Επειδή η μία σημασία της λέξης συγκαταλέγεται στις ρατσιστικότερες του παγκοσμίου λεξιλογίου, δεν νομίζω να βρει εύκολα κανείς το θάρρος να την καταθέσει σε λεξικό έβερ -αν και, αντικειμενικά θά 'πρεπε, αλλά δεν θα το κάνω εγώ. Παρακάμπτω λοιπόν αυτήν την έτσι κι αλλιώς πλάγια κατάθεσή της, για να πω ότι:

Σαπούνι είναι μια επί δεκαετίες δοκιμασμένη μέθοδος ψυχικής κάθαρσης και λύτρωσης από τα ανομήματα, στην οποία καταφεύγει καθημερινά κάθε οικοκυρά ή / και παραπουλεύτρα ή ξεσκατώστρα που σέβεται τον εαυτό της. Με άλλα λόγια μιλάμε για την σαπουνόπερα, αποπαίδι της ευτελούς λογοτεχνίας και του εύπεπτου θεάματος, τα οποία ανέκαθεν ηδονίζανε το μεγαλύτερο μέρος του γυναικείου, και όχι μόνο! πληθυσμού. Η λέξη προέρχεται από το αγγλικό soap opera που σημαίνει το ίδιο πράγμα και λέγεται έτσι γιατί, τι άλλο παρά τα απορρυπαντικά χαρακτηρίζει πληρέστερα την φασίνα, κατά τη διάρκεια της οποίας οι γυναίκες έχουν την τηλεόραση (παλιότερα το ραδιόφωνο) αναμμένη ώστε να κάνουν τη δουλειά τους πιο ευχάριστη, κλαίγοντας με αδιέξοδες συναισθηματικές καταστάσεις;

Η σαπουνόπερα διατηρεί άσβεστη τη φλόγα της αυτοκαταστροφικής διάθεσης του ανθρωπίνου γένους σύμφωνα με την οποία καμία προφητεία δεν είναι δυνατό να είναι θετική ή χαρούμενη, καμία πρακτική ή εσωτερική λύση δεν πρόκειται να βρεθεί ποτέ ενάντια στον θάνατο, αλλά να που, με αυτό το κακό στο κεφάλι μας, παράγουμε όχι μόνο σαπούνια κάθε τύπου αλλά, ευτυχώς, υψηλή τέχνη και παρηγορήτρα επιστήμη. αατα για σήμερα.

- Πάμε να τσιμπήσουμε κάπου μετά τη δουλειά;
- Α, δε μπορώ, αρχίζει το σαπούνι στις πέντε και ίσα που προλαβαίνω!

μια μάλλον ορθότερη εκδοχή για την προέλευση του όρου αναφέρεται από το πονηρόσκυλο, βλ. σχόλια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατόπιν προτροπής του αγαπητού συναδέλφου Βράσταμαν (βλ. σχόλια στο Μπεν Χουρ), αποφάσισα να καταθέσω το λήμμα αυτό, το οποίο καθίσταται με αυτόν τον τρόπο σύμβολο των ταλαιπωρημένων ξένων ονομάτων που ηχούν «πρόστυχα» στο ούτως ή άλλως πρόστυχο ελληνικό αυτί / μυαλό και, ωσεκτουτού, παραποιήθηκαν ώστε να αποφευχθεί κάθε είδους παρεξήγηση.

Τα ονόματα αυτά αν καταγράφονταν με την «κανονική» τους προφορά θα παρέπεμπαν σε σκατά, γαμήσια και σε χίλια δυο άλλα τέτοια προσφιλή μεν, αλλά μη κορέκτ, θεματάκια. Έτσι λοιπόν οι μεταφραστές (και αυτό είναι πολύ παλιά ιστορία) σκέφτηκαν το εξής σοφό: αφού έτσι κι αλλιώς η προφορά δεν πρόκειται να είναι ποτέ 100% ακριβής στην απόδοσή της (πχ το γερμανικό ή το αγγλικό -h- δεν προφέρονται ποτέ σωστά γιατί στη γλώσσα μας δεν έχουμε τέτοιον ήχο), τι χάνουμε να την παραλλάξουμε λίγο ακόμα ώστε ο κακομοίρης ο Χέστον, πχ, να αποκαλείται στην ελληνική με κάπως αξιοπρεπέστερο όνομα και δη ιδιαιτέρως αμερικάνικοπρεπές, όπως το Ίστον (Ήστον);

Έτσι λοιπόν έγινε και τον χέσαμε τον Χέστον και τον καθωσπρεπίσαμε μετατρέποντάς τον σε Ήστον. Ακολούθως, όπως πολύ σωστά είπε πάλι ο Βράσταμαν, «στη σειρά Lucy ο προϊστάμενός της λεγόταν Mr Moonie, αλλά οι υπότιτλοι της ΥΕΝΕΔ το απέδιδαν ως κύριος Μόνεϋ» και βεβαίως να μην ξεχνάμε και τον συγγραφέα Herman Hesse ο οποίος, εννοείται, κουτσουρεύτηκε και έγινε Χέρμαν μεν, Έσσε δε. Δύο μέτρα και δύο σταθμά.

Οι λύσεις αυτές εν μέρει δικαιολογούνται, αλλά τι να κάνουμε που το αποτέλεσμα είναι γελοίο και τελικά δεν σώθηκε το πράμα γιατί, ακόμα κι αυτός που δεν ξέρει, θα θελήσει κάποια στιγμή να κάνει πλάκα και να παραποιήσει με τη σειρά του τα ονόματα αυτά, οπότε θα πεί Χέστον και Χέσε και Μούνεϊ, λέγοντας καταλάθος το σωστό.

Θα θυμηθώ κι άλλα, όμως παρακαλώ σας να συμπληρώσετε τη λίστα (στα σχόλια) αν σας έρθουν στο μυαλό!

- Τι διαβάζεις τώρα;
- Τον «Λύκο της στέπας».
- Ποιανού είναι αυτό;
- Του Χέσε.
- Έλα λέγε.
- Του Χέσε, σου είπα.
- Άντε γαμήσου μωρή μαλακισμένη, αν με ξαναρωτήσεις εμένα κάτι, χέσε με.

Jacques Poustis (από Hank, 14/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξέπλυμα, η πολύ άχαρη γκόμενα, η χλωρίνη, η ξενέρωτη.

Λέγεται για γυναίκες οι οποίες σου δίνουν την εντύπωση πως δεν έχουν υπόσταση, τόσο άχρωμες και άοσμες είναι, σαν το ρούχο που έχει ξεβάψει από τα πολλά πλυσίματα χωρίς όμως να έχει την γοητεία του «used». Η ξεπλένω συνήθως μοιάζει με ανολοκλήρωτο έμβρυο, δηλαδή κάτι λείπει από τα χαρακτηριστικά της -δεν διαθέτει, πχ, ούτε καν την παιδική και ανώριμη εμφάνιση της λολίτας. Είναι φυσική ξανθιά, ξερακιανή, πουλόμορφη, με ίσιο συνήθως λιγδιασμένο μαλλί που έχει σκοτεινιάσει κάπως με την πάροδο των χρόνων, άβαφη, με καλό δέρμα (που λάμπει κάπως, όπως το έχουν οι καλόγριες), άτριχη, μυρίζει αγνότητα γιατί καμία κατάχρηση δεν έχει περάσει από πάνω της ή από μέσα της.

Δεν είναι όμως μόνο θέμα εμφάνισης αλλά και προσωπικότητας. Η ξεπλένω είναι αυτή που δεν θα σου σφίξει ποτέ το χέρι αλλά θα το αφήσει να πέσει ιδρωμένο μέσα στο δικό σου όταν χαιρετηθείτε, η φωνή της περνά απαρατήρητη, το βλέμμα της είναι άδειο, η ζωή της αδιάφορη στους πάντες. Απλώς υπάρχει και όλοι απορούν γιατί, καθώς και τί μπορεί να νιώθει αυτή από τη ζωή.

Βέβαια, επειδή πολύ συχνά πίσω έχει η αχλάδα την ουρά, η ξεπλένω μπορεί να αποδειχθεί μέγα βίτσιο στο γαμήσι, να είναι, πχ ουρολάγνα (για να μη μιλήσουμε πάλι για σκατά), να θέλει πολύ ξύλο, να προκαλεί, τέλος πάντων με αναπάντεχο τρόπο τον παρτενέρ της, αν ποτέ βρεθεί κανας τέτοιος στο κρεβάτι της. Αλλά μπα, δε νομίζω ούτε κι αυτό να ισχύει.

Η αλήθεια είναι ότι ο όρος ταιριάζει κατά τη γνώμη μου περισσότερο σε γυναίκες άνω των σαράντα, στην ηλικία δηλαδή κατά την οποία έχει πια φανεί για τα καλά η προσωπικότητα στο πρόσωπο. Αν λοιπόν τότε δεν διακρίνουμε τίποτα μα τίποτα στη φάτσα μιας γυναίκας, έχουμε να κάνουμε με ξεπλένω χίλια τα εκατό.

Συχνά απαντώνται κάτι τέτοιες στα ΒΠ ή σε θρησκευτικά περιβάλλοντα, αλλά και στην ΚΝΕ βεβαίως βεβαίως, στην βουλή (δεν θα τις πω, δεν θα τις πω), στο διπλωματικό σώμα, ανάμεσα στις αεροσυνοδούς, στα ταμεία των σουπερμάρκετ, άμα ψάξετε καλά θα βρείτε και αλλού.

Η λέξη, μέχρι τα τώρα, δεν έχει πληθυντικό.

Την πουτσίσαμε, μεγάλε... Ψηφίσανε για πλάκα οι μαλάκες την Αλίκη για πρόεδρο της τάξης και τώρα αυτή την ξεπλένω θα την έχουμε στην καμπούρα μας για μια ολόκληρη χρονιά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χασάπης στην περίπτωση αυτή είναι ο άγαρμπος τεχνικός οπτικοακουστικού υλικού (τεχνικός προβολής, μοντέρ κττ) που δεν δίνει δεκάρα για τη δουλειά του και την εκτελεί ορθά-κοφτά με την τεχνική με την οποία οι χασάπηδες δίνουν μια στη σπάλα, πχ, και την κάνουν δέκα κομμάτια. Συνώνυμο του σκιτζής.

Ως επιφώνημα, ακουγόταν τον παλιό (καλό;) καιρό στους σινεμάδες όταν ο τεχνικός προβολής ξεχνιόταν (κοιμόταν; γαμούσε;) και κοβόταν ο ήχος της ταινίας ή κόλλαγε κάποιο πλάνο. Το κοινό τότε είτε χειροκροτούσε για να διαμαρτυρηθεί, ή φώναζε «χασάπηηηη!» μπας και ξυπνήσει το παλικάρι και δει ο κόσμος την ταινία. Αυτά βέβαια προ ντιβιντί και νεότερης τεχνολογιάς.

Χασάπης είναι και ο μοντέρ ο οποίος πετσοκόβει το υλικό του, με αποτέλεσμα να «πηδάνε» τα κατ, να μπαινοβγαίνουν άτσαλα οι σκηνές γενικώς.

- Μάκη, εδώ πρέπει να προσέξεις να βάλεις τον λόγο να ξεκινάει λίγο νωρίτερα, να μην ακουστεί «ατάκα».
- Έλα ρε Αντώνη, λες και δε με ξέρεις... για καναν χασάπη με πέρασες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρήμα ψωνίζω, όπως λέγεται στην Κρήτη. Από το /πσ/ αντί του -ψ-. Αν, πχ, γραφόταν με πσ- και προφέραμε ένα ένα τα γράμματα, νάτο. Όταν το πρωτάκουσα πέθανα στα γέλια, το θεώρησα απλώς καταπληκτικό (τελείως παιδιάστικο δε) κι έκτοτε το χρησιμοποιώ σταθερά, κυρίως όταν πρόκειται για πουσούνισμα ρούχων κλπ (θέλω να πω όχι τόσο για είδη πρώτης ανάγκης).

- Πού έχει πάει η Στέλλα ρε πούστη μου και όλη μέρα λείπει; Την χρειάζομαι επειγόντως.
- Α, καλά. Έχει πάει να πουσουνίσει. Δεν την βλέπω να επιστρέφει πριν από τις 9:30...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά έκφραση για το κάνω εμετό, κυρίως από ναυτία προερχόμενη από κούνημα του καραβιού. Ξερνάω στη θάλασσα ό,τι έχω φάει και το προσφέρω με αυτόν τον απαίσιο πλην όμως αυθόρμητο τρόπο στα άδολα ψαράκια.

- Πώς περάσατε το Σαββατοκύριακο;
- Είχε ο μαλάκας ο Νότης την ιδέα να πάμε με ιστιοπλοϊκό στην Ύδρα και μας τό' παιζε και σκίπερ ο άσχετος ... ιστιοφλωρία σκέτη, σου λέω. Άσε που μαζί μας είχαμε κι ένα μπουζουκομούνι που όλη την ώρα καθόταν στην πρύμνη και τάιζε τα ψάρια...
- Όχι ρε πούστη! Και τι έκανες;
- Την έβγαλα μέσα, στη λάντζα, να μην την βλέπω και να μην την ακούω -και μόλις πιάσαμε Ύδρα πήρα το πρώτο καταμαράν για πατρίδα.

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση που υποδηλώνει τον ευσεβή πόθο μας για άμεσο ξεκαθάρισμα λογαριασμών, πόθο που ωιμέ! αναχαιτίζεται την σήμερον ημέρα από τον νόμο, την κοινωνική πρόοδο, τον πολιτισμό γενικά, και καταπνίγει την ελευθερία μας να διευθετήσουμε μια κατάσταση χωρίς δεύτερη κουβέντα. Η έκφραση σημαίνει κατά βάθος «αν γινόταν, την κοινωνία μου μέσα, τον σκότωνα το μπούστη». Κατά βάθος επίσης εκφράζει ασυνείδητη ζήλια...

Σε στιγμές μεγάλης οργής χρησιμοποιείται ο ενεστώτας χρόνος (τον σκοτώνω...).

Λέμε και: τον έπνιγα, τον έσκιζα, τον καθάριζα, τον κανόνιζα, τον τσάκιζα κλπκλπ.

«Σκοτώνω άνθρωπο»: παλιά ξενερουά έκφραση για τον μεγάλο θυμό, τα πολλά νεύρα. Τόσα που σκοτώνεις, όχι κάτι υποδεέστερο του ανθρώπου (τι κομψό...), αλλά τον ίδιο τον άνθρωπο, αμέ.

  1. - Τον είδες το μαλάκα φάτσα που έχει και βγαίνει και στην τηλεόραση το μουνί;
    - Τον σκότωνα...

  2. Δεν πάω πουθενά σήμερα. Με τα νεύρα που έχω σκοτώνω άνθρωπο, καλύτερα να μείνω σπίτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος γυναίκας που, παρά την σεξουαλική χειραφέτηση, δεν έχει εκλείψει, όσο απίστευτο και ν' ακούγεται. Είναι αυτή που τον παίρνει από κώλο για να μη σπάσει η παρθενιά, είναι η αράβισσα που το ξαναράβει γιατί αλλιώς κανείς δεν θα την παντρευτεί, είναι γενικώς η κατηγορία γυναικών που, είτε από κατάλοιπα κοινωνικής καταπίεσης ή από ενδόμυχο βίτσιο και κουτοπονηριά, ή, τέλος από απλή και καθαρή βλακεία, δεν τολμά να σπάσει την περίφημη παρθενιά της και να βγει στον κόσμο του σεξ με το κεφάλι ψηλά...

Επίσης είναι αυτή που ναι μεν είναι παρθένα αλλά όλο και κουνιέται στον καθένα, αφήνοντας υπονοούμενα ότι «τη λαδώνει τη μπάμια», και όταν την προσεγγίσεις σου έχει επιτεθεί για σεξουαλική παρενόχληση, σου έχει κάνει κατήχηση για το πόσο απρεπής είσαι, ή, απλώς, το έχει βάλει στα πόδια για τα καλά.

  1. - Αυτή η Μαρία λες να έχει νιώσει ποτέ χαρά στα σκέλια της;
    - Ου! είναι μια μισοπαρθένα αυτή, άλλο πράμα. Τους έχει πάρει όλους από κώλο αλλά η παρθενιά παρθενιά! Άθικτη!

  2. Άρχισαν να έρχονται στο γραφείο οι υποψήφιες γραμματείς και έσκασε μύτη και μια μισοπαρθένα, ο θεός να μας φυλάξει! αν την προσλάβει ο αφεντικός θα έχουμε όλοι πρόβλημα εδώ μέσα. Πάει γυρεύοντας για ιστορίες και σούξου μούξου μανταλάκια αυτή.

  3. - Το ήξερες ότι η γκόμενα του Χρήστου, αυτή η φοιτήτρια από την Ιορδανία, μας έλεγε πως προτού επιστρέψει στην πατρίδα της θα πα να κάνει παρθενορραφή γιατί αλλιώς δεν θα μπορέσει να παντρευτεί ποτέ της;
    - Ε καλά και συ δεν τό' χεις ξανακούσει; Όλες αυτές είναι μισοπαρθένες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωλοτρίβομαι, σαχλαμαρίζω που θά 'λεγαν οι παλιοί, κουνιέμαι, τρίβομαι στη γκλίτσα του τσοπάνη. Δίνω το πράσινο φως στο άλλο φύλο με νάζια και κολπάκια.

Σημαίνει όμως και γουτσίζω και λέγεται και για ζευγάρι που το παρακάνει στην εκδήλωση τρυφερότητας του ενός προς τον άλλον.

  1. - Χθες ήρθε η Σάσα στο σπίτι και με το που είδε τον αδελφό μου άρχισε να πιπιλιέται μαζί του μπροστά στη μάνα μας.
    - Κι αυτός;
    - Άλλο που δεν ήθελε ο μαλάκας. Και τελικά, τ' άκουσα για λογαριασμό του. Τι φίλες είναι αυτές που έχω, και τέτοια. Σιγά μην έλεγε τίποτα η μάνα στον γιόκα της...

  2. Πήγαμε ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη με τον Σάκη και την Άννα και μας έσπασαν τ' αρχίδια, δεν μπορούσαμε να κάνουμε ένα βήμα και κάθε τόσο τους είχαμε να πιπιλιούνται σε κάποια γωνιά. Δεν ευχαριστήθηκα τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση της λέξης κοκούνινγκ η οποία, σύμφωνα με τη συνταγή, σημαίνει κάθομαι σπίτι με την παντόφλα, ανάβω κανα αρωματικό στικ και ακούω μουσική ή σαπίζω μπροστά στην τηλεόραση. Αυτό που προστίθεται στην διαδικασία του γκουζγκούνινγκ είναι το σεξ και αυτό που αποκλείεται είναι η τηλεόραση, εκτός κι αν πρόκειται να προβληθεί εκεί καμια τσόντα.

Δηλαδή, κατά το γκουζγκούνινγκ κλείνομαι μέσα στο σπίτι με το έτερο ήμισυ, πάλι φοράω παντόφλα, πάλι ανάβω στικ, πάλι βάζω μουσική να παίζει (κατά προτίμηση γαμωτζάζ) και ξεσκίζομαι στο σεξ μέχρι τελικής πτώσεως, λέμε τώρα. Ή στη μαλακία, αν δεν υπάρχει παρτενέρ (αυτό το τελευταίο είναι κυρίως για τις γυναίκες. Οι άντρες δεν το πολυβλέπω να παίζουν με στικ και μουσικούλες).

Ο λόγος για τον οποίον ο όρος γκουζγκούνινγκ αφορά τελικά περισσότερο το τρυφερό -που λέει ο λόγος- σεξ παρά το πορνώδες, είναι γιατί η λέξη φέρνει -ηχητικά- προς γουτσισμό (μπορούμε λοιπόν να λέμε και γουζγούνινγκ, αν θέλουμε...), κατάσταση δηλαδή που ταιριάζει πιο πολύ στην περίσταση παντόφλα-στικ-γαμωτζάζ παρά σε όσα έμαθε στον ελληνικό λαό π.Α. (προ Ασκητή) ο διάσημος δάσκαλος του σεξ.

- Απόψε είναι το πάρτυ του Στέλιου.
- Μωρέεεε... είμαι πολύ κουρασμένηηηη... Να μην κάτσουμε στο σπίτι μου να κάνουμε λίγο κοκούνιιινγκ;...
- Καλά, να κάνουμε λίγο κοκούνινγκ αλλά μετά θα κάνουμε και μπόλικο γκουζγκούνινγκ.
- Γκουζγκούνινγκ;! Τι είναι αυτόοοο;
- Πάμε σπίτι σου και θα σου δείξω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified