Ο παχύς άνθρωπος.

Βαρέλι έχεις γίνει, κόψε τη μασαμπούκα!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο χοντρός και ογκώδης άνθρωπος, μεταφορά από το ερπυστριοφόρο τρακτέρ.

Κυκλοφορεί με ένα κατερπίλαρ που τον έχει σαν μπράβο.

Got a better definition? Add it!

Published

Η γκομενίτσα εκ του αγγλικού chick (<chicken = κοτόπουλο).

Τόνι, πώς μπορώ να γίνω το τσικάκι σου; (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Η οικογένεια από το αγγλικό family σε κομμέ εκδοχή.

Είναι χόμι από τη φαμ.

Got a better definition? Add it!

Published

Τα δύο λακκάκια στην οσφύ σε σέξι αδύνατα σώματα, μεταφορά από το dual analog controller.

Έχει αυτό το dual analog που με τρελαίνει!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γκραφιτάς που ασκεί την τέχνη του σε τρένα και σε συρμούς του μετρό.

Δεν κάνει γκράφιτι σε σπίτια, είναι τρενάς.

Got a better definition? Add it!

Published

Νταλάκι είναι είδος ερπετού και νταλάκας είναι αυτός που έχει φουσκωμένη κοιλιά, αυτός που νταλακιάζει. Η προέλευση δεν είναι σαφής. Μπορεί να αναφέρεται στην επίδραση δηλητηρίου του ερπετού ή στην εικόνα ερπετού, που βαρυστομαχιάζει ύστερα από την κατανάλωση άλλου ζώου, ή σε κοιλιά σαν βάτραχου.

Κείνος που πρόκοψε πολύ ήταν ο Θανάσης ο νταλάκας ή μπακοκοίλης, - όλο κοιλιά ήτανε μικρός. (Όμηρος Πέλλας).

Got a better definition? Add it!

Published

Φουσκώνει η κοιλιά μου από το πολύ φαγητό και νερό.

Νταλάκιασαν όλοι απ᾿ τη ζέστη και το μπακαλιάρο. (Ερανιστής).

Got a better definition? Add it!

Published

Η φουσκωμένη κοιλιά.

Την έκανα νταλάκα από το πολύ νερό.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο κοιλαράς εκ της αλβανικής λέξης baka = κοιλιά.

Κείνος που πρόκοψε πολύ ήταν ο Θανάσης ο νταλάκας ή μπακοκοίλης, - όλο κοιλιά ήτανε μικρός. (Όμηρος Πέλλας).

Got a better definition? Add it!

Published