Όταν υπάρχει αποτυχία να ανταποκριθεί κάποιος σε οικονομικές του υποχρεώσεις. Λ.χ. αν κάποιος δανείσει χρήματα και δεν τα πάρει ποτέ πίσω, αν κάποιος δεν πληρωθεί από τον εργοδότη του για δουλειά που έχει κάνει, αν φύγεις από ένα μέρος χωρίς να πληρώσεις. Βλ. και πιστόλα.

Συχνό το τρώω πιστόλι.

  1. Το νέο ρεζιλίκι της Γερμανίας - Έλληνας νεο-μετανάστης έφαγε πιστόλι από γερμανική εταιρεία. (Εδώ).
  2. ΓΕΙΑ ΣΑΣ, ΕΠΕΙΔΗ ΕΦΑΓΑ "ΠΙΣΤΟΛΙ" ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΠΟΥ ΝΟΙΚΙΑΖΕ ΕΝΑ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΕΙΧΕ FISH SPA, ΜΟΥ ΑΦΗΣΕ ΕΝΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕ "ΞΕΠΛΗΡΩΣΕΙ"! (Εδώ).
  3. Για παράδειγμα από προσωπική μου δουλειά, συνέταξα παλαιότερα μια τέτοια έκθεση για μια παρανομία ενός καταστήματος, επειδή δεν υπήρχε καμία διαθέσιμη Α/Φ που να αποτυπώνει ξεκάθαρα και για τον τελείως άσχετο αυτό που ήθελε να αποδείξει ο πελάτης μου (άσχετα βέβαια ότι "έφαγα πιστόλι" για αυτή τη δουλειά). (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εγκατάλειψη (ή ακύρωση σχεδίων) μιας παρέας, ή οποιουδήποτε, με απροσδόκητο, απρόβλεπτο ή αγενή τρόπο. Επίσης προκύπτουν και οι λέξεις: πιστολιέρο, πιστολάτο, πιστολάρα, πιστολιάζω, πιστόλιασμα.

-Τί πιστόλι ήταν αυτό που μας έριξε χθες βράδυ ο Νίκος! Και 'μεις κάτσαμε και του οργανώσαμε έξοδο με γκομενάκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εθνικό αυτοφαυλιστικό και πολιτική δυστοπία εκ των Σύριζα και Ζάμπια. Χρησιμοποιείται από πολιτικούς αντιπάλους του κόμματος ΣΥ.ΡΙΖ.Α. για να περιγράψει την Ελλάδα υπό την κυβέρνηση συριζανέλ, ως μια χώρα απομονωμένη από την Ευρώπη (Ευρώπη ή Αφρική το δίλημμα, όπως είχε πει ο Ραμφοκοέλιο), χρεωκοπημένη, που δεν πληρώνει τις δόσεις στο ΔΝΤ, και κινδυνεύει να τεθεί εκτός Ευρώ.

Στο μυαλό του Σίλα

  1. Οι διαχωρισμοί λοιπόν σήμερα είναι μεταξύ των νοικοκυραίων ευρωπαϊστών, και των κατσαπλιάδων ιδεοληπτικών, που συνεπικουρούνται από τα μεγάλα και μικρά συμφέροντα, τους επιτήδειους μπατακτσήδες δηλαδή, που βγάλανε τα λεφτά τους έξω και που ονειρεύονται την αφρικανοποίησή μας προκειμένου αυτοί να είναι τα νέα τζάκια του μέλλοντος σε μια Ελλάδα συριΖάμπια. (Εδώ).
  2. Στη Συριζάμπια έχουμε μόνο ποινικούς κρατούμενους. Btw, το κόμμα του Πάκη δεν αποφυλάκισε αυτό τον κοπρίτη??? (Από σύγκριση Βενιζουέλας και Συριζάμπιας στο Τουίτερ).
  3. και τι να παρακολουθούμε συντροφε; ισκρα και άνεμο αντίστασης την προπαγανδάρα του συριζάμπια; (Freegossip: Hollywood, τα ζευγάρια που δεν χώρισαν).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Slanγκιά που συνήθως την χρησιμοποιούμε για τον cool τύπο που έχει περισσότερες κατακτήσεις από τους υπόλοιπους της παρέας οπότε δεν είναι μοναχοφάης και κοιτάει να μοιράσει γυναίκες και στους άλλους ώστε να βγει ωραία η βραδιά!

Θα περάσουμε τέλεια απόψε! Θα έρθει με 2-3 πιστόλια ο Κώστας που είναι μέγας πασαδόρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που λέει συνεχώς μάλιστα, μάλιστα κύριε, δηλαδή ο γιέσμαν, ο νενέκος, ο ναισεολατζής, ο ναιναίς, ο μαλιστάς, ο μειοδότης, ο εθελόδουλος, ο οσφυοκάμπτης.

(Γύρω από το δημοψήφισμα Ιουλίου 2015 στην Ελλάδα χρησιμοποιείτο διχαστικά για να στιγματίσει τους οπαδούς του Ναι, σε αντίθεση με τους οπαδούς του Όχι, πλέον όμως αφότου και το ίδιο το κυβερνών κόμμα του Όχι πρότεινε το δικό του Αριστερόνιο (Αριστερό Μνημόνιο) και ζήτησε την έγκρισή του από τη Βουλή, οι μαλιστάκηδες είναι μάλλον ενωτική κατηγορία, περιλαμβάνοντας σχεδόν όλους τους βουλευτές και πολιτικούς πλην ΛαΚΚΕδαιμονίων και κάποιων ακόμη).

Yes men

  1. Είμαστε τα γατάκια των social media. Γιατί καταλήγουμε να γίνουμε μαλιστάκηδες των social media και των μεγάλων παικτών του ίντερνετ. (Εδώ).
  2. Την Κυριακή ο λαός (εκτός από τους παλαιόθεν και νυν εθελόδουλους) θα αντισταθεί και θα βροντοφωνάξει: «Όχι» στη νέα κατοχή. «Όχι» στα σχέδια και στην προπαγάνδα των πορνών του φόβου και της τρομοκράτησης (συστημικά κανάλια), που θέλουν να μας επιβάλουν οι φωλέες των Ευρώσυμμοριτών, που λέγονται ΔΝΤ και γραφειοκράτες της Ε.Ε. Και για τους εθελόδουλους, τα οσφυοκαμπτικά μαλάκια; Τους Μαλιστάκηδες, τους Ναιμεναλλάδες και τους Αλλουβρεχείς : «Ανάξιος όποιος κάπου ακούει το προσκλητήρι των καιρών, σάλπιγγα ή τύμπανο, τ’ ακούει, δεν λέει Παρών» (Κωστής Παλαμάς). (Εδώ).
  3. Νομίζω ότι οι σαμαρικές μαγκιές είχαν αποδέκτη όχι τόσο τον ΣΥΡΙΖΑ και τον πρόεδρό του, αλλά τους πειθήνιους μαλιστάκηδες του κόμματός του, οι επιφανέστεροι των οποίων τον είχαν πετάξει στα αζήτητα το 1993. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τάπας. Ο πολύ κοντός. Ο πινέζας.

- Πόσο ύψος έχεις;
- Είμαι ένα και ένα μίλκο, γάμησε τα.

Δες επίσης μίλκο, ένα κι ένα milko

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεμούριο λέμε τον τύπο που είναι βραχύσωμος μάγκας και τα ρέστα. Συνήθως είναι αυτός που θα ξεκινήσει ένα καυγά (καθώς δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του) και μετά η θα έρθει μαζί με άλλους λεμούριους η θα εξαφανιστεί!

Κοίτα τον λεμούριο... Δεν κοιτάει που είναι μια σπιθαμή θέλει και μαγκιές το πιθηκάκι!

Ήρθανε δέκα μαζεμένοι σα τους λεμούριους να κάνουνε βαβούρα!

Συμμορία Λεμούριων

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός στην ανωτάτη ξυλοδαρτική ο οποίος μας δέιχνει το υπερβολικό ξύλο που μάζεψε κάποιος εξού και η λέξη τσάντα!

Του έπρηζε τα παπάρια. Ε είναι και δύο μέτρα γορίλας ο άλλος τον έκανε τσάντα τελικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο.Φ.Α. (όπου φυσάει ο άνεμος)

Αρχικά τα οποία τα σημαίνουν όπου φυσάει ο άνεμος και τα χρησιμοποιούμε για να χαρακτηρίσουμε τον τύπο οποίος είναι πάντα μπερδεμένος με τα πολιτικά, ψηφίζει διαφορετικό κόμμα κάθε 4ετία και πορώνετε και με αυτό.Επίσης ο ασταθής νεοέλληνας που πάει με το συμφέρον του ανεξαρτήτως ιδεολογίας και κομματικής αντίληψης.Όλοι έχουμε έναν τέτοιο στην παρέα.

Τι ψηφίζει ο Μήτσος ρε παιδιά ξέρει κανείς?
Ο.Φ.Α. δαγκωτό το έριξε πάλι.

Θα μας τρελάνει αυτός μια άσπρο μια μαύρο...
Άστον είναι Ο.Φ.Α. ο φίλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερχασικλής. Ο τύπος που ζει για να παίρνει τζούρες κάνναβης και καπνού!Αυτός που πάντα θα έχει μαζί του ένα στριμμένο διφυλλάκι στο αυτί.

Καλά ο Νικολάκης? Μεγάλος τζουράκιας ο τύπος. Δίνει από το πρωί μέχρι το βράδυ ασταμάτητα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified