Ο σφόδρα καυλοπυρέσσων, ο σπαρασσόμενος από την την κραταιάν του στύσιν.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

Τέλος, ενώ της έγλειφε πάντοτε εν τη πραματικότητι ο φύλαξ, η Φλώσσυ εφαντάσθη ότι ο πεόμορφος κρουνός μετετοπίσθη και ότι, έχων γεμίσει τον λουτήρα έως τον λαιμόν της, εστάθη παλλόμενος προ του ανοικτού της στόματος, και ότι έχυνε εντός αυτού αύθονον παχύ σπέρμα ως αληθινή ψωλή, ψωλή μεγάλη ως πέος ίππου ή όνου, ενώ εκείνη, καυλοσφαδάζουσα και ηδονιζομένη σφόδρα εις την φαντασίωσίν της, όπως και εις την πραγματικότητα, εδέχετο το ψωλόχυμα εν τη φαντασιώσει της, όπως μια διψαλέα γη δέχεται εν καιρώ θέρους και κατά την διάρκειαν φοβερού καύσωνος, μίαν καταρρακτώδη βροχήν, πίνουσα και καταπίνουσα το ανεξάντλητον σπέρμα, όπως η πυρωμένη γη τον χειμαρρώδη όμβρον.
(Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Τόμος Β', σελ. 35)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας πλεοναστικός εμφατικός τρόπος για να βρίσεις κάποια(-ον) (ή να αποκαλέσεις στο πλαίσιο γαμησιάτικων μπινελικίων) ως πουτάνα.

  1. -Ψωλοπουτάνα όλκης. Να πάει να γαμηθεί...
    -Τόσες και τόσες ρομούνες, την πιο ξυνή διαλέξατε; (Ντέλια Βελκουλέσκου, η Ρουμάνα του ΔΝΤ για την Κύπρο).

2. Κύριε ΣΥΝΑΓΩΝΙΣΤΑ η μανούλα σου η ψωλοπουτάνα σε έμαθε να φοβάσαι τους μετανάστες και τους αναρχικούς τόσο πολύ;! Κάτι ξέρει μάλλον

3. Να πεθάνουν τα ψωλοπούτανα.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο ψωλαράς, ο πουτσαράς. Υπερθετικά, ο μεγαλοψώλων.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

Μήπως, μὰ τὸν Θεόν, ὁ μόνος Θεὸς ἦτο ἕνας τεράστιος καὶ παντοδύναμος Ψώλων, καὶ, οὐσιαστικῶς ὑπῆρχαν μόνο ἡδοναί, διὰ τοῦ πανισχύρου Πέους του καὶ τοῦ ὑπερπλουσίου Σπέρματός του χορηγούμεναι;
(Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 108-109).

Φωτογραφία διά χειρός Ανδρέου Εμπειρίκου (από Khan, 20/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κουκλί, η θεάρα. Χαριτωμενίστικη φιλοφρόνηση θηλέων νέας κοπής που αποδομεί και ανατρέπει τον συμβατικό ορισμό του μπάζο. Φοριέται πολύ στα γυμνάσια / λύκεια καθώς και στα κοινωνικά δίκτυα.

'Ολα τα παρακάτω παραδείγματα από το ασκεφέμ.

1.
μπάζο μου ♥‎

2.
Οτι ωρα θελει το μπαζο μου :* χαχαχαχαχα :*‎ Κική Χ. <33333

3.
μπαζακι μπαζακι μπαζακι μπαζακι μπαζακι! Τι γλυκος ....

4.
φωτογραφια οπως εισαι τωρα μπαζακι<3
(σ.ς. επακολουθεί pic ευειδέστατου πιπινιού)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δεύτερος γύρος ερωτικής συνευρέσεως, «take two» που λένε και στο ψώλλυγουντ.

Εκ του Γαλατικού double, διπλό. Aπώτερο αντιδάνειο του δύο διά του λατινικού duplus).

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

1.
Ούτω µόλις απέσπασε ο µεγαλόσωµος πυρρόθριξ άνδρας τά χείλη του από τό στόµα τής Φλώσσυ, χωρίς να αφήση τήν παίδα να συνέλθη πλήρως από τόν γλυκύτατον « ντουµπλέν », έχων µεθύσει από τό νεανικόν µουνόχυµα που εγεύθη, χωρίς να είπη λέξιν, παρ' όλον ότι η κόρη είχε χύσει δύο φοράς, έτσι γονατιστός όπως ήτο προ τών ανοικτών σκελών της, έκυψε και εκόλλησε τό στόµα του εις τό αιδοίον της.

2.
Θα κάνω σε λίγο ένα ντουμπλέν με κάτι Πολωνές. Μπορεί να ποστάρω φωτό.Σε κανα-δυο βδομάδες σκέφτομαι να αρδεύσω ξανά τα εύφορα εδάφη της πάλαι ποτέ Αυστροουγγαρίας θα μείνω Τσεχία σε 4 γκόμενες(στα σπίτια τους διαδοχικά) και μετά θα πάω Πολωνία να μείνω σε 1 γκόμενα και να συναντήσω μερικές ακόμα.Πιστεύω οτι μια βδομάδα είναι αρκετή για το άνω πλάνο όπου 7-8 γκόμενες θα βρουν την ευτυχία τους. Είναι μεγάλη υπόθεση να είσαι Βαλκάνιος.

2.
Εάν ήμουν (πολύ) νεότερος ίσως να της πρότεινα έναν δεύτερο γύρο για το «ντουμπλέν», που έλεγε κι ο Εμπειρίκος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αιδοιολειχία, το γλειφομούνι.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

- Αλλά η γεύσις τού χυµού τής ηδονής τής εξαισίας κόρης, εκτός που είχε αυξήσει εις τό έπακρον τήν γενικήν καύλαν τού ρωµαλέου ανδρός, είχε προκαλέσει εις τόν φύλακα και τήν ειδικήν εκείνην καυλικήν δίψαν, τήν καύλαν τήν στοµατικήν, που ωθεί πολλούς εραστάς εις τήν αιδοιολειχίαν, τήν µουνοαποµύζησιν και τήν τελικήν κατάποσιν τού αντλούµενου θηλυκού σπέρµατος.
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαϊδευτική προσφώνηση τςη μούνας, πιθανώς εκ ποδανής παραφθοράς του «μούνα μου».

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

  1. - ... καὶ ἔπειτα θέλω νὰ τρίψω τὸ μιμί σου μὲ τοῦτο ἐδῶ τὸ πρᾶγμα . . . μὲ τὴν ψωλή μου . . . μὲ τὴν ψώλα μου νὰ βουρτζίζῃ τὸ μουνέττο σου . . . ἐκεῖ κάτω στὴν καλύβα μου, ὄχι μακρυὰ ἀπ' ἐδῶ, ὅπου κατόπιν, θὰ σὲ ὁδηγήσω γιὰ μεγαλύτερη ἄνεσι καὶ ἀσφάλεια . . . Κατάλαβες, Μουμούνα μου; Ἐννοῶ τὸ τρίψιμο τοῦ μουνιοῦ μὲ τὴν πούτσα . . . Ἴσως νὰ σοῦ τὸ ἔχουν κάνει αὐτὸ καὶ ἄλλοι . . . Αύτὸ ποὺ λέγεται «πινέλλο»
    (Ἀνδρέας Ἐμπειρῖκος «Ὁ Μέγας Ἀνατολικός», Τόμος Β', Μέρος Πρῶτον, Κεφ. 13, σελ. 15)

(2.)
- Αίφνης ο στιβαρός ανήρ, υπακούων εις τόν οίστρον που τού εµφυσούσε η καύλα, έθεσε κατά µέρος πάσαν συµβατικήν φρασεολογίαν, έχουσαν σχέσιν µε τήν λεγοµένη κοσµιότητα, και ήρχισε να οµιλή εις τήν ωραίαν παίδα µε µεγάλην ελευθεροστοµίαν, αναµιγνύων µε τάς απαλάς εκφράσεις τής τρυφερότητος, τά πλέον τολµηρά και άσεµνα λόγια —ωραία λόγια συγκλονιστικώς εκφραστικά, που εξέφραζαν τόσον τό πάθος του, όσον και τήν διέγερσιν του— αποκαλών τό αιδοίον της µικράς Καναδής, ουχί πλέον µόνον « μιμί », αλλά πολύ συχνότερον « µουνί », « µουνάκι » και « µουµούνι », και τήν ιδίαν τήν Φλώσσυ ουχί µόνον « µικρή µου Μις », ή « κούκλα µου », ή « άγγελε µου », αλλά κυρίως και προ πάντων, « Μουνίτσαµου », « Καυλίτσα µου » και « Μουµούνα », παροτρύνων αυτήν εις τόν ενικόν και µε µεγάλην θέρµην, να χύση πάλιν καλώς, να γλυκοχύση, και παρακαλών αυτήν να τού δώση πάλιν τό γάλα τού µουνιού της, τήν κρέµαν του, τό γλυκύ µουνόχυµάτης, αντί να τής λέγη εις τόν πληθυντικόν και ευσεβάστως : « Κάµετε ...» ή « Ξανακάµετε ...» ή « Απολαύσετε άλλη µια φορά ...» η « Νοιώσετε πλέρια ...»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ογκώδης και σφύζων ερωτικός σωλήν.

Αντώνυμο: η ψωλίνα. Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

- Έπειτα, διά µιας, άρχισε να τήν γαµά µε πολύ δυνατές και γρήγορες γαµιές. Από εκεί που κοίταζα, έβλεπα καθαρά τήν χονδροπούτσα του να µπαινοβγαίνη γοργά και σταθερά...
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μουνέτο νεαράς δεσποινίδος. Άλλως πως, το ωραίο μουνί (με την έννοια τςη γκόμενας).

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

1.
“Ωωωχ!…” έκαμεν πάλι ο Μπερτιέ καυλοπυρέσσων σφόδρα, και παρατηρών από πολύ κοντά τα εσωτερικά κάλλη του θελξικαρδίου αιδοίου της αγγελικής παιδός…….ενώ η πελωρία ψωλή του, σπαργώσα μέχρι διαρρήξεως, χοροπηδούσε επάνω-κάτω και ετεντώνετο μετά μανίας, ωσάν να ήθελε να φθάση εις το αποκαλυφθέν παχουλόν μουνίδιον της κόρης…

2.
Η Έθελ έρριψε εν βλέµµα δεξιά και αριστερά και βλέπουσα ότι ήτο έρηµον τό κατάστρωµα, ύψωσε γρήγορα τό φόρεµά της και θέτουσα δύο άκρας τού ποδόγυρου εις τήν ζώνην της, επέταξε έξω τήν κοιλίτσαν της και παραµερίζουσα τά κράσπεδα τού ανοίγµατος τού προοριζοµένου διά τήν ούρησιν, έδειξε τό µουνίδιον της, αναµένουσα µε εξαισίαν φιλαρέσκειαν να ιδή ποίαν εντύπωσιν θα έκαµνε τό ερωτικόν της όργανον εις τόν Μπερτιέ.

3.
Εγώ μικρός είχα αδυναμία στο υπέρτατον μουνίδιον της εποχής μου την Ούρσουλα Άντρες και τώρα που γέρασε ακόμη την περιμένω!

4.
kate Price, έχω φάει κόλλημα με το μουνίδιον τούτον

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μικραί κατηγορίαι ψωλινών:

  • Το φέρον ακόρεστον λιβιδινικόν πάθος νεαρό ψωλοκόριτσο.
  • Το έλασσον τσουτσούνιον, ουχί απαραιτήτως το παιδικόν τοιαύτον.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

1.
« Να σας πω εγώ τό γιατί;... Γιατί καυλώνετε πάρα πολύ και θέλετε, νοµίζω, να παίξετε πάλι µαζύ µου... Τό βλέπω, ξέρετε, από πολλή ώρα και απ' τό βουνό που σχηµατίζει η φουσκωµένη πούτσα σας στο παντελόνι σας, µπροστά, και απ' τό γλυκοπασπάτεµα που τής κάνετε κάθε τόσο » είπε µε χαριτωµένην φυσικότητα η αγγελική κορασίς, διακόπτουσα τόν Αιµίλιον. « Ωωωχ!... Ωχ, ναι!... Ακριβώς... Και θα δής, Ψωλίνα µου, τι όµορφα που θα σε κάνω να χαρής, και πόσο θα χαρώ και εγώ µαζύ σου! » ανεφώνησε ο καυλωµένος καλλιτέχνης

2.
«Ἄαα!.. Ἄαααα!… Ἄααααχ!…» ἔκαμε πάλιν μὲ ἄκραν ἡδυπάθειαν τὸ ἀγόρι, ενῶ ἡ ψωλή του ἔχουσα πλέον φουσκώσει καὶ επιμηκυνθεῖ πολύ καθώς τῆς ὡμιλοῦσε ό γαργαλῶν αὐτὴν μουσικός, χωρὶς νὰ εἶναι τεράστια ἢ τοῦ τύπου ἐκείνου πού συνήθως ὀνομάζεται «ψωλάρα», εἰς τὸν βαθμόν τῆς εξογκώσεως ποὺ εἶχε φτάσει, δὲν ἦτο πλέον δυνατόν, ἔξω ἀπὸ τὴν χαϊδευτικήν ἔννοια αὐτῶν τῶν λέξεων, νὰ ὀνομάζεται «ψωλίτσα», «ψωλίνα», ἢ «ψωλέττα», ἀλλὰ ψωλή, τοὐτέστιν πούτσα διαστάσεων σεβαστῶν, ἀφοῦ, χωρὶς νὰ ἔχει εἰσέτι διαστάσεις πούτσου ἀνδρὸς πλήρως ἀνεπτυγμένου (καὶ μάλιστα καυλωμένου), εἶχε ἐν τούτοις φτάσει, ὡς πρὸς τὸ μῆκος, τὰς διαστάσεις αλλᾶντος τῆς Φραγκφούρτης κανονικοῦ μεγέθους, ὑπερβαίνουσα ὅμως κατὰ τὸ πάχος αἰσθητῶς, τὸ σύνηθες χόνδρος τῶν λουκανίκων αυτοῦ τοῦ εἴδους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified