Μιμούμαι, ξεσηκώνω την συμπεριφορά, τις κινήσεις, το ντύσιμο, τις συνήθειες, γενικά όλη την προσωπικότητα του Άλλου χωρίς όμως να με χαρακτηρίζει τίποτε απ' όλ' αυτά γιατί η δική μου προσωπικότητα είναι χαμένη στην άβυσσο του ασυνειδήτου μου και δεν θέλω ούτε να την ξέρω, είμαι ανασφαλής και την ντρέπομαι. Συνώνυμο: «μαϊμουδίζω». Κάνω δηλαδή σαν την μαϊμού που αντιγράφει ό,τι μπορεί, χωρίς να είναι αυτό το οποίο αντιγράφει και χωρίς να συνειδητοποιεί καν αυτό που κάνει. Και δεν είμαι χαριτωμένος /-η, ενώ η μαϊμού είναι.

Σύνηθες σύμπτωμα, πχ. των fashion victims. Ηλικία αποκορύφωσης της εκδήλωσης του φαινομένου: η καταραμένη εφηβεία.

  1. (Μάνα προς κόρη)
    - Όχι δεν θα αγοράσεις ρούχα μπίλαμπονγκ. Δεν θα ξηλωθούμε εμείς επειδή θες να πιθηκίζεις!

  2. (Μάνα προς κόρη)
    - Τι γκριμάτσες είν' αυτές; Πού τις έμαθες; Δεν ήσουν ποτέ έτσι! Πάλι πιθηκίζεις;

(από pavleas, 03/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ χοντρός, άντρας ή γυναίκα. Γιατί το θωρηκτό είναι κάτι το τεράστιο. Και γιατί η ομώνυμη ταινία του Αϊζενστάιν είναι κολοσσός.

Συνώνυμο: κήτος.

Μια φορά είπα να πάω και γω μόνος στο σινεμά και κάθισε μπροστά μου το θωρηκτό Ποτέμκιν ρε πούστη, μια θεόχοντρη άλλο πράμα, κι έπρεπε μες τα σκοτάδια να ψάχνω για άλλο κάθισμα...

(από ironick, 04/03/09)(από Vrastaman, 04/03/09)(από GATZMAN, 30/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάγκικο ή χαριτολογικό «καλώς». Τίποτα το σπουδαίο, απλώς δεν το είχαμε στο σάιτ.

- Πρέπει να φύγω.
- Καβλώς. Τα λέμε.

(από pavleas, 04/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Όταν πίσω από τα λόγια περί ανέμων και υδάτων κρύβεται ερωτική διάθεση. Προσοχή: το λεκτικό σεξ δεν έχει μέσα καμία αναφορά στο σεξ καθεαυτό, δεν έχει να κάνει με το τηλεφωνικό σεξ ή με το e-γαμήσι, δεν έχει σεξουαλικά υπονοούμενα. Αφορά (αυστηρά) άσχετα θέματα, προσωπικά ή αυτά τα οποία κουβεντιάζουμε καθημερινά με οποιονδήποτε, αλλά είναι σεξ! Είναι τέχνη την οποία κατέχουν αμφότεροι γυναίκες και άντρες. Οι μόνες ενδείξεις του ότι πρόκειται περί ερωτικής κατάστασης είναι το βλέμμα, η χροιά της φωνής, οι κινήσεις, η στάση του σώματος, αλλά μην φανταστείτε κάτι εξεζητημένο και οφθαλμοφανές, ίσα-ίσα, το αντιλαμβάνονται μόνο αυτοί που το κάνουν ή κάποιοι μυγιασμένοι δίπλα τους (πχ η γκόμενα του ενός που τον βλέπει να παίζει έτσι με μια άλλη, ή, φευ! με άλλον).

Τέρμα φίλε, τέρμα οι σχέσεις. Κάτι συμβαίνει και δε μου φτουράνε. Θα το ρίξω στο λεκτικό σεξ, αυτό μου έχει απομείνει...

To Parfum ! (από Vrastaman, 05/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τηλέφωνο, ειρωνικά. Χιούμορ περασμένων δεκαετιών, όταν δεν είχαν όλα τα σπίτια τηλέφωνο. Εμπνευσμένο από την ονομασία της γερμανικής μάρκας Telefunken.

Πατέρας:
- Γιααα πιάσε μου το τελεφούνκεν ρε συ Αντώνη, να πάρω τη μάνα σου να δω αν έρχεται;...
Αντώνης (στην εφηβεία, ντρέπεται πολύ όταν ο πατέρας του λέει κοτσάνες):
- Αμάν ρε μπαμπά, πάψε να το λες έτσι, μπλάκμπερι το λένε σου έχω πει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ή αυτή που έχει εμμονή στο να συνάπτει σχέσεις με πολύ μεγαλύτερους σε ηλικία. Εκεί οπωσδήποτε μιλάμε για βαρύ οιδιπόδειο. Μας έλειψε ή ο μπαμπάς ή η μαμά όταν είμασταν μικροί και τον/την αποζητάμε στο πρόσωπο κάθε πολύ μεγαλύτερού μας, ή, όχι μόνο δεν μας έλειψε, αλλά ήταν τόσο ανεπανάληπτη προσωπικότητα που δεν την χορτάσαμε και, ωσεκτουτού, δεν μπορούμε να αποζητήσουμε τίποτε παρόμοιο σε +/- συνομήλικούς μας. Ή, απλά, ο γέρος / η γριά έχει λεφτά.

Το φαινόμενο είναι σύνηθες στις κοπέλλες που, από το σχολείο, από τα 15 τους, εκδηλώνουν προτιμήσεις προς πολύ μεγαλύτερούς τους (40άρηδες). Η συνήθεια αυτή διαιωνίζεται και διατηρείται σε όλες τις ηλικίες. Όταν πια αυτές ακουμπήσουν τα πενηνταφεύγα και ο αγαπητικός τους είναι με το ένα πόδι στον τάφο, το μόνο που τους απομένει είναι τα λεφτά του, ή η απόγνωση -αν είναι πράγματι ερωτευμένες. Αλλά επειδή όλα είναι σχετικά και το τεκνό μπορεί να σου σκοτωθεί σε τροχαίο, η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία, ή τέλος πάντων μαζί με τον γέρο.

Η γεροντοφιλία μοιάζει ακατανόητη, σε όσους δεν την έχουν νιώσει, από την πλευρά του νεώτερου. Από την πλευρά του γηραιότερου όμως, χα!

Διάσημες γεροντόφιλες:
Η Ιουλίτα που την κόλλησε στον Ελύτη
Η πωστηναλένε που συνόδευε τον Μπόρχες

- Νόστιμο παστάκι η Αμαλία, γιατί μας την έκρυβες ρε παπάρα;
- Γιατί δεν είναι για μαλάκες σαν κι εσένα, της αξίζουν πιο ώριμοι άντρες και τέτοιους ζητάει.
- Δηλαδή;
- Να της ρίχνουν καμιά εικοσπενταριά χρονάκια, ντεφάκτο.
- Σοβαρολογείς; Η Αμαλίτσα γεροντόφιλη;

(από Vrastaman, 05/03/09)true lav (από pavleas, 05/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια πολύ σύντομη μουσική στιγμή / σύνθεση που χρησιμοποιείται στις ταινίες, στα δελτία ειδήσεων, στις διαφημίσεις κλπ, κυρίως για εισαγωγή, κλείσιμο, επισήμανση ή προειδοποίηση.

Από την αγγλική λέξη sting, βλ. εδώ για περισσότερα.

Ο σκηνοθέτης στον μουσικό:
- Σε τούτο το σημείο θα μπει ένα πολύ σύντομο πλάνο. Εκεί δεν θέλω μουσική, ένα στιγκάκι μόνο, ίσα-ίσα.

(από Galadriel, 06/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα βυζιά που, ακόμα και σε πολύ νεαρή ηλικία, είναι κακοσχηματισμένα και πεσμένα, έχουν ασπριδερή, φαρδιά και καθόλου πεταχτή ρώγα και στο προφίλ θυμίζουν, λέμε τώρα..., το σχήμα της μπανάνας. Στο ξαπλωτό δείχνουν πολύ καλύτερα. Στο πισοκωλλητό δεν θες να τα δεις, άρα μακριά από καθρέφτες. Σουτιέν τύπου Ουόντερμπρα τα βοηθούν να εμφανιστούν αξιοπρεπώς. Με μπαγαποντοπλαστικές όμως, γίνονται μια χαρά.

- Δεν σε βλέπω πολύ κεφάτο μετά τα χτεσινά, τι έπαιξε;
- Γάμησέ τα, θυμάσαι αυτή τη μουνίτσα που γούσταρα; Ε χθες έπεσε φίκος και τι να δω... τα πέρκια, που λέγαμε... μπανανόβυζα μεγάλε, γάμησέ τα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά λέξη για το σεσουάρ. Επειδή φυσάει.

Ρε κούκλα μου, πούστοδιάολο το έβαλες το φυσητήρι, το ψάχνω σα μαλάκας και κοντεύω να συναχωθώ...

Got a better definition? Add it!

Published

  1. εκνευρίζω κάποιον, τον κουρδίζω, τον προκαλώ / θυμώνω πολύ, τσαντίζομαι, είμαι έτοιμος να τσακωθώ
  2. ερεθίζω /-ομαι, καβλώνω
  3. μαστουρώνω, μεθάω
  4. σουλουπώνομαι, φτιασιδώνομαι, βάφομαι, ντύνομαι.
  5. ταχτοποιούμαι (ανέρχομαι) επαγγελματικά
  6. χαλάω την διάθεση κάποιου
  7. διορθώνω
  1. Τον έφτιαξα τον δικό σου, τον έκανα πύρκαυλο με αυτά που του αποκάλυψα για τη Λίλιαν και πάει γραμμή τώρα να της τα πει ένα χεράκι... θα γίνει χαμός!

  2. Γιατί ρε μωρό μου δε φοράς πια εκείνα τα καβλιάρικα εσώρουχα που με φτιάχνανε έτσι ωραία και μου' ρχεσαι όλο με το περιοδόβρακο...

  3. Πάλι τα ίδια, κάθε μέρα έρχεται φτιαγμένος στη δουλειά, τα κάνει μαντάρα και πρέπει να βγάζω εγώ το φίδι από την τρύπα...
    (σ.σ. σόρυ για το λινκ, αυτό έχουμε!)

  4. Δώσε μου μισό να φτιαχτώ λιγάκι να μην είμαι έτσι χάλια -και σε πέντε φύγαμε!

  5. Είδες πώς φτιάχτηκε ο γιόκας τής κυρα-Περμαθούλας; Όχι θα τον άφηνε στα χαμηλά, τι νόμιζες... Σε λίγο θα γίνει Λαμπράκης στη θέση του Λαμπράκη έτσι όπως πάει.

  6. Τι να σου πω, μας έφτιαξες με τις αηδίες σου πρωινιάτικα...

  7. Φτιάξ' το μου ρε συ το γαμίδι, πάλι χάλασε ρε πστ!

Got a better definition? Add it!

Published