Οι φράσεις του παρακάτω καταλόγου έχουν συνδυαστεί στο μυαλό μου με μέση ελληνική μικροαστική οικογένεια (βλ. και την αποτύπωσή τους στο γυαλί Ρετιρέ και Μικρομεσαίοι), πλέον άτομα ηλικίας τουλάστιχον 50-φεύγα, αλλά ίσως να ξεφεύγουν οριακά απ' αυτά τα συμφραζόμενα.

Με τέτοιες εκφράσεις θα περιγράψει κάποιος κάποια στιγμή που διασκέδασε στη ζωή του, ενώ γενικά μιζεριάζει. Τη μοναδική φορά που τον ζάλισε λίγο το αλκοόλ, και ο ίδιος βίωσε ως μεθύσι, αλλά δεν θα μιλήσει για μεθύσι, προτιμώντας φράσεις από αυτές της λίστας και εκφράσεις όπως του παραδείγματος.

Κάποιες άλλες χρησιμοποιούνται για την περιγραφή καθημερινών ευτράπελων καταστάσεων, στις οποίες ειδικεύεται και η στήλη «δεξιό χιούμορ» στο Μετέχνιο.

  • Πήγαμε σε ένα κέντρο διασκέδασης (ή διασκεδάσεως, αλλά κεντράκι για πιο χάρκορ καταστάσεις μικροαστίλας): Πρόκεται για ταβερνοειδή μέρη, αλλά με μεγαλύτερους χώρους, χειρότερη μουσική, σέρβις και φαγητό, πλην όμως με πίστα. Το τελετουργικό επιβάλει φαγητό πρώτα (συνήθως μπριτζόλες (σικ), τηγανιτές πατάτες, σαλάτες, αλλά μάλλον όχι κοκορέτσια, συνοδευόμενα από κοκακόλες και για τους πιο τολμηρούς κρασί). Είναι πιθανόν ο ομιλών να χαίρει ειδικής μεταχείρισης, καθότι ο μαγαζάτορας είναι καλός άνθρωπος και γι αυτό πηγαίνει μόνο σ' αυτόν γιατί οι άλλοι είναι απατεώνες αλλά αυτός βρήκε τον σωστό επιχειρηματία που σέβεται τον πελάτη. Εναλλακτική επιλογή είναι το τοπικό κουτουκάκι, το οποίο είναι ταβερνοειδές επίσης, αλλά χωρίς πίστα, με εξ ίσου κακό φαΐ και κρασί, αλλά έχει μία εσάνς απ' τον παλιό καιρό, που «δεν ήταν έτσι οι άνθρωποι».
  • Πήγαμε σε μια εκδήλωση: λέγεται όταν η μάζωξη στο κεντράκι δεν οργανώνεται κατά μόνας από την παρέα, αλλά από κάποιον εκπολιτιστικό παύλα εξωραϊστικό σύλλογο, η κορυφή των δραστηριοτήτων του οποίου είναι τέτοιου τύπου «εκδηλώσεις».
  • Ήπιαμε (κι) ένα ποτηράκι παραπάνω: Συνήθως κρασί, το οποίο ο ομιλών θα σπεύσει να χαρακτηρίσει ως χωριάτικο, χωρίς φάρμακα, το αγοράζει ο ίδιος (ο μαγαζάτορας), κοκκινέλι. Το παραπάνω σημαίνει ότι άρχισε να ζαλίζεται, πιθανόν στο 2ο ποτήρι, και μετά το γύρισε στην κοκακόλα ή στο νερό, ενδέχεται να του έκαναν και καφέ για να συνέρθει, αν βρίσκονταν σε σπίτι.
  • Ήρθαμε στο κέφι: Η φυσική συνέπεια του «ενός ποτηριού παραπάνω». Τουτέστιν, αν πρόκειται για έξοδο σε κάποιο κέντρο, η πίστα γέμισε και κάποια στιγμή κάποιος χόρεψε και το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας, ή αν πρόκειται για μάζωξη σε σπίτι, έβαλαν το σιντί απ' το τελευταίο «περιοδικό Πίστα»*. Η περιγραφή διανθίζεται με φράσεις του τύπου «πού να σ' τα λέω», «και το τι έγινε, δεν περιγράφεται».
  • Το ρίξαμε έξω: συνοψίζει όλα τα παραπάνω.
  • Είδα ένα έργο (στην τηλεόραση): η κατ' εξοχήν ασχολία όταν, τον περισσότερο καιρό, δεν βγαίνει απ' το σπίτι. Έργο ίζολ ταινία, και η φράση σημαίνει ότι άνοιξε την τηλεόραση και είδε ό,τι έπαιζε. Σε εξτρήμ καταστάσεις, έχει νοικιάζει ντιβιντί απ' τη γωνία, αλλά μάλλον απίθανο. Εναλλακτική επιλογή διασκέδασης, το Δελφινάριο και ο Σεφερλής.

Βλέπε και ταΐσαμε τις πάπιες στο πάρκο....

Ευχαριστώ και θείο χότζα και τον cavallino απ' το φόρουμ των 4Τ που μου θύμισαν κάποιες απ' αυτές. Επίσης και τον μπρο μου και κάποιους σύσλανγκους που έχουν υπομείνει την καΐλα μου με το θέμα. Βοήθειά σας και μή γίνετε ποτέ έτσι.

*για τον μελετητή πρόκειται για περιοδικό μουσικής, χειρίστου ποιότητος ήτοι σκυλάδικο το οποίο διαφημιζόμενο στην τηλεόραση εντυπώνει την φράση «το περιοδικό πίστα» στο τάργκετ γκρουπ του, που αποτελείται από τέτοιου τύπου άτομα. Δεν θα πει ποτέ κάποιος ότι η Φιλιώ Πυργάκη έδωσε συνέντευξη στο «πίστα», αλλά στο περιοδικό πίστα.

  1. - Τι κάνατε τα χριστούγεννα θείο;
    - Ε, διακοπές, μελομακάρονα, το ρίξαμε και λίγο έξω...

  2. - Πήγαμε χτες σε ένα κεντράκι, που λες, τι να σου λέω. Είχανε και μουσική, όχι ονόματα, αλλά καλοί. Κάνανε κέφι.
    - Περάσατε ωραία δηλαδή.
    - Ναι, ναί. Ήπιαμε κι ένα ποτηράκι παραπάνω, και όταν άρχισε ο χορός, το τί έγινε, δεν περιγράφεται.

  3. - Είδα κι ένα εργάκι παραπάνω χτες στην τηλεόραση, και μετά έβαλα Τριανταφυλλόπουλο και όλη μέρα στη δουλειά κοιμόμουνα.

(από Vrastaman, 28/01/12)(από Khan, 29/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη φράση «(δουλεύω με) μπλοκάκι» ή «δουλεύω μπλοκάκι». Εννοείται το μπλοκάκι των αποδείξεων παροχής υπηρεσιών.

Αναφέρεται στην σχετικά νέα μορφή ελαστικής εργασίας, κατά την οποία ο εργαζόμενος ουσιαστικά δουλεύει για μια εταιρεία (πλέον ακόμα και μικρού μεγέθους), δηλαδή βαράει ωράρια και στην ουσία είναι εργαζόμενός* της, της οποίας όμως δεν είναι προσειλημμένος υπάλληλος, αλλά κόβει απόδειξη παροχής υπηρεσιών.

Δουλειά με το κομμάτι, δηλαδή, και καπιταλισμός 19ου αιώνα, για πρώην καλομαθημένα παιδιά του συστήματος όπως μηχανικοί, ή απόλυτη εξαθλίωση και ακραία εργασιακή ανασφάλεια για εργαζόμενους πχ στην καθαριότητα, λέγε με Κούνεβα.

*απασχολείται κατά το Σημίτειο νιούσπηκ, λες και η δουλειά είναι παιδικός σταθμός, να απασχολείται δημιουργικά το παιδί, να μαθαίνει και τίποτα, όχι μόνο τηλεόραση και ύπνο.

- ...και πού δουλεύεις ρε συ; Εταιρεία ή γραφείο;
- Εταιρεία.
- Πρόσληψη κανονικά;
- Είσαι σοβαρός ρε; Μπλοκάκι. Ποιος προσλαμβάνει μηχανικό. Όλοι μπλοκάκι δουλεύουνε.

(από Vrastaman, 27/08/12)(από Vrastaman, 27/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κωλόμπαρο της αισχίστης υποστάθμης.

Εκεί που το ποτό είναι φωτιστικό πετρέλαιο απ' την εποχή της ποτοαπαγόρευσης στο Ιράκ.

Εκεί που όταν μπεις είσαι μάλλον ο μοναδικός μή μόνιμος πελάτης, και πρέπει να χαιρετήσεις με ένα αδιόρατο κούνημα του φρυδιού τον Μπάμπη το σουγιά και το Χρηστάρα τον ξίδια που τα ακουμπάνε στην τσατσά για την καψούρα της Σουζάνας, βαφτισμένης Μαρίτσας, που κατέχει όλα τα κόλπα του έρωτα (ο χριστός κι η μάνα του...).

Εκεί που οι πουτάνες έχουν πατημένα τα -ήντα στα χρόνια ή/και τα κατονείκοσι στα κιλά, ενδέχεται να έχουν ζωγραφιστή ελιά στο μάγουλο, μιλάνε ελληνικά με άθλια επαρχιώτικη προφορά ή είναι η τρίτη διαλογή της εισαγωγής από πρώην ανατολικό μπλοκ, και υπό κανονικές συνθήκες θα σε πλήρωναν για να σου τραβήξουν μαλακία, αλλά μιας και πήγες εκεί σ' την πέφτουν με ατάκες (τις οποίες θεωρούν ακραία υπονοούμενα) του τύπου «πώς την έχεις σήμερα...τη διάθεση» και μετά ξεσπάνε σ' ένα γέλιο που έρχεται κατευθείαν από την καλύβα του δρακουμέλ, ή «τέλεις ποτό» αντίστοιχα. Όλαφ τά εν μέσω εις βάθος συζητήσεων περί του ό,τι νά 'ναι ή περί της πουτάνας κοινωνίας που από ακτινολόγους στην πρώην (πουτ)σοβιετική λαϊκή δημοκρατία της πουθανίας τις έριξε στο βούρκο και κυρίως πριν καταλάβουν ότι δέν πρόκειται να τις κεράσεις ποτό και ξινίσουν τα μούτρα τους και ενώ εσύ κοιτάς να τελειώσεις (;) το ποτό (;) σου και να πας στο επόμενο αντίστοιχο, για να χτίσεις την ανδρική φιλία σου με τον κολλητό σου που βγήκατε μαζί για ένα ποτό.

Ο γορίλλας έξω απ' το μαγαζί είναι αυστηρά όπσιοναλ και η ύπαρξή του εξαρτάται από τον τζίρο του μαγαζιού.

Θα τα βρείτε σε παρατημένες συνοικίες επαρχιακών πόλεων, στας εθνικάς οδούς, σε παρηκμασμένα λιμάνια.

Συγγενείς έννοιες: τελειωμένος, κατεστραμμένος. Απαντά και ως κατεστραμμενάδικο και ως μαςπηρανειδησόμπαρο.

Αφιερωμένο στο Σταύρο.

Ασσίστ: ΡΤΠ, τζήζας (...).

Μαλάκα πήγαμε στο Μπιγκ Μπεν τις προάλλες, έχασες. Το επικό τελειωμενάδικο. Η κόρη να κάνει κονσομασιόν και η μαμά με κόκκινη δερμάτινη ολόσωμη φόρμα να τσακίζει μοσχαροκεφαλή πάνω στο μπαρ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραμένοντας πιστός στο πνεύμα αισχρότητας, κοπρολαγνίας και πορδολογίας του σάιτ, παρουσιάζω το εξαίρετο Λεξικό της κουράδας όπως μου ήρθε σε μέηλ. Συγκεντρώνει, ανακεφαλαιώνει και επεκτείνει έννοιες που έχουν αναπτυχθεί και σε άλλα λήμματα.

  • Κουράδα «φάντασµα»: Ξέρεις ότι υπάρχει κουράδα. Ίχνη της θα βρεις στο χαρτί υγείας και τίποτα στη λεκάνη.
  • Κουράδα «κοµµάντο»: Γλιστράει τόσο οµαλά και καθαρά που δεν τη νιώθεις. Κανένα ίχνος στο χαρτί, πρέπει να κοιτάξεις στη λεκάνη για να σιγουρευτείς ότι βγήκε.
  • Κουράδα «βδέλλα»: Μοιάζει πολύ µε τη ζεστή πίσσα. Σκουπίζεις τον πισινό σου 12 φορές και ακόµα δεν έχει καθαρίσει. Στο τέλος αναγκάζεσαι να βάλεις κωλόχαρτο στο εσώρουχό σου για να µη λερωθείς. Αυτό το είδος κουράδας αφήνει λεκέδες στη λεκάνη ακόµα και µετά από δυο φορές καζανάκι.
  • Κουράδα «δεύτερη ευκαιρία»: Έχεις χέσει, έχεις σκουπιστεί και είσαι έτοιµος να σηκωθείς όταν αντιλαµβάνεσαι ότι τελικά...έχεις κι άλλο!
  • Κουράδα «εγκεφαλικό»: Αυτό το είδος σκότωσε τον Έλβις. Δεν βγαίνει µέχρι να ιδρώσεις ολόκληρος, να τρέµεις και να κοκκινίσεις από το σφίξιµο. Προσοχή, προκαλεί εγκεφαλικό!
  • Κουράδα «GILLY DIET»: Χέζεις τόσο πολύ που χάνεις 5 κιλά.
  • Kουράδα άµεσης δράσης ή αλλιώς γνωστή σαν την κουράδα «αβγό»: Σε 10 δευτερόλεπτα πρέπει να έχεις κάτσει στη λεκάνη, γιατι αυτή η κουράδα βγαίνει κατευθείαν. Τις περισσότερες φορές έχει βγει το κεφάλι της απέξω πριν καλά καλά κατεβάσεις το παντελόνι σου. Έτσι νιώθεις ένα αβγό ανάµεσα στα πόδια σου.
  • Κουράδα «Κινγκ Κονγκ»: Αυτή η κουράδα είναι τόσο µεγάλη που είσαι σίγουρος ότι δεν πρόκειται να πέσει αν δεν τη κόψεις σε µικρότερα κοµµάτια. Αυτό το είδος συνήθως συµβαίνει όταν είσαι σε σπίτι άλλου.
  • Κουράδα «ΒΙG SPLASH»: Αυτή η κουράδα χτυπάει το νερό πλαγίως και κάνει ένα µεγάλο SPLASH που βρέχονται τα κωλοµέρια σου!
  • Κουράδα «Λόγια του αέρα»: Κάθεσαι επί ώρες και κλάνεις, αλλά σκατό γιοκ!
  • Κουράδα τσιµέντο ή αλλιώς «Oh my God!»: Εύχεσαι να είχες πάρεις αναισθητικό πριν βγάλεις αυτή την κουράδα!
  • Κουράδα «χέλι»: Αυτή η κουράδα είναι µαλακιά και µε διάµετρο όσο ο αντίχειρας και είναι πάνω από 50cm.
  • Κουράδα «φελλός»: Ακόµα και µετά το τρίτο καζανάκι, ακόµα επιπλέει ατάραχο. ΔΕΝ ΦΕΥΓΕΙ ΜΕ ΤΙΠΟΤΑ! Επίσης συµβαίνει όταν είσαι σε σπίτι φίλων.
  • Κουράδα «ο καυτερός Μεξικάνος»: Ξέρεις ότι θα ξαναφάς όταν ο κώλος σου σταµατάει να σε καίει.
  • Κουράδα του µπεκρή: Φαινόµενο που παρατηρείται µια µέρα µετά από βραδιά µπύρας. Σε νορµάλ φάση, οι κουράδες σας δεν µυρίζουν πολύ, αλλά αυτή είναι ΑΠΙΣΤΕΥΤΑ ΒΡΩΜΕΡΗ! Και συνήθως είναι κάποιος απέξω που περιµένει να µπει στο µπάνιο. Αυτό το είδος επίσης συναντάται όταν είστε σε ξένο σπίτι.
  • Κουράδα «η τροµαγµένη χελώνα» ή κουράδα στρουθοκάµηλος: Η συγεκριµένη κουράδα απλά ξεµυτίζει λίγο και µετά ξαναµπαίνει γρήγορα µέσα!
  • Κουράδα «Βungee jumping»: Αυτή η κουράδα θα κρεµαστεί όλη από τον κώλο σας µεχρι να πέσει στο νερό.
  • Κουράδα «το δαχτυλίδι της φωτιάς»: Το συναντούµε όταν έχεις φάει πραγµατικά πικάντικο φαγητό και νιώθεις τον κώλο σου σαν αναπτήρα, έτοιµο να κάψει τα πάντα στην τουαλέτα.
  • Κουράδα «του σακάτη»: Είναι το είδος της κουράδας που σε καθιστά ανάπηρο, όταν µετά από µιας ώρας χέσιµο τα πόδια σου έχουν µουδιάσει από τη µέση και κάτω.
  • Κουράδα «τώωωωρα βρήκε;»: Είναι η κουράδα που σε πετυχαίνει όταν είσαι κολληµένος στην κίνηση µέσα στο αµάξι σου.
  • Κουράδα «µαλλιοτράβηγµα»: Είναι το είδος της κουράδας που τραβάει τις τρίχες του κώλου καθώς βγαίνει.
  • Kουράδα «παλίρροια»: Ονοµάζεται η τεράστια κουράδα που βγάζεις και όταν πατάς το καζανάκι βλέπεις το νερό να ανεβαίνει µε µανία µέχρι να γεµίσει όλη λεκάνη.
  • Τοξική κουράδα: Είναι το είδος της κουράδας που σε κάνει να λιποθυµήσεις και να πέσεις από την λεκάνη και στη συνέχεια να ξυπνήσεις σε καραντίνα!
  • Κουράδα «Χειροβοµβίδα»: Είναι το είδος της κουράδας που βγαίνει σε χιλιάδες κοµµάτια το δευτερόλεπτο µε εκρήξεις σκατών που γεµίζουν όλη τη λεκάνη.
  • Κουράδα «9 µποφώρ»: Όταν κάθεσαι και κλάνεις για πολλή ώρα και δυνατά που δεν χρειάζεσαι πια χέσιµο.
  • Κουράδα «ΟΧΙ ΡΕ ΠΟΥΣΤΗ!»: Χέζεις τόσο πολύ που σκουπίζεσαι µανιωδώς και τελικά µένεις χωρίς χαρτί, φωνάζοντας «ΟΧΙ ΡΕ ΠΟΥΣΤΗ!».
  • Κουράδα «χωρίς τέλος»: Είναι το σκατό που συνεχίζει να βγαίνει σαν µπιζέλι και όταν ξεκινάς να σκουπίζεσαι το στοµάχι σου γουργουρίζει και ΞΑΝΑΧΕΖΕΣΑΙ! Η διαφορά µε την κουράδα δεύτερης ευκαιρίας είναι ότι αναφέρεται σε 3-4 συνεχόµενες φορές!
  • Κουράδα «Αγγούρι»: Είναι το είδος της κουράδας που νιώθεις σαν να κάθισες σε ποδήλατο χωρίς σέλα. Συνήθως αυτή η αίσθηση κρατάει για ώρες.
  • Κουράδα «Η νύφη και τα παρανυφάκια»: Είναι η οικογένεια κουράδων που στην αρχή βγαίνει το µεγαλύτερο σκατό (νύφη) και στη συνέχεια τα µικρότερα (παρανυφάκια).

Απ' τη ζωή βγαλμένο, δεν νομίζω ότι χρειάζεται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, φρένο σε βαρέα και ανθυγιεινά οχήματα. Μεταφορικά, κάτι το απροσδιόριστο, όσο και αποδημητικό. Μεταναστεύει όταν εργαζόμαστε πολύ ή κατόπιν εκπλήξεως.

Κάποιες φορές αντικαθίσταται από το καυλί, το καφάσι, τη μαγκιά, το σκατό και άλλες αφηρημένες έννοιες που ψάχνουν ευκαιρία για να ξεχειμωνιάσουν στους τροπικούς.

.

- Τον τελευταίο καιρό μου έχει φορτωθεί όλη η δουλειά στο γραφείο και μού'χει φύγει το κλαπέτο.
- Άσε, ρε θείο, μια φορά δούλεψες κι εσύ και τό 'κανες Μεσανατολικό.
- Καλά λες. Πάμε για μπύρες;

Βαλβίδα με κλαπέτο (από panos1962, 15/11/09)

βλ. και «μου φεύγει η μαγκιά, το καφάσι, το μπρικολέτο»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αταβιστική πρώτη λέξη προέρχεται από το φάγωμα του δεν είναι. Για να προφερθεί σωστά η φράση πρέπει να έχουμε όλη την καλή διάθεση να αρθρώσουμε, αλλά να το καταπνίγουμε ακριβώς πριν το σύμπλεγμα του δέλτα με τα τόσο ρωμαλέα φωνήεντα δει φως της μέρας. Το όλον συμπράγκαλον με τα παραφερνάλια τονίζεται στο πρώτο νυ.

Η απόστροφος θέλει να αποδώσει αυτό ακριβώς το μπαστάρδεμα του νυ με αυτά που υπό κανονικές συνθήκες θα προηγούνταν και θα έπονταν. Λογικά θα είναι και η πρώτη καταγεγραμμένη λέξη παγκοσμίως με δύο σύμφωνα και με τρεις αποστρόφους, οπότε καβλώνουμε και με την πάρτη μας.

Νοηματικά διαχωρίζεται από το πλήρες δεν είναι κακό, καθώς τείνει να σημαίνει ότι πρόκειται περί μάλλον καλού πράγματος, ιδίως όταν συμπληρωθεί σε δεύτερο χρόνο από το 'ν'ν' καθόλου κακό..., όπου το καθόλου προφέρεται έως και καμπανιστά.

- Τι σου λέει το γκομενάκι απέναντι;
- 'Ν'ν' κακό...

Renault NN (από Vrastaman, 20/05/09)

βλ. και πα μαλ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είχα τάξει σε μια φίλη μου ιταλίδα με γνώσεις αρχαιοελληνικής και παράλογη διάθεση εκμάθησης της νεοελληνικής να της δώσω πλήρη κατάλογο με τις λέξεις που σημαίνουν πέος και χρησιμοποιούνται στην νεοελληνική, επειδή σχεδόν κάθε φορά που με ρώταγε τι σήμαινε η λέξη που μόλις είπα, η απάντηση ήταν «bite», που σημαίνει πούτσα στα γαλλικά.
Είναι πράγματι άξιον περιέργειας πόσες λέξεις υπάρχουν και το γεγονός ότι κάποιες φορές μπαίνει μία στην πρόταση, ενώ δεν μπορεί να μπει κάποια άλλη:
Πήραμε την πούτσα, ας πούμε δεν λέγεται, ενώ πήραμε το πουλί ή το μπούλο λέγεται, ενώ πάλι δεν λέγεται πήραμε το πουλάκι. Προσπάθησα εις μάτην να την πείσω ότι το πουλί και ο πούλος είναι ριζικά διαφορετικές λέξεις. Παίρνω το πουλί σημαίνει τρώω ήττα, ενώ παίρνω τον πούλο ή το μπούλο σημαίνει τρώω ήττα ή φεύγω από κάπου. Δεν μπορώ να σε γράψω στο πουλί μου, αλλά στην πούτσα ή το μπούτσο μου, παρ'όλ'αυτά, ο τύπος είναι ένα μπούτσο αρχιτέκτονας και όχι μια πούτσα αρχιτέκτονας.

Για την πληρότητα του σάιτ, πιστεύω, λοιπόν, ότι ένας συγκεντρωτικός κατάλογος επιβάλλεται και κάνω την αρχή καταθέτοντας μια συλλογή λέξεων και λημμάτων.
Ας συμπληρώσει με σχόλια όποιος βρει έλλειψη, αλλά για λόγους αναζήτησης στο σάιτ και ματαιοδοξίας θα ιδιοποιηθώ στο λήμμα τις προσθήκες, άντε να βάλω και μια ευχαριστία από κάτω.

από τα τρία το μακρύτερο, αρχιδολεβιές / λεβίδι, αφρικανικό μονόχορδο, βίλλα (Κύπρος), καυλί / καβλί, καραγουδούμπα, καραπιστόλα, κατάρτι / κίονας / μαδέρι / ματσούκι / παλαμάρι / παλαμοστέλιαρο / σουδαύλι (Λευκάδα) / στειλιάρι, τζένιο / φουρνόξυλο, κλαρίνο / φαγκότο, κρέας / κρεατόβεργα, μαλαπέρδα, μαλαστούπα, ματζαφλάρι, μονορώγα, μόριο, μουνοτρύπανο, μπαργαλάτσος / παργαλάτσος, μπέκος, μπιμπί / πιπί / λιλί / ζιζί, Νικολάκης, παπάρι, πελεούνος, πέος / πέοντας / πέουλας / ο πέος, πουλί / πούλος / πουλάκι / πουλαδέρι / αμελί πουλέν / πουλόφωνο, πούτσος / πούτσα / τσαπού / καραπουτσακλάρα / e-πούτσος / λούτσος / φούτσος / πόντσος / τσόνι, πράμα, σαμιαμίδι / σαύρα, σούλος / σούλα, σπαρδαλούπακας, στελίφι (Κύπρος), τσουτσού / τσουτσούνι / τσουτσούνα / τσούτσα / τσουτσουμπρούτσου, φίδι, φύση, ψωλή / ψώλος,

Αλλά βλέπε και:
είσαι / είναι για τον Αχιλλέα, Αλογίσια, καραπουτσαριό.

Ε, έπρεπε... (από Pirate Jenny, 25/02/10)(από jesus, 18/11/10)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζένια, τζοχανταραίοι.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πούττος, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος οδηγού που ενδημεί στην τιμημένη πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας. Μπορείς παντού να κάνεις μαλακίες με το αμάξι, από μανουριές και ταρζανιές μέχρι να γίνεσαι χάρος ή σπαζαρχίδας, όταν μιλάς στο κινητό και χάνει όλη η κοινωνία το φανάρι για να στρίψει αριστερά.

Για να γίνεις μιναρολεβιές, όμως, πρέπει να κλείνεις τη Μαιζώνος επειδή θες να ανέβεις την Αράτου και ξέμεινες στη μέση, να διπλοπαρκάρεις το έντρυ μοντέλο της Πόρσε μπροστά στη Ραδινού ή να διπλοπαρκάρεις (πάλι) στη Μαιζώνος (δυο βήματα απ' το προηγούμενο σημείο), επειδή πρέπει να αφήσεις τη γκόμενα στην 'Όλγας. Σημειωτέον ότι σε εκείνο το σημείο και η πρώτη σειρά παρκαρίσματος είναι παράνομη.

Το επιστέγασμα μιναρολεβιέ, το οποίο, δυστυχώς δεν θα συνοδευτεί από ντοκουμέντο, είναι το εξής έργο μοντέρνας γλυπτικής. Δύο παπάκια, παράλληλα μεταξύ τους, κάθετα στο πεζοδρόμιο και συνδεόμενα με μαδέρι που ακουμπάει ανάμεσα στη σέλα και το τιμόνι, βρίσκονται διπλοπαρκαρισμένα και φυλάνε την κενή θέση παρκαρίσματος μπροστά από ξυλουργείο. Τύπος τριπλοπαρκάρει το άθλιο αγροτικό του για να πάει στο τυροπιτάδικο που βρίσκεται απέναντι, και του οποίου ο ιδιοκτήτης μουφάρει ασύστολα ότι οι μπουγάτσες του είναι καλύτερες από της Θεσσαλονίκης, γιατί αυτός «τους ξέρει αυτούς». Η Κορίνθου είναι σχεδόν κλειστή.

Πρέπει, εν κατακλείδι, να είσαι ταυτόχρονα και μινάρας και λεβιές, μάλλον υποτιμητικός χαρακτηρισμός οδηγού. Αν και από μόνο του το λεβιές παραπέμπει σε αρνητικούς φαλλικούς συνειρμούς που θα έκαναν τον Μέγα Αντιπατρινό Φρόυντ να κοκκινίσει.

Τα ως άνω παραδείγματα αποσκοπούν στο να πείσουν τον αναγνώστη ότι το είδος όντως ενδημεί στην Πάτρα και ότι ο μαλάκας πατρινός οδηγός έχει μια διαφορετική χροιά, οπότε αξίζει μια ειδική ορολογία.

Με το παρόν λήμμα, εισηγούμαι την ένταξη του μαθήματος «Πατρινογνωσία» στο πρόγραμμα σπουδών όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης.

(πραγματικό γεγονός, το αρχοντικό-υπεράνω-γαμάω-τάω ύφος του τύπου ήταν όλα τα λεφτά)
- Ρε μινάρι, σου λέω ανέβαινα χτες την Καρόλου και ένας θεός μιναρολεβιές είχε διπλοπαρκάρει αριστερά στο δρόμο, αλάρμ τίποτα, στ' αρχίδια του, και έδινε επικά γλωσσόφιλα στην πατσόλα γκόμενα ενώ γύρω του γινόταν ο χαμός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνηθέστατα έπεται είτε του βγαίνω είτε του ναι, αλλά και συντάσσεται σε σχεδόν καθημερινή βάση με το μόνο.

Εκφράζει την πεποίθηση αυτού που προσκαλείται να βγει ότι όντως θα το λήξει νωρίς σεβόμενος τις υποχρεώσεις της επαύριον και το γενικότερο κούτελο που (δεν) έχει στην κοινωνία.

Έχει θαυματουργές επιδράσεις στις τύψεις, καθώς ο εκφέρων αυτήν την μυστικιστική φράση είναι πεπεισμένος ότι όντως θα σταματήσει στο πρώτο και δεν θα συνεχίσει, παρ' όλο που τις προηγούμενες δεγκζέρεικιοΐδιος πόσες φορές που την έχει πει γύρισε σπίτι ένα σφηνάκι πριν το κώμα και την κάθαρση στομάχου. Αν κατάφερε να γυρίσει, δηλαδή.

Εναλλακτικά, αποδίδει την βαρεμάρα, με την πρόσκληση να παίζει τον ρόλο της ώθησης πέρα από το κρίσιμο σημείο μετά το οποίο αρχίζει η ημιελεύθερη πτώση.

Κατ' αντιστοιχία με τον νόμο του Μέρφεως δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ξωμάτοχα προς πρόκλησιν καταστροφής εκεί που δεν προμηνύεται.

- Έλα ρε μαλάκα να πιούμε ένα ποτάκι στο Μπιγκ Μπεν, θα είναι και ο Σταύρακας ο ξίδιας, ο Βάγγουρας ο τελειωματίας, θα σκάσει και ο Βλάσης ο λαγκαβούλης.
- Γάμησέ με, ρε συ, αύριο σηκώνομαι 6 το πρωΐ και παίζεται το κεφάλι μου στη δουλειά ρε...
- Έλα να παπαρίσουμε λίγο, ρε καραγκιόζη, να χαλαρώσεις, θα κοιμηθείς και πιο χαλαρός.
- Ναι, αλλά για ένα ποτό μόνο.

(από PUNKELISD, 22/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά από το κλασσικό ανέκδοτο της γιγαντιαίας συλλογής ανεκδότων με τις λάμπες έχει γίνει συνώνυμο του σουρεαλισμού. Χρησιμοποιείται και ως μάλλον αμήχανο σωσίβιο όταν ξεμείνουμε από ασυναρτησίες σε συζήτηση ότινάναι, ή για να πηδήξει ανεπανόρθωτα σοβαρή συζήτηση (πότε θα γίνει ολυμπιακό άθλημα αυτό, να μας πάρουν βαθμοφόρους στας ενόπλους δυνάμεις).

  1. (το ανέκδοτο, δες και εδώ κι εδώ)
    - Πόσοι σουρεαλιστές χρειάζονται για να βιδώσουν μια λάμπα;
    - Μπλε.

  2. (διάλογος που με σημάδεψε με μια τύπισσα που καθόταν δίπλα μου και κάπνιζε)
    - Τι το θες το ψυγείο αφού δεν καπνίζεις;
    - Είναι μπλε.

  3. (νομίζω Πανούσης στο ραδιόφωνο, πρόσφατα)
    Ο σουρεαλισμός όλους μας ενώνει
    Μπάτσοι-γουρούνια-μπλε.

Μπλε βυζοτυπώματα (από Khan, 19/09/10)

Δες και γειώσεις.

Πακαραβονται υ κλωστή-άρρωστοι μοβ να μην αυτοδιακτινίζομαυ στα Λή Μάν Ντά Τσούν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified