Ουσιαστικοποίηση του νατουραλιζέ πια τούρκικου επιρρήματος και συνδέσμου demek που, σε αντίθεση με την Σαλονικιώτική του έννοια, του δήθεν δηλαδή, σημαίνει στα οθωμανικά «επομένως», «άρα», «συνεπώς», «κατά συνέπεια», «για τον λόγο αυτό».

Η ντεμεκιά θα μπορούσε να μεταφραστεί ως την δηθενιά, δηλαδή κατάσταση όπου το υποκείμενο είναι τελείως δήθεν, ψεύτικο, κάλπικο, πουλάει μούρη και φύκια για μεταξωτές κορδέλες.

Για τους πάσχοντες από το σύνδρομο της Ανορθόγραφης Παράτονης Ακρόασης, ακούγεται ως και ντεμέκια, δηλαδή χαμουτζίδικη ντεμέκ φτηνή βρισιά για τους μπουγατσοφάγους βόρειους γείτονες μας.

  1. Από βλόγιον σε συζήτηση για το ασφαλιστικό:
    Αφού με τόση επανάσταση μας είπε ότι δε θα περάσει, φαντάζομαι ότι προτίθεται να πληρώσει και το λογαριασμό. Αλλιώς ντεμεκιά και τζάμπα μάγκας...

  2. Από έτερον βλόγιον σε συζήτηση για τις εκλογές:
    χαρακτηριστική ντεμεκιά.... «στις εκλογές νικητής ήταν η... δημοκρατία» ή «να γίνει ανταλλαγή απόψεων και να προάγουμε τον γόνιμο διάλογο»

  3. Από παρ' άλλο βλόγιον σε συζήτηση για μια θεατρική παράσταση:
    Να κι ένα τρέχον αρτ πράμα από τη Νέα Υόρκη που δεν είναι (μόνο) ντεμεκιά.

  4. «Ναι, κοροϊδεύετε τα ντεμέκια ρε χαμουτζήδες εδώ κάτω, αλλά άμα τύχει και ανεβείτε στην φραπεδούπολη μένετε με τον στόμα ανοιχτό ιδίως με τα μωρά της. Άρα μόκο, και ερωτική πόλη είναι και καλό φραπέ έχει»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πεπαλαιωμένη έκφραση που δεν σημαίνει slangικώς το είδος του προσφιλούς πολύχρωμου εντόμου που έλκεται από το φως την νύχτα αλλά την επί χρήμασι εκδιδόμενη γυνή ή άνδρα.

Xρησιμοποιείται ακόμη για να περιγράψει άτομα που εξασκούν το αρχαιότερο επάγγελμα στον κόσμο (δες εδώ σχετική συζήτηση στο slang.gr) σε διάφορους χώρους όπως μπουρδέλα, γαμηστρώνες, στον δικό σου χώρο, φραπενεία, καφέ, ουκρανιζερί, κλπ.

Η original μεταφορική κατασκευή της όμως προέρχεται από το ότι οι καλντεριμιτζούδες εκείνα τα χρόνια, με τα πολύχρωμα φτιασίδια και ρούχα τους έκαναν πιάτσα συνήθως κάτω από τα φώτα του δρόμου.

Επίσης αναφέρεται και σε γυναίκες οι οποίες έχουν ελαφρά μη κερδοσκοπικού τύπου ήθη, αλλά και σε γκέι άνδρες που δεν τους φαίνεται συνήθως (λέγεται με ταυτόχρονο κλείσιμο ματιού). Σε αυτές τις περιπτώσεις το «της νύχτας» μπορεί και να παραλειφθεί.

- Ανηψιέ! Κοίτα εκεί, να μια πεταλούδα της νύχτας!
- Πού ρε μπάρμπα;
- Nα, εκεί, κάτω από τον στύλο της ΔΕΗ!
- Ποια πεταλούδα με λες ρε μπάρμπα, γαμώ το σπανάκι μου, πουτάνα είναι!

(από Hank, 01/06/09)(από Hank, 01/06/09)(από BuBis, 01/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευγενικός τρόπος να πείς στα αρχίδια μας. Χρησιμοποιείται από και για ηλικιωμένους, μορφωμένους και γυναίκες με στυλ, μέχρι νήπια, μαμάδες και θειάδες. Επιτρέπεται θαρρώ και από το ΕΣΡ για χρήση στην TV.

Άλλες μορφές της φράσης: στα απαυτά μας και στα αρχαία μας. Τα ρήματα τετοιώνω και απαυτώνω παρόλα που έχουν την ίδια ρίζα σημαίνουν συνήθως γαμώ –άω.

(σκηνή σε KEΠ):

- Σιγά νεαρέ, μην σπρώχνετε! Εγώ έχω σειρά για το ΑΜΚΑ!
- Στα τέτοια μας ρε μπάρμπα!
- Στα δικά μας κύριε! Να περιμένετε όπως όλοι μας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγάλο σκουλήκι, να σαν άντερο ένα πράμα!

Επίσης άτομο που ξηγιέται σκουληκιάρικα, μπαμπέσικα, άτιμα.

Στα ποδοσφαιρικά, ο πολύ φανατικός οπαδός του Άρεως Θεσσαλονίκης.

- Ρε σκουληκαντέρα, πάλι με κάρφωσες στο Λίλιαν ότι βγήκα ψες με την Αφροξυλάνθη… - …
- Καλά ρε κάπταιν Μάλαξ, ποιο είναι το πρόβλημα σου; Μήπως γουστάρεις το Λίλιαν και θέλεις να μας κάνεις να φάμε τα μουστάκια μας; - …
- Γιατί με κλείνεις το μάτι ρε συ Πέρι; Mήπως τον απλώνεις τον τραχανά;

(από BuBis, 27/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλοκαιρινός όρος για υπερσυγκέντρωση ιδρωμένων γυναικών σε παραλίες, κλαμπ και μπαράκια. Από το κουφόβραση, καύσωνα δηλαδή με συννεφιασμένο ουρανό.

Αν φυσήσει λίγο αεράκι και δροσίσει λέγεται και μουνοθύελλα.

Αν η παραλία είναι σε κατηφοριά λέγεται και μουνοπλαγιά.

- Πω ρε μάγκα! Τι μουνόβραση γίνεται εδώ μέσα! Ίδρωσε το μάτι μου!
- Kαι τι άρωμα όμως, ε;

βράζει γενικώς! (από BuBis, 27/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απάντηση —από μικροτσούτσουνους— στην ερώτηση «τι μετράει πιο πολύ στην ικανοποίηση της γυναίκας: το μήκος ή η τεχνική».

Το ντιπέητ φυσικά δεν έχει καταλήξει σε τελικά συμπεράσματα, πέρα από κάποιες αποχρώσες ενδείξεις.

Χρησιμοποιείται ωστόσο ως μια κουβέντα παρηγοριάς από πολλές γυναίκες προς τους συντρόφους τους, χωρίς φυσικά να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα (τους), τις επιθυμίες (τους) και τις ανάγκες (τους).

Σλανκικώς δε, λέγεται όταν αναγνωρίζουμε την μικρότητα μας με βάση κυρίως τα υλικά αγαθά, αλλά θέλουμε να προβάλουμε τις —καλά κρυμμένες— εσωτερικές μας ποιότητες και προτερήματα.

  1. ‘Έλα μωρουλίνι μου, μην βλέπεις αυτόν τον τρίποδο και κομπλάρεις, Η τεχνική μετράει πιο πολύ Αντρούτσο μου! Έτσι κι αλλιώς εσύ φιλάς καλύτερα!

  2. - Μπορεί αυτός να είναι μπρούκλης και να είναι χεσμένος στο τάλιρο, αλλά εγώ έχω το τούτο μου και τον τρόπο μου… - Ναι ρε τρόμπα, η τεχνική μετράει πιο πολύ. Άντε ρε κοιτάξου στον καθρέφτη και τράβα μια παχιά!

(από BuBis, 25/05/09)Δώρο μου το έκαναν. (από poniroskylo, 25/05/09)(από BuBis, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά χρήση της λέξης για το προφυλακτικό, λόγω του υλικού κατασκευής του, αλλά και της ελαστικότητας και μυρωδιάς του.

Συνηθιζόταν και στον πληθυντικό.

- Ρε μεγάλε, σου βρίσκονται τίποτε λάστιχα γιατί είμαι με ένα φίνο γκομενάκι και μπορεί να τρέξει κάτι απόψε;
- Όχι ρε κολλητέ, δεν κουβαλάω τίποτε απάνω μου… αλλά από την άλλη γιατί δεν τραβιέσαι απλά ;
- Άσε ρε, τραβιόταν κι ο άλλος και πήρε το επίδομα για το τέταρτο… δεν διαβάζεις slang.gr;
- Ρε δίκιο έχεις ρε… και γαμώ τα site για σεξουαλική διαπαιδαγώγηση!

(από BuBis, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βορειοελλαδίτικο για ένα υπερμεγεθέστερο καβλόσπυρο από το απλό βυζί του Μαυρόγιαννου.

Έχει όλες τις αρετές του προαναφερθέντος λήμματος στο έπακρο, αλλά εντοπίζεται συνήθως στην περιοχή του κώλου, εμποδίζει το κάθισμα και λερώνει το βρακί με αίμα και πύο από πίσω. Παρεξηγήσιμο…

  1. - Ρε καρντάση θυμάσαι ένα κέρατο σαν βυζί που πέταξα στο κούτελο χθες; Τώρα έχω και ένα στο κώλο τεράστιο! - Bυζούνι, ε;

  2. - Παιδί μου, θέλω να σου μιλήσω…
    - Ναι, μπαμπά…
    - Η μαμά σου με είπε ότι το βρακάκι σου εκτός από κίτρινο μπροστά και καφέ πίσω, έχει και σημάδια από αίμα και από κάτι άλλο πιο γαλακτερό… Πες μου παιδί μου… τον αρμέγεις τον ταύρο, μήπως;
    - Πλάκα με κάνεις ρε γέρο, γαμώ την τρέλα μου, γαμώ… έχω βγάλει βυζούνι στον κώλο και μ’ έχει γαμήσει και συ με λες τώρα σαχλαμάρες…

και χωρίς βυζούνι, καλό είναι! (από BuBis, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απάτη, χαράμι, κόλπο, κομπίνα, λαμογιά, δολοπλοκία, μαλαγανιά.

Γενικά, φέρσιμο μαϊμούς που για την εξασφάλιση τροφής, σεξ και επιβίωσης κάνει άπαντα τα παραπάνω και όχι μόνο.

Απαντάται σε πληθυσμούς του Ενδόξου Βορρά που έχουν έρθει από την Εγγύς Ανατολή.

  1. Άιντε, φτάνουν τα μαϊμουτζιλίκια και ότι δήθεν νοιάζεσαι για μένα και τα συναισθήματα μου. Το μόνο που σκέφτεσαι είναι να με ξεσκίσεις άγρια. Γι αυτό λοιπόν κι εγώ αύριο σεξ !

  2. Άσε τα μαϊμουτζιλίκια, ρε μπαγάσα, εγώ δεν μασάω. Σιγά μην σε δώσω χίλια ευρώ γι αυτόν τον χάρο. Κι εσύ κι αυτός είστε για τον χουρδά. Τι gti, GTP είστε!

  3. Γι αυτό λένε όλα αυτά τα μαϊμουτζιλίκια οι ρεμπεσκέδες; Για λίγα ψηφαλάκια; Φέτος θα πάρουν τον πέοντα μου!

(από BuBis, 22/05/09)(από panos1962, 17/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτονομημένη φράση από ανέκδοτο, συνώνυμη με το ωραία φέτα.

Το ανέκδοτο είναι το ακόλουθο:

Τυπάς, ολίγον γκάου, συνευρίσκεται σε οικία τραβελιού, χωρίς να γνωρίζει την αρχιτεκτονική κάτοψη της κυρίας. Όταν εκείνη τον ρωτά αν θέλει μια μπύρα, αυτός απαντά καταφατικά, σκεπτόμενος ότι λίγο αλκοόλ θα τον ανέβαζε κάπως…

Από την κουζίνα, η βε, του φωνάζει: Ξέρεις, δεν έχω κλειτορίδα.
Κι αυτός απαντά: Καλά, δεν πειράζει, πιάσε μια amstel, τότες.

Χρησιμοποιείται όταν υπονοούμε ότι :

  • αυτά που λέγονται στην συζήτηση είναι μαλακίες ή τρία πουλάκια κάθονται
  • μην κρίνεις το βιβλίο από το εξώφυλλο του
  • ότι κάποιος είναι περήφανος στ' αυτιά / έχει μαρμέλαδα στ' αυτιά
  • ασχετοσύνη στο έπακρο, κάποιος που δεν έχει δει το σημείο σου.
  1. - Πάμε πλατεία σήμερα; - Δεν το είπες σωστά, πλλλατεία λέγεται.
    - Καλά πιάσε μια amstel τότε ρε σλανγκαρχίδη, πάλι στο slang.gr την έβγαλες ψες βράδυ με την mes…
    - Yes master…

  2. - Βγήκα χτες με τον Λάκη, καλό παιδί, αλλά με φαίνεται ολίγον αρκουδοπεταλούδα.
    - Καλά, πιάσε μια μπύρα Δουκαίνη μου, τι αρκουδοτέτοιο με λες. Σε γύρισε σε όλα τα μαγαζιά το τεμέτερον, σε πήρε λουλούδια, σε πήγε σπίτι τ', βγάλατε τα μάτια σας και ακόμα αμφιβάλλεις. Τι να σε πω τώρα; Μω την πίστη σ', σέφτελη.

  3. - Τσίφτη, πιάσε ένα 12άρι γερμανικό και ένα στραβοκατσάβιδο.
    - Να βάλω γάλα ;
    - Καλά πιάσε μια amstel, μιλάμε!
    - Γλυκό, όπως πάντα, αφεντικό, ναι ;

  4. - Καλά ρε σαψάλω, δεν σε είπα να μην πατήσεις το F7 πριν τελειώσει το download; - Μα δεν το πάτησα το F7 αλλά το Esc, σε λέω αλήθεια.
    - Καλά, δεν πειράζει, πιάσε μια amstel τώρα.
    - Δεν έχω μπύρα, να σε κάνω ένα φραπέ;

(από BuBis, 22/05/09)(από BuBis, 22/05/09)κλειτοριδική... (από BuBis, 08/07/09)

Δες και από την πόρτα σου περνώ....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified