πολιτικός όρος που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τα αποστρατευμένα μέλη αριστερών κυρίως οργανώσεων που απογοητεύτηκαν και εγκατέλειψαν την πολιτική δράση. Στο περιθώριο πλέον του κινήματος, συχνάζουν σε μπαρ και καταναλώνουν ουίσκι λέγοντας ιστορίες από τα παλιά, για το πόσο πληγώθηκαν και το πόσο τίποτα δεν αξίζει πια. Αγαπημένες τους φράσεις "'ασε με φιλαράκι, τα ξέρω" και "εγώ τους τα έλεγα τότε για τη γραμμή τους".

1) - Ρε πέτυχα χτες τον Λευτέρη! Τον ρώτησα που χάθηκε τόσο καιρό και κατάλαβα ότι έχει γίνει ουισκάτος.
- Ναι ρε από το δημοψήφισμα και μετά είναι ουισκάτος αυτός

2) -Έχεις δοκιμάσει το Nikka, το γιαπωνέζικο ουίσκι; τρομερό φίλε! Πιάσε 2 Nikka μάστορα (σσ προς τον σερβιτόρο).. Α και τί λέγαμε; ναι, άσε τα ξέρω μωρέ, όλοι σάπιοι είναι, τα έζησα από μέσα
- Είσαι πολύ καιρό ουισκάτος;

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που δεν είναι σεξουαλικά επαρκής, δεν είναι αποδοτικός στο σεξ ώστε να ικανοποιήσει μια γυναίκα. Κατ΄επέκταση ο ξενέρωτος, βαρετός, ανούσιος άντρας.

-Μαρία, πάμε για κανά ποτό μετά τη δουλειά; Θα έρθει και ο Γιάννης.
-Ο Γιάννης; Με αυτόν τον χαδομούνη εγώ δεν ξαναβγαίνω. Είναι πολύ βαρετός...

Got a better definition? Add it!

Published

Το λέει κι η λέξη είναι η νοσταλγία της χούντας των συνταγματαρχών του 1967-1974.

  1. Και στην τελικη τι προτεινεις? Ενταξει ολα αυτα που γραφεις αλλα ''χουντικο κομμα'' σημερα δεν υπαρχει. Επισης κανει μπαμ (το εχω αποδειξει) οτι εισαι βαμμενος ΝΔ και γουσταρεις ΧΑ αλλα θα κανω τον χαζο και θα σε ρωτησω τι προτεινεις για το σημερα. Χρονομηχανη για να γυρισουμε στο μαγεμενο 67 δεν υπαρχει. Το δια ταυτα πες μας απο ολη αυτην την χουντονοσταλγια. Να αναλαβει κανενας συνταγματαρχης παλι? (Ελεύθερο)
  2. Ίσως να είναι zoomer κ να μην ξέρει ότι υπήρχε χουντονοσταλγια στα 90s :D Τότε άκουσα κ πρώτη φορά τις πολύ γνωστές φράσεις "ένας Παπαδόπουλος χρειάζεται" "α ρε Παπαδόπουλε" "που είσαι Παπαδοπουλε" κτλ. Ακόμα κ από τύπους που πρακτικά δεν έζησαν τη χούντα. (Πχόρουμ).
  3. Κεφάλαιο, βιομήχανοι, ΣΕΒ, μίζες, διαπλοκή, στρατός, ΜΑΤ, ανήκουμε εις την Δύσιν, πατρίς-θρησκεία-οικογένεια, βασιλονοσταλγία, χουντονοσταλγία, ευρώ κι ας τρώγαμε και πέτρες, οι Γερμανοί είναι φίλοι μας και χαιλ. (Μακελειό).

Got a better definition? Add it!

Published

Στα καλιαρντά σημαίνει μαγνητίζω, δηλαδή και καλά αγκιστρώνω μέσα από τον αέρα όπως ένας μαγνήτης, που στα καλιαρντά λέγεται αεραγκίστρω. Μπορεί να λάβει επίσης και τις μεταφορικές ερωτικές ή άλλες σημασίες του μαγνήτη, που βλέπουμε σε μια πλειάδα εκφράσεων, όπως γκομενομαγνήτης, μαλακομαγνήτης, καυλομαγνήτης, μουνομαγνήτης, τρελομαγνήτης, τσιμπουκομαγνήτης κ.τ.ό.

Τι έχω πάθει και αεραγκιστρώνω όλες τις φίφες αυτό θα ήθελα να ξέρω γαμώ την τύχη μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω χάσει το μυαλό μου με δύο διαφορετικούς τρόπους.

μού'χει στρίψει

Έχω τρελαθεί με την κακή έννοια. Τελώ υπό καθεστώς μανίας, καταστροφικού θυμού, ερεβώδους κακίας και βρίσκομαι ένα βήμα πριν την πύρινη λαίλαπα της σχιζοφρένειας, άμα αυτό συμβαίνει πολύ τακτικά. Σε ένα τυχαίο βίαιο υπέρ το δέον ξέσπασμα, αυτή η άτις μπορεί να προκαλέσει μιαν ύβρι που το κάρμα θα την επιστρέψει. Ο δράστης έχει το ακαταλόγιστο γιατί το πνεύμα του έχει διαβληθεί από σκοτεινές δυνάμεις. Η βίδα όταν έχει στρίψει παραπάνω απ'όσο πρέπει στο μηχανισμό που βρίσκεται, τον πιέζει παραπάνω με αποτέλεσμα να ασφυκτιά από την ακαμψία και την έλλειψη μπόσικων με κίνδυνο αν χτυπηθεί ή δεχτεί ποικίλες εξωτερικές δυνάμεις να σπάσει - τον καθιστά το υπερβολικό στρίψιμο εκ των προτέρων εύθραυστο. Έτσι και ο άνθρωπος καταρρέει από το συναισθηματικό βάρος και τρελαίνεται όταν δεν έχει την ανοχή που χρειάζεται για να αντέξει κάποια πίεση και κατόπιν εκρήγνυται καταστροφικά σαν ηφαίστειο που ξυπνά με απρόβλεπτες συνέπειες.


- Θα πάω να τόνε σφάξω τον πούστη! Τον αρχιψεύταρο! Δύο χρόνια τώρα με δουλεύει! Κάτσε και θα τον τακτοποιήσω εγώ...
- Πού πας θεοπάλαβη με το μαχαίρι; Σού'στριψε τελείως;
- ΑΕΡΑ! ΦΕΥΓΩ! Ξεφτιλισμένε άντρα, ήρθε η ώρα σου!!!

μού'χει λασκάρει η βίδα

Έχω χαζέψει. Εδώ η έκφραση απαντά συνηθέστερα πλήρης σε αντίθεση με την παραπάνω που η βίδα εννοείται. Όπως το ασφυκτικό της σφίξιμο σε ένα μηχανισμό τον θέτει σε κίνδυνο έτσι και το υπερβολικό λασκάρισμα αφήνει χαλαρά τα συναρθρωθέντα μέρη, θέτοντας τα σε κίνδυνο διάλυσης. Έτσι η βίδα που συγκρατεί τα πράγματα στη θέση τους, όταν είναι στον εγκέφαλο και λασκάρει, κακά τα μαντάτα γιατί χάνει στροφές. Προμηνύεται ουφοποίηση, μαλάκυνση ίσως και ατσχάι. Συνήθως ένας με λασκαρισμένη βίδα είναι ευχάριστος για παρέα, όταν δε βρίσκεται εκτός τόπου και χρόνου και κάπως γίνεται κάποια ψευδοσυνεννόηση που δεν είναι να την πάρεις στα σοβαρά γιατί καταλήγει χαλασμένο τηλέφωνο και μόνο για το χάι και για να σπάσεις πλάκα την επιδιώκεις.


- Καλά, χάζεψες; Τόση ώρα που σε χαιρετάω, δε με πήρες χαμπάρι;
- Όχι. Να εδώ καθόμουν και χαλάρωνα και δεν πρόσεχα...
- Άμα λέω γω ότι σού'χει λασκάρει...Να, μια βίδα! Από σένα έπεσε!
- Όχι ρε, απ'το πολυκατσάβιδο. Το'χα πριν στο χέρι μου και έπεσε. Να, είναι μαγνητικό. Τσουπ! Το' πιασε.
- Τί θα σε κάνω πού'σαι εκτός θέματος και αλλού ντ'αλλού; Έλα, πάμε και μας περιμένουν τα παιδιά...
- Είχαμε δώσει ραντεβού;
- Όχι. Γιατί σε χαλάει;
- ...
- Ε, τότε τί το κουβεντιάζουμε; Πάμε να τους βρούμε!

Got a better definition? Add it!

Published

**Η αλβανική γλώσσα **

Παράδειγμα εδώ

Got a better definition? Add it!

Published

Το προεξέχον και κρεμάμενο δέρμα συνήθως προερχόμενο χείλη του αιδοίου, ομοιάζοντας με τις άκρες του κασεριού που προεξέχει του τοστ. Χρησιμοποιείται μόνο σε πληθυντικό αριθμό. λεζάντα εικόνας

-Έβαλα το Ντινάκι χθες. -Έλα ρε, σφιχτό μουνι: -Τι σφιχτό μωρέ, μες στα κασέρια ήταν το παρτάλι

Got a better definition? Add it!

Published

O παραχαϊδεμένος, ο ανώριμος, ο άβουλος άντρας.

Ο Γιάννης είναι καλό παιδί αλλά δεν ξεκολλάει από τα φουστάνια της μάνας του. Εντελώς χαδομούνης δηλαδη.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυνανίζομαι. (Δες).

Ο μικρός γιατί έχει κάτσει στην άκρη της παραλίας και πεανίζει;

Got a better definition? Add it!

Published

Γκραν Γκινιόλ (Le Théâtre du Grand-Guignol) ονομαζόταν ένα μικρό θέατρο στο Παρίσι το οποίο έπαιζε έργα φρίκης. Αυτό το μικρό θέατρο ξεκίνησε τη λειτουργία του στις 3 Δεκεμβρίου του έτους 1897 κι έκλεισε οριστικά στις 31 Μαΐου του έτους 1962. Μέσα σε αυτά τα 54 χρόνια λειτουργίας έπαιξε περίπου 1 εκατομμύριο έργα βίας και φρίκης. Σήμερα χρησιμοποιείται μεταφορικά η έκφραση "Γκραν Γκινιόλ" για να χαρακτηρίσουμε κάτι φρικτό.

- Τον βρήκαν αποκεφαλισμένο στο σπίτι του, μέσα σε μια λίμνη αίματος.
- Απίστευτο! Γκραν Γκινιόλ!

Got a better definition? Add it!

Published