Ένα μάτσο ορνιθοσκαλίσματα. Η λέξη προέρχεται από τη γλώσσα Σουαχίλι, που ένας θεός ξέρει πώς τη γράφουν.

- Τι σουαχίλι είναι αυτά που γράφεις; Δεν καταλαβαίνω τίποτα!

Σουαχίλι ποίηση (από Vrastaman, 05/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκίζομαι στην εξάσκηση, αναφέρεται κυρίως στις ασκήσεις μαθητών και φοιτητών.

Για να πάρεις καλό βαθμό πρέπει να εξασκιστείς στις ασκήσεις.

Got a better definition? Add it!

Published

Εφαρμόζω τον μετασχηματισμό του Φουριέ (Fourier transformation).

Αν ξέρεις πώς παέι το σήμα στο χρόνο φούριεσέ το και θα βρεις πώς πάει στη συχνότητα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υλικό του υπολογιστή ετυμολογημένο κατά το λογισμικό.

Σου χάλασε ο υπολογιστής; Ε, ή που τα 'χει παίξει το λογισμικό, ή που τα 'χει παίξει το υλισμικό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τρανζίστορ ελλινιστί.

Η μεταντίσταση έχει μια θύρα και δυο άκρα. Αν η τάση στη θύρα είναι high τα άκρα γίνονται ένα, αλλιώς μένουν χώρια.

(από GATZMAN, 05/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Δηλαδή: για να αποκτήσεις κάτι που θέλεις, πρέπει να επιμείνεις.

- Την έπεσα στην Μαίρη και έφαγα άκυρο. Σκέφτομαι να πάω για άλλα, όμως την γουστάρω υπερβολικά πολύ ρε φίλε, έφαγα σκάλωμα...
- Θα ξαναπροσπαθήσεις, αργά η γρήγορα θα πέσει, κατά βάθος σε συμπαθεί και δεν της είσαι τελείως αδιάφορος. Αλλά αν δεν κλάψει το παιδί, δεν του δίνουνε βυζί, να το ξέρεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαϊκή παροιμία που χρησιμοποιείται όταν κάποιος παραπονιέται και μεμψιμοιρεί συνεχώς χωρίς να υπάρχει λόγος.

- Άσ' τα φίλε, τραγική κατάσταση, πού να τα βγάλω πέρα με €1.000 μισθό, έκοψα και τις πολλές μετακινήσεις με το αμάξι, πίκρα, μιζέρια...
- Ώχ μωρέ μίρλα, δηλαδή ο άνεργος, ο χαμηλόμισθος κι ο συνταξιούχος τι θα 'πρεπε να πούνε δηλαδή; Κλαίνε οι χήρες, κλαίνε κι οι παντρεμένες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν για διάφορους λόγους βρισκόμαστε με μια παρέα που δε κολλάμε και απλά καθόμαστε χωρίς να μιλάμε. Εννοείται ότι βαριόμαστε μέχρι αηδίας.

- Καλά πέρασε με τη Ρία;
- Τι καλά ρε μαλάκα. Σκοπιά βάρεσα με τη πολυλογία της...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαράω κάρτα:

  • Συχνάζω τακτικά, με απαρέγκλιτο πρόγραμμα και πολύωρο ωράριο παραμονής σε ένα συγκεκριμένο χώρο ή μέρος, το οποίο μπορεί να έχει υλική ή ακόμη και ηλεκτρονική (διαδικτυακή) υπόσταση. Π.χ. βαράω κάρτα στο Dr. Feelgood (ή οποιοδήποτε άλλο μπαράκι): Πάω με το που θα ανοίξει και ξημεροβραδιάζομαι εκεί, ή βαράω κάρτα στο slang.gr (ή σε οποιαδήποτε άλλη ιστοσελίδα, φόρουμ, κ.α.): Είμαι κυριολεκτικά (χωρίς λινκ) όλη μέρα στημένος μπροστά από την οθόνη και διαβάζω ή γράφω ορισμούς και σχόλια. Η έκφραση μπορεί και στις δύο περιπτώσεις να μεταφράζεται σε εθισμό, χωρίς ωστόσο να είναι απαραίτητο κάτι τέτοιο.
  • Αναλώνω αρκετό ή όλο τον χρόνο μου ασχολούμενος με κάτι (είτε πρόκειται για δραστηριότητα, είτε για κάτι άλλο), ή αφοσιώνομαι σε κάτι με σκοπό να εξειδικευτώ πλήρως σε αυτό. Η κάρτα στην προκειμένη υποδηλώνει ότι η ενασχόληση αυτή δεν αφήνει χρόνο ή μυαλό για οτιδήποτε άλλο, ή ότι πολύ απλά είμαι τελείως δοσμένος σε κάτι με δική μου επιλογή. Η ενασχόληση αυτή μπορεί να είναι αναγκαστική ένεκα των περιστάσεων (π.χ. έχω λάιβ μεθαύριο κι έχω βαρέσει κάρτα να ξαναπαίζω τα κομμάτια τριών δίσκων), απανθρακωτική (π.χ. βαράω κάρτα στο Playstation να παίζω Battlefield 3 κι έχω κλάσει) ή εθελούσια και ουσιαστική (π.χ. μια βδομάδα τώρα βαράω κάρτα στο λάπτοπ να γράφω σενάρια για το νέο φανζινάκι).

Σε κάθε περίπτωση, η έκφραση προέρχεται από την εργασιακή πρακτική του να χτυπάει ο μισθωτός εργαζόμενος την ειδική κάρτα κατά την άφιξη και αποχώρηση του από τον χώρο εργασίας, δηλώνοντας έτσι την συνεχή παρουσία του σε αυτόν καθ' όλο το ωράριο λειτουργίας μίας επιχείρησης. Η έκφραση συναντάται επίσης και στην πιο λάιτ (υφολογικά) βερσιόν χτυπάω κάρτα.

  1. Κάααααποτε υπήρχε πίσω από το Δημαρχείο ένα μικρό μπαράκι που το είχα κάνει στέκι για καιρό, η Κριστίν, υπάρχει ακόμα;
    Τι μου θύμησες τώρα ρε man!! Βαράγαμε κάρτα εκεί. Δυστυχώς όπως προανέφερε και ο φίλος Δημήτρης έχει κλείσει καιρό τώρα. :( (Από εδώ)

  2. Νομίζεις ότι όλοι έχουν παρέες που έχουν ως κοινό ενδιαφέρον τις μοτοσυκλέτες, ή ότι όλοι βαράνε κάρτα σε forum;Άνοιξε ένα απ΄τα τελευταία τεύχη μοτοσυκλέτας που κυκλοφορούν και δες πόσες σελίδες διαφημιστική καταχώρηση έχει. (Από εδώ)

  3. χα, ετσι παει μαλακα
    για μας δεν ειναι hobby εμεις με το που ξυπναμε βαραμε καρτα
    κι εχω, δεν εχω την αναγκη να πω οτι το κανω καλυτερα απλα
    καμια φορα δεν κρατιεμαι και πρεπει να στα πω (χιπ-χοπ άσμα από εδώ)

  4. Εχουμε να αναμετρηθούμε με τη δύναμη της συνήθειας σε έναν τρόπο δουλιάς πολύ μακρινό από τις σημερινές απαιτήσεις της ταξικής πάλης. Κι ως εργάτες χρειάζεται καθημερινά να «βαράμε κάρτα» στο ΔΙΑΒΑΣΜΑ και την ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ. Καλή δύναμη σε όλους. (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικά:

  • Χιόνισε. Και το ‘στρωσε. Ας πούμε ένα γόνα και βάλε. Τι κάνεις; Παίρνεις το φτυάρι, ή ό,τι σαν φτυάρι, κι ανοίγεις κουπό. Τουτέστιν δρόμο, δηλαδή, μονοπάτι μέχρι ..το δρόμο. Κυκλοφορεί στα ορεινά.
  • Στην Αλόννησο, που δεν πολυκαταλαβαίνει από χιόνι, έτσι λένε λέει τα ίχνη που ακολουθεί ο σκύλος.

- Το ’στρωσε για τα καλά!!
- Σιγά το στρώσιμο. Σαν εσένα, όταν το ‘στρωνε, κάναμε ώρες ν’ ανοίξουμε κουπό με τον παππού σου.
- Τα καλά του θερμοκηπίου!

Κουπός. (από sstteffannoss, 03/03/12)Η κοινωνική της συνείδηση είναι συγκινητική. (από sstteffannoss, 03/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified