Έκφραση που ακούγεται μόνο κατά το Πάσχα (και τις επόμενες μέρες ίσως), όταν τσουγκρίζουμε τα χρωματιστά αυγά, τα οποία συνήθως έχουν ένα στενό άκρο («μύτη») και ένα πιο φαρδύ («κώλος»). Είθισται να επιλέγουμε το ίδιο με του αντιπάλου μας, για το ξεκίνημα. Τον ρωτάμε τι προτιμάει, μύτη ή κώλο και αναλόγως τσουγκρίζουμε το αυγό. Μετά, χτυπάμε με ό,τι μας έχει απομείνει.

Ορισμένοι λασκολόγοι διατείνονται ότι από κει βγαίνει το κωλόφαρδος.

- Μύτη ή κώλο;
- Μύτη.
ΤΣΑΚ!
- Νίκησα!
- Τι νίκησες, μου το ξεκώλιασες ρε μαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τραβάγια (η): κρητιστί = ο μπελάς.

Βάζω τραβάγια σε κάποιον = του ανοίγω δουλειές, του βάζω μπελάδες, τον βάζω σε περιπέτειες, τον φορτώνω, τον χώνω.

Από το γαλλικό travail.

Δείτε πιο πολλά εδώ.

Ασίστ: nick, βεβαίως βεβαίως.

- Να πα να πεις του Μαθιού ότι εγώ δεν είπα πράμα για τη Βαγγελιά.
- Μη μου βάνεις τραβάγιες. Δεν πάω ποθές!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ψοφάω (ή «τρελαίνομαι») για κάτι.

  2. Το λέμε για συσκευές με μπαταρίες (ή για τις ίδιες τις μπαταρίες), όταν αυτές τελειώνουν ή αποφορτίζονται. Κι αυτό γιατί συνήθως δεν σταματάνε απότομα, αλλά προειδοποιούν σα να ψυχορραγούν. Ενδιαφέρουσα ταύτιση μξ ανθρώπων και μηχανών.

- Γιατί κάνει έτσι το τηλέφωνο;
- Πεθαίνει.
...
- Τώρα όμως έβγαλε άλλον ήχο!
- Πέθανε, πα να το φορτίσω.

Got a better definition? Add it!

Published

Το μενού (γαλλ. menu) ως γνωστόν αφορά τον κατάλογο των εδεσμάτων που σερβίρονται σε ένα εστιατόριο.

Σήμερα όμως χρησιμοποιείται για τα περιεχόμενα ενός δωδ, ενός σάη κττ.

Επίσης, στον καθημερινό λόγο το λέμε χαριτολογώντας ή ειρωνικά για οτιδήποτε περιλαμβάνει μια οποιαδήποτε εκδήλωση / κατάσταση.

Βλ. και πούτσα το μενού.

  1. Γειά σας. Θέλω να δημιουργήσω ενα μενού στο site με την εξής μορφή: Ενότητα,Κατηγορία,Υποκατηγορία1,Υποκατηγορία2 κλπ,Αντικείμενα. (π.χ. Φορείς του Τόπου μας,Αθλητικοί Σύλλογοι,Σύλλογος1,Σύλλογος2 ...,Αντικείμενα δραστηριότητας των συλλόγων.... Προσπαθώ να βρώ στην διαχείρηση αλλά δεν βρίσκω τον τρόπο.Αν μπορεί να βοηθήσει κάποιος! Ευχαριστώ.

  2. Θέλω να βάλω στο grub των clients, την επιλογή Netboot πρώτη, αλλά δεν έχω καταλάβει που βρίσκεται το μενού του grub. (από το νέτι αμφότερα)

  3. - Πάμε στο μπαράκι όπου δουλεύει η Στέλλα; έχουν ζωντανή μουσική.
    - Και τι έχει το μενού;
    - Διάφορους πιτσιρικάδες από το schoolwave.

  4. - Άκουσες τις ειδήσεις;
    - Όχι, τι είχε το μενού;
    - Σεισμούς, λιμούς και καταποντισμούς, κανα φόνο, οικονομία κλασικά, αλλά το σπουδαιότερο: τον γάμο της χρονιάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ χαρντ κορ υποτιμητικός χαρακτηρισμός για μια παρτόλα ή τρύπα. Η γκόμενα που είναι μόνο για τον πούτσο (με την κυριολεκτική έννοια), ούτε καν πουτάνα δηλαδή.

Από τις λέξεις σπέρμα + κανάτα.

- Τι λέει το γκομενάκι;
- Για σπερματοκανάτα, καλή είναι.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που τη βρίσκει με πουτσοσκάμπιλα, είτε να τα δίνει, ή να τα παίρνει...

Επίσης γαμοσκαμπιλιάρης.

- Καλώς τον Τάκη μας τον πουτσοσκαμπιλιάρηηηη.... - Ρε λακαμά, μια φορά είπα κάτι και το κάναμε θέμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γερμανός μεταφραστής θα έγραφε τρελές αρλούμπες αν δεν υπήρχε το σλανγκρ να του εξηγήσει ότι αυτή η φράση δεν κυριολεκτεί ακριβώς, αλλά είναι περισσότερο σχήμα λόγου που δηλώνει:

  1. ότι τελικά, «συνεννοηθήκαμε», βγήκε άκρη από την κουβέντα μας, από κει που σκάλωνε σε κάτι αδιαφανές, απροσδιόριστο, κοινώς μισόλογο και ύποπτο από πλευράς σου. Δηλ. με αυτά που μου έλεγες δυσκολευόμουν να σε πιστέψω, αλλά τώρα που το εξήγησες καλύτερα επανήλθα και καλά στην αρχική εικόνα που είχα για σένα. Τις περισσότερες φορές όμως το λέμε με δυσπιστία ή ειρωνικά, για να δείξουμε ότι καταλάβαμε πως ο άλλος μας δουλεύει ψιλό γαζί.

Παρομοίως λέμε: «έτσι πες μου/μας (ντε)», «πες το Χρυσόστομε», «τώρα μιλάς», « α μπράβο», «να γεια σου», κττ.

  1. αρχή αφήγησης που μας προδιαθέτει για γκαντέμικη εξέλιξη εις βάρος τού πάντα αθώου κι ανυποψίαστου αφηγούμενου πρωταγωνιστή.

Συντάσσεται με το «να» και σημαίνει: πήρα την απόφαση (μετά από πολλή σκέψη) να..., «έκανα να (ξεκίνησα να)...». Πολύ συχνά συνοδεύεται και από έναν μεμψιμοίρικο χαρακτηρισμό του αφηγούμενου («είπα ο μαλάκας να...», «είπα η κακομοίρα να...»).

Πολύ πιθανό να βαστάει η έκφραση από τη ρήση «είπε ο Εβραίος να πάει στο παζάρι κι ήταν η μέρα Σάββατο».

1.α. Τι ερωτηση ειναι αυτη; Σου φαινεται να το εκανα εγω; Οχι δεν το εκανα εγω!

α ειπα και γω

1.β.
καλά το κατάλαβα, είπα κι εγώ, εσύ να μιλήσεις, αν είναι δυνατόν!.. Το στόμα σου το έχεις μόνο για να τρως.

1.γ. Σύσταση ειδικής ομάδας της ΕΛ.ΑΣ για προστασία των ανήλικων, προανήγγειλε ο Μ. Όθωνας
είπα και γω...(;) ..που στο δ****ο θα πήγαιναν τα χρήματα που περικόπηκαν από την παιδεία. Στην αμορφωσιά..

  1. ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ
    Είπα και γω ένα Σάββατο να βγω να πάω στα λεγόμενα βλάχικα για κοντοσούβλι, που τόσο καλά λόγια είχα ακούσει. Δοκίμασα το εν λόγω μαγαζί... Τι το ήθελα; Το φαγητό ήταν σκέτη απογοήτευση. Οι πατάτες άνοστες, το κρέας μέσα στα μπαχαρικά σε σημείο να μη θυμίζει γευσtικά κρέας(κοντοσούβλι χοιρινό). Απλά τζάμπα έφυγε το 20αρικο. ΑΙΣΧΟΣ.

(από το νέτι ούλα)

Got a better definition? Add it!

Published

σκορδομπούτσογλου, σκορδοπούτσογλου

Μη υπαρκτό υποτιμητικό επώνυμο, επινοημένο για να δηλώσει έναν τυχαίο άνθρωπο, έναν ανθυποτίποτα, ο οποίος εκτός του ανυπάρκτού του είναι και βρωμερός μέσα κι έξω, βρωμά σκορδίλες ο πούτσος του, αχ τι ωραία, τύφλα να 'χει η αρχιδίλα ή η μουνίλα ή το τυρί...

Ένας ασήμαντος γελοίος βρωμερός φανταστικός ανθρωπάκος δηλαδή, το όνομα του οποίου βάζουμε για παράδειγμα όταν θέλουμε να αναφερθούμε σε έναν μαλάκα (για να μην πούμε το πραγματικό όνομα του μαλάκα, επίσης).

Η κυρία Σκορδοπούτσογλου είναι η σύζυγος ή θυγατέρα του.

Όλοι αυτοί βέβαια έχουν πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους και συνήθως μας κάνουν τη ζωή αφόρητη.

Ο γούγλης το δίνει και σαν ...υπαρκτό πρόσωπο στο φατσοβιβλίο και δη πάνω από 1 φορά, στη μία μάλιστα έχει στη φωτό τον Βέγγο.

  1. Η απορία που μου δημιουργήθηκε εξ αρχής ήταν τι γίνεται στην περίπτωση που εγώ δε γουστάρω ρε παιδιά να το βαπτίσω το παιδί. Πέρα βέβαια από το ότι θα καταλήξουμε οικογενειακώς στο πυρ το εξώτερον, το όνομα του γιού μου θα είναι εις τον αιώνα τον άπαντα για τους δυσκοίλιους γραφειοκράτες «Αβάπτιστος Σκορδοπούτσογλου».

  2. Κρεμιδομπίχτης Σκορδοπούτσογλου είναι το ονομά μου
    παρθένα μασχαλόβρωμα είναι τ' άρωμά μου.

  3. Τα πράματα έχουν ως εξής... εργάζομαι στο εκτελωνιστικό γραφείο του κ. Σκορδοπούτσογλου, ο οποίος μου χρωστάει κάποια χρήματα. Βέβαια ο κ. Σκορδοπούτσογλου δεν είναι το πραγματικό αφεντικό, ασχέτως που το γραφείο είναι στο όνομα του. Big Boss είναι ο κ. Πιστόλας, αλλά λόγω συνταξιοδότησης έχει γράψει την εταιρεία στο όνομα του κ. Σκορδοπούτσογλου, ο οποίος στην ουσία είναι υπάλληλος κι αυτός. Αν καταφύγω στην επιθεώρηση εργασίας, η καταγγελία θα πάει στο όνομα του Σκορδ., κάτι που δεν το θέλω, γιατί διατηρούμε πολύ καλές σχέσεις, αλλά κυρίως γιατί δεν είναι ο αρμόδιος για να με τακτοποιήσει οικονομικά. Υπάρχει τρόπος να μπλέξω τον κ. Πιστόλα στην όλη διαδικασία της καταγγελίας ή να αρχίσω να κλαίω τα λεφτά που μου χρωστάνε.
    Τα ονόματα είναι τυχαία.

-από το νέτι γενικά-

  1. από το νέτι ειδικά, λήμμα χαριτωμενιά του ατσεγκέ...:
    Ξαφνικά λοιπόν, εκεί που την έχω πέσει στην ξαπλώστρα και διαβάζω το βιβλίο μου και είμαι μιά χαρά χαρούλα, έρχεται ο παπαρολεβιές ο Σκορδοπούτσογλου και μου πετάει ένα ποτήρι παγωμένο νερό και γίνεται το βιβλίο μουνί καπέλο. Έτσι για χαριτωμενιά... Είπα να τον δείρω θα κλαίει, να τον γαμήσω θα θέλει κι άλλο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνική ατάκα που πετάμε όταν ακούσουμε κάποιον στην παρέα να επικαλείται τον θεό ή τον χριστό -ο οποίος είμαστε εμείς, εννοείται. Επιλογικό -μετά από αυτό η κουβέντα έχει γαμηθεί, άντε να πέσει κανα φατούρο.

Παλιό, παμπάλαιο.

Το λέμε και γενικότερα, όχι μόνο ως ψευδοθεός, αλλά ως οποιοσδήποτε ψευδο-. Απαντάται κυρίως ως ατάκα, ή, ακόμα συχνότερα, ως τίτλος ποστ, άρθρου, κλπ. από τα οποία ο γούγλης είναι γεμάτος.

  1. - Άκου με που σου λέωωωω, αν τρως κάθε μέρα 7.000 θερμίδες, θα αδυνατίσεις. Κάθε μέρα, όμως. Μην το σπάσεις καθόλου.
    - Μα τι μαλακίες λες πια θεούλη μου;
    (πετάγεται ο μαλάκας που ακούει τη συζήτα):
    - Με φώναξε κανείς;

  2. από λήμμα ακυρολεξίες στο σάη μας:

jesus
το παράδειγμα δεν ταιριάζει στον ορισμό. ξέρω τουλάχιστον δύο άτομα εδωμέσα που καταλαβαίνουν τι πα να πει:ΡΡΡ

johnblack
με φώναξε κανείς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ τριχωτός άντρας. Λέγεται και για γυναίκες.

Δεν λέμε «μαϊμού» , λέξη η οποία παραπέμπει σε πονηριά, τσαχπινιά ή σε ασχήμια προσώπου, ούτε λέμε «χιμπαντζής», που παραπέμπει σε χοντροκοπιά και νεαντερτάλια συμπεριφορά. Ο μπαμπουίνος είναι η ειδική λέξη για την τρίχα.

  1. - Χθες έλιωσα στο γέλιο, πήγαμε για μπάνιο στο Καβούρι και με το που βγάζει ο Νώντας τα ρούχα του, ΣΟΚ! ούτε μία τρίχα!
    - Με δουλεύεις! Έκανε αποτρίχωση ο μπαμπουίνος;!

  2. Και πού 'σαι, αυτή τη φορά να φέρεις κανα νόστομο γκομενάκι, όχι πάλι κανα μπαμπουίνο όπως τις προάλλες, ε;

(από Vrastaman, 10/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published