Φρέσκια εκδοχή του «σωστό;», «ωραίο;», «βρίσκεις;», «γαμώ;», «καλό;» κλπ. Μαγκολούγκρικο.

Και στο αρσενικό όλ' αυτά -όταν αναφερόμαστε στον εαυτό μας, άσχετα αν είμαστε είτε άντρας είτε γυναίκα.

Στο ίδιο στυλ αλλά με άλλη σημασία: νομίζω;, τυχαίο;

  1. Έλεγα να καλέσουμε και την Ελενίτσα στο πάρτυ. Άρτιο;

  2. Λέω να βάλω ένα κόκκινο βαφτιστικό από πάνω για να δείχνω πιο κυριλέ. Άρτιος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αλλοίθωρος, στο κρητικό ιδίωμα. Από την σκλόπα, κουκουβάγια κρητιστί.

Προσώπικλυ θα έλεγα ότι είναι ο εξώφθαλμος, αλλά κρητικοί είναι αυτοί, έτσι θέλουν.

Ο χαρακτηρισμός πιθανόν να έχει τις ρίζες του στα της θεάς Αθηνάς (Γλαυκώπις), όχι βέβαια ότι η θεά ήταν αλλοίθωρη, προς θεού!, αλλά γλαυξ = κουκουβάγια, ως γνωστόν.

- Και ποιαν πήρε;
- Εκείνη τη σκλοπομάτα...

Got a better definition? Add it!

Published

Τον τρώω, τον πίνω, τον ρουφάω, ενν. όχι τον πικρό καφέ της παρηγοριάς όπως σαφώς ειρωνικά λέει ο ατσεγκές στον ορισμό του, αλλά τον πέοντα, είτε μεταφορικά, ή κυριολεκτικά.

Μου την κάθονται δηλαδή, εισπράττω τα δέοντα, εννοείται τη στιγμή που μου αξίζει ή τη στιγμή που δεν το περιμένω και δεν το επιθυμώ καθόλου.

Γιατί, όπως γνωρίζουν οι γυναίκες και οι αδελφές και δεν γνωρίζουν οι υπόλοιποι -που έχουν όμως να λένε, όταν τον τρως χωρίς να τον θες, δεν είναι ωραίο πράμα.

Η έκφραση αυτή και τα συνώνυμά της, απαντώνται συνήθως στον αόριστο: τον εισέπραξα, τον ρούφηξα, τον ήπια, τον έφαγα.

  1. Πολύ γαμιάς μας το παίζει, δεν έχει καταλάβει ακόμα πόσο αδελφή είναι... Ε, θά 'ρθει η μέρα που θα τον εισπράξει, θα καταλάβει τη γλύκα του και θα το γυρίσει.

  2. Μαλάκα, ο πατέρας μου τα έμαθε όλα, τον εισέπραξα για τα καλά!

Got a better definition? Add it!

Published

Ίσα-ίσα, απαλά και χωρίς να το παίρνει κανείς χαμπάρι.

Η γάτα είναι ελαφρύ και ευέλικτο ζώο που προσέχει πολύ (όσο γίνεται, βέβαια) πού και πώς βαδίζει, με αποτέλεσμα να μη γίνεται εύκολα αντιληπτή.

Αντίθετο: όσο πατάει ο ελέφαντας.

  1. Εσύ από μόνη σου δεν πρέπει να θέλεις να είσαι κομμάτι μιας σχέσης με κάποιον που σε αγαπά και σε εκτιμά όσο πατάει η γάτα.

  2. Η Ομοιοπαθητική επεμβαίνει στον οργανισμό «όσο πατάει η γάτα» Η θεραπευτική αγωγή δεν έχει «καμμία» βλαβερή συνέπεια Ή θεραπεύεσαι ή όχι, χωρίς παρενέργειες.

(αμφότερα από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δείχνω αδερφή, αν και, τύποις τουλάχιστον, δεν είμαι. Κάτι όμως, εκεί στο βλέφαρο μάλλον, προδίδει όλη την αλήθεια -την οποία πιθανόν να αγνοώ και γω ο ίδιος και να χαραμίζομαι σε λάθος στόχους.

Συνώνυμο: πουστοφέρνω - ε, και όλα τα σχετικά με το το πνίγει το κουνέλι.

  1. Τι σκατά, πόσα μούσια να αφήσω για να μην αδερφοφέρνω;

  2. Στις 29.12.10 ο κ. Γιακουμάτος πρώην υπουργός εργασίας επί Ν.Δ δήλωσε στις ειδήσεις των 8 του τηλεοπτικού σταθμού Mega για την παραπάνω αρθρογραφία «Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και δεν μοιάζω με ντιντή και τα μαλάκια μου είναι άσπρα, αφού δεν αδερφοφέρνω ας ψάξουν οι άλλοι να βρουν».

(αμφότερα και τα δύο (sic) από το δίχτυ)

(από stratos98, 17/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λήμμα που δεν θα μείνει στην ιστορία, αλλά έτσι, για να βγάλω τ' άχτι μου με την τζονβλάκειο απαγόρευση των υποκοριστικών, ε κι επειδή έχω πολύ καιρό να σκατολογήσω παρά της παροτρύνσεις του τζιζ (χρωστάω, το ξέρω), έχω να σας καταθέσω το λήμμα αυτό, το οποίο όμως έχει 2 σημασίες.

  1. Η κουράδα, όταν δεν θέλουμε να το πούμε ωμά. Περισσότερα επ' αυτού έχει πει ο Πάτσης στο λήμμα σκατούλες.

Συναντάται επίσης κατά κόρον στην έκφραση «φάε/πάρε μια σκατούλα», δηλ. πάρε τ' αρχίδια μου, «να φας σκατά» κλπ.

  1. Κάτι πολύ μικρό, σχεδόν ανάξιο λόγου.

  2. Συνώνυμο της απαυτούλας.

  3. Γουτσισμός για ένα αγαπημένο πρόσωπο θηλυκού γένους, ή για κατοικίδιο κλπ.

  1. Είχε «ξεγελαστεί» το μηχάνημα και αυτό που πήρε σαν όγκο ήταν μια – όπως λέγεται – σκληρή μάζα», ή αλλιώς «ghost tumor» (όγκος – φάντασμα) ή «κοπρόλιθος» ή – με άλλα λόγια – πετρωμένη σκατούλα!!!

  2. Εγω το σκαφάκι μου (5 μετρα ειναι, μια σκατουλα) το εχω δηλωμενο σαν μονιμο τοπο κατοικιας.

  3. (Η μάνα στον γιο για τη γκόμενά του)
    - Μ' αυτή την σκατούλα που μας κουβάλησες δεν θα τα πάμε καθόλου καλά...

  4. Και τότε ήταν που με πήρε χαμπάρι. Με κατάλαβε η σκατούλα ότι τη βγάζω φωτογραφίες και με κοίταξε.

Όλα, πλην του 3, από το νέτι.

Μετά το 1.55 ωλ τάιμ κλάσικ χρήση της σκατούλας από Χάρρυ Κλυνν, ακόμη πιο επίκαιρη επί Παπανδρέου υιού. (από Khan, 10/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτής της οποίας δεν θέλουμε να προφέρουμε καν το όνομα, είτε γιατί δεν θέλουμε πια να την ξέρουμε, ή γιατί είναι γενικώς ανάξια λόγου, ή γιατί δεν μας ενδιαφέρει στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης συζήτησης.

Στριμενιά μεταξύ γυναικών, κυρίως.

Το αρσενικό («απαυτούλης» ή «απαυτός») χρησιμοποιείται σπανιότερα. Εκτός αν έχει την έννοια που περιγράφεται στον ξεχωριστό ορισμό απαυτούλης.

Από το ρ. απαυτώνω.

Συνώνυμο: η πώς τηνα λένε / ο πώς τονε λένε, η λεγάμενο /-ος, η σκατούλα, η Κυρία.
Το ουδέτερο (απαυτό) είναι σα να λέμε γαμίδι κττ.

  1. Όσο τα λέει η γυναίκα, βγαίνει μια απαυτούλα και λέει για το χαλάζι που έριξε στην Πελοπόννησο και έκαψε τα πορτοκάλια κι όταν τελειώσει η απαυτούλα, βγαίνει ένας απαυτός και λέει κάτι άσχετο περίπου σαν της απαυτούλας, εν τω μεταξύ το μανάρι έχει ξεχάσει πως ήδη έχει ιντερβιουβάρει την καλεσμένη και την ξαναπλησιάζει...

  2. Κι ύστερα γυρνάς σπίτι και μπαίνοντας στην πολυκατοικία βλέπεις την κυρά-απαυτούλα που μόλις βγαίνει από την άλλη κυρά-απαυτούλα που είχε πάει να της πει τον καφέ, το τσάι ούτε που ξέρω. Και σκέφτεσαι «που ζω ρε συ;»...

  3. Όταν ο άνθρωπος είναι ερωτευμένος, εθελοτυφλεί και δε θέλει να πιστέψει τα προφανή. Ε σε μια τέτοια κατάσταση είναι και ο Φώτης φαντάζομαι. Όσο για το ότι βγαίνει και από πάνω η απαυτούλα, όλες και όλοι έτσι κάνουν, σαν άμυνα για να κρύψουν τα καμώματά τους. Η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση...

  4. Ο απαυτούλης είχε μια εκπομπή στο θρυλικό κανάλι 67 όπου όποιος τον έπαιρνε τηλέφωνο του έκανε πλάκα.

  5. Σήμερα έκανα την πρώτη αλλαγή από τότε που αγόρασα το αυτοκίνητο, έβαλα για πρώτη φορα τα p zero rosso ... απ ότι μου είπε ο απαυτουλης εκεί θα είναι ok για αρκετά km...

Από το νέτι όλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο δονητής. Που σε απαυτώνει.

  2. Ο κώλος.

  1. βλ. εδώ

  2. Αγαπάς τον σύντροφό σου; Είσαι ερωτευμένη μαζί του;
    Αν απαντήσεις ναι και στα δύο, τότε γιατί σκέφτεσαι κάποιον άλλον; Μήπως τα θέλει ο απαυτούλης σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Υποτιμητικός όρος για τη σχέση, κυρίως όταν εμείς είμαστε υπεράνω αυτής (παρ. 1).

  2. Ανάλαφρη και παροδική σχέση, χωρίς ορίζοντες, μια σχέση που είναι (κυριολεκτικά) για το μπούτσο. Αντίθετο, δηλαδή, της «σχεσάρας» που είναι για μια ζωή ή τεσπα είναι μια βαρβάτη σχέση με απαιτήσεις και μέλλον κλπ (παράδειγμα 2 α και β).

  3. Σχέση μεταξύ 2 ετέρων ημίσεων που δεν αποτελούν κανονικό ζευγάρι, ούτε θα γινόταν ποτέ -εκ των πραγμάτων- κάτι τέτοιο. Επί πλέον δεν υπονοείται στη σχέση αυτή απολύτως τίποτε το κρυφό ή ανώμαλο, πλην αλλ' όμως υπάρχει μεταξύ τους τέτοιο πάρε-δώσε (συμπάθεια, διεκδίκηση, εξάρτηση, διάλογος (μτφ. ή κυρ.), συμπεριφορά, ζηλίτσες, κλπ) που θυμίζει σχέση ενός ζευγαριού (παρ. 3 α και β).

  4. Ακόμα πιο υποτιμητικά, ο σχεσάκιας (κατά το ψυχάκιας / ψυχάκι).

  1. παντως μαγκα να ξερεις οτι αν το ξεπαρθενιασεις το πιτσιρικι μετα θα κολησει μαζι σου και θα θελει σχεσακι...οποτε προσεχε...

2.α. με κοπελες (σχεσακια και μετα απο καιρο) προτιμω χωρις προφυλακτικο γιατι ειμαι πιο ασφαλης

2.β. Όντως έτσι συνέβαινε παλιότερα ( προξενοδουλειά ) και τώρα παίζει περισσότερο το επιφανειακό καλοπερασίδικο σχεσάκι , που απ'όξω αφήνουμε να φαίνεται ως η σχεσάρα του αίωνος !

3.α. Τ' είπες τώρα! Καλά, είπαμε να τα βρίσκει κανείς με τα πεθερικά, αλλά εδώ εσείς έχετε σχεσάκι!

3.β. - Πώς τα πας με τον σκύλο του Κώστα;
- Ού, τέλεια, σχεσάκι! Πιο καλά τα πάει με μένα παρά με το αφεντικό του.

  1. Πολύ σχεσάκι το άτομο, μακριά!

Έτσι είν\' οι σχέσεις :-Ρ (από HODJAS, 09/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως άσχημο πρόσωπο (χωρίς και να αποκλείεται η ομορφιά) του οποίου όμως την ασχήμια ή ομορφιά δεν την εκλαμβάνουμε ως απλή, αλλά ως σημαίνουσα χίλια δυο για το άτομο που φέρει το πρόσωπο αυτό: ξεκωλαριλίκια, πρέζες, γαμημένη ζωή, βίτσια, στέρηση, κατάχρηση, καταπόνηση, τα πάντα όλα. Κάθε ρυτίδα (γιατί δεν μιλάμε για φράπα εννοείται) είναι και μια εμπειρία, συνήθως ερωτικοσεξουαλικής βάσης.

Μπορεί όμως να μην συντρέχει τίποτε απ' όλ' αυτά και να πρόκειται περί κληρονομημένων χαρακτηριστικών.

Λέγεται και για τα δύο φύλα. Προϋποθέτει δε κάποια «ώριμη» ηλικία. Δεν λες εύκολα εκφυλόφατσα κάποιον / -α κάτω των σαράντα.

Επίσης η εκφυλόφατσα μπορεί και να είναι ελκυστική, δεν είναι απαραιτήτως αποτροπαϊκό θέαμα. Εκεί γίνεται το μπέρδεμα και πολλοί νομίζουν ότι εκφυλόφατσα ίσον σκυλί. Αλλά δεν είναι μόνο σκυλί μια εκφυλόφατσα, όπως είπαμε.

Διάσημη και αποδεκτή και πολλά θετικά σημαίνουσα εκφυλόφατσα είναι ο Κλάους Κίνσκι. Άλλη όλος-ο-χρόνος-κλασική, ο κιθαρίτσαρντς. Απλές καθημερινές εκφυλόφατσες μπορεί κανείς να βρει στον αγοραίο έρωτα αλλά και στη γυναίκα / στον άντρα της διπλανής πόρτας.

  1. Έχεις ξαναδεί τέτοια εκφυλόφατσα με τόσο αισθησιακά κ υποσχόμενα χείλη;

  2. Παιδιά στο στρατό είχαμε πιάσει στο δούλεμα ένα παπαδοπαίδι και του είχαμε πουλήσει το σενάριο ότι ένας Κορίνθιος ήτανε φανατικός κτηνοβάτης.Η μεγάλη πλάκα είναι ότι οι περιγραφές του Κορίνθιου ήτανε τόσο πειστικές που σε συνδιασμό με την εκφυλόφατσα την οποία διέθετε,είχα αρχίσει να αναρωτιέμαι μήπως τελικά δεν ήταν όλα της φαντασίας του.

  3. Ο Ritchards είναι χαλαρά η πιο πρόστυχη εκφυλόφατσα που έχω δει σε άνθρωπο. Μπορώ άνετα να φανταστώ αυτό τον λάγνο γερο-βρυκόλακα ξαπλωμένο σε μπορντό βελούδινα μαξιλάρια με ένα τσούρμο λαγουδάκια του Playboy να του γλύφουν τα κάκαλα και την κωλοτρυπίδα του, ενώ από από τις φλέβες στο καυλί του (δηλαδή τις μοναδικές πάνω στο σώμα του που ακόμα δεν έχει κάψει από τις ηρωίνες) να πίνει 2-3 μονάδες αίματος στην καθισιά του.

όλα από το νέτι.

(από Khan, 09/03/11)(από Khan, 09/03/11)(από PUNKELISD, 09/03/11)

Δες και -φατσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified