Το λέμε και χαιρέκακα όταν γαμιέται κάποιος μεταφορικά ή και κυριολεκτικά κι εμείς επιχαίρουμε σαδιστικά. Προφέρεται διπλό και με μακρόσυρτο το «-ε»: «Έεεεετσι! Έεεεεετσι». Συνήθως πρόκειται για θρίαμβο της καφρίλας, φαλλοκρατισμού κ.ο.κ.

  1. Ελληνική ομάδα λ.χ. Παναθηναϊκός ή Ολυμπιακός γαμιέται από ξένη ομάδα στο Πρωταθλητριών και οι αντίπαλοι φίλαθλοι γαύροι ή βάζελοι αντιστοίχως βλέπουν τα γκολίδια που τρώει η ελληνική ομάδα και επιχαίρουν:
    «Έεετσι! Έεεετσι!»

  2. Σε τσόντα θεωρούμενη υπό ομάδας μπακούρηδων, ο Πήτερ Νορθ τελειώνει εκσπερματίζοντας στα μούτρα της παρτενέρ του και τα αφιονισμένα μπακούρια επιχαίρουν:
    «Έεεετσι! Έεεετσι!»

3.– Τά 'μαθες; Η Λάουρα κατέθεσε μήνυση εναντίον του προϊσταμένου της για σεξουαλική παρενόχληση στην πρώτη βδομάδα μετά την πρόσληψή της!
Έεεεετσι! Έεεεετσι! Όταν είχε πάει να πάρει την δουλειά με πλούσιο βυζογραφικό, ήταν καλά, έτσι; Τι άλλα νέα;
– Η Λίλιαν κέρασε χυλόπιτα τον Ανδρέα.
Έεεεετσι! Έεεεεετσι! Τι νόμιζε δηλαδής; Ότι θα μας την έβγαινε εμάς ο λιλιπούτσειος;

Έτσι! Άσμα Χάρρυ Κλυνν. (από Hank, 04/02/09)(από Hank, 07/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η «ωραία του Πέραν» είναι ένα κλασικό ρομαντικό μυθιστόρημα του Δημήτριου Παπαδόπουλου-Τυμφρηστού, που είχε γίνει μπεστ-σέλερ στην δεκαετία του 1920.

Το Πέραν είναι προάστιο της Κωνσταντινούπολης. Εκεί ζούσε η «ωραία του Πέραν», που έβρεχε με τα δάκρυά της τις επιστολές του εραστή της κι εκείνος μάζευε τα ματωμένα ροδοπέταλα που αυτή σκορπούσε στα νερά του Βοσπόρου. Η ωραία του Πέραν ήταν πλούσια με παραμυθένια ομορφιά κι εκείνος ένας φτωχός νέος. Η αγάπη τους συνάντησε πολλά εμπόδια και το τέλος της ήταν δραματικό. Ήταν ένα ερωτικό μυθιστόρημα πυκνό σε δραματικά γεγονότα με ίντριγκες και θανάσιμη ζήλεια, που οι ήρωες αυτοκτονούν ή χάνουν τα λογικά τους. Ερωτικές συναντήσεις μέσα στη νύχτα σε ανθισμένους κήπους και μπουκαλάκια με δηλητήριο συνέθεσαν το μελό που έκανε χιλιάδες ζευγάρια μάτια να δακρύσουν.

Έγινε ταινία απ' τον Ορέστη Λάσκο και παρωδία ως «η Ωραία των Αθηνών» με την αείμνηστη Γεωργία Βασιλειάδου.

Ύστερα από την ανακάλυψη του συντρόφου Βράσταμαν ότι υπάρχει προάστιο της Άγκυρας με ονομασία «Τσιμπούκ», φαντάζομαι ότι μπορεί να γίνει ένα σλανγκικό update της φράσης με ηρωίδα μια καλίστομο μοιραία κάτοικο του Τσιμπούκ, που θα αριστεύει στο φεστιβάλ Τσιμπούκ (βλ. μύδια λήμματος τσιμπούκι). Η «ωραία του Τσιμπούκ», μούσα εκατοντάδων Σλάνγκων Δράκων θα γίνει το μπεστ-σέλλερ των 00ς, που θα κάνει χιλιάδες σλανγκιστές να χύσουν... δάκρυα για την μοίρα της άτυχης κορασίδος.

Μένιος: Είμαι καρδιοχτυπημένος!
Γιώργος: Και ποια είναι η τυχερή;
Μ.: Τι να σου λέω; Είναι μια οπτασία, μια Μούσα, μια χίμαιρα! Θα μπορούσα να περάσω μερόνυχτα κάτω απ' το παραθύρι της να της ψέλνω καντάδες!
Γ.: Τι μου λες ρε συ; Λες και είναι «η ωραία του Περάν»!
Μ.: «Η ωραία του Τσιμπούκ», πες καλύτερα! Για την Λάουρα σου μιλάω τόση ώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Τσέχος συγγραφέας Milan Kundera σλανγκιστί, κατά το Γιαλόμας και κατά την ελληνοποίηση ξενικών ονομάτων, όπως Σακεσπύρος ή Σεξοσπύρος για τον William Shakespeare. Αν η σύντροφός σου είναι Γιαλόμα, σού τα πρήζει με το «τι θα έλεγε ο Κούντερα για την σχέση μας», στο οποίο η slangically correct απάντηση είναι: «Τι να πει κι ο Κούντερας;», ή «δεν γαμιέται κι ο Κούντερας!», «ποιος τον γαμάει τον Κούντερα» κ.ο.κ. Εννοείται ότι ο Κούντερας, έχοντας γράψει την «Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι», την «Αθανασία», την «Ταυτότητα» κ.ά. έχει καταστεί η νο2 αυθεντία στις σχέσεις με πρώτον βέβαια τον Γιαλόμα. Slangically correct απάντηση είναι και να πεις: «Ναι, μ' αρέσει πολύ η »Αναστασία«, που έγραψε ο Κούντερας! Κι η Αλικάκη με τον Κούρκουλο μια χαρά παίζανε!».

Επίσης, κούντερας είναι ο τύπος, που πάσχει από υπερκουλτουρίαση και μιλάει πομπωδώς στο στυλ «δώσε βάση στο νόημα».

  1. (Από επεισόδιο της σειράς: «Της Ελλάδος τα παιδιά»):
    -Πού πάει η σχέση μας; Τι θα έλεγε για την σχέση μας ο Κούντερα;
    -Τι να πει κι ο Κούντερας; Πάει στο περίπτερο να πάρει τσιγάρα!
  2. (Από σκετσάκι, όπου ο Χάρρυ Κλυνν ως γύφτος συνομιλεί με ηθοποιό υποδυόμενη την Μαλβίνα Κάραλη):
    Μαλβίνα: Έτσι, εσύ με τα τσακίρικα μάτια, αυτό που λες εσύ το ίδιο λέει κι ο Κούντερα, το ίδιο κι ο Μπουκόφσκι!
    Γύφτος: Ποιος Κούντερας; Άμα σε μπουκόφσκι εγώ, θα πεις τον δεσπότη Παναγιώτη!

Ο Κούντερας (από Hank, 03/02/09)Με τέτοιες μαθήτριες, του γυρίζουν τα κούντερα! (από Vrastaman, 04/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην διάλεκτο των αγγλόφωνων μπουρδελιάρηδων το αρκτικόλεξο CIM σημαίνει Cum In Mouth, δηλαδή «εκσπερμάτιση στο στόμα», κι είναι υπηρεσία που περιέχει η κορασίς στις υπηρεσίες της ή την προσφέρει για κάποια έξτρα γιούρια. Στην διάλεκτο των ελληνόφωνων μπουρδελιάρηδων, η ως άνω κορασίς χαρακτηρίζεται «σιμαδεμένη» εκ του CIM δηλονότι, κι επειδή προφανώς «σημαδεύεται» από το σχετικό κατά ριπάς.

Σιμαδεμένη, όμως, μπορεί να είναι και μια οποιαδήποτε νοικοκυρά, που πιστεύει στο γνωμικό: «η καλή πίπα καταλήγει στο στομάχι».

Συνώνυμα: σιμαδιακή, σιμαδούρα, σιμαντική, σιμαίνουσα.

Διάλογος μπουρδελιάρηδων:

- Θα πάω με την Τζέσικα αύριο! Απ' όλες τις τουρίστριες είναι η πιο σιμαντική, αυτή με την πιο σιμαίνουσα προσωπικότητα!
- Ναι, κι εμένα μου έχει σταθεί σιμαδιακή στον μπουρδελιάρικο βίο μου!
- Λένε ότι είναι η πιο σιμαδεμένη! Μιλάμε για scarface καταστάσεις!

Scarface καταστάσεις! Κοστίζουν βέβαια κάτι παραπάνω!... (από Hank, 03/02/09)Όξινα φλόκια disaster (από Vrastaman, 04/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην διάλεκτο των αγγλόφωνων μπουρδελιάρηδων το αρκτικόλεξο CIF σημαίνει Cum In Face, δηλαδή «εκσπερμάτιση στο πρόσωπο», κι είναι υπηρεσία που περιέχει η κορασίς στις υπηρεσίες της ή την προσφέρει για κάποια έξτρα γιούρια.

