Ο δειλός, ο φοβιτσιάρης, ο χέστης, ο οποίος κλάνει μέντες μπροστά στους κινδύνους. Διαθέτει και το ισπανικό ονοματεπώνυμο Antonio Eclasamentes.

1. Ο τουμπανατος, νυχτοπερπατημενος, νταηχεστης μολις βλεπει μπροστα του τη Μαργαριτα γινεται κλασομεντας.

  1. Τελικα ο τρομοκρατης αποδεικνυεται κλασομεντας. (Από το Φέισμπουκ)

3. Εν τω μεταξύ έλαμψε δια της απουσίας του, ο δημοτικός συμβούλος της Χρυσής Αυγής, το παλληκάρι αλλά στα δύσκολα κλασομέντας...

(από Khan, 01/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Κομμέτης λέξης παράταση, που είναι αθλητικός όρος και σημαίνει τη συνέχεια ενός αγώνα που έχει λήξει ισόπαλος και πρέπει οπωσδήποτε κάποιος να κερδίσει.

Αντίθετα με τη σημασία του ρήματος «παρατώ», στην παράτα οι ομάδες πρέπει να δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό.

- Ερυθρός Αστέρας 74- ΠΑΟ 74.
- Παράτα! Πάμε γερά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καυλώνω στα καλιαρντά, δηλαδή το πέος μου συμπεριφέρεται όπως όταν ο φακίρης παίζει τη φακιροπίπιζα.

Ετσι κατέληξα για μια ακόμα φορά στη Φυλής στο γνωστό Νικολεττάδικο, όπου η ξανθιά με το δυναμικό κορμί και σήμερα ήταν όπως έπρεπε να είναι, εξαιρετική δηλαδή για μία ακόμα φορά και τόνωσε το γούστο μου. Ωραίο ροντοσόλ στις ρώγες μου και φακιροπίπιασα αμέσως. (Από μπουρδελοσάιτ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κύλινδρος και η κεφαλή του σε αερόψυκτους δίχρονους κινητήρες μοτό, που θύμιζε κουκουνάρι με τις μεγάλες ψύκτρες.

Βλέπεις ολόκληρη κουκουνάρα λες κι είναι δυόμισι, κι από μέσα πενηνταράκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κλασική παραγγελία στα σουβλάκια. Το απόλα είναι πλέον μία λέξη όπως το παρόλο, το μολονότι κτλ. Ή όπως λέμε πουτανασγιός.

Πιάσε μια με απόλα ρε μάστορα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας χαρακτηρισμός τόσο κλασικός, ώστε αποτελεί μέρος της «πολιτιστικής κληρονομιάς μας» κατά τον πασαδόρο Χαλικούτη. Ο ξεφτίλας ή ξευτίλας μπαμπουινιστί προκειμένου να αναδεικνύεται η ελληνοπρέπεια της λέξης εκ του εξευτελίζω, είναι ο ξευτιλισμένος, ο ταπεινωμένος, ο εξαχρειωμένος, αυτός που έχει χάσει κάθε αίσθηση τιμής και αξιοπρέπειας.

Η λέξη χρησιμοποιείτο πάρα πολύ κατά την ένδοξη εϊτίλα και θα διακινδυνεύσω μια παρατήρηση. Στα έϊτιζ, τότε που γυρίζονταν επικές βιντεοταινίες, όπως ο Χάρης ο ξεφτίλας (1987) ή ο Μπαμπάς μου ο Ξεφτίλας (1984), το ξεφτίλας ήταν μια συνηθέστατη βρισιά που έπληττε καθολικώς την ανδρική υπόσταση του υβριζομένου. Σήμαινε κάποιον που ήταν καρπαζοεισπράκτορας, τζανετάκος, αχρηστίδης, κερατάς και δαρμένος, εύκολο θύμα bully-δων. Σταδιακά με την υποχώρησή της από το πρώτο πλάνο των ύβρεων, χρησιμοποιείται πλέον κυρίως για περιπτώσεις ακραίας ηθικής σήψης, όταν κάποιος φτάνει να χάσει την ανθρωπιά του, κυρίως δηλαδή στοιχεία που τον καθιστούν άνθρωπο, όπως η τιμή και η αξιοπρέπεια. (Παρεμπιπτόντως, ένας μεγάλος αριθμός χτυπημάτων στον γούγλη αφορά στους κατασχέτες οικιών. Τυχαίο;)

1. Στο γραφείο είναι του κλότσου και του μπάτσου. Στις παρέες τον έχουν της καρπαζιάς και της πλάκας. Στο σπίτι η γυναίκα και η κόρη του τα παίρνουν όλα. Ώσπου ένας σκηνοθέτης του παίρνει και την γυναίκα. Τότε ο Χάρης, ο ξεφτίλας επαναστατεί...

2. Επάγγελμα: ξεφτίλας.
Επάγγελμα κατασχέτης. Ειδικότητα που είναι ακόμα στα σκαριά. Που θα τελειοποιηθεί με γρήγορους ρυθμούς και που οι εργαζόμενοι σε αυτήν δεν θα δείχνουν την απειρία και την ατολμία του νεαρού Γιώργου, διότι θα έχουν καλύτερα εκπαιδευτεί στην αναλγησία. Το επάγγελμα αυτό, του εισπράκτορα χρεών, άνθησε και ανθεί στους κόλπους της μαφίας, όπου οι εντεταλμένοι για την είσπραξη κάνουν τη δουλειά τους με τη βοήθεια μιας σιδερογροθιάς ή ενός πιστολιού.

3. ΞΕΦΤΙΛΑΣ: Ιδιοκτήτης ενεχυροδανειστηρίου ο «γιγαντας» Τάσος Μητρόπουλος.

4. ΤΙ ΞΕΦΤΙΛΕΣ! Πούλησαν το ΠΑΙΔΙ τους για να πάρουν iphone!!!

5. ΝΤΡΟΠΗ ΣΑΣ ΞΕΦΤΙΛΕΣ...Η WIND έβγαλε στο «σφυρί» το σπίτι βιοπαλαιστή με 2 παιδιά για υπόλοιπο 200 €.

6. Και την Ακαδημία Πλάτωνος βρε ξεφτίλες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν αποκαλείς κάποιον «αρχίδι», αλλά με 17 κιλά μαγκιά που λυγίζουν ακόμα και τα φωνήεντα της λέξης (τσισάκια εννοείται ο τύπος στον οποίον απευθύνεται)

Tips: προφέρεται ελαφρώς ένρινα και συνήθως κλείνει μετά από σύντομη παύση την προηγηθείσα ομοβροντία ύβρεων σαν το κερασάκι στην τούρτα.

Αν ήταν υλική ενέργεια, σίγουρα θα ήταν η ροχάλα απαξίωσης του θύτη προς το άγρια ξυλοκοπημένο θύμα το οποίο κείται ημιλιπόθυμο στο έδαφος.

(στο φανάρι)

- Άντε ρε μουνί ξεκίνα!
- Τι 'πες ρε μουνόπανο ξεκωλιάρη μη σου γαμήσω το σπίτι παλιόπουστα που θα με πεις εμένα μουνί;;...(παύση)...αρχέδε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό πικάντικο και καυτερό μπαχαρικό. Υποδηλώνει επίσης τη θερμοκεφαλία (όταν κάποιος νευριάζει με το παραμικρό).

- Είδες το επεισόδιο με το Κασιδιάρη και τη Κανέλλη;
- Άσε, μπούκοβο ο Ηλίας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μία και μοναδική χρησιμότητα της σακούλας είναι να κρατάει τα αντικείμενα που βάζουμε μέσα. Οπότε άμα είναι τρύπια είναι παντελώς άχρηστη εφόσον δε μπορείς να τη χρησιμοποιήσεις αναλόγως.

- Πώς σου φαίνεται η Αννίτα Πάνια στη νέα της εκπομπή;
- Τρύπια σακούλα φίλε..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν θέλεις να πεις σε κάποια πως είναι καρ!όλα με «ευγενικό» τρόπο, το λες (η γνωστή ιστοσελίδα της Sirina -τσοντοκάναλο-).

- Ωραία η Δούκισσα Νομικού;
- Για την sirina tv.

(από Khan, 31/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified