Τσαρουχώνω τα φρένα, ή, συνεκδοχικά, το τσαρουχώνω (ενν. το αυτοκίνητο) σημαίνει φρενάρω δίχως αύριο, τερματίζω το πεντάλ των φρένων, συνήθως σε φρενάρισμα πανικού προ ιπποποτάμου.

- Τι έμαθα ρε, τροπέτο το σάξο του Μπάμπη;
- Τού 'βγαλε κώλο στη φουρκέτα, και, όπως είναι και άμπαλος, το τσαρουχώνει και αγόρασε οικόπεδο... Αυτός τη γλίτωσε μ' ένα χέρι σπασμένο.
- Η ζώνη σώζει ζωές όταν η μαλακία τις βάζει σε κίνδυνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που ετυμολογικά δεν συνδέεται με τον Μέλβιν Τσίτουμ, αν και η εμφάνιση του τελευταίου στο ελληνικό μπάσκετ έδωσε σαφή ωθηση στην λέξη.

Στην ορίγκιναλ εκδοχή του, όπως και το τσου ρε, συνοδεύεται από επίθεση προς την περιοχή των γεννητικών οργάνων με μία ιδιαίτερη χειρονομία: δείκτης και αντίχειρας ενωμένοι, τα υπόλοιπα δάχτυλα μαζεμένα, όπως στη χειρονομία για τα γκαφρά, αλλά χωρίς τριβή των δακτύλων.

Πρόκειται για παιδικό παιχνίδι κατά το οποίο είτε όντως προσπαθείς να βλάψεις την οικογένεια του άλλου, είτε απλά να τον κάνεις να σκιαχτεί (no fear = δε σκιάζομαι είχα δει σε τοίχο) με σαφή την πρόθεσή σου να μην τον χτυπήσεις. Ενίοτε, βέβαια, το παιχνίδι καταλήγει σε γαλλικό μυθιστόρημα του 19ου.

Όταν δεν συνοδεύεται από την χειρονομία, όπως συμβαίνει μετά το πέρας της λυκειακής περιόδου, αποτελεί έκφραση κατάφωρης ειρωνείας ως αντίδραση στα άρτι ρηθέντα και συνοδεύεται σχεδόν πάντα από το ρε. Εναλλακτικά, σε αυτήν την περίπτωση μπορούμε να κλίνουμε την κεφαλή απειλητικά, προσποιούμενοι κεφαλιά.

Αυτονομημένο είναι ισοδύναμο με το τσου ρε Λάκη, αλλά δεν απευθύνεται σε κανέναν Λάκη, όπως και το ίσα ρε.

Λεγόταν τα ενενήνταζ στη λευκάδα, δεν ξέρω αν παίζει ακόμα.

Παράρτημα προφοράς κατά τα κλασσικά στο κάνε.

- πάω 'α χωθώ σ' Στέησ'.
- Τσίτου ρε, έ'εις δει τ' κεφάλ' κ'βαλάς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τραβέλι, το μεταλλαγμένο, ένα βήμα παραπέρα.

Όταν κάποιος έχει κάνει εγχείρηση για λόγους υγείας, η μετοχή χρησιμοποιείται μόνο με αστειατορικές διαθέσεις, ειδ' άλλως προτιμούνται διατυπώσεις τύπου «έκανε / έχει κάνει εγχείρηση».

Η πιούρ σημασία της λέξης εγχειρισμένος, και επειδή συνήθως η αλλαγή είναι από άντρα σε γυναίκα πιο συχνά εγχειρισμένη, χαρακτηρίζει κάποιον που πλέον είναι κάποια, μετά από εγχείριση αλλαγής φύλου.

  1. - Μας την χαλάσανε την πιάτσα οι εγχειρισμένες, χρυσό μου, πλέον μόνο από δαύτες βρίσκεις εδώ.

  2. - Πώ τι μούναρος είναι αυτή με τη φούστα!! (γυρίζει φάτσα) Κοίτα καρύδι η γκόμενα ρε φίλε. (φωναχτά) Μωρή εγχειρισμένη!!!!
    - Σκάσε ρε γελοίε, θυρεοειδή έχει η κοπέλα. Καραγκιόζη.

Arnold Layne (από Vrastaman, 28/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαϊδευτικά, το ιντυμήντια.

Επίσης, στο πιο κατ' ευθείαν από τα αγγλικά, το indie rock, ένα είδος ποστ-κάτι, από συγκροτήματα που γενικά δεν υπογράφουν με μεγάλες δισκογραφικές. Βλ. και έχει ασχημindie και εντεχνindie.

  1. - Έχει ανέβει τίποτα στο ίντυ από τη σημερινή πορεία;
    - Κάτι φωτό και κάτι σχολιάκια. Δεν έγιναν μπάχαλα και τα μουμουέ τό 'καναν γαργάρα.

  2. - Θα την χωρίσω τη Φαίδρα ρε φίλε, δεν πάει άλλο με τα ίντυ φλωράδικα που μου βάζει κι ακούω όλη μέρα. Στο τέλος θα τό 'χω γυρίσει και δεν θα τό 'χω καταλάβει.

(από Khan, 19/04/11)Μας τα σκαει ο Σόρος και σας γραφουμε στα αρχίδια μας (από MXΣ, 20/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γιαπωνέζος, πιθανότατα για λόγους ηχομημητικούς της γιαπωνέζικης γλώσσας και μόνον. Χτυπάει σχεδόν καθόλου στο νετ, αλλά το θυμάμαι να λέγεται παλιότερα.

Βλ. και τζαπόνια.

Από εδώ, από τα συμφραζόμενα προκύπτει ότι όντως πρόκειται για γιαπωνέζο.

Στο Ring γυρίζει με στοκ λαστιχα σε 7,38, με οδηγό τον νακανάκα, κι όχι τον Ρερλ, που την ξέρει σαν την παλαμη του.
Είναι καλός χρόνος ή όχι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καπνά δευτέρας διαλογής. Τοπικός ιδιωματισμός από Δράμα, λέξη υπαρκτή μέχρι την δεκαετία του '60. Πιθανόν να μην απαντά πλέον.

Προφανώς από το λατινογενές ρήμα refuser.

Μακσούλι (;) λεγόταν τα καπνά πρώτης διαλογής.

Πολύ ρεφούζι είχε η σοδειά φέτος, και δε θα μας μείνει τίποτα στην τσέπη.

Βλ. και μαξούλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μαλακία ψυγείου, απ' αυτές που τις ετοιμάζεις και τις εκσφενδονίζεις κατά το δοκούν. Γενικότερα, ό,τι ετοιμάζουμε και προετοιμάζουμε. Χαρακτηρισμός με αρνητική χροιά.

Το νέτι δύσκολα δίνει αποτελέσματα, καθ' όσον όλα σχεδόν πάνε για μπύρες κ ξίδια, αλλά βρήκα αυτό.

Τυποποιημένο, μάλλον στην ατάκα του πρώτου παραδείγματος, αλλά όχι αποκλειστικά.

πάσα: πρόστυχα πιμιά με κνάσο, ο διάλογος των πιμί. πάνω-κάτω.

  1. - Ξέρεις ανατομία;
    - «- Τι ώρα είναι ρε; - Πού είναι το ρολόι μου ρε πστ...Α, νά 'το. Μία».
    - Εμφιαλωμένες τις έχεις;
    - Όχι, αλλά φεύγω γιατί είμαι λίγο μπαγιονέτ.

  2. - Τι σου έλεγε ο μαλάκας ο τζήζα και τράβαγες τα μαλλιά σου ρε;
    - Μ' άρχισε στις εμφιαλωμένες.
    - Είναι απάλευτος ο πούστης...

(από jesus, 27/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραδόξως, ο τριαντά δεν τό 'χει, αν και νομίζω ότι η συγκεκριμένη συνεκδοχή χρήζει λημματογράφησης. Το κόμμα, λοιπόν, όταν δεν αναφέρονται άλλες ιδιότητες ή προσδιορισμοί, είναι ένα. Το κομμουνιστικό. Το κάπα κάπα, λίγο ή πολύ. Το κουκουέ.

Όπως και η πρεσβεία είναι μία, η αμερικάνικη.

Τρίβιο, ανέφερα σε φίλη ουρουγουανή το ανέκδοτο «- γιατί δεν έχει γίνει ποτέ πραξικόπημα στην αμερική; - γιατί δεν έχουνε πρεσβεία», με τον προσδιορισμό αμερικάνικη είναι η αλήθεια, και ένιωσε κανονικότατα.

- Από τότε που γράφτηκε στο κόμμα μας τά χει κάνει σαν τα μπαλόνια του Μεντελέγιεφ.
- Μονγκολφιέρος λεγότανε.
- Κι αυτό σωστό!

Η Αλήθεια (από Khan, 15/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθαρότατα μή ρατσιστική λέξη αναφερόμενη σε μαύρη γυναίκα. Κατά κανόνα εκφράζει συμπάθεια, αλλά ενδέχεται να χρησιμοποιηθεί και στο πιο ουδέτερο, όταν απλά θέλουμε να αποφύγουμε την ενδεχομένως άχαρη λέξη «μαύρη». Ακόμα και τότε, όμως, έχει μία θετική χροιά, η οποία, βεβαίως, δεν έχει να κάνει με το αν είναι ωραία γκόμενα ή όχι.

Αντίστοιχο για το αρσενικό είναι το πιο μπανάλ μαυρούλης, όπως και το μαυρούλα για γυναίκες, αλλά δεν χρήζουν λημματογράφησης.

Πάσα: η μαυρούκα στο εστιατόριο του πανεπιστημίου που βάζει τίμιες μερίδες, όχι σαν κάτι άλλους που κάνουν λες και τους τρώμε το φαΐ απ' το πιάτο, και με ένα απίστευτο χαμόγελο κολλημένο στο πρόσωπο.

- Έφεξε, θείο, θα φάμε σαν άνθρωποι σήμερα!
- Έλα ρε, δουλεύει η μαυρούκα; Ρεσπέκ.

Άννα μαυρούκα μου Άννα (από Khan, 05/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον τριαντά βρήκα το «αφήνω μαλλιά, μούσι» κτλ, που είναι βεβαίως εδραιωμένη χρήση του ρήματος κατά το σχήμα αφήνω (= δεν παρεμβαίνω) τα μαλλιά/ το μούσι μου να μακρύνουν > αφήνω μαλλιά/μούσι κτλ.

Αυτό που δεν βρήκα, όμως, είναι η εξόχως σουρεαλιστική, κατά τη γνώμη μου, φράση «αφήνω κάτω τα μαλλιά μου» που σημαίνει δεν τα πιάνω κοτσίδα «πάνω», αλλά τα αφήνω ελεύθερα.

Άλλο ρήμα που βρήκα στο νέτι ήταν το «ρίχνω» που έχει κάτι το αγριοσουρρεάλ.

Επίσης, το «αφήνω τα μαλλιά μου» σημαίνει «δεν τα πιάνω, τα αφήνω ελεύθερα».

Το χώνω περισσότερο για τον γερμανό μεταφραστή που μάλλον θα φάει μπλε οθόνη αν το δει κάπου, και για την διαπίστωση του σουρρεαλισμού της φράσης, παρά για το αργκοτικό της υπόθεσης.

- Τι έγινε ρε, το κούρεψες το μαλλί;
- Όχι ρε, απλά είναι μέσα στη μπίχλα και άμα τ' αφήσω κάτω φαίνεται...
- Καταλάβατε;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified