Σλανγκιὰ παλαιᾶς κοπῆς, ἐν χρήσει στὸ ΕΜΚ* καὶ στὸ ΕΜΠ** τὴ δεκαετία τοῦ 1970.

Εἶναι ὁ "ἀσχολούμενος συστηματικῶς μὲ τὸν βασανισμὸν τοῦ ὑπογαστρίου δαίμονος", ὅπως ἔλεγε κάποιος φιλόλογος τῆς δεκαετίας τοῦ 1960.

Στὰ καθ᾿ ἡμᾶς ὁ μαλάκας.

*ΕΜΚ: Τὸ καφενεῖο "Μετσόβιο", φοιτητικὸ στέκι, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν πλαϊνὴ εἴσοδο τοῦ Πολυτεχνείου στὴ Στουρνάρα. Ὁ Τάσος, ὁ καφετζῆς τῆς δεκαετίας τοῦ 1970, ἀπαντοῦσε στὸ τηλέφωνο λέγοντας:

"Ἐδῶ Ἐθνικὸ Μετσόβιο Καφενεῖο".

**ΕΜΠ: Τὸ Ἐθνικὸ Μετσόβιο Πολυτεχνεῖο, φυσικά.

Συνώνυμα: πετσαδόρος, πετσάκιας, βυρσοδέψης, αὐτὸς ποὺ ματώνει τὸ πετσάκι του

Ὅποτε παιζόταν στὸ Μετσόβιο πρέφα τοῦ χαβαλέ, δηλ. χωρὶς κάποιο σοβαρὸ χρηματικὸ ἔπαθλο, μαζεύονταν διάφοροι ἀργόσχολοι γύρω ἀπὸ τὸ τραπέζι καὶ σχολίαζαν. Ὅταν κάποιος παίκτης ἔκανε μαλακία κι "ἔμπαινε μέσα", τραγουδοῦσαν ὅλοι (στὸ σκοπὸ τοῦ ρεφραίν ἀπὸ τὸ τραγοῦδι "Λὰ Κουκαράτσα"):

Κυρ-ἀστυνόμε, κυρ-ἀστυνόμε, βάλτον μέσα τὸν πετσή,

καὶ ἂν ἔμπαινε "σόλο", συνέχιζαν:

κυρ-ἀστυνόμε, κυρ-ἀστυνόμε, βάλτον σόλο τὸν πετσή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος Κουρής είναι παρμένος από τη ζωή, δηλαδή από τις εκπομπές του Βασίλη Λεβέντη στο Κανάλι 67-όχι 69-οι οποίες μας χάρισαν πλήθος γέλιου και σλαγκιών τύπου καθίζημα και λοιπά.

Κουρής λοιπόν στα λεβέντικα, είναι το πορνό, και μάλιστα το τηλεοπτικό. Κάποτε το 1997, ο Πρόεδρος αποφάσισε να κάνει ζάπι. Οι διαφημίσεις για περιοδικά γάμου δε του άρεσαν, ούτε οι πολιτικές συζητήσεις, ούτε οι ταινίες. Και τότε συντονίζεται στο Κανάλι 5(ιδιοκτησίας Κουρή).

Και τι δεν είδε.

Κουρής ο Ορίτζιναλ

-Βάλε Κανάλι 5, έχει Κουρή της Χύνος Φιλμ

Got a better definition? Add it!

Published

Εν ολίγοις, αυτός που προσπαθεί να περάσει το μέσο όρο στο χόμπυ/πεδίο που τον ενδιαφέρει, συνήθως ερασιτέχνης και συνήθως σπασαρχίδης. 'Ενας επαγγελματίας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως επιδοσάκιας. Ερασιτέχνης δρομέας με τα σούπερ ντούπερ ντράι φιτ φανελάκια και τα παπούτσια με γέλη, παρόλο που έχει αφιερώσει χρόνο, και θα μπορούσες να του δώσεις και ένα ρισπέκτ, σου σπάει τ’αρχίδια με τις χρονομετρήσεις κτλ κτλ. Θετικό επίσης ότι κρατιέται σε φόρμα και δεν έχει κάνει κοιλαρόνι, μπάκα στο πιο επιστημονικό, αλλά στα 45 προσέχει μην χάσει το παιχνίδι με τα γκομενάκια (συνήθως μικρότερα). Επίσης, κομπιουτεράδες που βάζουν τα ψηφιακά τούρμπο μπας και δουν τσόντα 5msec πιο γρήγορα θα μπορούσαν τα χαρακτηριστούν ώς επιδοσάκιδες-και στη μαλακία.

- Ρε τι μαλάκας αυτός ο δρομέας, πήρε φόρα και έπεσε στη λάσπη, χαχα -Επιδοσάκιας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αρχιδοσύνη είναι μια από τις ιδιότητες των σούπερ αντρακλαρων και συγκεκριμένα είναι η ιδιότητα του αρχιδάτου.

Αυτό το πατριαρχικό κατάλοιπο, η τακτική του πουλάω αντριλίκι και μαγκιά και μετά βάζω την ουρά κάτω απ’ τα σκέλια θα ήταν μια φορά γραφικό αν το έκανε κάποιος άλλης ιδεολογίας. Όταν όμως ακολουθείται από τους τύπους που σαν κεντρική ιδεολογία προτάσσουν αυτό το “αντριλίκι”, την ντομπροσύνη, την παρωχυμένη πατριαρχική αρχιδοσύνη, τότε γίνεται δέκα φορές πιο γραφικό και κυρίως χρήσιμο.

Πηγή:https://www.blogopaignio.gr/mparmparousis-o-tupos-tou-paroxumenou-patriarxikou-arsenikou/

Got a better definition? Add it!

Published

Σλανγκιὰ παλαιᾶς κοπῆς, ἐν χρήσει στὸ ΕΜΚ* καὶ στὸ ΕΜΠ** τὴ δεκαετία τοῦ 1970. Σημαίνει βλέπω κρυφὰ

Α. τὰ φύλλα τοῦ ἀντιπάλου στὴ χαρτοπαιξία

Β. τὸ βιβλίο, τὸ γραπτὸ τοῦ συμφοιτητῆ, ἢ τὸ σκονάκι στὶς ἐξετάσεις.

Ἑτυμολογία: ἀπὸ τὸ μπανίζω καὶ τὸ μπαγιόκο. Λεξικὸς συμφυρμὸς, κατὰ τὸν Νῖκο Σαραντᾶκο.

Γιὰ τὸ μπαγιόκο δὲς ἐδῶ κι ἐδῶ

*ΕΜΚ: Τὸ καφενεῖο "Μετσόβιο", φοιτητικὸ στέκι, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν πλαϊνὴ εἴσοδο τοῦ Πολυτεχνείου στὴ Στουρνάρα. Ὁ Τάσος, ὁ καφετζῆς τῆς δεκαετίας τοῦ 70, ἀπαντοῦσε στὸ τηλέφωνο λέγοντας:

"Ἐδῶ Ἐθνικὸ Μετσόβιο Καφενεῖο".

**ΕΜΠ: Τὸ Ἐθνικὸ Μετσόβιο Πολυτεχνεῖο, φυσικά.

Α. Μαλάκα, ἔτσι καὶ ξανακάνεις μπανιόκο στὰ φύλλα μου, κομμένη ἡ παρτίδα.

Β. -Πῶς τὰ κατάφερες καὶ πέρασες τὸ μάθημα χωρὶς διάβασμα.

-Νά ᾿ναι καλὰ ὁ Κυριᾶκος ποὺ μ᾿ ἄφησε κι ἔκανα μπανιόκο στὸ γραπτό του

Got a better definition? Add it!

Published

Η αριστεροσύνη είναι ένα μέτρο του μεγέθους του κατα πόσο βαθιά είναι ιδεολογικοποιημένο ένα άτομο ως προς την αριστερά ιδεολογία, και ταυτόχρονα η ιδιότητα ενός Αριστερού να μπορεί να δίνει πιστοποιητικά αριστερής ιδεολογικής κατεύθυνσης.

Η αριστεροσύνη/ Πρώην πρόεδρος της ΕΡΤ σε επιμνημόσυνη εκδήλωση: «Σήμερα τιμούμε τον πολύτιμο συνεργάτη, τον καλό φίλο, τον αριστερό». Δεν χρειάζεται φιλοσοφία βάθους για να καταλάβεις ότι εδώ το «αριστερός» αξιολογεί ηθικά πολύ περισσότερο από ό,τι δηλώνει πολιτική τοποθέτηση. Και για να είμαστε ακριβέστεροι: το «αριστερός» εδώ, έτσι σκέτο και από μόνο του, είναι ηθικό κατηγόρημα με αυτονόητη θετική αξία

Πηγή: https://www.tovima.gr/2012/06/10/opinions/i-aristerosyni/

Got a better definition? Add it!

Published

Άτομο το οποίο πέρδεται κατά λάθος, παρουσία άλλων, με αποτέλεσμα να γίνει αντικείμενο χλευασμού και πειραγμάτων.

Πριν πάει στο πάρτι, ο Γιώργος είχε φάει πικάντικα λουκάνικα. Ούτε καν του πέρασε από το μυαλό ότι θα του δημιουργούσαν πρόβλημα. Όταν πια το κατάλαβε ήταν ήδη αργά: Βρισκόταν στο πάρτι, τίγκα στον κόσμο (προ κορονωιού). Κάποια στιγμή δεν άντεχε πια και την αμόλησε. Κι όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, το έκανε εκείνη τη σύντομη στιγμή της παύσης ανάμεσα σε δυο τραγούδια... Ξαφνικά, όλοι γύρισαν και τον κοίταξαν. Είχε γίνει ο κλασίγελως του πάρτι!

Got a better definition? Add it!

Published

Υπεύθυνος πολίτης, ακολουθεί πιστά τις οδηγίες των ειδικών, φοράει πάντα μάσκα, γάντια, πλένει τα χέρια του κάθε δέκα λεπτά και κάνει μπάνιο με αντισηπτικό πρωί-βράδυ. Κρατάει πάντοτε αποστάσεις ασφαλείας, έχει αγοράσει ολόσωμη στολή και κάνει προμήθειες διαρκείας. Σε κάθε περίπτωση κάνει συστάσεις σε συμπολίτες του για την ορθή τήρηση των μέτρων υγιεινής. Παρακολουθεί κάθε μέρα την ενημέρωση των ειδικών στην τηλεόραση. Προσεύχεται ανελλιπώς στον θεό να κρατάει γερό τον πρωθυπουργό και την πολιτική ηγεσία του τόπου στον αγώνα ενάντια στον αόρατο εχθρό. Τα βράδια όταν δεν χειροκροτεί ήρωες στο μπαλκόνι, τηλεφωνεί στο 100 για να καταγγείλει παράνομες συναθροίσεις και επαναστατική γυμναστική σε δημόσιους χώρους. Όταν επιτέλους πέφτει για ύπνο ονειρεύεται μια κοινωνία με πιστοποιητικό κοινωνικής απολύμανσης.

Καθόμασταν χτες το βράδυ στο πάρκο παρέα με τα παιδιά και ήρθε ένας κορονοκοκοβιός, άρχιζε να φωνάζει ότι με αυτή την συμπεριφορά θα αρρωστήσουμε και θα πεθάνουμε όλοι (σχεδόν) και όσοι γλιτώσουν θα κλειστούν πάλι μέσα!!!!

Κορονοκοκοβιός

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι ο στραγαλατζής, ο πωλητής στραγαλιών η φθηνών λαϊκών ξηρών καρπών γενικότερα όπως σπόρια φιστίκια αλλά και αμύγδαλα, φουντούκια, καρύδια, φιστίκια Αιγίνης κλπ. Κατά κανόνα προσδιορίζει τον πλανόδιο πωλητή. Επάγγελμα του παρελθόντος που τείνει να εκλείψει. Ο λεμπλεμπιτζής είτε κρατούσε καλάθι είτε διέθετε τροχήλατο θερμαινόμενο με κάρβουνα πάγκο-προθήκη για να τα διατηρεί ζεστά, εξ ου και το φουγάρο που προεξείχε και έβγαζε καπνό ερεθίζοντας ευχάριστα την όσφρηση των υποψήφιων πελατών. Σερβίριζε σε αυτοσχέδια χωνάκια που δημιουργούσε επί τόπου από χαρτί. Από το τούρκικο leblebi που σημαίνει στραγάλια, "ελληνιστί" και λεμπλεμπιά.

  1. Τώρα που θα περάσει ο λεμπλεμπιτζής, πες μου να σου αγοράσω μισό ευρώ φιστίκια.
  2. Πολύ μ αρέσουν τα ζεστά λεμπλεμπιά, αλλά χάθηκαν πια οι λεμπλεμπιτζήδες.

Got a better definition? Add it!

Published

Σημαίνει εντελώς, όλως δι' όλου, τελείως, τελειωτικά, αποτελειωμένα, τερματισμένα. Περιγράφει μια περαιωμένη κατάσταση που δεν επιδέχεται μετατροπή, βελτίωση, εξέλιξη η αλλαγή, κάτι που δεν πάει παρακάτω η πιο πέρα. Προέρχεται από το τούρκικο dip που σημαίνει πάτος, πυθμένας. Το γλυκό "καζάν ντιπί" σημαίνει κατά κυριολεξία: ο πάτος του λέβητα. Χρησιμοποιείται σκέτο αλλά και διπλό, με ενδιάμεσα το "για" η το "κατά", προς έμφαση.

  1. Δεν καταλαβαίνω ντιπ.
  2. Αυτός είναι ντιπ για ντιπ τρελός.
  3. Είναι μαλάκας ντιπ κατά ντιπ.

Got a better definition? Add it!

Published