Ζάρπα είναι ένας ενδημικός χανιώτικος τρόπος κραξίματος και γιούχας, ο οποίος συνίσταται στην απομίμηση ήχου κλανιάς μάλλον κομπολογάτης και η οποία επιτυγχάνεται με τον κατάλληλο πλαταγισμό των χειλέων στο ψαχνό του βραχίονα, ώστε να προκύψει ο χαρακτηριστικός ήχος από τον εκπνεόμενο αέρα*.

Η ζάρπα συνοδεύει την ελαφράς ή βαριάς μορφής δημόσια διαπόμπευση και είναι εξαιρετικά δημοφιλής ειδικά στα γυμνάσια και λύκεια της πόλης, ενώ σε μεγαλύτερες ηλικίες και δημοσίως είναι αρκετά βαριά προσβολή - πχ προς πολιτικά πρόσωπα, και γενικά περίγελους.

Η ζάρπα συνοδεύεται από την ιαχή «ιντά ναιαιαιαι...+ το όνομα του ξεφωνιζομένου» (τι κάνεις, πώς είσαι έτσι, πας καλά κλπ....). Μια πετυχημένη ζάρπα μπορεί να είναι αποτέλεσμα εξάσκησης** αλλά και ταλέντου, μπορεί να είναι και πραγματικά εκκωφαντική, αλλά και να διαρκέσει αρκετά δευτερόλεπτα, σε σημείο να ψάχνει ο κόσμος αν έσκασε λάστιχο ή κι εγώ δεν ξέρω τι. Ειδικά στις περιπτώσεις που τρώει κανείς ζάρπα χωρίς ο δράστης να αποκαλύπτεται και με τους άλλους να γελάνε το θύμα νιώθει τρελή αμηχανία. Η λέξη πρέπει να είναι ηχοποίητη. Αν κανείς γνώστης έχει όρεξη για ηχητικό δείγμα, θα προσφέρει υπηρεσία...

  • κατά άλλους, γίνεται και βάζοντας το χέρι γροθιά μπροστά από το στόμα και ενώ φυσώντας μέσα στην γροθιά ανοίγουμε σιγά σιγά την παλάμη. Προσωπικά δεν το θεωρώ σωστό, έστω κι αν ηχητικά το αποτέλεσμα είναι παραπλήσιο.

** Λόγου χάρη, η σωστή ζάρπα πρέπει να γίνεται με σχεδόν ακαριαία επαφή των χειλιών με τον βραχίονα, εκτός κι αν ο στόχος είναι η διάρκεια...

  1. Έσκασε ο λαλάκης με κουστουμιά στο καφενείο και έφαγε μια ζάρπα που ψαχνότανε....

  2. - Ο Πίπης είναι ταλεντάρα ρε συ, έχει κάτι χείλια....
    - Τι λες ρε μαλάκα για το κοπέλι;
    - Στη ζάρπα ρε άκυρε, βροντές βγάζει ο κερατάς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Καθίζω (μ)πρόκα» είναι ένας ακόμα, ίσως ο πλέον κλασικός, τρόπος να πεις « αφήνω ή την κάνω πιστόλα» ή πιστολιάζω, ή αφήνω τόγκα ή και αφήνω τάπα. Δηλαδή δεν πληρώνω (χρέη μου) και ψεκάζομαι με άζαξ...
Υπερθετικός: ταβανόμπροκα.

- Ο Λάκης ρε μαλάκα; Θεοκούζουλος... στα νιάτα του έκανε χοντρές μαλακίες....
- Δηλαδή;
- Άμα έβγαινε και δεν ήταν να γαμήσει, πήγαινε στα κλαμπ και έλεγε στους πορτιέρηδες «με θυμάσαι, είμαι αυτός που προχθές άφησα πρόκα στο μαγαζί;» έτσι στο άσχετο, χωρίς να έχει αφήσει... μόνο και μόνο για να καταλήξει να δέρνεται...
- Τόσο psycho....
- Τόσο.

[το παράδειγμα βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας κλασικός προσδιορισμός πιπινίου-πουτσάναμμα, που αναφέρεται φυσικά στην εμπειρία ή στο potential του εν λόγω θήλεος στα όσα οι Παναγριότατοι αυτού του κόσμου απαγορεύουν -στους άλλους-, βάσει της προσέγγισης RTFM για την κατάκτηση του Παραδείσου. Πέραν τούτου, ως λέξη έχει αρκετό ψωμί.

Πρώτ' απ' όλα, προφέρεται με ειδικό τρόπο, ο οποίος είναι αρκετά κοντά στον τρόπο με τον οποίο προσφέρεται το επίθετο σκληρόόό (με ελαφρά παρατεταμένο «ο» και στρογγυλοποίηση των χειλιών), γεγονός που αναδεικνύει τη σαδομαζό μας αντίληψη για την ηδονή. Μιλάμε για το σκληρό, το ζόρικο, το σφιχτοδεμένο, το σφιχτό γενικώς σε όλα εκτός από τα ήθη, το πρόστυχο και σωστό, το καυλόμουνο το βουτηγμένο στην αμαρτία το ίδιο, καυλοτσουλήθρα προς το βούρκο για τους υπόλοιπους εμάς.

Αυτή βέβαια η αμφιταλαντευόμενη αντίληψη για την ηδονή, έχει σαφώς οριενταλιστικές ρίζες. Έτσι, το «αμαρτωλό» συνοδεύεται από δάγκωμα του χειλιού (τα ξερογλειψίματα είναι καθαρά δυτικοευρωπαϊκά, εμείς εκφραζόμαστε με τον πόνο και την αυτοτιμωρία για την αμαρτία). Και ακολουθείται από τα ανατολίτικα επιφωνήματα ααααχχχχ, αμάν, αμάν, αμάν ή ακόμα και βάι, βάι, βάι. Μερικοί στη θέα του αμαρτωλού βέβαια μπορούν απλά και να κάνουν το σταυρό τους, άλλοι λένε αχ, Παναγία μου, άλλοι λένε και α πα πα πα. Σατανάς.

Υπάρχουν συμπεριφορικά-εμφανισιακά κριτήρια για το «αμαρτωλό» (πάντα ουδέτερο). Εμφανισιακά όχι και πολλά, χωρίς να είναι και απολύτως θέμα γούστου: υπάρχει κατά κανόνα μια α συναίνεση, ότι «αυτό είναι αμαρτωλό», υπάρχουν βέβαια και ατομικές διαφορές. Ας πούμε μόνο ότι κατά κανόνα μιλάμε για μελαχρινές, κοκκινομάλλες κλπ και όχι ξανθές, γι' αυτές λέμε απλά το ξανθό (για τα καυλερά ξανθά, και όχι για τα ξεπλένικα φυσικά).

Κατά τα άλλα, η νεαρή ηλικία είναι βασική (αν και υπάρχουν και αμαρτωλά μιλφέιγ), το νάζι, τα ψυχοσωματικά συμπτώματα που προκαλεί, το γεγονός ότι είσαι σίγουρος ότι το μωρό είναι για τρελά, ε ναι, γαμήσια, και ότι τα κάνει, αλλά δεν τα κάνει με σένα. Θα έκανες τα πάντα για να τα κάνει με σένα. Και βέρια για το διάολο ακόμα.

- Αμάν αμάν αμάν....
- Α πα πα πα....
- Βάι βάι βάι...όι όι μανούλα μου
- τι ήταν αυτή η Λίλιαν βρε παιδιά....τι ήταν αυτό βρε συνάδελφοι...;
- Αμαρτωλό ήτανε, συνάδελφε, αμαρτωλό...Θέ μου φύλαε ήτανε.....

Βλ. και μουνί, καυλόμουνο, ξεψώλι, τρύπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Sci-fi κραυγή αυτοηδονισμού που σημαίνει με γουστάρω, με πάω με χίλια, χύνω για την πάρτη μου. Προέρχεται από τους θαμώνες των στριπτιτζάδικων και κωλόμπαρων εις τα οποία ο μετρ (...) υποδεικνύει με χρήση lazer pointer τον δικαιούχο του επόμενου χορού... Είναι όπως τους προβολείς της δημοσιότητας-διασημότητας, αλλά για τις εφήμερες απολαύσεις της ψευτο-large παρακμής... Στο μέλλον, όλοι θα δικαιούνται 5 λεπτά λεϊζεροσύνης....

- Φίλε μου, αυτή τη στιγμή που μου μιλάς, το πέος μου πονάει....
- Γιατί ρε δικέ μου;
- Γιατί έκανα άγριο έρωτα....
- Λέγε ρε μαλάκα....
- Εγάμησα στο όνομα της ανθρωπότητας και του δίκαιου Θεού τη Λίλιαν...
- Ιιιιιιι!!!! αούα!
- Ναι, ναι, ναι, ΝΑΙ, ΝΑΙ, ΕΔΩ, ΕΔΩ ΤΑ ΛΕΪΖΕΡ ΑΠΑΝΩ ΜΟΥ, ΟΛΑ ΕΔΩ, ΣΕ ΜΕΝΑ!!! Αααα, κάτι τέτοιες στιγμές με πάω πολύ ρε πούστη μου.....

(από xalikoutis, 06/11/08)θύμα του πάθους  (από xalikoutis, 06/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«...και με κανέναν άλλο», θα συμπλήρωναν όλοι οι άλλοι.

Φράση που απευθύνεται προς τρίτους ως μπηχτή για την μεγαλόστομη αυτοϊκανοποίηση και έπαρση που τους δέρνει, συνανθρώπους μας που είναι κουλ και φαίνονται, αλλά κατά κανόνα σε βάρος της ψυχραιμίας (καλής διάθεσης, ψυχικής υγείας, επαγγελματικής πορείας, οτιδήποτε) των άλλων. Η φράση λέγεται συνήθως σε τρίτο πρόσωπο «αυτός /-ή τα πάει καλά με τον εαυτό του/της»,

αλλά καμιά φορά ξεγλυστράει και από χειλάκια στο πρώτο ενικό και ακούς «τα πάω καλά με τον εαυτό μου»!!! (είναι πια κατόρθωμα πάντως).

Να σημειώσουμε ότι μιλάμε για άτομα που διακόπτουν τον εαυτό τους και που συνήθως έχουν κάνει δουλειά με τον εαυτό τους χωρίς μ' αυτό να πάψουν να είναι ανυπόφοροι /-ες (και στα όρια νευρικής κρίσης).

- Εγώ, εγώ που λες, με όλα αυτά που γίνανε σκασίλα μου, εγώ τα πάω καλά με τον εαυτό μου....
- Καλά τον κεράτωσες τον άνθρωπο 6 φορές και δε σε νοιάζει...
- Άφησε με να ολοκληρώσω... λοιπόν, σημασία έχεις πως νιώθεις κι εγώ δεν ένιωθα καλά μαζί του...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με αυτή τη φράση ο ομιλών δεν δείχνει ειλικρινές ενδιαφέρον για τις σεξουαλικές ρουτίνες του συνομιλητή του, απλά του λέει να πα να γαμηθεί με ένα κάπως πιο εύσχημο τρόπο (η ερώτηση λέγεται συνήθως - αλλά όχι πάντα - με προσποιητό φιλικό τόνο, και μπορεί να ξεκινά με το «και δε μου λες...» ή το «για λέγε τώρα...»). Υπήρξε δημοφιλής κάποτε αλλά έχω να το ακούσω χρόνια. Τόσα πολλά που μαζί με τη φράση συνειρμικά μου έρχεται κι εκείνο το άλλο το ωραίο, το μαλακιστήρι ... ίσως και το μαλακισμένε/-η!

- Μωρή μαλακισμένη, σ' έχουνε γαμήσει τέτοια ώρα;
- Γιατί, τι ώρα είναι;
- Κατάλαβα, πέσαμε σε επαγγελματία....

Και βέβαια ανάλογα τι ώρα είναι. (από Galadriel, 25/02/09)(από Khan, 19/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κομπρεμί είναι όρος κυρίως της πολιτικής και παραπολιτικής αργκό, που χρησιμοποιείται όμως και ευρύτερα, για να γίνει αναφορά σε παρασκηνιακές διαβουλεύσεις, συνδιαλλαγές και συμφωνίες ή αλλιώς θεσμικές και παραθεσμικές αλλαξοκωλιές.

Οι συνασπισμοί αυτοί γίνονται ακριβώς κάτω από το τραπέζι, στη ζούλα, γιατί η ανοιχτή παραδοχή της συνεργασίας ή και του στόχου της συνεργασίας θα έβλαπτε την εικόνα των δυνάμεων που κάνουν το κομπρεμί στα μάτια του ευρύτερου, πολιτικού ή άλλου κοινού, οπαδών ή όχι των δυνάμεων που κάνουν το κομπρεμί - ή επειδή απλά απαγορεύονται, λ.χ. επειδή πλήττουν τον ανταγωνισμό, περίπτωση καρτέλ. Φυσικά το κομπρεμί γίνεται εις βάρος άλλων δυνάμεων, και γενικά της διαφάνειας.

Να σημειωθεί ότι η συμβολή στο κομπρεμί μπορεί να γίνει είτε «ενεργητικά», με τις λογής λογής αβάντες, ή «παθητικά», με το να γίνονται διάφορα σκοτεινά σημεία της όλης κατάστασης γαργάρα ή με τα εν ψυχρώ «αδειάσματα» διαφωνούντων με το υφασματοσκοπούμενο κομπρεμί. Αρκετές φορές επιμέρους στόχος ενός κομπρεμί είναι το να γίνει ανεμπόδιστα σομπρέρο.

Σχετικά με την ετυμολογία, υποψιάζομαι ότι πρέπει να είναι από το γαλλικό compromis = συμβιβασμός, ή con premis = με προειλημμένη απόφαση (;). Όποιος γνωρίζει ας σημειώσει, γιατί ο γραφών είναι άγαλλος.

Αλίμονο, κανείς χώρος δεν είναι μονωμένος από τα κομπρεμί ή τις υποψίες τους, όπως φανερώνει και το σκάνδαλο της μπαγαποντοδοσίας στο παρόν site, που απεκάλυψε ο δαιμόνιος μαχόμενος δημοσιοκάφρος V.R.Astaman.

πολιτικό κομπρεμί
Έχουμε πρόταση εξουσίας, αλλά δεν θα φτιαχτεί με κομπρεμί με τα σημερινά κόμματα, είπε η Αλέκα Παπαρήγα στην Καρδίτσα.

οικονομικό κομπρεμί
- δημοσιογράφος Ελευθεροτυπίας (από τα 1998): Πιστεύετε ότι υπήρξε ένα άτυπο «κομπρεμί» η έστω κάποια ανταλλαγή μηνυμάτων μεταξύ του κ. Kωστόπουλου, που αποσύρθηκε, και του κ. Λάτση, που έδωσε ένα χαμηλό τίμημα; Tι δείχνει αυτή η χαμηλή προσφορά;

- Μιχάλης Σάλλας (δ.σύμβουλος της Πειραιώς) «Δεν νομίζω ότι υπήρξε κανένα «κομπρεμί» στην υπόθεση. Σε ό,τι αφορά την Πίστεως, είναι μια τράπεζα μεγάλη, με μακρά Ιστορία, εισηγμένη στο Χρηματιστήριο, πολυμετοχική».

πολιτιστικό κομπρεμί
Μονάχα η Άσπα άξιζε κι αυτή γιατί είχε τσαγανό, δεν υποτάχτηκε στα κομπρεμί και τα γλυψίματα, τους τα έκανε όλα μπουρδέλο κι έφυγε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή είναι transgender, καθώς εκφέρεται μάλλον πιο συχνά από straight άντρες, οι οποίοι λόγω του ωραίου και εύηχού της, τη χρησιμοποιούν, παρόλο που δημιουργεί εντυπώσεις ότι έχουν μαστιγώσει όχι μόνο το δελφίνι, αλλά και τη φάλαινα φυσητήρα και το γιγάντιο σαλάχι μπελούγκα, σε σημείο ο τρέχων συνομιλητής τους να τους φαίνεται μια ταπεινή κουτσομούρα. Το μέγεθος δηλαδή του μορίου του συνομιλητή δεν εντυπωσιάζει τον χρήστη της φράσης, το ίδιο ισχύει και για αυτό που ο συνομιλητής ισχυρίζεται, κάνει, επικαλείται, και για το οποίο επαίρεται.

Παραπλήσια Νοήματα: μια νύχτα δική μου ολοκληρη η ζωή σου, όταν εσύ πήγαινες εγώ ερχόμουνα, όταν εσύ ερχόσουνα, εγώ ξαναπήγαινα, τσάκω πίκω μπιρμπιλίκο, τι να μας πεις κι εσύ απτη ζωή σου κλπ, ποιος σε γαμεί εσένα;.
Καλιαρντό, τουλάχιστον ως νόημα...

Κλασική περίπτωση χρήσης η ομώνυμη ταινία με Τσάκωνα, βλ. εδώ [αλλάζοντας στο url το ελληνικό ερωτηματικό με λατινικό].

μεσοβέζικο μήντιο από την ταινία του παραδέιγματος (από xalikoutis, 10/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση τυποποιημένη και παλαιάς κοπής, που προφέρεται με ελαφρύ αναστεναγμό, σε μια, άντε δυο ανάσες, με παχύ τα σίγμα, και fade out. Μάγκικα δηλαδή.

Τα συστατικά της είναι το (νεο-)μάγκικο «μυστήριος», και το (παλαιο-)μάγκικο «μωρ' αδερφάκι μου». Σημαίνει δε «πολύ ιδιότροπος είσαι, το ένα σου βρωμάει, το άλλο σου ξινίζει» κλπ.
Η φράση μου θυμίζει Χάρρυ Κλυνν, αν όντως είναι έτσι, οι ειδικοί ας νιώσουν ελεύθεροι να κάνουν το κομμάτι τους.

– Δεν υπάρχει περίπτωση να τη γαμήσω εγώ αυτή... Τι μέτωπο είναι αυτό, τεράστιο!
– Μπαρδόν; Ποια, τη Λίλιαν; Το καυλί το ίδιο; Σ' την έπεσε;
– Ναι...
– Πολύ μυστήριος είσαι μωρ' αδερφάκι μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψιλοπαλιό παρατσούκλι των ΠΑΣΠιτών (παλιό, γιατί με τη γενιά της vodaphone έχουμε μπερδέψει τα μπούτια μας σ' ότι αφορά την αντιστοίχηση κώμης - κουλτούρας - πολιτικής θέσης κλπ. -....θα καταλάβετε). Το «φασολάκια» προκύπτει από το ιδιόμορφο και ομοιόμορφο της εμφάνισης των ΠΑΣΠιτών, το οποίο εθύμιζε σε ορισμένους τα συμπαθή ψυχανθή (πράσινο σώμα, όρθιο κοτσάνι). Μιλάμε για τις εποχές όπου ο ζιλές ήταν υποχρεωτικός. Από γνωστό φοιτητικό σύνθημα...(βλ. παράδειγμα).

Πράσινα μπλουζάκια, και τα μαλλιά καρφάκια
δεν είναι οι ΠΑΣΠίτες, είναι φασολάκια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified