Αϊτήδες αποκαλούνται οι πληροφορικάριοι (ή αν προτιμάτε, πληροφορικάντηδες). Εκ του αγγλικάνικου I.T. (ινφομέησιο τεχνόλοντζυ) ή, 'παταετυμολογικά, εκ του Ε.Τ. (έξτρα πρίμα τερρεστριάλ).

Mόνη σχέση με την Δημοκρατία της Αϊτής είναι τα ζόμπι και το βουντού.

Πάσα: notheitis.

- Έτσι λοιπόν χαίρομαι που υπάρχει ένα ενεργό «παράθυρο» σε ένα κόσμο που δεν αποτελείται 99% από καμένους αϊτήδες, γκοθοπατέρες, καταστραμμένους παίχτες ΜΜΟ και άλλα περίεργα πλάσματα της διαδικτυακής νύχτας.
(εδώ)

- Milisame omws me tous aitides (IT) zitisame, pirame, dwsame exigiseis kai telika ti glitwsa ti steni, pou an empaina tha ginotan akoma pio steni, giati min ksexname oti gia giapwnezika dedomena einai kai poly terastios..
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμοσλανγκοεπίθημα που κοτσάρεται με θαυμασμό, δέος και φετιχιστικές διαθέσεις στις μητέρες όλων των... [συμπλήρωσε το σλανγκοκενό].

Πέον να σημειωθεί ότι το αντίστοιχο σλανγκοεπίθημα -πατέρας αντιθέτως προσδίδει ένα αρνητικό και ειρωνικό ζενεσεκουά στα σλανγκοπαράγωγά του. Ίσως επειδή είμαστε κατά βάθος μια βαθύτατα οιδιπόδεια κενωνία που προκρίνει το τι σου κάνω μάνα μου έναντι του τι σου κάνω πατέρα μου.

Στα παραδείγματα, καταχωρισμένα και μη λήμματα στο σάη.

Ποδοσφαιρομάνα... (από Khan, 07/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμοσλανγκοεπίθημα που κοτσάρεται ειρωνικά σε κάθε καρυδιάς πατερνάλα που εκμεταλλεύεται τα οφίκια του για ίδιον όφελος, προσποιούμενος τον προστάτη κοινωφελών συμφερόντων ή ιδεωδών.

Το σχετικά δόκιμο εθνοπατέρας έδωσε πάσα σε πλειάδα τοιούτων σλανγκισμών. Πέον να σημειωθεί ότι το αντίστοιχο σλανγκοεπίθημα -μάνα αντιθέτως προσδίδει ένα θετικό ζενεσεκουά στα σλανγκοπαράγωγά του. Ίσως επειδή είμαστε κατά βάθος μια βαθύτατα μητριαρχική κενωνία.

Στα παραδείγματα, καταχωρισμένα και μη λήμματα στο σάη.

Ασίστ: Κος Κάδμος

Σκυλοπατέρας (από Khan, 23/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια αρκετά εξειδικευμένη συνομοταξία ψωλιάς από τον μαγικό κόσμο της μπάλας: όταν ο παίχτης την τρώει στα arcidia του.

Για την ευρύτερη έννοια, βλ. εδώ.

- Αοοοοουουού πουτάνα μπάλα!!!

Ρονάλντο τρώει ψωλιά. (από Vrastaman, 05/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ατάκα, το γνωμικό που πετάει κάποιος στον προφορικό ή τον γραπτό του λόγο. Χρησιμοποιείται τόσο με την καλή (βλ. 1ο παράδειγμα) όσο και με κακή (βλ. 2ο παράδειγμα) έννοια.

Στις παρυφές της slang, αλλά κουτουτουμουγού αρκούδως παιχνιδιάρικο για να αναρτηθεί.

Εκ του λατινικού citatus (γρήγορη αναφορά).

- Ποιος το είπε εκείνο το ωραίο τσιτάτο...Πρώτα σε αγνοούν, μετά σε κοροϊδεύουν, μετά σε πολεμούν, μετά τους νικάς... ο Γκάντι με φαίνεται! (εδώ)

- Βλέπω λοιπόν σήμερα το ίντερνετ να έχει γεμίσει σπυριάρηδες αγάμητους έφηβους, οπλολάγνους «χτισμένους», ομοφοβικούς «ελληνόψυχους», αμαθείς παπαγάλους εθνικιστικών αναμασημάτων που οργώνουν τα φόρα και τα μπλογκ προβάροντας την προβιά μίας ντεμέκ επαναστατικότητας με δανεισμένα σοσιαλιστικά τσιτάτα και με καθαρά ναζιστική φορά, να ωρύονται για προδότες, να οργανώνουν πογκρόμ μεταναστών, να κάνουν «ντου» σε αντιρατσιστικές συναντήσεις, να διαβάζουν σαν ευαγγέλιο κάτι σκατόγερους που γλείφαν τη χούντα και σκέφτομαι πως όλο το γαμημένο σύμπαν έχει στήσει μία stand-up comedy μαύρου χιούμορ. (εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζούμε σε ενδιαφέρουσες εποχές: ακατανόμαστα καράβια βγήκαν στη στεριά και πιάσανε τα όρη σαν συνέπεια μιας αχαρτογράφητης ανωμαλίας στο συνεχές του χρονοχώρου.

Χάθηκε κάθε αρχιμήδειο παστό. Εξ ουστ και το ανά οθόνης λήμμαν που εκσφενδονίζουν μεταξύ τους αλλόκοτα μεταλλαγμένες (π)ορδές ορφανών με μισοάδεια τα τηγάνια.

- Τα «ορφανά» του ΠΑΣΟΚ βρήκαν στέγη στην Κουμουνδούρου. Παλιοί συνεργάτες του Ακη Τσοχατζόπουλου και πρώην πολιτικοί φίλοι του Γιώργου Παπανδρέου φέρεται να έχουν συμβάλει στην οργανωτική ανασύνταξη και την εκλογική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ
(εδώ)

- Χρυσή αυγή τα ορφανά του χίτλερ, ο καλύτερος προστάτης της κατοχικής κυβέρνησης..... (εκεί)

- Υπέρ της ανθελληνικής προπαγάνδας τα ορφανά του Χότζα (ΔΗΜΑΡ) (παραπέρα)

- Δυόσμοι, παστό και τηγάν κινήσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετα-ξύλινος o,τινανισμός που έγινε βάιραλ και φοριέται καμαρωτά από κάθε καρυδιάς ξερόλα και πατερνάλα. Αυτονομήθηκε από το μπεστ σέλλερ «Είναι ο Καπιταλισμός, Ηλίθιε!» του τσικ-λεβέντη δημοσιογράφου Νίκου Μπογιόπουλου.

Πρόκειται για όψιμο κόπυ λεφτ της αμερικλανιάς «It's the economy, stupid!», παλαιού (1992) προεκλογικού τσιτάτου του Κλίντον σε βάρος του Μπούς του πρεσβύτερου. Χρησιμοποιείται ad nauseam και στην εσπερία (βλ. It's the banks, stupid!, It's the vagina, stupid!, ακόμα και It's the everything, stupid!)

Βλ. και καράτε το λένε και είναι απλό!

Πάσα από το δουπού: Αλλιβέ.

- Είναι η Ελλάς, ηλίθιε…
(εδώ)

- Είναι η Γεωπολιτική, ηλίθιε!
(εκεί)

- Είναι η στάση πληρωμών ηλίθιε…
(παραπέρα)

- ΔΕΝ ΦΤΑΙΕΙ ΜΟΝΟ Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ .....ΗΛΙΘΙΕ ΜΠΟΓΙΟΠΟΥΛΕ
(παραδίπλα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ημιμάθεια, τα ημίμετρα και ο ημίονος πάντα κατέχουν χαμηλότερη θέση στην τροφική αλυσίδα από την αμάθεια, τα μέτρα και την Yoko Ono, αντίστοιχα.

Στο πνεύμα αυτό, ο μισόχαζος είναι σαφώς επαχθέστερος, πιο επικίνδυνος και πιο μπαμπέσης απ' τον χαζό, όπως μάς δίδαξε και η εμπειρία μας με τον #79 Global Thinker για πρωθυπουργό. Άλλωστε, ο θετικός αντίκτυπος της αντικατάστασής του με απλά χαζό πρωθυπουργό έχει σχεδόν αρχίσει να γίνεται αντιληπτός δια γυμνού οφθαλμού, στα όρια πάντα του σαδιστικού λάθους.

Ίσως να πρόκειται και για τοπικό ιδιωματισμό: φοριέται αρκετά στην Ευρυτανία, αν και δεν βάζω χέρι.

Αγγλικανιστί: halfwit.

- Ο μισόχαζος, που είχε το θράσος όχι μόνον να τους σύρει με τα ψέματα τού «...λεφτά υπάρχουν», αλλά και στο τέλος να τους ειρωνεύεται κιόλας, «καταγγέλλοντας» στην Ευρώπη ότι οι Έλληνες είναι οι διεφθαρμένοι, που σέρνονται πίσω από «καρότα».
(εδώ)

- Πως θα φύγουμε ρε μισόχαζοι απ'την Ευρώπη;Φύγετε εσείς!Μήπως η Ευρώπη είναι κόρη του Φοίνικα Σόιμπλε;Θα διαβάσω Γερμανική μυθολογία να μάθω! (τσίου, εκεί)

- Λεει ο μισόχαζος που έχουμε για πρωθυπουργό: «να κάνει ο καθένας την δικη του μικρή επανάσταση.. μπλα μπλα μπλα'' Μπετοβλάκαάμα κάνει ο καθένας την επανάσταση του μαυρο φίδι που σε έφαγε γαμώ τον !@#$%^&()(^%$#$%^&*()@
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή μάλλον, σκουληκιΑρης.

Σκουληκιάρικη προσβόλα για τους εκ Θεσσαλλλονίκης ορμώμενους Αρειανούς.

Πιο στεγνά: σκέτα σκουλήκια.

- Η φωτογραφία είναι από το μπαράζ του Βόλου για την κατάκτηση του πρωταθλήματος, ανάμεσα στον ΣκουληκιΑΡΗ και τον GAYρο (άλλο ένα πρωτάθλημα που το πήρε σε μπαράζ ο Θρήνος). (εδώ)

- Ηττα με κατεβασμενα τα χερια για τον Παναθηναικο μας απο τον παθιασμενο σκουληκιΑρη στου Χαριλαου, μα δεν πειραζει γιατι πολυ απλα πηραμε αυτο που μας αξιζε, δεν παιξαμε καλα, ο Αρης ηταν καλυτερος και δικαια χασαμε...
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιαίτερα παλαιό λολοπαίγνιο για το αυτοκίνητο.

Πρόκειται μάλλον για σκόπιμο μποστικό βαρβαρισμό, κατά τα ελεωφορείο, αρκούδως, ιπποδήλατο, υγρόν αγόραζε, βραδυόφωνο, τουλάστιχον, ανθηρόστομος, λουκλάνικο κ.α. παρεμφερών γελοιοτήτων (βλ. πιχί εδώ). Κατά άλλους, αποτελεί τοπικό ιδιωματισμό νίντζα (βλ. τελευταίο παράδειγμα).

- εχω κι εγω εφτακινητο...αμε.... ενα AX GTi 1.4 multipoint....το εν ελλαδι le mans....τρεχει πολυ....ειναι καλο...ειμαι και ομορφο αγορι...ναι...
(εδώ)

- Μετά από μερικές μέρες έδεσα το τρέϊλερ με το φουσκωτό στο εφτακίνητο και μετά από 2-3 ώρες βρεθήκαμε στην Αίγινα.
(εκεί)

- Κατά την διάρκειαν του συμμοριτοπολέμου, ο στρατός είχε διανοίξει προχείρους οδεύσεις διά την κίνησιν των οχημάτων μέχρι και των πλέον αποκρήμνων κορυφών. Εις κάποιο ορεινόν χωρίον του Γράμμου, έφθασε μίαν ημέραν μία μικρά φάλαγξ οχημάτων, την οποίαν περιεκύκλωσαν οι ολίγοι κάτοικοι, γυναίκες και μικρά παιδιά. Μερικαί εκ των γυναικών δεν είχον ιδεί εις την ζωήν των αυτοκίνητον και ίσως ήκουον και την λέξιν διά πρώτην φοράν. Μία εξ αυτών το είπε: «εφτακίνητο» (διά την ακρίβειαν «ιφτακίντου»). Η λαϊκή γλώσσα δεν έχει λέξιν με πρώτον συνθετικόν την αντωνυμίαν «αυτός», ενώ έχει λέξεις με πρώτον συνθετικόν το «εφτά». Η αγράμματος λοιπόν αυτή γραία δεν συνέλαβε καλώς την λέξιν, δεν εγνώριζε βεβαίως την ετυμολογίαν την και ενόμισεν ότι κάπως πρέπει να ομοιάζη με λέξεις τας οποίας εγνώριζεν. Οι «πιτσιρίκοι», οι οποίοι ήδη είχον αναμιχθή με τους στρατιώτας και συνέλαβον ορθώς την λέξιν, ήρχισαν να την πειράζουν: «Μωρέ θειά, δεν του λιέν ιφτακίντου, αλλά αυτουκίντου». Τελικώς το είπε και αυτή: αυτουκίντου.
(παπαραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified