Το παίζω άσχετος σχετικά με κάποιο γεγονός.
- Θα με σκίσει ο βιντεοκλαπτζής... το γάμησα το dvd!
- Κάνε την πάπια και πες του ότι έτσι ήταν όταν το έβγαλες απ' την θήκη του.
Το παίζω άσχετος σχετικά με κάποιο γεγονός.
- Θα με σκίσει ο βιντεοκλαπτζής... το γάμησα το dvd!
- Κάνε την πάπια και πες του ότι έτσι ήταν όταν το έβγαλες απ' την θήκη του.
Got a better definition? Add it!
Απάντηση προς αυτούς που γίνονται κουραστικοί ρωτώντας γιατί και γιατί, ξανά και ξανά.
- Γιατί;
- Γιατί κλάνει το γιατί... Χέσε μας πια ρε μαλάκα...
Δικαιολογίες: για τ' αντέτ', για το γαμώτο, για την Ελλάδα ρε γαμώτο, για την καύλα, για τα νεφρά, για το ονόρε, για τον πούτσο του θεού, για το ρόκ, για το φολκλόρ, για τη φουκαριάρα τη μάνα μου / για την ψυχή της μάνας μου, γιατί είμαι ο Χουλκ, γιατί έτσι, γιατί έτσι γουστάρω, γιατί η γάτα έχει ένα αυτί, γιατί κλάνει το γατί, γιατί μπορώ, γούστο και καπέλο μου, πάνω στην τρέλα μου.
Got a better definition? Add it!
Το ΠΑΣΟΚ κοροϊδευτικά με έμφαση στο «θα» για μελλοντικά έργα.
(www.humor.gr)
- Να μην σώσω να ξαναδώ ΘΑΣΟΚ κυβέρνηση , και λαό στην εξουσία...
- Δε μου λες ρε Τάσο, θα ξεκινήσει ποτέ αυτό το έργο;
- Δεν ξέρω ρε Περικλή, επί ΘΑΣΟΚ ανακοινώθηκε...
Got a better definition? Add it!
Η «ποδοσφαιρική ομάδα» - δηλαδή το group - των εθνικοφασίστων.
- Τι φασιστικές παπαριές λέει ο Σταματης να'ουμ... - Μεταγραφή από την φασιστοεθνική μας τον φέραν τον μαλάκα...
Got a better definition? Add it!
Ο καρα-γκιόζης.
- Κοίτα ρε κάτι ζάντες που του φόρεσε ο γκιόζης!
Got a better definition? Add it!
Γλυκαίνομαι χαζεύοντας κάποιον / κάτι.
Το ζαχαρώνω αυτό το Volvo καιρό τώρα.
(τραβεστί, τραγούδι, άσημος)
- Πάψε να με ζαχαρώνεις, δεν μου κάνεις γι' αδερφή.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που κάνει/βγάζει γκάλοπς.
(p196.ezboard.com) Μεταξύ μας, με 5% που του δίνουν (λέει) οι γκαλοπατζήδες, ο μόνος που ζητάει εκλογές...
Got a better definition? Add it!
Οι διασυνδέσεις, από το αγγλικό connections.
Got a better definition? Add it!
Περιγελαστικά, ότιδήποτε άρρωστο έχει φυτρώσει στο αιδοίο μιας γυναίκας.
Got a better definition? Add it!
Μπουχτίζω, αφιερώνω πολύ χρόνο (και αίμα) σε κάτι που δεν προσφέρει ευχαρίστηση.
Got a better definition? Add it!