Κρητικο-σλανγκιά. Σημαίνει:

  • Πέφτω κάτω (συνώνυμη κρητική φράση: τσουρώ), τρώω σαβούρα κλπ. Όπως εννοείται και με τη σαβούρα, δεν πέφτω απλά και ακαριαία, αλλά μέσα από μια ταπεινωτική και μακρά διαδικασία, στην οποία σταδιακά χάνω όλο και περισσότερο τον έλεγχο τον οποίο αναλαμβάνει το έδαφος. Δια-σύρομαι κυριολεκτικά. Με την έννοια αυτή το χρησιμοποιούσαν οι παππούδες κυρίως.Επίσης (και πιο ωραία),
  • Αράζω και αφήνομαι / χαλαρώνω / χύνομαι - σε καρέκλες, πολυθρόνες, ντιβάνια... Με την έννοια αυτή το χρησιμοποιούν οι εγγονοί.

Το ρήμα υπάρχει και με ενεργητική διάθεση, όπου «φχερώ κάτι» σημαίνει το σκορπάω στο πάτωμα. Ετυμολογικά δεν μπορώ να βρω/σκεφτώ κάτι: φαντάζομαι ότι θα είναι παραφθορά του «ευχειρώ» ή κάτι τέτοιο. Ή ίσως του «ευκαιρώ» με την έννοια του διαθέτω - οπότε θά’ πρεπε με «αι»...

  1. Ετόνα ρε κοπέλια δεν μπόρω να καταλάβω ακόμης, και πείτε εσείς που κατέτε από τσι σκυφτές (σ.ς.: χαμηλές) μηχανές.
    Γιάντα όντε στρίβω τσι στροφές στ' Αδελιανού (σ.ς.: κάμπος στα ανατολικά του Ρεθύμνου), γκίζει ο πόδας μου χάμες, μια από την μια μπάντα και μια από την άλλη; Μην κάνω πράμα κακό; Μη μπα να φχερέσω καμιά ώρα ετσέ; Και όι πράμα άλλο, μόνο ακόμα τηνε χρωστω και ανε μισερωθώ πως θα πιαίνω (σ.ς.: πηγαίνω) στα οζά (σ.ς.: πρόβατα) να βγάλω κανένα παρά; Παρακαλώ πείτε μου, θα μισερωθώ ή όχι; (Από μοτοφόρουμ).

  2. - Να κάτσομε στη μπάρα ρε κοπέλια, ίντα λέτε; - Πάμε μρε στσι καναπέδες απού 'χουνε πλάτη να φκερέσομε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«...να 'χεις», δηλαδή «να 'χεις και απόθεμα», όπως στη φράση «δούλεψε να φας και κλέψε να 'χεις». Πιθανό η φράση να προέρχεται από τον τρόπο με τον οποίο οι πλανόδιοι και υπαίθριοι πωλητές διαλαλούσαν το εμπόρευμά τους.

Κλασσική νεοελληνική φράση που συνοδεύει χειρονομίες χουβαρνταλίδικες. Δεν πρόκειται απαραίτητα για λαρτζεριές, αλλά για πράξεις που ανασκευάζουν έμπρακτα και καθ' υπερβολήν την αμφισβήτηση που έχει δεχθεί ο εκφέρων την φράση, ακριβώς ως προς το αν μπορεί να κάνει μια τέτοια υπέρβαση. Φυσικά, ο νεοελληνικός χαρακτήρ ορίζει ότι σε αυτές τις περιπτώσεις ο χρήστης της φράσης δεν αποσκοπεί απλά στο αποδείξει την αξία του, αλλά να εκμηδενίσει τον Άλλο, να τον συντρίψει, να του βουλώσει το στόμα και να του γαμήσει τη μάνα.

Αυτή η ψυχική οικονομία αναπόδραστα προσέδωσε με τον καιρό στη φράση σχεδόν αμιγείς συνδηλώσεις εκδίκησης, ώστε η πράξη την οποία συνοδεύει η φράση να μπορεί να είναι (ή να θέλει να παρουσιάζεται ότι είναι) και καθαρά ανταγωνιστική, εχθρική, βλαπτική σωματικά ή ηθικά ή συναισθηματικά και άφθονη μόνο ως προς αυτές τις τις ποιότητες (η φράση κατά βάθος απηχεί ένα πάρε-δώσε του ressentiment).

Κάπου στη μέση συναντάται η σημασία της φράσης που αφορά στην άφθονη προσφορά πράγματος ή υπηρεσίας που εκτιμώνται μεν γενικά ως θετικά, όχι όμως και από τον εκφέροντα τη φράση, ενδεχόμενως ακριβώς λόγω της γιουσουρουμικής αφθονίας της πράξης (σ' αυτήν την περίπτωση η φράση είναι κοντά στο δώσε και μένα μπάρμπα).

  1. (στο τραπέζι)
    - Βάλε ρε συ λίγο παραπάνω φετούλα στη σαλάτα... βάλε να φάμε... - ....
    - Ε βάλε ρε συ λίγο φετούλα να φάμ...
    - Ε να, πάρε να 'χεις ρε μαλάκα... φά' την όλη... ήθελα να φτιάξω πίτσα, τώρα το γάμησες... αλλά τέτοιος είσαι... - Πίτσα;
    - Χωργιάτικη... αλλά εσύ εκεί... - Συγνώμη, δεν ήξερα...

  2. (στο μπάσκετ)
    - Αρχίδια...
    - Να ρε μαλάκα, πάρε να 'χεις...

  3. (στο γαμήσι)
    - Πάρε μωρή ννννγκχχχχβνμμμ.... πάρε να 'χεις, που θα με πεις χοντρούλη... ννννγκχχχ... χοντρός είναι ο πούτσος μου... (βλ. και εδώ σχετικό poll).

  4. (στο ιντερνέτ).
    Αρχίδια. Πάρε να’ χεις. Δωρεάν: Ύστερα από το σάλο των τελευταίων εβδομάδων, οι bloggers ετοιμάζονται να περάσουν στην αντεπίθεση του free press. Το νέο εβδομαδιαίο έντυπο θα στελεχώσει η Εθνική του blogging, με την προϋπόθεση ότι κάποιος θα έχει επιβιώσει του μαλλιοτραβήγματος για την ηγεσία - και το editorial.

Εν τούτω Νίγκα (από Hank, 11/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εσείς το ξέρατε ότι η λέξη strobo-light προέρχεται από το κατασκευασμένο με ελληνικές πρώτες γλωσσικές ύλες stroboscope (αρχ. στρόβο(ς) + -scope = -σκόπιο), συσκευή φωτισμού που εκπέμπει βραχείας διάρκειας αναλαμπές ορισμένης συχνότητας; Τα strobo-lights χρησιμοποιούνται στην επιστημονική μελέτη της κίνησης (καθώς παράγουν το αντιληπτικό οπτικό φαινόμενο αργής κίνησης), αλλά και στα μπλε καρούμπαλα, το φωτισμό αεροπλάνων, και φυσικά...

...στα κλαμπψ, και τα λοιπά νυχτομάγαζα, ομού με άλλα εφέ (καπνούς, λέιζερ, βλακ λάιτς και παλαιότερα ντισκόμπαλες) προκειμένου να προκαλείται στους πελάτες sublime αίσθημα σοκ και πέους για το οποίο άλλωστε και πληρώνουν.

Όταν δούλευα (τον κόσμο) ως dj σε ροκάδικα (όχι ρΑκάδικα, ροκάδικα) στην Κρήτη είχε φέρει σε πάρτι ένα φιλαράκι ένα στρόμπο. Το είχα ξεσκίσει αυτό το υπερκίτς χαζό strobo. Τότε μια κοπελίτσα έρχεται και μου ζητάει ξανά και ξανά να το κλείσω το ρημάδι. Με ξενέρωνε, όσο μπορούσε βέβαια. Το αγαπούσα αυτό το strobo. Τελικά κάποιος μου είπε ότι η κοπέλα έχει επιληψία, και το στρόμπο μπορεί να της προκαλέσει κρίση.

Τα Ημισκούμπρια αγαπούσαν μάλλον τα στρόμπο, γι΄ αυτό και τα ονόμασαν χαϊδευτικά και αντιδανειακώς «στρομπόλια», κατά το θιαμπόλι, φαντάζομαι.

Σλανγκασίστ: Khan

Στίχος από Ημισκούμπρια απ' εδώ.

«Χορεύω Michael Jackson, με καμαρώνουν όλοι, και η άσπρη μου η κάλτσα φωσφορίζει στο στρομπόλι»

Σλανγκαρχιδιά: Δε νομίζω ότι με τα στρομπόλια φωσφορίζουν οι άσπρες κάλτσες, αυτό συμβαίνει με τα black lights, πρόκειται περί νοσταλγικού αναχρονισμού χάριν ρίμας και ποιητική αηδία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κύριος και Κυβερνήτης (ιστιοφόρου πλοίου) αλλά κατά βάση ένας ακόμα επινοημένος τίτλος που αποδίδεται σε Γουίνστον Γουλβς, Μαγκάιβερς, ακριδάτους, και γενικά τρισδιάστατους και ανοξείδωτους καταφέρτζουλες ανθρώπους που στους φακούς των γυαλιών τους προβάλλονται διαρκώς σχετικές με την κατάσταση ενότητες του οδηγού επιβίωσης των SAS. Εάν η διάθεση είναι ειρωνική έχουμε να κάνουμε με Master Debators.

Τη δύναμη του ο τίτλος την αντλεί από το ότι απηχεί την υπακοή που εκφράζεται τόσο με την δουλοπρέπεια μπρος στην ισχύ του «Yes Master» όσο και την πειθήνια εκτέλεση εντολών του «Jawohl! Herr Kommandant».

O αιώνιος αντίπαλος του Master Commander είναι φυσικά ο Cobra Commander.

- Σε είκοσι λεπτά....; Μα πόσο master commander είσαι...
- Δε βρήκα κίνηση ρε συ...

- Δικέ μου μη μου το παίζεις master commander γιατί μου γκίζει, κοιμήθηκε ο Θεός να 'ούμε, γαμώ την κωλοφαρδία σου γαμώ...
- Ε, ξερ'ς τώρα συ, ξέρ'ς τώρα συ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χρήστης λαπτοπίου.

  • Λαπτοπάκιας απ΄ το laptop και την κατάληξη άκιας - σχετικά με την κατάληξη αυτή βλ. κάποια πράματα εδώ.
  • Λαπτοπάς από την κατάληξη «-ας», κατά τα εφημεριδάς, τσιγαράς, κλπ.

    O Λαπτοπάκιας είναι σχετικά επιτιμητικός όρος, οπότε από τις παρακάτω έννοιες μάλλον αφορά στην α) και γ).

O Λαπτοπάς (πιο αρχοντικό) δηλώνει μάλλον κάτι θετικό οπότε β) και δ).

Υπάρχει όμως μεγάλη αλληλεπικάλυψη, ανάλογα και με την οπτική και πρόθεση του χρήστη της φράσης.

Έννοιες:

α. O ασχολούμενος πολλές ώρες με το λάπτοπ του, ο απορροφημένος και εξ αυτού ολίγον αποβλακωμένος, κατά το τηλεορασάκιας. Αυτός που το χρησιμοποιεί ακόμα λ.χ. και στα μέσα μεταφοράς ή ενώ βρίσκεται με παρέα.

β. O γνώστης περί λάπτοπ, ή ο φανατικός των λάπτοπ που τα προτιμά σε σχέση με τα desktop, ο γκικ. Ενδεχομένως και ο γιατρός των λάπτοπ, ο εξειδικευμένος δηλαδή τεχνικός σε λάπτοπ και νετμπουξ (αυτός μάλλον κυρίως «λαπτοπάς»).

γ. O ντητζέης που παίζει με λάπτοπ (αντί για βινύλιο κυρίως ή αντί για cd when routine bites hard and ambitions are low που λένε και οι joy division). Αντικείμενο λοιδωρίας από τους παραδοσιακούς ομότεχνούς του και μάστιγα του κλάδου σύμφωνα με τη συντεχνία τους. Κατά κανόνα ντιτζέι πιέστο.

δ. O μουσικός κυρίως ηλεκτρακουστικής μουσικής που παίζει με χρήση software σε λάπτοπ (το οποίο μπορεί ή όχι να τροφοδοτεί με τσαχπινιές σε κάθε είδους hardware) και κατά κανόνα σε πραγματικό χρόνο πράγματα που προκαλούν ταχυπαλμίες, ναυτία, απώλεια του προσανατολισμού, αίσθηση αύξησης του βάρους του σώματος και ακινησία, σαμπλάιμ φήλινγκ και βαρηκοΐα. Κυρίως αναφέρεται ως Λαπτοπάς, ενδέχεται όμως και ως Λαπτοπάκιας.

α. Το γεγονός ότι ο τύπος με το λάπτοπ (με το λευκό πουκάμισο) καθώς και μία επιβάτις με το τσαντικό υπό μάλης φαίνονται να περπατούν ήδη πριν απομακρυνθούν από το αεροπλάνο (ο «λαπτοπάκιας» μάλιστα σταματάει για μία στιγμή και κοιτάζει πίσω, προς το αεροπλάνο), με κάνει να υποθέτω ότι κάτι τέτοιο έγινε.
(από δω)

β. Χρηστάρα, επειδή είμαι λίγο λαπτοπάκιας, να πω και εγώ μία γνώμη. Είναι μακράν ότι καλύτερο μπορείς να πάρεις σε 15« και αυτά τα λεφτά. Αν θέλει κανείς να ανέβει είτε σε 17» ή σε 256dedicated κλπ shared, πάμε αμέσως από 4 κατοστάρικα πάνω.
(από δω).

γ. Οποίος έχει παει σε clubs Λονδίνο ξέρει και καταλαβαίνει ότι στην Ελλάδα το πράμα έχει ξεφύγει και έχει ξεφτίσει πολύ πλέον. Τι να λεμε τώρα. Καταντήσαμε να κατηγορούμε τους λαπτοπακιδες [sic] επειδή είμαστε ανίκανοι εμείς. Γενικά μιλάω πάντα. Επίσης στο καφέ θεωρώ περιττό τον dj.... ίσα ίσα παω σε μαγαζιά που δεν έχουν dj να βρω την ησυχία μου. Επαγγελματίες dj; ας φτιαχτεί πρώτα ένα σοβαρό όργανο αντιπροσώπισης και μετά το ξανά συζητάμε... (από δω).

δ. Καλά μου το λέγε η μάνα μου να μην κολλήσω με τους λαπτοπάδες... Έπρεπε κι εγώ να ακούω ποστίλες, το noise δεν το αντέχει πολύ ο οργανισμός του ανθρώπου....Εγώ που στα νιάτα μου θεωρούσα τους Γκάσπηντ μελαγχολικά αγόρια και φλώρους τρέχω τώρα....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όλο και κερδίζει έδαφος τούτο το σκατολογοπαίγνιο (σκατολογικό λογοπαίγνιο, δεν αναφέρομαι στην ποιότητά του) για την «Σέχτα Επαναστατών», τη νεόκοπη αυτή ομάδα «αντάρτικου πόλης» ή «τρομοκρατική οργάνωση» ή, σύμφωνα με τα γραφόμενά της, «ευρύτερης συνιστώσας που συναντιούνται όλες οι αντάρτικες αποκλίνουσες τάσεις που δεν συμμορφώνονται με τη τεχνική της πολιτικής αντιπαράθεσης, ούτε με τα κλασσικά ορθόδοξα επαναστατικά δόγματα».

Το λογοπαίγνιο με viral τρόπο (κυρίως γραπτό λόγο στο διαδίκτυο) προέκυψε μετά το τελευταίο χτύπημα μάλλον ως εξής

σέχτα > σ(χ)έστα [ή (σ)χέστα] κι άστα > [i]χέστα
[/i]
Το λογοπαίγνιο υιοθετούν κυρίως όσοι αναρχικοί και αριστεροί δε συμφωνούν με τη δράση της και έχει την πλέον ευρεία διάδοση σε sites που κατά την ίδια την οργάνωση θα χαρακτηρίζονταν ως απεύθυνσης «Λ.μ.Α.Τ.» (λούμπεν μικροααστική τάξη - προτείνω το μικρό «μ» για να δηλώνει το «μικροαστική» και να διακρίνεται από το «Μ» = μεγαλοαστική« τάξη) όπως το tvxs.gr. Αλλά αν και η προέλευση του όρου σίγουρα πρέπει να εντοπιστεί στην πλευρά της εξ αριστερών κριτικής, την χρησιμοποιούν πλέον και εθνικο-δεξιοί (είναι το επίπεδο λογοπαιγνίων που «πιάνουν»).

Τη γράφω δε με κεφαλαία τη ΧΕΣΤΑ διότι, στο κλίμα τρομοκρατίας που καλλιεργούν ευρύτατοι κύκλοι αμόρφωτων-με-αυτοπεποίθηση συμπολιτών μας, δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν ότι ίσως κάπου κάπως να είναι αρκτικόλεξο, γεγονός που εξηγεί και την κλίση «η σέχτα, της σέχτα» κ.λπ. αυτής της από χρόνια εξελληνισμένης λέξης.

Οι Χεστα γαζωσαν τον Αλτερ...εδω που τα λεμε δεν ηταν δελτιο ειδησεων αυτο ... (από εδώ)

Είναι οι ίδιοι, αυτοί που κρύβονται πίσω από τις Χέστες Επαναστατών και από τους Κλανοπορδικούς Αγώνες (από εδώ)

Από την ακραία πτέρυγα του ΕΛΑ τα μέλη της Σέχτα (από εδώ)

Και όπλο της ΣΕΧΤΑ στην επίθεση κατά του αστυνομικού (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πιο κοινή βρισιά στ' Ανώγεια Μυλοποτάμου, ισοδύναμη αυτή και τα παράγωγά της με το «μαλάκα» και τα παράγωγά του. Κυκλοφορεί και στην ενδοχώρα του Ρεθύμνου και κυρίως του Ηρακλείου, και φτάνει και μέχρι τα αστικά κέντρα των δυο νομών.

Ετυμ.> παρά+ ὥρα = παρά την ώρα του, άκαιρος (το Lidell & Scott online έχει το «πάρωρος»).

Απαντά και η «παραουρ(γ)ιά»= άκαιρη, ανόητη, άκυρη, «αψυχολόγητη» πράξη, μαλακία δηλαδή. Στον πληθυντικό η φράση «κάνω παραουρ(γ)ιές»

- Πάλι εξέχασες τ' αμάξι ακλείδωτο μπρε παράουρε... ι ανάθεμά σε...

- Mπρε συ, με γατέχεις ποιος είμαι;
- Dε σε θυμούμαι φίλε να πω την αλήθεια...
- Oι χίλιοι διαόλοι στη κοιλιά σου μπρε παράουρε απού δε με γατέχεις... Του Στεφανή μπρε ο γιος δεν είμαι, του Λεωτυχίδη ο αξάδερφος....

- Γιάντα μπρε κάνεις παραουργιές... άμε δα να τονέ πλερώσεις κι άλλη φορά να μη γ-κάθεσαι με τσι κουμαριτζίδες....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

[i]Ετυμολογία[/i]

Από το καρέκλα + την παραγωγική κατάληξη -ιά, κατά το γροθιά, μαχαιριά κλπ. (στο μεταίχμιο, ίσως, μεταξύ «κανονικής» και σλανγκέ εκδοχής της κατάληξης -ιά).

[i]Η Καρεκλιά ως Νόημα Εχθροπραξίας στο Πλαίσιο Τσαμπουκάδων[/i]

Αξίζει νομίζω ξεχωριστής αναφοράς καθώς είναι εμβληματικό και νοηματικώς έντονα φορτισμένο χτύπημα, που προσδίδει ξεχωριστό χρώμα στον αυθεντικό και αυθόρμητο τσαμπουκά όχι μόνο λόγω της σφοδρότητάς του, αλλά και του ότι δίνει περιθώρια συμμετοχής στον παθητικό θεατή, επεκτείνοντας τη σύρραξη κατά ομόκεντρους κύκλους.

Οι καρεκλιές είναι ορόσημο για τη διάκριση ανάμεσα σε βρωμόξυλο και ταβερνόξυλο - ο τσαμπουκάς ακόμα και σε ταβέρνα χωρίς καρεκλιές δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί ταβερνόξυλο, αφού το τελευταίο εμπλέκει μεγάλο μέρος της πελατείας του καταστήματος και προκαλεί χάος, ακριβώς μέσω της χρήσης καρεκλών.

Να σημειωθεί, λοιπόν, αρχικά ότι ο κύριος όγκος καρεκλιών δε φέυγει από τους πρώτους εμπλεκομένους στον καυγά, καθώς αυτοί κατά κανόνα και σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την εναρκτήρια σπρωξιά (αμπωχτέ στη δυτική Κρήτη) ή μπουκετίδι αναλώνονται σε λαβές. Η καρεκλιά είναι το κύριο πλήγμα που καταφέρνουν οι ας πούμε εφεδρείες, οι δυνάμεις που ρίχνονται τρίτες στη μάχη, μετά τους πρώτους εμπλεκομένους και εκείνους που κατά κανόνα επιχειρούν να αποσοβήσουν και καλά τον καβγά χωρίζοντας τους πρώτους εμπλεκομένους.

Ως πλήγμα, λοιπόν, η καρεκλιά είναι η χρήση καρέκλας ως αγχέμαχου όπλου σε εκ του συστάδην συρράξεις. Σπανιότερα, και σε περιπτώσεις μαζικού ξύλου μεγάλης διάρκειας, η καρεκλιά μπορεί να αφορά και στη χρήση καρέκλας ως βλήματος - από απόσταση. Η καρέκλα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως αμυντήριο όπλο και αυτοσχέδια ασπίδα, αλλά αυτό από μόνο του δε θα πρέπει μάλλον να λέγεται καρεκλιά, εκτός και αν θέλει κανείς να φουσκώσει το επίπεδο ενός καυγά – αν θέλει να πει, δηλαδή, ντε και καλά ότι βρέθηκε σε φάση που «παίξανε», «ρίξανε», ή «πέσανε» ή «φύγανε καρεκλιές».

[i]Η Καρεκλιά από τη Σκόπια του Δρώντας Υποκειμένου ως Διαλεκτική Δραστηριότητα και Πλήγμα[/i]

Ως δραστηριότητα η καρεκλιά αφορά σε μιαν αλληλουχία γεγονότων, μια ροή δράσης μάλλον παρά κάτι το ακαριαίο, και ενέχει ορισμένες τυπικές φάσεις. Καθεμιά απ' αυτές ολοκληρώνεται με μια κρίσιμη απόφαση από πλευράς του δρώντος υποκειμένου (ένα σημείο “χωρίς επιστροφή”) και εκπέμπει τα αντίστοιχα διακριτά σημεία προς τους λοιπούς εμπλεκομένους.

α) Ο δρων αντιλαμβάνεται την έναρξη του τσαμπουκά σε μέση απόσταση. Σηκώνεται από την καρέκλα και με μέτωπο στη σύρραξη μεταβαίνει από πίσω της, κρατώντας σφιχτά την πλάτη της με το αριστερό χέρι. Εξασφαλίζει έτσι ότι την έχει διαθέσιμη αλλά και μια σχετική κάλυψη στο κάτω μέρος του σώματος, ενώ δυνητικά μπορεί να τη χρησιμοποιήσει αμυντικά ως ασπίδα για το θώρακα ή ακόμα και το πρόσωπο.

β) Ο δρων παρακολουθεί τα τεκταινόμενα και αποφασίζει να εμπλακεί. Σηκώνει την καρέκλα κρατώντας την και με τα δύο χέρια από την πλάτη, περίπου το μέσο της, την αναποδογυρίζει και τη ζυγιάζει. Από δω και πέρα είναι προφανές ότι έχει εμπλακεί...

γ) ... και άρα αυξάνονται οι πιθανότητες αν δεν επιτεθεί πρώτος να δεχθεί επίθεση. Στην τελευταία περίπτωση η σηκωμένη και αναποδογυρισμένη καρέκλα και δη τα πόδια της μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως μέσο απώθησης. Αν αυτό γίνει επιτυχημένα και ο δρων συνεχίσει να κρατά και να κραδαίνει ενδεχομένως την καρέκλα, ενδέχεται να τη χρησιμοποιήσει επιθετικά με την ορμή και το μένος που έχει σωρεύσει. Σε αυτήν την περίπτωση μπορεί να επιχειρήσει είτε....

δ1) έφοδο, με τα πόδια της καρέκλας ως ωθητικό μέσο - ειδικά αν πρόκειται για σκαμπό. Με την έφοδο, ο δρων [στο εξής, ο πλήττων] καταφέρνει έτσι ένα πρώτο χτύπημα στο άτομο της αντίπαλης παράταξης [στο εξής, ο πληττόμενος], ώστε μετά να μπορέσει από πλεονεκτική θέση να επιχειρήσει είτε το δ2, είτε άλλα χτυπήματα. Να σημειωθεί παρενθετικά από δίπλευρη έφοδο έχουν προκύψει και περιπτώσεις καρεκλομαχίας, όπου οι αντίπαλοι κραδαίνουν και χτυπούν ο ένας την καρέκλα του άλλου, ένα μάλλον γελοίο θέαμα.

δ2) πλήγμα με την καρέκλα ως ρόπαλο, η κυρίως καρεκλιά.

Το πλήγμα μπορεί να έχει σα στόχο τα πλευρά, λόγω όμως του βάρους της καρέκλας, της παρεμβολής των χεριών του πληττομένου και άλλων χαοτικών παραγόντων κατά κανόνα καταλήγει είτε στα χέρια, είτε πιο χαμηλά, στους μηρούς.

Το πλήγμα, ωστόσο, μπορεί να έχει ως στόχο και το κεφάλι, ιδίως αν ο πληττόμενος έχει βρεθεί σε δυσχερή για τον ίδιο κυπτή θέση . Το μεγαλοπρεπές σήκωμα της καρέκλας σε αυτήν την περίπτωση από πλευράς του πλήττοντος, ακόμη και πάνω από το ύψος της κεφαλής του, μπορεί να συνοδεύεται από έντονη εσωτερική διερώτηση: “αν του την κατεβάσω [την καρέκλα], θα του συνθλίψω το κρανίο. Τι να κάνω;”. Σε αυτήν την περίπτωση, ο πλήττων είτε προτιμά να προσβάλει τον αντίπαλο με ηπιότερο πλαγιοκοπικό χτύπημα ή χτύπημα στη ράχη (αρκούντως ζόρικο και αυτό), είτε να αφήσει την καρέκλα κάτω και να τον πλακώσει με άλλο τρόπο, είτε να προβεί στο συντριπτικό αυτό χτύπημα...

...με πολύ οδυνηρές συνέπειες για όλους.

Τέλος, στο χάος πάντα προσθέτει το γεγονός ότι κανείς αφού έριξε καρεκλιά δεν τοποθέτησε την καρέκλα με τάξη στο πάτωμα, αλλά κατά κανόνα αυτή εκσφενδονίζεται από δω κι από κει, επιτείνοντας το χάος, την «αρμάτω ταραχή», και τον κονιορτό σε περιπτώσεις καυγάδων στο ύπαιθρο (πανηγύρια, ψαροταβέρνες, μπητς μπαρ).

[i]Εικονοπλασίες, «Μύθοι» κ.α.[/i]

Να επισημανθεί εδώ ότι η απειλή «θα στη φέρω κολάρο» και η σχετική εικονοπλασία, με προέλευση κυρίως τα γουέστερν και λούκυ λουκ, είναι μάλλον φυσικώς αδύνατο να πραγματοποιηθεί, ειδικά με τις πατροπαράδοτες πλεχτές ψάθινες καρέκλες – θα μπορούσε ίσως κάποιος να το φανταστεί με σάπιες κακής ποιότητας καρέκλες βιέννης με τη μελαμίνα στο κάθισμα.

Να σημειωθεί επίσης ότι σε παραδοσιακά «ελληνικά» πλαίσια και κυρίως καφενεία, στα οποία ο πελάτης χρησιμοποιούσε πληθώρα καθισμάτων για άνεση ή που καθόταν ανάποδα, με την πλάτη της καρέκλας στο στέρνο του και ανοιχτά τα πόδια, πολλές φορές ο τσαμπουκαλεμένος δήλωνε την πρόθεση του να εμπλακεί σε καβγά «πετώντας πέρα» ένα από αυτά - κάτι που τείνει να εκλείψει μαζί με τους παραδοσιακούς αυτούς αρρενωπούς τρόπους καθίσματος.

[i]Επίλογος[/i]

Όλα τα παραπάνω είναι σχηματικά και ιδεοτυπικά, κάθε σύρραξη άλλωστε ενέχει τόσο το στοιχείο του μένους του πολέμου, του ορθολογικού υπολογισμού και της τύχης σύμφωνα και με την wunderliche Dreifaltigkeit του Κλαούζεβιτς, και αυτά επικαθορίζουν τα επιμέρους της αντιπαράθεσης.

Παραθέτω το γνωστό τραγούδι του Λάκη Παπαδόπουλου, το οποίο περιγράφει περιστατικό κατά το οποίο ενεπλάκη μόνος του σε καυγά με καρεκλιές, το εξαιρετικό της οποίας προσθέτει στον τραγικό ηρωισμό της μοναχικής πράξης του και την καθιστά αξιομνημόνευτη.

Στίχοι: Λάκης Παπαδόπουλος
Μουσική: Λάκης Παπαδόπουλος
Πρώτη εκτέλεση: Λάκης Παπαδόπουλος

Τούρκο με ξεφώνισες
Και μου ανάψαν τα λαμπάκια
Γιατί εσύ κι ο φίλος μου
Τα κάνατε πλακάκια

Τούρκο με ξεφώνισες
Και μου αλλάξαν τα κλαπέτα
Γιατί σας είδαν στο χοτέλ
Κάτω από καρώ κουβέρτα

Έγινα για σένα τούρκος
Εσύ να σπας στις Τζιτζιφιές
Να ρίχνεις τις γαρδένιες πάνω του
Κι εγώ να παίζω καρεκλιές (δις)

Ώωωπα... Τούρκος... Οζάλ... Ναι!

Τούρκο με ξεφώνισες
Εγώ δεν είχα να πληρώσω το νοίκι
Κι εσύ ώρες ατέλειωτες
Τηλεφωνούσες στη Θεσσαλονίκη

Τούρκο με ξεφώνισες
Εσύ 'σαι μία άκαρδη γυναίκα
Γιατί μας άφησες τους δυο
Κι αλλάζω πάνες στη μπεμπέκα
Μπεμπέκα

Έγινα για σένα τούρκος
(Αλή Πασάς)
Εσύ να σπας στις Τζιτζιφιές
(Ομέρ Βρυώνης)
Να ρίχνεις τις γαρδένιες πάνω του
Κι εγώ να παίζω καρεκλιές

Έγινα για σένα τούρκος
(Τουργκούτ Οζάλ)
Εσύ να σπας στις Τζιτζιφιές
(Σελί Μπερίς)
Να ρίχνεις τις γαρδένιες πάνω του
Κι εγώ να παίζω καρεκλιές
Καρεκλιές

Έλα... Οζάλ... Αλή Πασάς... στα Γιάννενα... Ζήτω η εικοσιπέντε Μαρτίου

Έγινα για σένα τούρκος
(Αλή Πασάς)
Εσύ να σπας στις Τζιτζιφιές
(Ομέρ Βρυώνης)
Να ρίχνεις τις γαρδένιες πάνω του
Κι εγώ να παίζω καρεκλιές

Έγινα για σένα τούρκος
(Τουργκούτ Οζάλ)
Εσύ να σπας στις Τζιτζιφιές
(Σελί Μπερίς)
Να ρίχνεις τις γαρδένιες πάνω του
Κι εγώ να παίζω καρεκλιές
Καρεκλιές
Καρεκλιές
Κουτουλιές
Και μπουνιές

Ρε... 'Ντάξει ρε μη βαράς ρε! Παρ' τη δική σου. Στη χαρίζω!

Έγινα για σένα Τούρκος - Λάκης Παπαδόπουλος, 1991 (από poniroskylo, 27/07/09)ε μα πια... (από BuBis, 03/09/09)Φιλικός αγώνας (από Khan, 20/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Tρελάθηκε, εξεπερτσίκωσε, εκουζουλάθηκε, ετροζάθηκε, εξεσβούραρε (ιιιεέπ, δικό μου το λήμμα), τού' στριψε, ελύσσιαξε όπως το σκύλο που κόβει την αλυσίδα όντε λυσσιά, οντέ γυρνά και γυαλίζει το μάτι του, και αποκτά υπερκύνεια δύναμη, και στρίβει την αλυσίδα και τηνε τραβά ώσπου τηνε σπα. Ανάλογη μεταφορική έκφραση υπάρχει από τα αφηνιασμένα άλογα που κόβουνε καπίστρι.

Ο ορισμός προστίθεται στον ήδη υπάρχοντα του αυτοχτονημένου για να επισημανθεί ότι το κόψιμο της αλύσου και η αποδέσμευση από συμβάσεις και περιορισμούς που αυτή ανακλά/συνεπάγεται δεν είναι απότοκο έλλογης απόφασης αλλά χάλασης του λογικού λόγω χαλάρωσης της βαλβίδας συμπίεσης των ορμών.

Σύμφωνα με τον Ιησού η φράση απαντά και χωρίς άρθρο («κόβω άλυσο»).

Σλανγκασίστ μέσω ΔΠ από τη Mes και τη σχωρεμένη της γιαγιά της (σπεκ και στις δυο).

- Ο Παντελής μωρέ απόθανε; Απού 'χενε τσι ζωοτροφές;
- Ντα δε γατέεις μρε ίντα 'παθε;
- Όι...
- Αυτός μρε είχενε μια γυναίκα και του καθάριζε πότες πότες το σπίτι, κι αυτή την έβαλε ο δήμαρχος απού 'χανε διαφορές να πει ότι τση βίασε λέει την κοπελία τζη, 16 χρονώ, ο Παντελής, αυτός 60 χρονώ, απού δεν είχενε πειράξει άνθρωπο γενομένο... και τονε πήγε στο δικαστήριο κι αθωώθηκενε μα τονε ξεγιβεντίσανε στο χωρίο, τό 'πενε θαρρώ και η τηλεόραση το τοπικό κανάλι...
- Ίντα λέεις μωρέ...
- Ναι, κι έκοψεν άλυσο ο κακορίκος [=κακορίζικος]... κι είχενε πάει μιαν εβδομάδα σ' ένα σπήλιο κι εκοιμούντανε κι ετές τονε πήρανε και τονε πήγανε στη Σούδα [παγκρήτιο ψυχιατρείο μέχρι πριν λίγα χρόνια], κι εκειά θαρρώ επόθανε...
- Ο διάλε διάλε τα ύστερα του κόσμου μρε Μανούσο... να κεράσω μρε πράμ' ακόμης;
- Θαρρώ πως έχει επά το Ρουσιό τσ' εκατό πίπες και δε με νοιάζει να πιούμε ένα...

"Πρέπει να... σπάσουμε τις αλυσίδες...", Γιάννης Ζουγανέλης, Σάκης Μπουλάς, "Graffiti" (από patsis, 07/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παγίωση και διάδοση της έκφρασης «γενική προσωπική + γαμάω + (αντικ.): την ψυχολογία» (αυτή είναι η πιο συχνή μορφής της) ανακλά μια σειρά μεταβολές στην αυτοαντίληψή μας (των ελληνοφώνων) για το «θυμοειδές» μας. Προτού αναφερθούμε στο γιατί συνιστά ένα είδος «τομής» θα πρέπει να εντάξουμε τη φράση σε ένα γλωσσικό και εννοιολογικό πλαίσιο και να σημειώσουμε τα εξής:

Tο ρήμα «γαμάω» έχει την έννοια εδώ του «χαλάω», «διαταράσσω», ενώ η «ψυχολογία» δεν είναι η ψυχοπαθολογική κατάσταση (αντιπαράβαλε εδώ τα ψυχολογία, ψυχολογικό καραμπεγλέρι) αλλά, απλοποιώντας πρόσκαιρα, η «ψυχολογική» διάθεση ή αλλιώς το κέφι, τα κέφια - τόσο με την έννοια της ευθυμίας, οπότε με το να «γαμιέται» η διάθεση η ευθυμία χάνεται, όσο και με την έννοια της «ουδέτερης» διάθεσης, η οποία με το να «γαμιέται» καταβαραθρώνεται.

Ασφαλώς, λοιπόν, και η φράση εντάσσεται, στο γενικό δίπολο μέσω του οποίου εκφράζουμε την πρόκληση αλλαγής της διάθεσης (από βελτίωση μέχρι καταρράκωση) και που αντλεί από μια εικονοπλασία οικοδόμησης και κατεδάφισης αντίστοιχα*:

  • από τη μία έχουμε τα «φτιάχνω κάποιον» ή «φτιάχνομαι, φτιαχτικός, που πρέπει να προέρχονται από το «γεν.προσ. + φτιάχνω το κέφι/τη διάθεση» (σχετικό είναι κάπως και το γίνομαι - φτιάχνομαι με ναρκωτικά) (βλ. και το αγγλικό: make s'one's day).
  • από την άλλη έχουμε τα χαλάω («γεν.προσ. + τη χαλάω» ή «το χαλάω + γεν. προσ.») χαλιέμαι, με χαλάει (χαλούλου», χαλούμι, χαλάουα κλπ) που μάλλον έχουν προέλθει από το «χαλάω το κέφι». Ίδια σε γενικές γραμμές χρήση και σύνταξη έχουμε και στο «γεν.προσ.+τη σπαω» και στο σπάζομαι» με το «συναισθηματικό τόνο», ωστόσο, να δίνει εδώ ο εκνευρισμός και όχι η δυσθυμία - δε μπορώ να φανταστώ, όμως, σε τι μπορεί να αναφέρεται αυτό το «τη».

    Η τομή, λοιπόν, δεν αφορά τόσο στο «γαμάω» (=χαλάω) της φράσης (άλλωστε, φράσεις όπως «γαμάω τη(ν) (καλή) φάση/το κέφι/τη διάθεση» δεν είναι καινούργιες), όσο στην «ψυχολογία».

Δεν κομίζουμε ντάκους εις Αθήνας αν πούμε ότι η χρήση του συγκεκριμένου όρου ανακλά το τελευταίο βήμα (χήνας, ίσως, αν αναλογιστούμε και τα συμπαρομαρτούντα αυτών των «εσωτερικών» αλλαγών) προς την «ψυχολογιοποίηση» του συναισθηματικού «μας» κόσμου. Εξηγούμαι.

  • Ενώ το «κέφι» ως όρος για την περιγραφή της μέσης συναισθηματικής διάθεσης απηχεί το βίωμα ενός κόσμου «υπό κανονικές συνθήκες» ανακλούντος σχετικά αδιαμεσολαβήτως στη συναισθηματική μας κατάσταση (βλ και την αγνότητα/απλότητα της φράσης «μου κάνει κέφι» =όρεξη)
  • η χρήση της λέξης «ψυχολογία» φανερώνει μια πολλαπλά αναστοχαστική και μεσολαβημένη σχέση με το συναισθηματικό μας κόσμο, και απηχεί την αντίληψη ότι η διάθεσή μας είναι αντικείμενο ενεργητικής και λεπτομερούς διαμόρφωσης από εμάς τους ίδιους με την πληθώρα φυσικά των ψυχο-ειδικοτήτων και ψυχο-τεχνικών αναπόδραστους αρωγούς προκειμένου να κάνουμε δουλειά με τον εαυτό μας.

    Έτσι και το «γαμάω την ψυχολογία» δε σημαίνει απλά «χαλάω το κέφι», αλλά καταστρέφω το με κόπο, χρόνο και focus κατασκευασμένο αλλά παρ' όλ' αυτά επισφαλές οικοδόμημα γαλήνης. «ασφάλειας» ή ευθυμίας σε ένα μετα-νευρωτικό κόσμο.

Το πλέγμα νοημάτων, λοιπόν, που επιχειρούν να περιγράψουν τα όψιμα «φτιάχνω ψυχολογία» και «γαμάω την ψυχολογία» είναι αρκετά διαφορετικό από το πλέγμα νοημάτων γύρω από τα «φτιάχνω/κάνω/βγαίνω στο/χαλάω το κέφι» - άντε, ας το πω, τόσο διαφορετικό όσο το να βγεις στο κέφι (και μετά να ξενερώσεις) από ξύδια του Θεού ή από κοκό - του Θεού επίσης, για να μην παραξηγούμαστε.


*Μια άλλη δεξαμενή μεταφορών που δε θα μας απασχολήσει εδώ είναι αυτή της ανύψωσης και πτώσης: βλ. ανεβάζω, ρίχνω, πέφτω, πετάω, σέρνομαι, χάι χου, νταουνιάζω κλπ).

Τέλος όμως, αρκεί απλά ενας τρελός καλλιτέχνης με λεφτά πίσω του, με όρεξη να επενδύσει στο αντικείμενο του πόθου του και ίσως τη σώσουμε τελικά τη δουλειά. Μπορείτε να διαβάσετε στον Ιndependent τα νέα σχετικά με την ανάσταση της Polaroid. Απο το δεκέμβρη που μας έρχεται. ΝΑΙ ΓΑΜΩ ΤΗΝ ΤΥΧΗ ΜΟΥ! Επιτέλους, γιατί σαν πολύ μας έχει γαμήσει την ψυχολογία αυτή η γαμημένη φτήνια του κόσμου. Τα όμορφα πράγματα πρεπει να ζουν για πάντα! (από εδώ).

Λοιπόν, σόρυ που θα σας γαμήσω την ψυχολογία αλλά άκουσα από μία που είναι και ψυχοντοκτόρι, οτί ο έρωτας είναι μια κατάσταση την οποία το σώμα δεν μπορεί να διατηρήσει για πολύ και τείνει να την αποβάλει γρήγορα. (από εδώ).

Μου τη δίνει που σταματάνε τα παπάκια και αρχίζουν να γράφουν για εξατμίσεις, πινακίδες, κλπ κλπ, ενώ ξέρουν οτι τα περισσότερα παιδιά δουλευουν μεροκάματο, απλά και μόνο για να δείξουν οτι κάτι κάνουν και δεν κυνηγάνε αυτούς που πρέπει. Εχουν εμπάθεια με τα μηχανάκια, οπότε καλά κάνω και τους γαμάω την ψυχολογία. Και πίστεψε με για να ξεφύγεις απο ζητά με 1000αρι μηχανάκι δεν χρειάζεται να προσπαθήσεις και πολύ. (από εδώ).

Όχι ρε πούστη μου δεν θα υποκύψω! Δεν θα αλλάξω σταθμό, δεν θα σκεφτώ, δεν θα δακρύσω, δεν θα γαμήσω την ψυχολογία μου, δεν θα υποκύψω! Τι είμαι; Κανένα φερέφωνο της στιγμής; Καμιά ανόητη μικρή που βρέθηκε με την καρδιά στο χέρι; Είμαι μαθημένη. Είμαι μαθημένη! ΕΙΜΑΙ ΜΑΘΗΜΕΝΗ! (από εδώ).

(από Khan, 24/02/13)

Στο ευρύτερο πλαίσιο σχετικά αυτοψυχοψάξιμο, Γιαλόμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified