Το φιλέτο είναι οτιδήποτε ζωικό προς βρώσιν απαλλαγμένο από (ή από την ανατομία του μη περιέχον) ίνες, κόκκαλα, πέτσες, λίπη κλπ, είναι μαλακό, ευμαγείρευτο, υγιεινό, ακριβό, εύγευστο και πασπαρτού: μπορεί να γίνει από διαιτητικό πιάτο μέχρι έξτρα γκουρμέ δεγκζερωτί.

Ωσεκτουτού, φιλέτο εις την μεταφορικήν σλανγκικήν είναι οτιδήποτε χαρακτηρίζεται ως καλή επένδυση, καλό κομμάτι, κελεπούρι, περιζήτητο, δυσεύρετο, ευκαιρία, και ταλιμπάν.

Η έκφραση χρησιμοποιείται κυρίως για οικοπεδοποιήσιμη γη (και μάλιστα πρόκειται για καθιερωμένη ζαργκόν των αγγελιών), αλλά και γενικότερα.

  1. (από αγγελία)
    «αγορά 4.000τμ αγροτεμάχιο ανάμεσα σε δύο δρόμους 600.000€ 11.000τμ φιλέτο τετραγωνισμένο 1.000.000€ 3.300τμ πρώτο στο δρόμο διαμπερές 1.500.000€. Κομμάτια μεγάλης προβολής ευκαιρίες για κάθε χρήση εμπορική, κάθε μορφής. Σίγουρη επένδυση με μεγάλη απόδοση για έξυπνους επενδυτές»\

  2. (από φορουμαγγελία)
    - Μηλαμε για ΦΙΛΕΤΟ, οχι ευκερια. ΤΗΛ επικινονειας;Και μην μου πης πως αργησα ,γιατη θα τρελαθω.
    - Μόνο φιλέτο; εδω μιλάμε για νουά παρθένο ζουμερό! Ομως μέχρι να μου απαντήσεις έμαθα πως βρέθηκε νερό κοντά στο αγροτεμάχιο που θέλεις, οποτε οπως καταλαβαίνεις ανεβαίνει η αξία του. Επίσης έμαθα πως σε 200-300 χρόνια θα γίνει και σταθμός του Μετρό, οπότε παίρνεις τον αφρό όπως καταλαβαίνεις! Εγώ τελος πάντως θα στο δώσω σε καλή τιμή. Στείλε μου 2-3.000 ευρώ για τα πρώτα έξοδα, χαρτιά, χαρτόσημα, καταλαβαίνεις. μην ανησυχείς, το αγροτεμάχιο θα το πάρεις εσύ, με το κλειδί στο χέρι. Τυχεράκια!
    - Σευχαριστω δεν εχω λογια.Παντως δεν με πηραζει να περιμενω 200-300 χρονια,ο καιρος περνα χωρις να το καταλαβουμε.Της λεπτομεριες απο κοντα.Ακομα δεν μπορω να το πιστεψω. ΜΠΡΑΒΟΜΟΥ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοπέλα που πλένει πιάτα στα εστιατόρια, ταβέρνες κοκ, κυρίως στο εξωτερικό, καθότι ήταν συνηθισμένο οι έλληνες μετανάστες να κάνουν -μεταξύ άλλων- τέτοιες δουλειές το πάλαι ποτέ εκεί.

Παρόλο που οι εργασίες αυτές έθρεψαν οικογένειες και χωριά, και δημιούργησαν περιουσίες εκ του μη όντος, η αρχοντοβλαχιά των ελλήνων γενικά, δεν παύει να τις θεωρεί κατώτερες άλλων. 'Ετσι σλανγκοποιήθηκε το επάγγελμα, παίρνοντας την κατάληξη -ού και θυμίζοντας, πχ, την σκατού, την σκυλού κλπ.

- Και το αποφάσισες, θα φύγεις για Γερμανία;
- Ναι ρε μαλάκα, σιγά μην κάτσω δω, βαρέθηκα.
- Και από δουλειά;
- Έ, ό,τι κάτσει. Έχω καλό βιογραφικό, δεν νομίζω να καταλήξω πιατού.

Got a better definition? Add it!

Published

Για κορίτσια και γυναίκες:
Ξεσαλώνω, συμπεριφέρομαι σαν τσούλα, ξεκωλώνομαι στα τσιγάρα τα ποτά και τα ξενύχτια, ξεκατινιάζομαι στο γαμήσι, του δίνω και καταλαβαίνει, κοινώς.

Η μάνα στις κόρες:
- Τί ώρα είναι αυτή που γυρίζετε σπίτι; Το ξέρετε ότι είναι 7 το πρωί; Πού ήσασταν, ε; Ξετσουλιάζατε πάλι όλη νύχτα, ε;;;; Τώρα θα σας δείξω γω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεολογισμός (όχι ντε και καλά σλανγκ, αλλά μάλλον, προς το παρόν, ανήκει στο λεξικό αυτό) για τα γκαφρά, ο οποίος θαρρώ έρχεται από το νεοπλουτέ στρώμα, το παπακαλιατέ ας πούμε.

Ακούγεται χλιαρή λέξη, αλλά πιστεύω ότι είναι ωμότερη (και το μήνυμά της βαθύτερο και η πρόθεση του λέγοντος υποτιμητικότερη) από το να μιλήσεις στα ίσα για χρήμα, φράγκα, μπαγιόκο, υλικά αγαθά, κλπκλπ.

Κι αυτό γιατί, λέγοντας «ύλη», αφενός χρησιμοποιούμε μια πολύ μικρή λέξη, η οποία ξαφνιάζει, γιατί τρυπάει σαν καρφί τα αυτιά μας με τον ρυθμό εκφοράς της και με τα διαπεραστικά της φωνήεντα και με το ειδικό της βάρος, αφεδύο καθότι είναι λέξη-υπεκφυγή (δηλ. την λέμε για να μην πούμε στα ίσα «χρήμα» κλπ) είναι ακόμα χειρότερη, γιατί το τελικό αποτέλεσμα είναι να ακούγεται σα να υποβαθμίζουμε το τεράστιο και όχι απαραιτήτως καταδικαστέο ζήτημα της ευμάρειας, στην μονοδιάστατη έννοια ενός αντικειμένου (υλικού) με το οποίο μάλλον μόνο η Φυσική αξίζει να ασχολείται...

- Κάτσε ρε συ λιγάκι, δεν καταλαβαίνω τι μου λες... Τι ανασφάλειες και λοιπά σου δημιουργώ; Δεν είμαι δα και κανας ξυπόλυτος, έχω την δουλίτσα μου, το σπιτάκι μου, όλα θα πάνε καλά, βλέπεις κανα λόγο να χωρίσουμε; Τα λεφτά σου φταίνε ή μήπως έχεις βρει γκόμενο;
- Βρε αγάπη μου, δεν μου αρκεί αυτό που βλέπω, πώς αλλιώς να σου το πω, η δουλειά σου είναι στον αέρα, το σπίτι θα το ξεπληρώνεις για τα επόμενα 20 χρόνια, δεν μπορώ να μας ζω εγώ, χρειάζομαι να ξέρω ότι πατάμε και οι δυο γερά, δεν έχεις ύλη, το καταλαβαίνεις;;; Δεν μπορούμε να ζήσουμε όπως θέλουμε και να κάνουμε παιδιά και και και.

βλ. και λίπος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον πάγο. Σε αναμονή. Όπως οι συσκευές όταν δεν τις απενεργοποιούμε εντελώς τελείως.

Λέγεται για ανθρώπους, καταστάσεις, συσκευές.

Από το αγγλικό standby με προφορά α λα ζάπι ή κοακόλα...

Υπερθετικός: είμαι οφ, είμαι οφλάιν.

- Τι έγινε με τη Ρούλα ρε ψηλέ; Καιρό έχετε να βρεθείτε, σ' έχει βάλει πρόγραμμα;
- Ναι το πουτανάκι, μ' έχει σταμπάι μία βδομάδα τώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν πέφτουμε για ύπνο μετά από μια εξουθενωτική μέρα και βυθιζόμαστε πάραυτα σε βαθύτατο λήθαργο, συμβαίνει καμιά φορά, λίγο αφού έχουμε αποκοιμηθεί, να δούμε ότι παραπατάμε και βγαίνουμε απότομα από το πεζοδρόμιο στον δρόμο, ή ότι σκοντάφτουμε σε ένα σκαλοπάτι, ή ότι πέφτουμε από ποδήλατο, ή ότι κάποια πόρτα κλείνει απότομα μπροστά στη μούρη μας, κλπ.

Τότε το σώμα συσπάται πολύ έντονα, καμιά φορά ξυπνάμε, αλλά σίγουρα ξυπνάει κι αυτός ή αυτή που είναι δίπλα μας, ο οποίος /-α καταλαβαίνει αμέσως περί τίνος πρόκειται αυτό το τίναγμα. Και τότε μας ρωτάει, γελώντας (βλ. παράδειγμα):

- Πεζοδρόμιο;

Και μεις, αν είμαστε ξύπνιοι και αν, λχ, δεν έχουμε πέσει από πεζοδρόμιο, διορθώνουμε:
- Όχι, ποδήλατο...
Και ξανακοιμόμαστε.

(Στη θέση αυτών μπορούν να μπουν τα πάντα, εννοείται. Αλλά νομίζω ότι το πεζοδρόμιο και το ποδήλατο είναι στανταράκια).

(από alamo, 09/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Συνήθως κάθομαι σε μια καρέκλα, σε ένα πεζούλι, στον καναπέ. Μπορώ όμως να κάτσω και πάνω σε κάποιον. Στα γόνατά του, ας πούμε. Αν όμως προτιμήσω κάτι άλλο, λίγο πιο πέρα από τα γόνατά του, τότε λέμε «του κάθομαι». Δηλαδή παθαίνω αυτό που έπαθε με καρεκλοπόδαρο η Μαίρη Χρονοπούλου σε μια ταινία κι έχασε την παρθενιά της (διορθώστε με αν δίνω λάθος πληροφορίες). Μόνο που δεν χάνω απαραιτήτως την παρθενιά μου, ούτε πρόκειται για απλό καρεκλοπόδαρο, αλλά για το βασικό εργαλείο που διαθέτει αυτός που του κάθομαι.

Παραλλαγές: Πρώτον, δεν είναι ανάγκη να φανταζόμαστε κάποιον καθιστό και μια γκόμενα πάνω στο τέτοιο του. Όχι πως έχει πρόβλημα η στάση αυτή, αλλά μπορούμε να φανταστούμε και όποια άλλη στάση κλπ θέλουμε.

Έπειτα, η έκφραση ισχύει και για τις γυναίκες. Ωσεκτουτού είναι και μεταφορική.

Άλλο: κυριολεκτικά και μεταφορικά λέμε και «καθίζω σε κάποιον /-α κάτι», του την καθίζω δηλαδή. Μπορεί όμως να είναι οτιδήποτε σεξουαλικό αυτό το «κάτι», εννοείται.

Τέλος υπάρχει και μια άλλη σημασία: στην έκφραση «μού 'κατσε», σημαίνει είτε ήμουν τυχερός, μου έτυχε κελεπούρι, ή κάποιος μου είναι ανάντεχος, ανυπόφορος και δεν μπορώ να τον ξεφορτωθώ (κυριολεκτικά, άμα μου έχει κατσικωθεί, και μεταφορικά άμα δεν μπορώ να τον βγάλω από το μυαλό μου).

Τα παραδείγματα θα τα εξηγήσουν όλα.

  1. Μαλάκα, μπαίνω στο δωμάτιο να πάρω το μπουφάν μου και βλέπω τη Σούλα να τού 'χει κάτσει του κυρ Μήτσου για τα καλά!
    - Και;
    - Χαμπάρι δεν πήραν! την έκανα με ελαφρά...

  2. Τι νέα με την Αλίκη; Της έκατσε κανα καλό τελικά;

3.α. Πολύ μου κουνάει τον κώλο της η Δεσποινούλα, άμα της τον κάτσω θα σου πω εγώ...

3.β. - Για πες για πες, τι έγινε με τον Αντώνη;
- Ά τον αλήτη, εκεί που ήμασταν γλυκά-γλυκά μαζί, μου καθίζει ένα πουτσοσκάμπιλο, μου 'ρθε νταμπλάς!
- Σιγά μωρή παρθενοπιπίτσα...

  1. Πώς κάνεις έτσι ρε φίλε, άμα δεν σου κάτσει αυτό που θες είσαι απάλευτος...

  2. Τι νέα;
    - Τι νέα ρε μαλάκα, που μού 'χει κάτσει δέκα μέρες τώρα στο σπίτι ο Παύλος και δε λέει να φύγει...

  3. Κάτι δεν μου κάθεται καλά με αυτόν τον τύπο (ή Δεν μου κάθεται καλά αυτός ο τύπος)...
    - Γιατί;
    - Δεν ξέρω, αλλά δε μ' αρέσει η φάτσα του καθόλου. Το νού σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ντύσιμο που περιλαμβάνει μόνο λευκά ή υπόλευκα ρούχα. Κυρίως δε αυτό που είναι φτηνιάρικο και καραλάικα ή νεοπλουτέ, όχι πχ κάνα ιταλιάνικο ακριβό τεντυμπόικο ή στυλ εφοπλιστή ή αποικιακό. Όταν το ντύσιμο αυτό αποτελείται από ακριβά υφάσματα που ντύνουν ακριβό και αριστοκρατικό ή σκαρί, κάπως, πάει στο διάλο, σώζεται το πράμα. Αν όχι, μετατρέπεται αμέσως σε κακομοίρικο και θυμίζει την στολή του παγωτατζή του παλιού καλού καιρού.

Τα τυπάκια τώρα που διαθέτουν δόξα και φήμη και χρήμα αλλά όχι τζάκι, κάτι τραγουδιάρηδες ή ηθοποιοί του διεθνούς τζετ σετ, κάτι μανεκέν κουλουπού, τείνουν προς το παγωτατζίδικο, όσο κι αν πρόθεσή τους είναι το άλλο.

Όπως και να 'χει, πιστεύω ότι σήμερα είναι υπερβολικό τέτοιο ντύσιμο. Προσώπικλυ το γουστάρω περισσότερο σε παρελθοντικές εικόνες, των είκοσιζ ή των τριάνταζ ας πούμε.

Συνοδεύεται πολύ συχνά με λευκά ή υπόλευκα αξεσουάρ: ζώνη, μοκασίνι ή αθλητικό, άσπρη καλτσούλα.

Η έκφραση αφορά το αντρικό ντύσιμο μόνο. Λέγεται και «γαμπριάτικο».

Η πωλήτρια:
— Σας πάει Τέλεια! Είναι και φωτεινό, τονίζει και το μαύρισμά σας... Πολύ ωραίο.
(Η σύζυγος ψιθυριστά στο αυτί του):
Μωρό μου μην ακούς, είναι τελείως παγωτατζίδικο, πάρε κάτι άλλο, να, αυτό.

(από Mr. Cadmus, 27/05/10)(από Mr. Cadmus, 27/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βιζιτού που θα σε επισκεφθεί στο ξενοδοχείο και θα σε τυλίξει ζεστά ζεστά σαν την κουβερτούλα.

Υπηρεσία που παρέχεται σε ξενοδοχεία γενικώς μεν, αλλά η Λαμία μάλλον έχει κοπυράι για την έκφραση.

- Έχει δωμάτιο για απόψε το βράδυ;
- Βεβαίως. Θα σας δώσω το 214, στον β' όροφο.
- Α πολύ καλά, ευχαριστώ.
- Θα χρειαστείτε μήπως κουβερτούλα;

Holiday Inn, Λονδίνο (από Vrastaman, 28/05/10)

βλ. και ξανθό παλτό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ, μάξιμουμ, βία, στην χειρότερη περίπτωση.

Μου υποσχέθηκε ότι αύριο, βαριά μεθαύριο, θα έχει τελειώσει με το χτίσιμο της μάντρας.

Η βαριά ή βαριοπούλα (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 29/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified