Μιμούμαι, ξεσηκώνω την συμπεριφορά, τις κινήσεις, το ντύσιμο, τις συνήθειες, γενικά όλη την προσωπικότητα του Άλλου χωρίς όμως να με χαρακτηρίζει τίποτε απ' όλ' αυτά γιατί η δική μου προσωπικότητα είναι χαμένη στην άβυσσο του ασυνειδήτου μου και δεν θέλω ούτε να την ξέρω, είμαι ανασφαλής και την ντρέπομαι. Συνώνυμο: «μαϊμουδίζω». Κάνω δηλαδή σαν την μαϊμού που αντιγράφει ό,τι μπορεί, χωρίς να είναι αυτό το οποίο αντιγράφει και χωρίς να συνειδητοποιεί καν αυτό που κάνει. Και δεν είμαι χαριτωμένος /-η, ενώ η μαϊμού είναι.
Σύνηθες σύμπτωμα, πχ. των fashion victims. Ηλικία αποκορύφωσης της εκδήλωσης του φαινομένου: η καταραμένη εφηβεία.
(Μάνα προς κόρη)
- Όχι δεν θα αγοράσεις ρούχα μπίλαμπονγκ. Δεν θα ξηλωθούμε εμείς επειδή θες να πιθηκίζεις!(Μάνα προς κόρη)
- Τι γκριμάτσες είν' αυτές; Πού τις έμαθες; Δεν ήσουν ποτέ έτσι! Πάλι πιθηκίζεις;