Ανάλογο του «δεν (μ)παλεύομαι». Σημαίνει είτε πως είναι αδύνατο να με αντέξει κανείς, είτε πως είναι αδύνατο για τον οποιονδήποτε να με ανταγωνιστεί.
Ανάλογο του «δεν (μ)παλεύομαι». Σημαίνει είτε πως είναι αδύνατο να με αντέξει κανείς, είτε πως είναι αδύνατο για τον οποιονδήποτε να με ανταγωνιστεί.
Got a better definition? Add it!
Ο ομοφυλόφιλος, ο gay, η αδερφή, ο πούστης.
- Kαλά, δεν τον βλέπεις πώς κουνιέται ο ντιγκιντάγκας!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο αναπτήρας, αλλά στα πολύ αλανιάρικα. Αλλιώς και φόκο.
Πιάσε το τσακμάκι να ανάψω!
Got a better definition? Add it!
Η μη εμφανίσιμη κοπέλα. Το μπάζο, η πατσαβούρα, η παντζούρω.
- Πάμε να φύγουμε από 'δω, όλο σαύρες κυκλοφορούν, ούτε μια ωραία δεν έχω δεί.
Βλ. και λίζα
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η ηλεκτρονική μουσική με πολύ έντονο beat. Αναφέρεται συνήθως στη μουσική trance.
Κλείσ' τα πια αυτά τα πριόνια, με έπιασε πονοκέφαλος.
Got a better definition? Add it!
πσκ, πουσουκού
Το τριήμερο από Παρασκευή έως Κυριακή. Το λένε κυρίως οι φαντάροι για τυχόν τέτοια άδεια.
Βλ. και σκ.
- Θα ζητήσω πσκ έξω, αλλά σιγά μη μου την δώσουν τα καθίκια.
Got a better definition? Add it!
σκ, σουκού, σου κου
Tο σαββατοκύριακο. Είναι αργκό που λέγεται πολύ μεταξύ των φαντάρων κυρίως για να δηλώσουν αν έχουν άδεια ή όχι το σαββατοκύριακο. Αντίστοιχα και πσκ για Παρασκευο-σαββατοκύριακο.
Επιτέλους πήρα σκ έξω.
Got a better definition? Add it!
Με την έννοια του «καταφέρνω» λέγεται και για ομάδες και αποτελέσματα παιχνιδιών.
- Λες να το μπαλέψουμε το παιχνίδι την Κυριακή; Θα παίξει ο Ιωνικός εναντίoν της Barcelona, αλλά δεν τη μπαλεύει με την καμία.
%
Σχετικά: παλεύεται, αντιπαλευόν, το, απαλεψιά, -ιές, την παλεύω, δεν την παλεύω κάστανο, δεν την παλεύω
Got a better definition? Add it!
σκορδομπούτσογλου, σκορδοπούτσογλου
Ο ό,τι νά 'ναι, ανώνυμος, τυχάρπαστος.
-Μου χάλασε το στέρεο. -Ε, σου 'πα να μην πάρεις μάρκα Σκορδομπούτσογλου...
Δες και -ογλου.
Got a better definition? Add it!
Ο σχετικός με το πέος. Δεν έχει συγκεκριμένη σημασία, αλλά χρησιμοποιείται γενικώς μειωτικά για κάποιον.
Πού πα' ρε ο Πεοκλής...!
βλ. και πουτσικλής.
Got a better definition? Add it!