Επίσης και μαμά και μανίσιο.

Νεολογισμός που αναφέρεται σε ανταλλακτικά παντός τύπου. Παραχθείς από τη λέξη μάνα, αναφέρεται σε ανταλλακτικά μηχανών, μηχανημάτων και γενικότερα συσκευών, τα οποία προέρχονται από το εργοστάσιο κατασκευής. Ο κατασκευαστής με άλλα λόγια, ταυτίζεται με τη μάνα, είναι αυτός που «γεννάει» το ανταλλακτικό.

Συχνότατα, και ειδικά στην επαρχία, παρατηρείται πτώση του «ι» προ του «ο», με αποτέλεσμα να προφέρεται κοφτά (μανίσο). Είμαι αυτήκοος μάρτυς και σε συζήτηση με τεχνικό/ψυκτικό, ερωτηθείς αν το κλιματιστικό του αυτοκινήτου είναι «μανίσιο».

  1. Αγγελία πώλησης στο διαδίκτυο (Ι):
    Θέμα: Μανίσιο ηχοσύστημα Aura (Αναγνώστηκε 231 φορές)

  2. Αγγελία πώλησης στο διαδίκτυο (ΙΙ):
    Ζητήται μανίσιο μεσαίο κομμάτι εξάτμισης 206 1.6 16v (sic)

  3. Σχόλιο διαδικτυακού forum:
    ΠΑΙΔΙΑ ΔΕΝ ΚΟΛΛΑΕΙ ΜΕ ΚΑΜΙΑ ΠΑΝΑΓΙΑ!! ΠΟΛΥ ΚΟΦΤΟ! ΜΑΝΙΣΙΟ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΜΑΝΙΣΙΟ!!!!!!!!!!!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστή έκφραση που αποκτά νόημα μόνο ως αντικείμενο μεταβατικού ρήματος: φυλάω ή κρατάω τσίλιες. Σημαίνει ότι βρίσκομαι σε εγρήγορση, προσέχω και παρατηρώ, ώστε να μην γίνουμε αντιληπτοί από όργανα της τάξης, τη στιγμή που ο συνεργός μου κάνει κάτι παράνομο ή απαγορευμένο.

Ετυμολογικά, η λέξη είναι ιταλικής προελεύσεως [ιταλ. ουδ. ciglio 'βλεφαρίδα, βλέφαρο', πληθ. ciglia]. Συχνά συναντάται και το ουσιαστικό «τσιλιαδόρος», αυτός δηλαδή που κρατάει τσίλιες.

  1. Τίτλος διαδικτυακού άρθρου:
    Αστυνομικός έπαιρνε «μισθό» 3.000€ για να κρατά τσίλιες σε «φρουτάκια».

  2. Ρεμπέτικο άσμα «Της μαστούρας ο σκοπός»
    «...με τη σειρά μου θα τον πιω
    τώρα τις τσίλιες μου κρατώ..»

  3. Εκ του διαδικτυακού αστυνομικού δελτίου:
    Στις Συκιές, ο τσιλιαδόρος δεν έκανε καλά τη δουλειά του. Έτσι, αστυνομικοί τον συνέλαβαν, μαζί με έξι τζογαδόρους και τον ιδιοκτήτη καφενείου, όπου έπαιζαν ζάρια, με 7.500 ευρώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άκρως ενδιαφέρουσα λέξη, αυτήκοος μάρτυρας της οποίας έγινα στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης. Τσιλάγρα είναι μεταφορικώς η ακατάπαυστη συζήτηση, όταν δηλαδή πιάνουμε ατελείωτη κουβέντα. Κυριολεκτικώς είναι το λάδι που πετάγεται από το τηγάνι, όταν τηγανίζουμε.

Άγνωστη η ετυμολογική προέλευση της λέξης, αλλά λογικά παραπέμπει στις νοικοκυρές που πιάνουν την άσκοπη κουβέντα, όταν τηγανίζουν και ξεχνιούνται, οπότε το λάδι αρχίζει να πιτσιλάει από την υπερβολική θερμότητα που αναπτύσσεται.

  1. (Απόσπασμα άρθρου της εφημερίδας Παρόν)

«Σύσκεψη συγκάλεσε ο νομάρχης με τους ψαράδες των λαϊκών αγορών. Το θέμα ήταν η τήρηση των υγειονομικών διατάξεων. Αλλά το ζήτημα δεν είναι να κάνουμε συσκέψεις και τσιλάγρα... Είναι να έχουμε ελεγκτικούς μηχανισμούς; Έχουμε κύριε Δημήτρη;»

  1. (Σχόλιο διαδικτυακού forum)

«Μετά από αφόρητες πιέσεις ο διαχειριστής του site υπέκυψε τελικά στο αίτημα για την δημιουργία forum.
Μπορείτε να γραφτείτε λοιπόν και να αρχίσετε την ηλεκτρονική τσιλάγρα.
Αρχικά έφτιαξα τεσσερις θεματικές ενότητες. Αν έχετε τίποτε άλλο υπ' όψιν πέστε το και θα γίνει.»

  1. Σχόλιο διαδικτυακού forum:

«Εγώ πάντως ντράπηκα και του είπα να τις αφήσει όπως είναι και θα πάμε εμείς Τρίτη ή Τετάρτη να τις μαζέψουμε. Εγώ Τρίτη απόγευμα μετά το φαγητό θα πάρω το αμάξι και θα ανέβω για μάζεμα, όποιος άλλος εθελοντής για καφέ, μαζεμα και τσιλάγρα ας δηλώσει.»

Τσιλάγρα: Άγρα για την Τσίλα! (από Hank, 26/02/09)ΤΕΛΟΣ ΑΓΡΑΣ (από krepsinis, 26/02/09)ΤΕΛΟΣ ΑΓΡΑΣ (από krepsinis, 26/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ξυλοδαρμός, το χοντρό ξύλο. Λέξη προελεύσεως τουρκικής, σύμφωνα με το λεξικό Τριανταφυλλίδη [τουρκ. perdah γυάλισμα, ανάποδο ξύρισμα]

  1. Απόσπασμα από βιβλίο του Νίκου Τσιφόρου:
    «Kάτι αναιδείς έρχουνται έτσι ν' ακουμπήσουνε το ξερό τους απάνω σε σωματικές σφαιρικότητες, λες, αδερφέ μου, και ικανοποιηθήκανε απολύτως με τούτη τη βρωμιά, κάτι άλλοι το προχωρούνε και λένε προστυχιές σιχαμένες και κατακαμαρώνουνε με τούτη την εκδήλωσι του »σελφ - σέρβις«..., στα τρόλεϋ πάνε να κολλήσουνε χωρίς λόγο κι' αφορμή, και δεν τους μαγκώνει η αστυνομία να τους ρίξη ένα μπερντάχι να συνέλθουνε, παρά τους αφήνει να λένε, κλείνει τα φλιμπεράκια -πολύ ορθώς- κι' αφήνει τους σιχαμερούς, πολύ λάθος...»

  2. Απόσπαμα μεταφρασμένου ποιήματος του Robert Gernhart:

«...ή, πιο καλά, ένα γερό μπερντάχι,
μπας κι επιτέλους κόψουνε τις πλάκες που μου ανακατεύουν το στομάχι».

Got a better definition? Add it!

Published

Παλιομοδίτικη έκφραση, επιπέδου θείτσας, η οποία αντικαθιστά το «είμαι έγκυος». Απλά και κατανοητά, υπονοείται ότι η έγκυος είναι το επίκεντρο του ενδιαφέροντος και της προσοχής, προκειμένου να γεννήσει χωρίς επιπλοκές.

  1. Απόσπασμα ιστοσελίδας που αφορά έγκυες:
    Είστε σε... ενδιαφέρουσα; Ο γιατρός σας σας δίνει ιατρικές συμβουλές. Η μητέρα σας σας αγοράζει ρούχα. Ποιος, όμως, θα σας πει όλες τις μικρολεπτομέρειες που κάνουν τη διαφορά για να απολαύσετε την ομορφότερη περίοδο της ζωής σας;

  2. Διαφημιστικό τηλεοπτικού σταθμού:
    Ζώα σε... ενδιαφέρουσα: Στο Αnimal Planet απο τις 2 μέχρι τις 5 Φεβρουαρίου στις 12:05
    Από τις 2 μέχρι τις 5 Φεβρουαρίου οι συνδρομητές τής NOVA θα έχουν την ευκαιρία να γνωρίσουν τις …μέλλουσες μητέρες τού Animal Planet! Το μητρικό ένστικτο ξυπνά στη NOVA και δίνεται η ευκαιρία στους τηλεθεατές να γνωρίσουν επιβλητικές φάλαινες, πανέμορφες γάτες ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευρέως γνωστή έκφραση, στο σημείο της χαριτωμενιάς. Χρησιμοποιώντας το στοιχείο της υπερβολής και του παράλογου (πώς μπορεί άραγε να πιάσει άραγε ένας άνθρωπος πτηνά εν ώρα πτήσης...), η έκφραση σημαίνει απλά ότι κάποιος είναι εξαιρετικά έξυπνος και ικανός για τα πάντα: ακόμα και να πιάσει πουλιά που πετάνε. Παραπέμπει άμεσα στα γεράκια και τους αετούς: αρπακτικά πουλιά που μπορούν να αρπάξουν το θήραμά τους πετώντας.
Κλασσική έκφραση για την περιγραφή των άριστων μαθητών. Νοηματικά προσεγγίζει την επίσης γνωστή έκφραση «είναι αητός».

  1. Προσωπικά δεν έχω καμία αμφιβολία ότι θα το πετύχει ταχύτατα. Όχι μόνο επειδή έρχονται εκλογές. Κυρίως επειδή η συγκεκριμένη κυβέρνηση μπορεί να αποδειχθεί ποικιλοτρόπως και παροιμιωδώς ανίκανη, αλλά όταν πρόκειται για διορισμούς κανένας δεν μπορεί να της προσάψει το παραμικρό: πιάνει πουλιά στον αέρα.

  2. - Είδα τη θεία σου χθες στο σούπερ μάρκετ, έχεις πολλούς χαιρετισμούς. Της είπα να περάσει με τον γιο της τον Κωστάκη κάποια μέρα.
    - Καλά έκανες, ο μικρός πάει Πέμπτη δημοτικού και στα μαθηματικά πιάνει πουλιά στον αέρα.

Πιάνει πουλιά στον άερα (από GATZMAN, 27/10/10)(από patsis, 30/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρκετά γνωστή έκφραση, η οποία περιγράφει ένα άτομο με ιδιαίτερες ικανότητες, με ευφυΐα, (βλ. επίσης διαόλου κάλτσα). Σε άλλες περιπτώσεις εννοείται ότι κάτι είναι στημένο, με προδιαγεγραμμένο αποτέλεσμα.
Το παράλογο του πράγματος τονίζει την ιδιαιτερότητα του ατόμου: ενώ είναι πρακτικά αδύνατο να διαβάσει κανείς ένα κλειστό [βουλωμένο] γράμμα, αυτός τα καταφέρνει!

  1. Σχόλιο blogger φιλάθλου σε forum>

Βουλωμένο γράμμα, διαβάζει ο Κόκκαλης!

Με το «φιάσκο» του Παναθηναϊκού στη Ξάνθη, δικαιώθηκε πρώτος και καλύτερος ο Σωκράτης Κόκκαλης, που υποστήριζε μετά βδελυγμίας μιλώντας την προηγούμενη εβδομάδα στους παίκτες, πως ο Παναθηναϊκός δεν πρόκειται να πετύχει το έξι στα έξι! Βουλωμένο γράμμα διάβαζε ο μεγαλομέτοχος του Ολυμπιακού και όπως είναι σε θέση να γνωρίζει η στήλη, χάρηκε με την ψυχή του, το ναυάγιο των «πράσινων» στα Πηγάδια.

  1. Σχόλιο σε διαδικτυακό forum:
    Εκτεθειμένος ο υπουργός Τα δύο μεγάλα κόμματα στη χώρα μας σύμφωνα και με τις τελευταίες καυτές αποκαλύψεις...έπαιρναν και παίρνουν μαύρο πολιτικό χρήμα από μεγάλες επιχειρήσεις, μέσα από σκοτεινές διαδρομές. Παρά ταύτα ο υπουργός είχε δηλώσει προ ολίγων ημερών, αναφερόμενος στο σκάνδαλο Ζίμενς, ότι δεν είχε διαπιστώσει οιανδήποτε σχέση μαύρου χρήματος με πολιτικά πρόσωπα και κόμματα…
    Βουλωμένο γράμμα διαβάζει ο υπουργός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με αφορμή την πρόσφατη έρευνα του ΣΚΑΪ, για τους 100 σημαντικότερους Έλληνες [ένας από αυτούς είναι και ο γνωστός Σχης - πραξικοπηματίας του 1967], παραθέτω τον κλασσικό πια αφορισμό, που ακούγεται εδώ και χρόνια στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης.

Ως γνωστό, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος ήταν αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού και ένας εκ των πρωτεργατών του πραξικοπήματος των Συνταγματαρχών, το οποίο πρόλαβε τους Στρατηγούς και έθεσε τη χώρα στο γύψο για 7 χρόνια [1967-1974].

Ο αφορισμός αποτελεί έκφραση αγανάκτησης ανάμεσα σε Νεοέλληνες, ως επί το πλείστον γεννημένους μεταξύ 4ης και 5ης δεκαετίας του 20ου αιώνα, με το πολιτικό σύστημα της χώρας μας και τον Κοινοβουλευτισμό γενικότερα. Ο Παπαδόπουλος, κρίνεται ως τιμιότερος και γνησιότερος των σημερινών πολιτικών, και τον επικαλούνται ως σωτήρα για την έξοδο της χώρας από τη σημερινή δομολειτουργική και θεσμική κρίση.

Η έκφραση περικλείει το νόημα της ανάγκης για νομιμοφροσύνη και αυστηρότητα, προκειμένου να αντιμετωπιστούν άμεσα τα κακώς κείμενα του έθνους: διαφθορά, ραστώνη, λούφα, ψευτιά, ωχαδελφισμός. Με μία λέξη: βούρδουλας.

Ουδεμία η σχέση του Συνταγματάρχου, με τον μακαρίτη Πρόεδρο της Κύπρου, που απεβίωσε πρόσφατα.

  1. Σχόλιο blogger:

'Aχ, βρε ένας Παπαδόπουλος χρειάζεται, τότε όλα δούλευαν ρολόι…’ ΑΥΤΗ η φράση δεν είναι δική μου και δεν συμφωνώ ποτέ με απολυταρχικά καθεστώτα. Είναι όμως τα λόγια απλών ανθρώπων στους σκοτεινούς δρόμους και γειτονιές της Αθήνας μετά από τις πολύωρες διακοπές ηλεκτρικού ρεύματος. Μερικοί μάλιστα σχολίαζαν δυσμενώς με λόγια που δεν μεταφέρονται στο γραπτό λόγο για λόγους δεοντολογίας. Οργή και αγανάκτηση παντού.

  1. Σχόλιο σε forum του ΣΚΑΪ:
    Αχ βρε Χάρη Χαβέλα, είμαι 27 ετών, δεν έζησα την εποχή του Παπαδόπουλου, αλλά πιστεύω ότι η σημερινή κατάντια της δημοκρατίας θα σωθεί μόνο με μια Επανάσταση.. δυστυχώς μας έφτασαν σε αυτό το σημείο οι ανίκανοι πολιτικοί. Να νοσταλγούμε την εποχή του Παπαδόπουλου. Πού είσαι Παπαδόπουλε να προστατεύσεις την πατρίδα μας από τους άχρηστους!!

(από pavleas, 23/02/09)(από Κωνσταντίνος Ωμέγας, 19/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσική έκφραση, η οποία σημαίνει ότι πέφτουμε με τα μούτρα σε κάτι.

Ο πατσάς, ειδικότερα κατά τα μεταπολεμικά χρόνια, αποτελούσε περιζήτητο έδεσμα, ειδικά για τους φοιτητές και τους στρατιώτες, αφού ήταν χορταστικό και φτηνό. Κατανοητό λοιπόν γιατί τη στιγμή της βρώσης, έπαφταν με τα μούτρα στον... πατσά.

Μεταφορικά χρησιμοποιείται και στα γκομενιλίκια, εννοώντας ότι κάποιο λιγούρι, με το που βρει κοκό, πέφτει με αυτοθυσία στο ψητό.

  1. Σχόλιο σε διαδικτυακό forum:

Καλά όλα αυτά, αλλά τι να την κάνει κανείς τη στρατηγική άμα είναι ντενεκές ξεγάνωτος;
Οποιος έχει έστω και ελάχιστη προσωπικότητα, έχει και κάποιες καλές πιθανότητες, οπότε βούρ στον πατσά...
Οποιος είναι ανάξιος λόγου καλύτερα να πάει σπίτι του να μη χάνει και το χρόνο του. Τίθεται ζήτημα αυτογνωσίας: Αμα ξέρεις ότι είσαι μαλάκας και παράλληλα η γκόμενα σου κάτσει, κατα πάσα πιθανότητα είναι επειδή ταιριάζετε... είναι και αυτή μαλακισμένη δηλαδή και θα σου κάνει τη μίζερη ζωή σου ακόμα πιο μίζερη.

  1. Σχόλιο σε συζήτηση διαδικτυακού forum:
    Ας χαλαρωσουμε λιγο:Ηταν ένα βράδι του Απρίλη (92 ή 93; δεν θυμαμαι...), οταν ο γεωργός ήρθε στο γραφείο και μου ειπε: «Ξέρεις; αγόρασα και ενα Saab! Το καλυπτουμε;» Ως νεος και ορμητικός τοτε, ειπα βουρ στον πατσά. Βρηκαμε εναν ξάδελφο στην Καρδιτσα που δεν εκανε δήλωση και με ΥΔ του 1599 του πουλήσαμε σωλήνες (αρδευτικούς), πλατφόρμες τρακτερ, καρούλια ποτισματος κλπ κλπ. Βρηκαμε και εναν Πολιτιστικο Συλλογο (του οποίου ημουν Πρόεδρος και μοναδικό μελος) και του πουλήσαμε στερεοφωνικά και ηχεια για τις εκδηλωσεις. Μαζι με κατι τοκους και κατι αλλα ψιλά, το καλυψαμε. Οταν του ζητησα 15.000 δρχ (τοτε) μου εκανε παζαρια, «να, οι αλλοι παιρνουν 5.000»¨ Στο τελος πληρωσε 25.000 (σε μενα). Και το ωραίο είναι, οτι η δηλωση περασε χωρις καμια απολυτως φασαρια! Άλλα χρονια, φιλε μου.... Φαρ Ουεστ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη μπαμπέσης σημαίνει πονηρός και ύπουλος άνθρωπος. Είναι προελεύσεως αλβανικής [αλβ. pabes(ë), ομόριζη με τη λέξη besa βλ. επίσης μπεσαλής, ο].

Η μπέσα είναι συνώνυμο της τιμής, ο μπαμπέσης συνεπώς είναι το άτομο χωρίς τιμή, εξ ου και ύπουλος. Συχνάκις χρησιμοποιείται με μορφή επιρρήματος (π.χ. με χτύπησε μπαμπέσικα), αλλά και ως ουσιαστικό (μού έκανε μπαμπεσιά).

  1. Στίχος παλαιού ρεμπέτικου άσματος:

«Από πιτσιρίκα σε λέγανε μπαμπέσα, κι έλαχε σε σένα να δώκω λίγη μπέσα».

  1. Τραγούδι του Μάρκου Βαμβακάρη:

Μπαμπέσικα με τράβηξες μ'αυτήν την τσαχπινιά σου
κι ωραία με κατάφερες να μπω στην αγκαλιά σου,
ωραία με κατάφερες να μπω στην αγκαλιά σου,
μπαμπέσικα με τράβηξες μ'αυτήν την τσαχπινιά σου.

Μπαμπέσικα με τράβηξες μ'αυτήν την τσαχπινιά σου
κι ωραία με κατάφερες να μπω στην αγκαλιά σου.

Το πέτυχες το κόλπο σου και μ'άναψες μαράζι
και τώρα που με τύλιξες για μένα δε σε νοιάζει
και τώρα που με τύλιξες για μένα δε σε νοιάζει
το πέτυχες το κόλπο σου και μ'άναψες μαράζι.

Το πέτυχες το κόλπο σου και μ'άναψες μαράζι
και τώρα που με τύλιξες για μένα δε σε νοιάζει.

Αφού στα δίχτυα μ'έμπλεξες και μ'έκανες να λειώνω,
πια δε σου καίγεται καρφί για το δικό μου πόνο,
πια δε σου καίγεται καρφί για το δικό μου πόνο,
αφού στα δίχτυα μ'έμπλεξες και μ'έκανες να λειώνω.

Αφού στα δίχτυα μ'έμπλεξες και μ'έκανες να λειώνω,
πια δε σου καίγεται καρφί για το δικό μου πόνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified