Περνάω πολύ καλά, διασκεδάζω υπερβολικά. Από το σπάσιμο των πιάτων στα μπουζούκια που για κάποιους αποτελεί σημάδι διασκέδασης.

Τόσο καιρό έβγαινα με την Μαρία και ξενέρωνα. Χτες βγήκα με τους φίλους και τα σπάσαμε! Ποτά, σφηνάκια, χορός, γκόμενες άλλες γνωρίσαμε, χαμός σου λέω! Στις 6 το πρωί γύρισα! Άλλο βέβαια που η Μαρία με περίμενε ξύπνια και τα άκουσα πρωινιάτικα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπέροχα, τέλεια. Από το αγγλικό fine. Έκφραση ξεπερασμένη, την χρησιμοποιούσαν πολύ την δεκαετία του '80.

Πήγαμε το Σάββατο στην disco που είχε party με αφρούς και περάσαμε φίνα, έγινε χοντρή φάση σου λέω!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω συμφωνία με κάποιον, συνήθως για να βλάψουμε, να κοροϊδέψουμε ή να νικήσουμε κάποιον τρίτο.

— Κανόνισα με τον Σπύρο να πάμε να κάνουμε τσαμπουκά στον Δημήτρη που μου έφαγε την τυρόπιτα. — Καλά είσαι τρελός; Αυτοί τα έχουν κάνει πλακάκια και θα σου φάνε και το κρουασάν!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μαχαίρι, το στιλέτο. Προφανώς προέρχεται από τα κέρατα των ζώων που είναι μυτερά και τα χρησιμοποιούν ως όπλα.

- Και ξεκινάει ο τσαμπουκάς και μου τραβάει κέρατο ο τύπος και νόμιζε πως ήταν μάγκας! Ε, βγάζω και γω το γκάνι και τα είδε όλα κωλυόμενα! Να δεις πως έκανε μετά, σαν μικρό παιδί με παρακάλαγε να τον αφήσω να φύγει και να μην τον φάω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το όπλο, πολύ μάγκικα. Από το αγγλικό gun.

Σταμάτα ρε, σταμάτα γιατί θα βγάλω το γκάνι και θα στην ανάψω μες τα μούτρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πυροβολώ.

Σκηνή από οποιαδήποτε, αστυνομική ή γκανγκστερική ταινία:
«Μην κουνηθείς, μην κουνηθείς γιατί σ' την άναψα!» (με παρατεταμένο το όπλο)

(από patsis, 01/07/12)(από patsis, 01/07/12)

Δες και σχήμα γνωστού αγνώστου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκοτώνω, καθαρίζω κάποιον.

Έμαθες τι έγινε στο χωριό; Ο κυρ-Μιχάλης τον έφαγε τον γείτονά του για 2 μέτρα χωράφι. Του την άναψε με την καραμπίνα. Το βλέπω να ξεκινάει βεντέτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκοτώνω κάποιον.

- Μακελειό έγινε στην πολυκατοικία χτες. Γύρισε ο Πέτρος -που μένει στον κάτω όροφο- από το ταξίδι μια μέρα νωρίτερα να κάνει έκπληξη στην Σούλα, την γυναίκα του, και την έπιασε καβάλα στον κουμπάρο. Μέσα στα νεύρα του τους καθάρισε και τους δύο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λύνω τις διαφορές, ξεχρεώνω.

- Ωχ, έχω πιει τόσα ποτά και έχω ξεχάσει το πορτοφόλι μου στο σπίτι! Ρεζίλι θα γίνω, με βλέπω να πλένω ποτήρια! - Άσε, καθαρίζω εγώ, τόσες φορές έχεις κεράσει εσύ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πυροβολώ, έκφραση που ακούγεται συνήθως σε χωριό.

- Ήμουν τις προάλλες στο χωράφι και βλέπω δυο παιδαρέλια να μου κλέβουν τα μήλα. Βγάζω την καραμπίνα από το αγροτικό και τους την μπουμπουνίζω! - Τι ρε, να τους σκοτώσεις; - Όχι ρε, είχα βάλει μέσα αλάτι. Για μια βδομάδα δεν θα μπορούν να κάτσουν, έτσι για να μάθουν.

βλ. και μπουμπούνα το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified