Η εμφάνιση και η αύρα μου φέρνουν σε μπουτς.

Ακόμα πιο σλανγκ όταν εκφέρεται ως ουσιαστικό.

Πάσα: assthorn

Αδερφοφέρνω: - Θα δε γαμήσω, μωρή αντρουτσοφέρνω!

Μπουτσοφέρνω: - Στα δώδεκά μου, μωρή συκοφέρνω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερβολικά επιμένων σε κάτι, ο ανένδοτος, το αγύριστο κεφάλι.

Συνώνυμο: μπουζουκοκέφαλος.

Είναι απίστευτος... τρεις άνθρωποι του λέμε πως έχει κάνει λάθος και δε λέει να το παραδεχτεί ο καζανοκέφαλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βλάκας που καταβάλλει υπερβάλλοντα ζήλο στο συγκεκριμένο «αξίωμα». Ο υπερβολικά βλαμμένος.

Μα πρώτα σφουγγαρίζεις το πάτωμα και μετά το σκουπίζεις; Πόσο καζαβλάκας μπορεί να είσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πετατζής (ο), παράγωγο του ρήματος «πετάω» ο αντίστοιχος γαμιάς, όμως της νέας δεκαετίας. Εκείνος που «στον πετάει» (ή στα πετάει) και φεύγει. Ο αντίστοιχος θηλυκός όρος (πετατζού) θεωρείται αδόκιμος, καθώς υπάρχουν πολλοί περαιτέρω ταυτόσημοι ορισμοί (πουτάνα, καριόλα, ψωλαρπάχτρα). Ο σημερινός πετατζής δεν είναι αναγκαίο να έχει οποιοδήποτε επιπλέον προσόν, απλά να σπέρνει και να φεύγει, συνήθως το επόμενο τρίωρο μετά την τελευταία ερωτική επαφή.

- Τον έχασα χτες τον Κώστα στο μπαρ.
- Ναι ρε, είχε πάει και την έπεφτε σε μια ξανθόλα.
- Και; Έπαιξε τίποτα;
- Εννοείται ρε, αφού είναι μεγάλος πετατζής ο τύπος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φέρνω σε τραβέλι, δηλαδή μοιάζω με τραβέλι....
Το τραβέλι είναι μια wanna-be transexual, θλιβερή ύπαρξη που είναι άντρας και νιώθει γυναίκα.. Ντύνεται γυναικεία και βάφεται.. κάποια έχουν και βυζιά..Και φυσικά δεν έχουν προχωρήσει σε αλλαγή φύλλου. Κάνουν πιάτσα στη συγγρού..

-Ρε μαλάκα ωραίο σώμα έχει αυτή αλλά στη μάπα τραβελοφέρνει λιγάκι..
- Ε δε γαμιέται, καλή είναι για ένα πήδημα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λακές, ο σφουγγοκωλάριος, η πελότα, ο παρατρεχάμενος, το παιδί για τα θελήματα, η θεραπαινίδα κάποιου ισχυρού προσώπου, που λαμβάνει από αυτό προκλητικές για το κοινωνικό σύνολο ανταμοιβές για τις δουλοπρεπείς υπηρεσίες που του προσφέρει.

Τελικά κανείς δεν χάνεται... αρκεί να έχει τους σωστούς φίλους: Οι υπάκουοι «κηπουροί» ποτέ δεν πάνε χαμένοι. (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο διαδικτυακός σύνδεσμος, το hyperlink ή link εντάσσεται έτσι στο ελληνικό κλιτικό σύστημα (πληθ. οι λινκιές) με την βοήθεια της εξαιρετικά σλανγκενεργού κατάληξης -ιά. Ενώ το λίνκι είναι πιο ουδέτερο, η λινκιά έχει μια ελαφρώς πιο μάγκικη χροιά, και επίσης μπορεί και να σημαίνει την συνήθεια να το παρακάνει κανείς με συνδέσμους, οπότε ενίοτε ο όρος έχει εμμέσως επικριτικό χαρακτήρα είτε προς την υπερβολή των συνδέσμων είτε εν γένει προς την πρακτική αυτή. Χρησιμοποιείται βεβαίως και τελείως ουδέτερα, όπως και το λίνκι, και πάντως πιο σπάνια από ό,τι αυτό. Βλ. και λινκάρω για περισσότερες λεπτομέρειες.

  1. Εγκούκλαρα στον έρωτα
    Να δω τι θα μου βγάλει
    Κι έπεσα πάνω σε λινκιές
    Που είχαν μαύρο χάλι

Άλλες τσοντιάρικες χοντρά
Άλλες με γκέι τύπους
Κι άλλες με συνοικέσια
Μες του γουέμπ τους κήπους

Δε βρήκα όμως τίποτα
Για σένανε μωρό μου
Ούτε ότι ο έρωτας
Θάναι το βάσανό μου

Όταν γκουγκλάρεις φίλε μου
Σε λέξεις όλο πάθος
Θα πέσεις πάνω σε λινκιές
Που όλες είναι λάθος.

(Ρεμπέτικο Λεξικό της Πληροφορικής).

  1. Τι σοϊ λινκιες θες βρε αχορταγε σαϊμπερκαπιταλα; (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο διαδικτυακός σύνδεσμος, το hyperlink ή link εντάσσεται έτσι στο ελληνικό κλιτικό σύστημα. Πληθυντικός: τα λίνκια. Για περισσότερα βλέπε το πολύ ενδιαφέρον άρθρο της Βικούλας που παρέθεσα και το πάτσειο λινκάρω.

  1. Ψάχτε το και λίγο παραπάνω με το λίνκι, μη σας πάρω στο λαιμό μου. (Εδώ).

  2. Το άρθρο αυτό το πήρα από την εγκυκλοπαίδεια Γνώσις του Διαδικτύου. Θα μπορούσα να βάλω απλώς το λίνκι, αλλά έχει καεί η γούνα μου από το πόσο εύκολα και απροειδοποίητα αλλάζουν ή χάνονται τα διαδικτυακά λίνκια. (Εδώ).

  3. και με λίγο ψάξιμο, κλικ στο κλικ, λίνκι στο λίνκι, βρήκα τον Clown Prince of Denmark, τον Unmelancholy Dane Victor Borge κι ένα βιντεάκι (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Πανέμορφη, αλλά υπολογίστρια και ύπουλη γκόμενα η οποία, κατά τους θερινούς μήνες και πάντα σε θέρετρα διασημοτήτων, συνηθίζει να επιδεικνύει τα σχεδόν ολικώς ορατά κάλλη της σε ύπτια ή πρηνή θέση επί ευρύχωρου, ανακλινόμενου ενοικιαζόμενου καθίσματος. Με την ίδια μίνιμουμ περιβολή (ή και χωρίς αυτήν) εντοπίζεται περιφερόμενη ασκόπως από εξώφυλλου εις εξώφυλλο ποιοτικών περιοδικών (Κίτρο, Λίτρο, Μήτρο !!!, Νίτρο, Φύτρο κλπ).

Εικάζεται, μάλλον αδικαιολογήτως, ότι πρόκειται περί μεθόδευσης που αποσκοπεί στην προσέλκυση κάποιου τυχαίως διερχομένου φραγκάτου, με αδιευκρίνιστες, αλλά μάλλον άσχετες με το ευτραφές βαλάντιο του εν λόγω ατόμου προθέσεις εκ μέρους της οριζοντίου καλλονής.

Οι πεπειραμένες ξαπλώστρες με πλούσιο βιογραφικό συγκαταλέγονται στους βετεράνους του είδους (λατιν. veterus < vetus = παλαιός + anus = πρωκτός). Πρβλ «παλιά πουτάνα», «παλιοπουτάνα», «ξεσκισμένη» (με πιθανή επίδραση του τουρκ. eski = παλαιός). Συνώνυμο: ξεσκωλισμένη.

Ακολούθως παρατίθενται πιθανώς σχετικά κοινωνιογλωσσολογικά στοιχεία :

«Το πουτανάκι ξάπλωσε με μια μεραρχία λεχρίτες μέχρι που την έκανε λαχείο με το κορόιδο τον μαλάκα και τώρα μας το παίζει μεγαλοκυρία», «Της είχανε πει στο Λύκειο πως με τα προσόντα της θα γράψει Ιστορία κι αυτή μπέρδεψε τη γραφίδα με την κωλοτρυπίδα, το αρχίδι με τον Θουκυδίδη και το καυλί με τον Θεμιστοκλή», «Μύκονο και Σαντορίνη / τέτοια πίπα δεν εγίνη», «ανήλθε την κλίμακα οριζοντίως» (πρβλ αγγλ. climax = κορύφωση, οργασμός ).

Τουρκ. karyola = κρεβάτι.

Στρινγκ (< αγγλ. to pull strings = χρησιμοποιώ γνωριμίες για να αποκομίσω όφελος, να τελειώσω μιά δουλειά κλπ).

Με φίλο σικίς = Άγνωστης σημασίας και ετυμολογίας φράση.
Δεν φαίνεται να συνδέεται με το χυδαίο σλανγκικό τουρκικό sikis = σεξουαλική επαφή, ούτε με το sikke = νόμισμα, τουρκική λέξη που πιθανώς σχετίζεται με τον χώρο του επαγγελματικού αθλητισμού.

Βυζόν = Πολυτελές ένδυμα, δώρο φραγκάτου σε ξαπλώστρα.
Κατασκευάζεται από γούνα νυφίτσας ( < νύφη), μικρού σαρκοβόρου ζώου με κοφτερά νύχια.

Αρμηρή = Ξαπλώστρα με πανάκριβα γούστα, τα οποία πληρώνει αδρά ο φυστικώνων αυτήν φραγκάτος, αρμυρό φιστίκι κατά το κοινώς λεγόμενο. Μια αρμηρή ξαπλώστρα αξιοποιεί με τον αποδοτικότερο τρόπο τα όπλα με τα οποία την εφοδίασε η Φύση ( λατιν. arma = όπλα + μηρός ).

Νυμφίδιο ( νύμφη + οφίδιο = δηλητηριώδες ζώον της συνομοταξίας των ερπετών ).

Η μάνα σκάφη και απλώστρα κι η κόρη σκάφος και ξαπλώστρα.

Για το "Pull strings" (από Nakas, 09/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φέρνω, ομοιάζω σε γκέι, αδερφοφέρνω, πουστοφέρνω, τοιουτίζω. Εφόσον συκιά είναι ο γκέι, βλ. και σύκα.

Επίσης βλ. εδώ ενδιαφέρον άρθρο του Ν. Σαραντάκου περί σύκου, που σήμαινε στην αρχαιότητα το αιδοίο. (Οπότε με κάποια σλανγκική προέκταση πιθανόν και το κωλόμουνο).

Πάσα: Gatzman.

  1. Παντως ο πεσιμιστης με το κοκκινο που αμφισβητει την Αναρχια, συκοφερνει καπως δεν βρισκεις; (Κάπου εδώ).

  2. Apla nomizo oti sikoferni ligo.;!!!  Ala den pirazei. Etsi ine sinithos i soufres!!! Ego ton agapao. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified