπως ότι ομιλείται στον Άρη, ότι οξυγονώνει τον εγκέφαλο, ότι είναι η γλώσσα των υπολογιστών, ότι κρύβει μυστικά μηνύματα που αποκωδικοποιούνται μέσω λεξαρίθμων, ότι θεραπεύει τη δυσλεξία, το χαλάζιο και τις στυτικές δυσλειτουργίες, ότι είναι «νοηματική» γλώσσα, κ.λπ.
(β) Όποια/ος υποστηρίζει και διαδίδει τέτοιες μπαρούφες, με πρώτη διδάξασα την ομώνυμο.
(γ) Το γνωστό βραβείο Χρυσό Φιλονόι (απονέμεται ετησίως από φράξια απελπισμένων).

*για το σχηματισμό του πληθυντικού μαίνονται γλωσσολογικές έριδες από το 2012: «φιλονόγια» (παιγνιωδώς μαλλιαρό), ή «φιλονόια» (μεταμοντέρνα ειρωνικό);

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τι καλό φτιάξιμο μας είχες κάνει ρε φίλε μ'εκείνο το ταξίδι στην Κω... Είχες κανονίσει διαμονή, παρέα, γκομενάκια, αμάξι - τα πάντα!

Μία κατάσταση ή/και ένα σύνολο ενεργειών, το αποτέλεσμα των οποίων ένας τρίτος μπορεί να εκμεταλλευτεί προς όφελός του χωρίς να έχει συντελέσει στη δημιουργία του κατά οποιοδήποτε τρόπο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπέηκον που αν και ψημένο, δεν έχει αποκτήσει καθόλου τραγανότητα και παραμένει μαλακό.

Η προέλευση της συνταγής αυτής χάνεται στα καπή της Αμερικανικής Δύσης του 19ου αιώνα. Εκεί λόγω των συνθηκών ζωής που οδηγούσαν στην απώλεια των δοντιών, αναγκαζόντουσαν να καινοτομούν στις μεθόδους ψησίματος του παραδοσιακού και εύγευστου εδέσματος.

- Μικρέ, πκιάσε μια φασόλια με λαρδί και μιά κότον μπέηκον!
- Ότι πει ο παππούς που είναι πελάτης με τα ούλα του!
- Αν ήμουν 10 χρόνια νεότερος θα στις έβρεχα τσακάλι...
- Αν ήσουν 10 χρόνια νεότερος θα ετρωγες και τραγανό μπέηκον!

Got a better definition? Add it!

Published

Προλετάριος

Οι πρόλοι είναι σανός για τα κανόνια

Απο 'prole' — «Χίλια Εννιακόσια Ογδόντα Τέσσερα» του Τζορτζ Όργουελ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

α) Παροξυσμός ή μελαγχολία που προκαλείται από την επιθυμία για ένα ανέφικτο ιδεώδες.

Άσε με ρε μάνα, διάβασα τον «Φαίδρο» και έπαθα νυμφοληψία.

β) Το πάθος που προκαλείται στους άνδρες από όμορφα, νεαρά κορίτσια. (βλ. «νυμφίδιο»)

Σκέτη νυμφοληψία είναι η κόρη σας, κυρά Μαίρη. Τυχαίνει μήπως να ψάχνετε καθηγητή φιλολογίας;

18ος αιώνας. Από «Νυμφόληπτος» — αιχμάλωτος των νύμφων.

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Ενεργητικής φωνής με ενεργητική διάθεση μεταβατικό: σημαίνει κυριολεκτικά μαλακίζω (δεν χρησιμοποιείται συνήθως κατά κυριολεξία) και μεταφορικά τεμπελιάζω
  2. Ενεργητικής φωνής με μέση διάθεση: σημαίνει κυριολεκτικά μαλακίζομαι (δεν χρησιμοποιείται συνήθως κατά κυριολεξία) και μεταφορικά τεμπελιάζω και πράττω ανόητα
  1. «μινάρω τους κουλούς»=δεν κάνω τίποτα, κάθομαι άπραγος
  2. «δεν θα τους πληρώνω τζάμπα για να μινάρουν όλη μέρα», (επί ατζαμή οδηγού, συνοδευόμενη με χειρονομία χούφτας σε γροθιά που πάλεται πάνω κάτω): «ρε φίλε μινάρεις;»

Got a better definition? Add it!

Published

Στο στρατό αυτός που υπηρετεί σε μονάδα με περισσότερο τρέξιμο και υπαίθρια εκπαίδευση, που τρέχει στο βουνό σαν τον Κούρδο αντάρτη του ΡΚΚ.

Το ενδιαφέρον είναι ότι το ποιός είναι Κούρδος και ποιός όχι είναι καθαρά θέμα οπτικής γωνίας. Έτσι π.χ. ένας ΣΤΡ(ΔΒ) μπορεί να θεωρεί Κούρδους τους πεζικάριους, οι πεζικάριοι τους Πεζοναύτες, οι Πεζοναύτες του Λόχου Διοικήσεως ή του Υποστήριξης αυτούς των Λόχων Κρούσεως, οι βαρυοπλίτες των εν λόγω λόχων τους άνδρες των Διμοιριών Κρούσης κλπ.

Με λίγα λόγια υπάρχουν πάντα χειρότερα, ή έτσι θέλουμε να πιστεύουμε.

-Καλά, τι πας να κάνεις εσύ, καλλιεργημένος άνθρωπος, σε κούρδικο τάγμα;
-Καλά εγώ που θα είμαι μια θητεία, εσύ που θα είσαι μια ζωή;
(διάλογος με μόνιμο Υπλ/γό, καθόλου στρατόκαυλο, ίσως και ψιλοχίπη...)

apo
pkk

Got a better definition? Add it!

Published