Ενώ, λοιπόν, η συφιλιάρα είναι ο φόβος και ο τρόμος του μπουρδελιάρη, η σιφιλιάρα είναι ο αναπαμός του, το μεράκι και το γούστο του. Καθώς βέβαια οι σιφιλιάρες είναι συχνά οι πλέον τελειωμένες, συμβαίνει η σιφιλιάρα να είναι και συφιλιάρα, οπότε θέλει προσοχή! Ο όρος έχει το δικό του σλανγκικό ενδιαφέρον, καθώς αποτελεί εξορκισμό της σύφιλης, που είχε ταλαιπωρήσει κορασίδες και νεανίες, ιδίως στο παρελθόν.

Συνώνυμο: σιφιλιδικιά.

Διάλογος μπουρδελιάρηδων:

- Πώς πήγε χτες με την Τζέσικα;
- Άσε, πού να στα λέω τι μανούρα έπαθα! Η γκόμενα είναι σιφιλιάρα!
- Έλα ρε συ, σε σιφιλιδικιά έπεσες; Γουστάρω! Θα πάω κι εγώ!
- Πήγαινε όσο μπορείς πιο γρήγορα να προλάβεις, γιατί τέτοιο σιφίλιασμα δύσκολα θα ξαναβρείς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια και τα αυτοαναφορικά λήμματα είναι της μοδός, να ευλογήσω κι εγώ τα γένεια μου (στην κυριολεξία εν προκειμένω). «Hank» είναι η συνήθης απόκληση του Henry Chinaski, δηλαδή του alter ego του Αμερικανού συγγραφέα Charles Bukowski. Το σλανγκικό ενδιαφέρον έγκειται στο ότι ο Μπουκόφσκι έχει καταστεί τις τελευταίες δεκαετίες η νο3 αυθεντία, ήτοι μετά τον Γιαλόμα και τον Κούντερα, στο κεφάλαιο σεξ και ανθρώπινες σχέσεις με γαρνιτούρα κουλτούρα να φύγουμε ή «μη γαμάς πολύ, κουλτούρα και λίγο». Βοηθάνε τα εξαιρετικά λογοτεχνικά έργα του Αμερικανού, που συνδυάζουν κοφτερή ψυχολογική (και όχι μόνο) διείσδυση με αυτοσαρκασμό, χιούμορ που σπάει κόκκαλα και καυστική σάτιρα προς το αμερικλάνικο όνειρο- εφιάλτη. Το σλανγκικό ενδιαφέρον είναι ότι στην ελληνική σλανγκ το «Μπουκόφσκι» παρετυμολογείται από το «μπουκώνω», κάτι που δεν είναι ξένο άλλωστε προς την ιδιοσυγκρασία του Αμερικανού συγγραφέα- θιασώτη της κοινογαμίας. Οπότε «μπουκόφσκι» είναι ο κουλτουριάρης, που δεν είναι μόνο του «κουλτούρα και λίγο», αλλά και του «γαμάω/ μπουκώνω πολύ». Ο κουλτουριάρης που παίρνει την ρεβάνς, ο κουλτουριάρης, ναι, αλλά με κάτι αρχίδια ναααα.

(Από νούμερο του Χάρρυ Κλυνν, όπου ο ίδιος υποδύεται γύφτο, και μια ηθοποιός την Μαλβίνα Κάραλη):

Μαλβίνα: Εσύ με τα τσακίρικα μάτια, ναι, εσύ, μ' ανάβεις, αυτά που λες τα είπε κι ο Κούντερα, τα είπε κι ο Μπουκόφσκι!
Γύφτος: Ναι, αλλά άμα σε μπουκόφσκι εγώ, θα πεις τον δεσπότη Παναγιώτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν έχει αποδειχτεί εγγενής σχέση μεταξύ εκσπερμάτισης και παχυσαρκίας, μάλλον το αντίθετο συμβαίνει ότι όποιος το κάνει «ρεύει» κατά το λαϊκώς λεγόμενο, οπότε η έκφραση λέγεται σλανγκική αδεία. Και βεβαίως η έμφαση τοποθετείται στο πρώτο μισό, στο πλεοναστικώς λεγόμενο «σε γαμώ και χύνω». Το δεύτερο μισό με αυτήν την επιτηδευμένα απροϋπόθετη διερώτηση έρχεται με τον σλανγκικό σουρεαλισμό του να επιτείνει την προσβολή της ύβρεως.

-Πάλι τους ρίξαμε τεσσάρα! Οέο!
-Τους γαμούμε και χύνουμε, λες να παχύνουμε;

Σε ρυθμούς Paris Latino. Βλ. σχόλιο wespa. (από Khan, 14/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Το μειδίαμα από αστείο μύδι. Αλλιώς: μηδίαμα. Υπερθετικός: λωλόμυδο, καραλωλόμυδο, θα LMFAO μύδια κ.ο.κ.

  2. Έτσι γράφει ο Πάνος Β' το «μειδίαμα».

-Πω, φοβερό μυδίαμα έρριξα ρε Βράστα με την κενταυρίνα! Τι μυδίαμα, έLMFAγα μύδια κανονικά, μιλάμε!

Μυδίαμα σλανγκιστή (από Hank, 04/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπορεί να είναι αμετάβατο, δηλαδή σκέτο «σου γαμώ», μπορεί και να είναι μεταβατικό, με αντικείμενα, όπως «την μάνα», «την θεία», «την γιαγιά», «την κουμπάρα», «την συνυφάδα», «την συμπεθέρα», ή μετωνυμικά «της γιαγιάς σου το βρακολάστιχο», «της θειάς σου το μπουγαδοκόφινο» κ.τ.λ, με προτίμηση σε γηραιά πρόσωπα του οικογενειακού περιβάλλοντος του συνομιλητή, με το οποίο δείχνουμε ότι «δεν γαμάω για ευχαρίστηση, αλλά για την φουκαριάρα τη μάνα ΣΟΥ»...

Το σλανγκικό ενδιαφέρον έγκειται στο Συντακτικό. Το «σου» του «σου γαμώ» δεν είναι ούτε Αντικείμενο, ούτε Γενική Κτητική, αλλά επιβιώνει / απορροφάται σε αυτό η αρχαία Δοτική Προσωπική Ηθική, που δηλώνει το πρόσωπο εις δυσαρέσκεια του οποίου τελείται η πράξη (λ.χ. «ως καλός μοι ο πάππος!»), ή η Δοτική Προσωπική Αντιχαριστική, που δηλώνει το πρόσωπο, προς ζημίαν του οποίου τελείται η πράξη. Αυτά για τους αρχαιόκαυλους της σλανγκ.

Τέλος βρις-οφ αφού έχουν εξαντληθεί όλα τα πρόσωπα του σογιού και τα αξεσουάρ τους:
-Σου γαμώ... (απλά και αμετάβατα)...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο σλανγκιπενές Λεξικό Μπαμπινιώτη η τέταρτη σημασία που δίνεται για τον «δακτύλιο» είναι: «ο σφιγκτήρας του πρωκτού» ως δίοδος με κυκλικό σχήμα, δηλονότι.

Η σημασία αυτή είναι σλανγκενεργή σε σχέση με όλη την φιλολογία για το μέτρο του δακτυλίου στο κέντρο της Αθήνας, που αποτελεί μείζον θέμα από τα ηρωικά 80ς. Εξ ου και η φράση «παραβιάζω τον δακτύλιο» είναι σλανγκιστί το τροχονομικό ισοδύναμο του «είμαι οφσάιντ».

Ο Χάρρυ Κλυνν είχε διακωμωδήσει το μέτρο με το να βάλει έναν θηλύγλωττο φλωρούμπα πρασινοφρουρό (επί ΠΑΣΟΚ) σε σκετσάκι να αναφωνήσει θαυμαστικά: «Αχ, αυτός ο υπέροχος δακτύλιος, αυτό είναι μέτρο!», δηλώνοντας προφανώς την στοργή του για τον άλλο δακτύλιο.

Γενικά, η φράση «παραβιάζω τον δακτύλιο» λέγεται για ανθρώπους που θέλουν να τα έχουν «μονά-ζυγά δικά τους» και να εισχωρούν και στις δύο τρύπες κατά βούληση. Η φράση έχει λάβει νέα επικαιρότητα μετά τον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών».

Λάουρα: Είχαμε κανονίσει με τον Μένιο, τις μονές μέρες μουνί, τις ζυγές κώλο, αλλά αυτός ήθελε στις 9 του μήνα να παραβιάσει τον δακτύλιο! Δεν σεβάστηκε ούτε του κώλου τα εννιάμερα και την θλίψη μου ο απεόφοβος!
Λίλιαν: Και τι έκανες; Του έκοψες κλήση;
Λάουρα: Τι κλήση! Στην Ελλάδα είμαστε! Έχεις δει κανέναν να πάρει κλήση για παραβίαση δακτυλίου; Άλλωστε στον Μένιο έχω αδυναμία! Είναι ο Άρχοντας των Δακτυλιδιών!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified