Τύπος ατημέλητος και κάργα αραχτός. Βασικά χαρμπαγιάγκαλος και ολίγον κοπριτάμπουρας.

Άλλα σχετικά λήμματα: χλέμπουρας, αλτέρνι, κοπρόσκυλο, ρεμπεσκές, φρίκουλο

- Πώς τον είδες τον καινούργιο δεσμό της ξαδερφούλας μας, Δημητράκη; - Τι να σου πω, ρε παιδί μου, δεν ξέρω ... μπορεί νάχει άι-κιου 175, που λέει κι αυτή, αλλά πολύ λεχάρι το άτομο, ρε γαμώτο ... πουλόβερ με τρύπιους αγκώνες και η τελευταία φορά που δούλεψε ήτανε, νομίζω, επί Γεωργίου Ράλλη ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οτιδήποτε χρησιμοποιείται για να αποσπάσει την προσοχή και να παραπλανήσει. Κάλυψη, προπέτασμα. Από τις κλασικές λέξεις που χρησιμοποιεί ο Τσιφόρος - π.χ. ο λαχανάς στο λεωφορείο βάζει την εφημερίδα μπουζουριέρα για να φάει το πορτοφόλι του ανυποψίαστου συνεπιβάτη.

Κρατάω μπουζουριέρα μπορεί και να σημαίνει φυλάω τσίλιες - ειδικά όταν προσποιούμαι ότι κάνω κάτι άλλο, π.χ. «ένας μάγκας παραπέρα μας κρατάει τη μπουζουριέρα», που λέει κι ο Μπάτης στο ρεμπέτικο «Βάρκα μου μπογιατισμένη».

Δεν είναι σαφές πώς σχετίζεται η μπουζουριέρα με το ρήμα μπουζουριάζω. Με την έννοια της παραπλάνησης, της κάλυψης, δεν υπάρχει προφανής σχέση. Μια άλλη εκδοχή λέει ότι στην μπουζουριέρα κρύβουμε, παραχώνουμε, μπουζουριάζουμε κλοπιμαία, το μαύρο κλπ - στην περίπτωση αυτή σημαίνει την κρυψώνα.

Η μπουζουριέρα δεν πρέπει, βεβαίως, να συγχέεται με την μπιζουτιέρα. Άλλο Τουπαμάρος κι άλλο...

  1. («Τα σκαθαράκια», από Τα Παιδιά της Πιάτσας του Ν.Τσιφόρου)
    Θάσαι σεμνός, όσο πιο σεμνός είσαι, τόσο καλύτερα θα τους γελάς. Όποιος μοστράρεται για ξύπνιος είναι σα να κάνει ρεκλάμα: 'φυλαχτείτε από μένα', φυλάγονται, ενώ άμα κάνεις τον κουτό, γελάνε μαζί σου και τους τη φέρνεις καλύτερα. Θα φροντίσεις νάχεις μια δουλειά μπουζουριέρα δήθεν πως κάτι πουλάς και κονομάς από κει, έτσι κάνουνε κι οι μεγάλοι να πούμε, απ' αλλού δείχνουνε πως τα βγάζουνε κι απ' αλλού κονομάνε.

  2. (Ελευθεροτυπία, 26/02/2008)
    Εν τέλει, αποδεικνύεται μύθος το «φτωχό» -με βάση τον επίσημο εθνικό προϋπολογισμό- υπουργείο Πολιτισμού. Οπως αποκαλύπτει σχετική έρευνα του Αρη Χατζηγεωργίου στην «Ε» (16/2), οι εκταμιεύσεις του ΟΠΑΠ προς το υπουργείο Πολιτισμού, όχι μόνο το καθιστούν... ζάπλουτο, αλλά και... πολυπλόκαμη «μπουζουριέρα» πάσης φύσεως επιχορηγήσεων, με αναρίθμητους παραλήπτες και -σε πλείστες περιπτώσεις- τουλάχιστον... ανορθόδοξα κριτήρια.

  3. (από πολιτικό κείμενο του Νέου Αριστερού Ρεύματος)
    Αυτό που μας σερβίρουν ως «νέο», είναι το απαρχαιωμένο μοντέλο ενός δικομματισμού, που αποτελεί την μπουζουριέρα ενός καινούριου αντιδραστικού συνασπισμού εξουσίας .της σύγχρονης βαρβαρότητας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος ακατάσχετα φλύαρος και, κατ' επέκταση, αερολόγος. Διακόπτει τους άλλους συνεχώς - π.χ. άσε, πού να σου λέω ή, καλά, άμα σου πω τι έπαθα ... - μονοπωλεί μονίμως την κουβέντα, λέει μόνο για να λέει και λατρεύει τον ήχο της φωνής του.

Η λέξη σχηματίζεται από το μπουρ-μπουρ (ή, μπούρου-μπούρου βλ. και μπούρου-μπούρου μαλακίες) με δεύτερο συνθετικό το -αγάς, όπου αγάς είναι ο τοπικός διοικητής ή αφέντης την εποχή της Τουρκοκρατίας. Ο μπουρμπούραγας, λοιπόν, δεν είναι απλώς πολυλογάς - είναι και ο αρχηγός των πολυλογάδων και, ωσεκτουτού, απίστευτος σπασοκλαμπάνιας.

Στον επαγγελματικό στίβο, ο μπουρμπούραγας απαντάται συχνά στους χώρους των πωλήσεων και του πι-αρ όπου διακρίνεται ως biri biri maker. Αν ακολουθήσει καριέρα πανεπιστημιακή/νομική/τηλεοπτική συχνά εξελίσσεται σε ειδικό μπουρδολόγο / παπαρολόγο. Στο οικογενειακό περιβάλλον είναι ιδιαίτερα ενοχλητικός αν έχει και άποψη για τα θέματα του νοικοκυριού - αν είναι, δηλαδή, και γυναικοθόδωρος.

Σημειωτεόν ότι ο όρος μπουρμπούραγας δέον να χρησιμοποιείται μόνον για άντρες. Μια γυναίκα μπορεί να χαρακτηρισθεί μπουρμπούρα αλλά συνηθέστερα την λέμε γλωσσού, γλωσσοκοπάνα, γαλιάντρα ή κατίνα - αν και όλα αυτά έχουν κάποιες λεπτές νοηματικές διαφορές.

- Καλέ, τι πράμα είναι αυτός ο ξάδερφος σου ... πρώτος μπουρμπούραγας ... ήρθε επίσκεψη προχτές, αρμένικη βίζιτα την έκανε ... τρεις ώρες έκατσε, γλώσσα μέσα δεν έβαλε ... μπούρου-μπούρου και μπούρου-μπούρου, μας έπρηξε ... και πανάθεμα με αν θυμάμαι ένα πράμα που μας είπε ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος εξαιρετικά λιγομίλητος - το τσιγκέλι δεν έχει καμμία τύχη να του πάρει λόγια. Άνθρωπος που δεν χαριεντίζεται ποτέ, δεν πιστεύει στις πλακίτσες και τα αστειάκια. Κατά βάση μοναχικός. Μπορεί να έχει ένα-δυο φίλους με τους οποίους επίσης λέει ελάχιστα αλλά, γενικά, οι περισσότεροι δεν τον θέλουν για παρέα και δεν τους θέλει κι αυτός. Συνήθως σκυθρωπός, με μάτια-φρύδια κατεβασμένα - αν και αυτό μπορεί να οφείλεται πιο πολύ σε κοινωνική αδεξιότητα παρά σε γρουσουζιά ή στενοχώρια.

Η λέξη θα μπορούσε να είναι και ηχοποίητη - από τον ήχο μμμμμ ... που παράγουν τέτοιοι τύποι όταν, βέβαιως, αισθάνονται ομιλητικοί. Λέξεις με συναφές νόημα είναι η μούγκα, ο μούργος, ο μουρτζούφλης και ο μούχλας - που όλες έχουν το μου-. Σχετική έκφραση είναι και το βαρύ πεπόνι. Λέξεις με το αντίθετο νόημα είναι ο μπουρμπούραγας και ο χαμογελάιδας.

- Μούκα ... α, μούκα ... ήρθαν οι άνθρωποι να μας ευχηθούν για το εγγόνι και δε γύρισες να τους κοιτάξεις ... μια καλησπέρα τους είπες με το ζόρι και μετά κολλημένος στην τηλεόραση ...
- Μμμμμμμμ ...
- Μουξ και ξερός ... μούκα ...

Got a better definition? Add it!

Published

Παιδική αργκό. Δηλώνει επιδεικτικά αδιαφορία για κάτι που στην πραγματικότητα μας έχει πειράξει. Μερικές φορές ως απάντηση/συμπλήρωμα λέγεται και το λιγότερο πετυχημένο σκασίλα μου μικρή και δέκα ποντικοί.

Παλαιάς κοπής εφηβική έκφραση που αναβιώνει στις αυλές των δημοτικών -τώρα λέγεται κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, από κορίτσια μέχρι δέκα ετών (παράδειγμα 1). Ενίοτε λέγεται και από κοπέλες μεγαλύτερες -εδώ ο προκλητικός παλιμπαιδισμός υπογραμμίζει πόσο πολύ έχουν γραμμένο στη νάρα τους κάτι, π.χ. ένα φτύσιμο, μια επαγγελματική αποτυχία κλπ (Παρ. 2).

Αν εξαιρέσει κανείς τη ρίμα, έκφραση προχωρημένα υπερρεαλιστική. Συγγενεύει με διάφορες άλλες ομοιοκατάληκτες στιχομυθίες της παιδικής αργκό, παρόμοια κοινές και παράλογες, όπως:

Α: Τι είπες; Β: Τρύπες
Α: Τι λες; Β: Ψωμί κι ελιές Α: Καλαματιανές
Α: Τι 'ναι αυτό; Β: Μανιτάρι μαγικό!
Α: Χαζή! Β: Χαζή είσαι! Α: Και φαίνεσαι! Β: Κι απ' την μούρη σου κρέμεσαι

Οι φραστικοί αυτοί διαξιφισμοί υπογραμμίζουν ότι από τρυφερότατη ηλικία οι Έλληνες -και οι Ελληνίδες- δεν ανέχονται να τους βγαίνει κάποιος από πάνω κι αν τυχόν και γίνει τέτοιο κακό επιμένουν να έχουν αυτοί/-ές τον τελευταίο λόγο. Οι αψιμαχίες αυτές την ώρα του διαλείμματος οξύνουν επίσης και το γλωσσικό αίσθημα των παιδιών ώστε ως έφηβοι πλέον να περάσουν άκοπα στην σωστή χρήση εξίσου κλασικών εκφράσεων όπως: στ’ αρχίδια μας κι εμάς, Κωστής Παλαμάς και δε(ν) μας χέζεις ρε Νταλάρα και, τελικά, του άει γαμήσου.

  1. - Αχ, Κατερίνα, τι κρίμα που δεν σ'αφήνει η μαμά σου νά 'ρθεις σινεμά μαζί μας αύριο. Η Νεφέλη, η Νιόβη κι εγώ θα πάμε στο καινούργιο των Μπρατζ... Θά 'ναι τέλειο...
    - Μμμμ... Σκασίλα μου μεγάλη και δέκα παπαγάλοι... Δε με νοιάζει καθόλου... Έτσι κι αλλιώς... Εγώ προτιμώ τη Μπάρμπι...

  2. - Η ιδιαιτέρα του Γενικού λέει ότι στο ταξίδι στη Ρώμη θα πάρει μαζί του την Πένυ γιατί, λέει, ο Γενικός την συμπαθεί...
    - Ναι, εντάξει, το ξέραμε... Σκασίλα μου μεγάλη και δέκα παπαγάλοι... Ξέρεις πού την έχω γραμμένη εγώ την Τσουλίδου κι αυτόν τον μαλακοκαύλη;

Βλέπε και γειώσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαγαζάτορας ο οποίος εκ συστήματος πιάνει κώλους. Ο καζικτσής είναι αδικαιολόγητα ακριβός στις τιμές του και συχνά το προϊόν του είναι και ύποπτης ποιότητας.

Λέξη με μικρασιατικές καταβολές. Προέρχεται από το καζίκι (εκ του Τουρκικού kazik = παλούκι) και όχι από το κάζο (caso = υπόθεση, τυχαίο συμβάν στα Ιταλικά και στα Ελληνικά πλάκα, νίλα). Το καζίκι, το οποίο το τρώμε ή το παθαίνουμε, είναι το μεγάλο πρόβλημα, το ζόρι -είναι συνήθως οικονομικής φύσης και συνήθως προκύπτει διότι κάποιος καζικτσής μας εξαπάτησε και μας τον ακούμπησε κανονικά. Η παραπομπή στην αρχική σημασία της λέξης, το παλούκι, είναι προφανής.

Για την ετυμολογία και άλλες χρήσεις της λέξης καζίκι, δες και το εξαίρετο λήμμα σαν τη σκύλα (σ)το καζίκι.

- Το φυσάω και δεν κρυώνει ... έφαγα μεγάλο καζίκι χτες ... έβγαλα κάτι Αθηναίους για ψάρι στην Κρήνη ... τέσσερα άτομα, τετρακόσια γιούρια λογαριασμό πλέρωκα ... κάτι μουρμούρες περπατημένες ένα κατοστάρικο το κιλό μας τις χρέωσε ο πιασοκώλης ... και μια ψίχα καβουρογαμόσαυρο εικοσπέντε ευρώ τη μερίδα ... πολύ καζικτσής ο καριόλης ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τους πιο προσβλητικούς χαρακτηρισμούς που χρησιμοποιεί ο σύγχρονος Έλλην άνδρας για να περιγράψει μια γυναίκα, συνήθως -αλλά όχι απαραίτητα- νεαρή σε ηλικία, η οποία:

  • ντύνεται, μιλάει και συμπεριφέρεται προκλητικά - μάλλον σ' ένα φτηνιάρικο, βλ. και λάικα, και
  • γαμιέται αβέρτα κουβέρτα, αλλά
  • δεν κάθεται σ' αυτόν, ή
  • τού 'κατσε μία και μετά τον έφτυσε

Η λέξη ξεψώλι σχηματίζεται από το επιτατικό πρόθεμα ξε- σε συνδυασμό με την ρίζα ψωλ-(εξ ης και ψωλή, ψωλόχυμα, ψωλότσεπη και πλείστα άλλα) και, τέλος, την ουδέτερη κατάληξη . Το σύνολο σημαίνει μια γκόμενα που είναι, μεταφορικά και κυριολεκτικά, τελείως και μόνον για τον πούτσο. Την αίσθηση της απόλυτης ξεφτίλας επιτείνει κι άλλο η επιλογή κατάληξης ουδέτερου γένους ώστε η γυναίκα να υποβιβάζεται στο επίπεδο πράγματος - όπως π.χ. συμβαίνει και με τη λέξη τσόλι.

Πολλές λέξεις υπάρχουν που, όπως και το ξεψώλι, αποκρυσταλλώνουν μια βαθιά περιφρόνηση προς τις γυναίκες αλλά, ίσως, καμμιά άλλη δεν είναι τόσο απαξιωτική - ίσως γιατί σχεδόν όλες οι άλλες τέτοιες λέξεις έχουν και κάποιες ψιλοθετικές συνδηλώσεις. Για παράδειγμα, οι λέξεις πουτάνα, γαμιόλα, καριόλα και χαμούρα αφήνουν να εννοηθεί ότι την περί ης ο λόγος δεν μπορεί κανείς να την πάρει στα ελαφρά - όλες αυτές οι λέξεις έχουν και την έννοια της πονηριάς και της υπουλίας. Παρομοίως, λέξεις όπως καυλόμουνο και μουνόσκυλο αποπνέουν κάτι το σκληρό. Η ψωλού, η ψωλομαζεύτρα και η πουτσαρπάχτρα έχουν όσο νάναι μια μαγκιά ενώ ο χαρακτηρισμός πουτσανάφτρα είναι σχεδόν κοπλιμάν. Οι λέξεις ξεκωλόμουνο και ξεκωλοπατόμουνο έχουν σαφώς προσβλητική διάθεση αλλά είναι και τόσο εμφανώς κατασκευασμένες που η ισχύς τους ατονεί. Λέξεις όπως μουνίτσα, καυλίτσα, πουτανοκαυλίτσα, γαμιολάκι, τσουλάκι, ψωλίτσα και ψωλέτα είναι και αυτές συγκριτικά ασθενέστερες από το ξεψώλι, προφανώς λόγω της υποκοριστικής κατάληξης. Τέλος, δυο λέξεις που σημασιολογικά είναι ίσως πλησιέστερα στο ξεψώλι, το καβλοράπανο και ο πουτσομεζές, τείνουν πρωτίστως να βγάζουν γέλιο.

Το επιτατικό πρόθεμα ξε- δεν πρέπει να συγχέεται με το στερητικό ξε-. Το επιτατικό ξε- ενισχύει στο μάξιμουμ την σημασία του ρήματος που ακολουθεί, π.χ. ξεκουφαίνω, ξεσκίζω και ξεκωλώνομαι, ενώ το στερητικό ξε- την αναιρεί, π.χ. ξεβιδώνω, ξεπαγώνω και ξεβρακώνομαι.

- Πέρασε κι η Ντίνα ... με το ξεκωλτέ ως συνήθως κι έσερνε κι έναν μαύρο ... - Ασ' το, μωρέ, το ξεψώλι ... ποιος την γαμεί αυτήνα; - Ο μαύρος;;; (Και πάντως όχι εσύ, φιλάρα). - Άει γαμήσου, ρε μαλάκα ... εγώ φταίω που σου μιλάω ...

βλ. και μουνί, καυλόμουνο, αμαρτωλό, τρύπα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακραία αλλά και αόριστη απειλή. Η εικόνα ενός κώλου που χέζει πάνω σ' ένα λιβανιστήρι δεν στερείται ενδιαφέροντος, αλλά η έκφραση, βέβαια, δεν κυριολεκτεί - παρεκτός, ίσως, κι αν έχει ως αποδέκτη διάκο, παπά ή, λέμε τώρα, ηγούμενο μοναστηριού.

Το θα σου χέσω το λιβανιστήρι εκφέρεται είτε υπόκωφα μέσα από σφιγμένα δόντια, είτε τσιριχτά με φλέβες πεταμένες. Εκφράζει έντονα μεγάλο θυμό και αγανάκτηση -υπονοείται ότι θά 'ρθω και θα σου ρημάξω ό,τι έχεις όσιο και ιερό.

Η προέλευση της έκφρασης δεν είναι σαφής, αλλά μια εκδοχή ανατρέχει στον συμβολισμό που έχει το λιβανιστήρι στο Ορθόδοξο τυπικό. Το λιβανιστήρι, λοιπόν, -ο θυμιατήρ, που είναι και γαμώ τις λέξεις από την εκκλησιαστική γλώσσα- συμβολίζει «την κοιλίαν τῆς Θεοτόκου, ἡ ὁποία δέχθηκε στά σπλάχνα της σωματικῶς τήν Θεότητα, πού εἶναι 'πῦρ καταναλίσκον', χωρίς νά ὑποστῆ φθοράν ἤ ἀλλοίωση». Μπορεί, συνεπώς, να θεωρηθεί και πολύ βαριά βρισιά.

Ενδιαφέρον έχει επίσης και το γεγονός ότι είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις στα Ελληνικά που η εξύβριση των θείων γίνεται μέσω της κοπρολογίας και όχι, ως συνήθως, με αναφορά στην γενετήσια πράξη.

Άλλα σχετικά λήμματα: γαμώ το σταυρίδη μου, γαμώ την πανακόλα, γαμώ το καντήλι σου, βουλγάρικο θυμιατήρι, θα σου γαμήσω το ό,τι έχεις αγάμητο, γαμώ το ταμτιριρί, θα σού γαμήσω το ταμ τιριρί, θα σου ξηγηθώ αλμυρό φυστίκι και, φυσικά, Mecagum και δεν συμμαζεύεται.

Καλά, ας τολμήσει να πει τίποτα τέτοιο και σε μένα ο καραγκιόζης και θα του χέσω το λιβανιστήρι να με θυμάται ... θα τον κάνω εγώ τον πούστη να πει το δεσπότη Παναγιώτη ... γιατί δεν ξέρει ποιος είμαι εγώ μου φαίνεται ...

Ο θυμιατήρ. Λιβανιστήρι από ορείχαλκο επιχρυσωμένο. (από poniroskylo, 26/09/08)Αυτός έχει πολλά λιβανιστήρια (από poniroskylo, 26/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας. Τόσο απλά.

Χρησιμοποιείται με τρεις τρόπους:

  • Ως ευφημισμός. Κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, όταν υπάρχουν μπροστά μικρά παιδιά. Και καλά.
  • Ως προσδιοριστικό ενός ειδικού τύπου μαλάκα-παλληκαρά, κομπορρήμονα και αφελούς. Δείγμα του κυνισμού των καιρών μας.
  • Ως επιτατικό, ειδικά στη φράση είσαι και μαλάκας, είσαι και λεβέντης.

Σχετικά λήμματα: μαλάκας, λεβέντης, λεβεντομαλάκας

  1. - Καλά, τον είδες... χωρίς φλας βγήκε... αέρα πατέρα.
    - Ναι, ναι, τον είδα... Πολύ λεβέντης, ε μπαμπά;
    - Καλέ, πού έμαθες εσύ τέτοια λόγια έξι χρονώ παιδί... πιπέρι στο στόμα θα σε βάλω...
    - Γιατί, ρε γυναίκα, τι είπε το παιδί; (ΠΡΟΣΕΧΕ, ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ, ΓΑΜΩ ΤΟΝ ΑΝΤΙΘΕΟ ΜΟΥ, ΠΟΥ ΠΑΣ ΑΠΟ ΔΕΞΙΑ;). Ε, τι είπε το παιδί, λοιπόν;

  2. Γνωστός λεβέντης... Πνευματικό τέκνο του Εφραίμ... Τι άλλο να σου πω...

  3. - Τάβγαλα τα εισιτήρια για το Μιλάνο. Όπως είπες, όλα καλά... - Για φέρε να δω... Καλά, εντάξει, είσαι και μαλάκας, είσαι και λεβέντης... Λινάτε είπα, Μαλπένσα έβγαλες... Σάββατο είπα, Κυριακή έβγαλες... Με τίποτα Αλιτάλια είπα, Αλιτάλια έβγαλες...
    - Έλα, μωρέ, δεν έγινε και τίποτα...
    - Όχι, ρε μεγάλε, τίποτα δεν έγινε... Απλώς πάμε στο χειρότερο αεροδρόμιο της Ευρώπης... ημέρα που δεν μας βολεύει... με μια εταιρεία που μέχρι τότε μπορεί και να μην υπάρχει... γαμώ τη λεβεντιά μου, δηλαδή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απόκρυψη του ονόματος και της ηλεκτρονικής διεύθυνσης ενός η περισσοτέρων παραληπτών e-mail από τους άλλους αποδέκτες του ιδίου μηνύματος.

Υβριδική λέξη (τυφλο- + το engreek κόπι). Όρος αδόκιμος προς το παρόν αλλά ευρηματικός. Aποδίδει πιστότερα το αγγλικό πρωτότυπο blind carbon copy (bcc) απ' ό,τι το Ιδιαίτερη Κοινοποίηση (Ιδιαιτ. Κοιν.) που είναι η επίσημη επιλογή της Microsoft στην Ελλάδα και το αφανές αντίγραφο που μια εποχή είχε υιοθετήσει η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Κλίνεται όπως το γλεντοκόπι, το Νευροκόπι και το μυλοκόπι.

- Εντάξει, με φώναζει μέσα η μπιτσάρα και μου λέει «Τι ξέρεις για το θέμα με τις φωτογραφίες που διακινούσε ο κύριος Σκορδομπούτσογλου» και λέω κι εγώ «Κυρία Χατζηκωλάρα μου, δεν ξέρω τίποτα, μα το Θεό» και μου λέει «Εσύ δεν πήρες τίποτα, δηλαδή;» «Όχι» λέω «τίποτα δεν πήρα, να μη σώσω». Και κάνει μια έτσι και βγάζει το μέιλ με τα ξεψώλια που είχε στείλει ο Σκορδομπούτσογλου χτες και μένω μαλάκας διότι, βέβαια, μ' έχει μαζί με όλους τους άλλους ως παραλήπτη. Διότι, σε ενημερώνω, είναι e-tard το άτομο και αντί να μας κάνει τυφλοκόπι μας έβαλε όλους φόρα παρτίδα κοινοποίηση και άντε τώρα βγάλε άκρη στο πειθαρχικό γαμώ τον Γκέιτς μου μέσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified