Θεμελιώδεις όροι του λεξιλογίου των ξενύχτηδων. Όχι όμως των ξενύχτηδων γενικώς και αορίστως. Αναφερόμαστε σε όσους είναι ταγμένοι μέχρις εσχάτων, δηλωμένοι τρελοί με τα «πολιτιστικά κέντρα» του αείμνηστου Ευάγγελου Γιαννόπουλου. Περισσότερο γνωστοί ως σκυλάδες ή μπουζουκάδες.

Σκουπίζω σημαίνει κάθομαι μέχρι τελικής πτώσεως, έως το απόλυτο τέλος του προγράμματος. Φεύγω τελευταίος απ' τους τελευταίους. Δε το κουνάω ρούπι μέχρις ότου ο χώρος να αδειάσει εντελώς, να έχουν ανάψει τα φώτα και οι πακιστανοί να σκουπίζουν το μαγαζί ώστε να είναι έτοιμο για την επόμενη νύχτα μπουζουκοκραιπάλης.

Ισοδύναμες εκφράσεις με το σκουπίζω είναι τα «κάθομαι μέχρι το σκούπισμα» ή «προβλέπεται σκούπισμα απόψε».

Καταχρηστικά, οι εν λόγω εκφράσεις θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και για διαφορετικού τύπου νυχτομάγαζα, π.χ. κλαμπ με μη ζωντανή μουσική, συναυλιακούς χώρους κ.ο.κ. Όμως, στα μπουζουκάδικα, το σκούπισμα στο τέλος της βραδιάς ανάγεται σε τελετουργία, καθώς με αυτό απομακρύνονται ευλαβικά οι τεράστιες ποσότητες εκτοξευμένων λελουδικών, πεμπτουσία του συγκεκριμένου είδους διασκέδασης.

Ποιοί όμως συνήθως σκουπίζουν; Σίγουρα όχι οι χαϊχλίδογλου που κάθονται πρώτο τραπέζι κάλτσα. Αυτοί την κάνουν κατά κανόνα νωρίς, διότι θεωρούν το σκούπισμα ψιλογύφτικη και φτωχομπινεδιάρικη πρακτική, για τους ταλαίπωρους που θέλουν να αποσβέσουν κάθε σεντ που έσκασαν στην είσοδο. Γι' αυτούς δηλαδή που παν να βγάλουν απ' τη μύγα ξύγκι, διότι εκτός των άλλων δεν γνωρίζουν πότε θα μπορέσουν να ξανάρθουν. Οι γκαφράδες δεν έχουν τέτοιες ανησυχίες. Και αύριο εδώ θα είναι, και μεθαύριο κι όποτε γουστάρουν.

Η παραπάνω εικόνα δεν ανταποκρίνεται απόλυτα στην πραγματικότητα. Τα λαϊκά παιδιά δεν κάθονται μέχρι το σκούπισμα μόνο επειδή έσκασαν τα λεφτουδάκια που έβγαλαν με αίμα, δάκρυα κι ιδρώτα. Θα κάτσουν γιατί πραγματικά γουστάρουν, κι ας έχουν βγάλει κιρσούς στα πόδια απ' την ορθοστασία στον εξώστη. Τα νταλκαδιάρικα άσματα τους εκφράζουν και τους θυμίζουν το βασανάκι τους. Αντίθετα, οι περισσότεροι πλούσιοι πάνε καθαρά για την μόστρα, για τη λεζάντα, για να επιβεβαιώσουν το κοινωνικό και οικονομικό τους status.

  1. - Τι θα γίνει ρε μαλάκα Ηλία, θα την κάνουμε καμιά ώρα να πάμε και σπίτια μας; Ξέρεις αύριο δουλεύουμε κιόλας, σε περίπτωση που το ξέχασες…
    - Πας καλά ρε, τώρα στο καλύτερο θα φύγουμε, τώρα που γυρίζει; Κι εγώ δουλεύω αύριο, δεν κάνω έτσι. Στην τελική, μείνε μέχρι να φύγεις...
    - Αυτά τα κουλά να μην έλεγες ρε Λια, και τί στον κόσμο... Τέσπα, έτσι στο 'πα, κάνε ότι νομίζεις.
    - Έτσι μπράβο αγόρι μου, κούλαρε λίγο, χαλάρωσε και θα δεις δε θα σε χαλάσει. Και στην τελική το 'ξερες, ο Λιας αν δε σκουπίσει δε φεύγει από μαγαζί, όλα κι όλα.

  2. - Μαλάκα Ηλία, Παρασκευή που θα πας Πετρέλη - Οικονομόπουλο θα 'ρθω μαζί σου. Θα είναι κι ένα φιλαράκι από Καλαμάτα που φιλοξενώ.
    - Κανόνισε να μου την κάνεις όπως την άλλη φορά που έφυγες στις 2.30. Και στην τελική στα παπάρια μου, κάν’ την ότι ώρα θες, μόνο μη με πρήζεις και μη μ' αρχίζεις στα κλαψομουνίστικα, του στιλ έχω δουλειά την άλλη μέρα και δεν ξέρω γω τι άλλο.
    - Όχι ρε σου λέω! Είμαστε για σκούπισμα, κανονικά! Κι ο δικός μου καυλωμένος είναι, χώρισε και με τη δικιά του και καταλαβαίνεις. Προβλέπεται σκουπισματάκι αγόρι μου! - Καλά νταξ, το εμπεδώσαμε. Έμαθες κι εσύ ο άσχετος πως μιλάν οι μπουζουκάδες και τώρα ό,τι θυμάσαι χαίρεσαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συγκεκομμένος τύπος του εξοδούχος. Νεολογισμός που ευδοκιμεί στον ένδοξο Έψιλον Σίγμα (Ελληνικός Στρατός ντε), αυτή την κοιτίδα ανανέωσης της πατρίου ημών γλώσσης.

Γραμματικώς, είναι κατηγορηματικός προσδιορισμός, περιγράφει δλδ μια μη μόνιμη ιδιότητα του υποκειμένου, π.χ. ο Γιώργος είναι εξόδου απόψε (αλλά αύριο ποιος ξέρει, παίζει να τον φάει η μαρμάγκα και να χτυπήσει καμιά γερμανικούρα).

Διατί η συντόμευσις; Διότι στας ατελείωτας ώρας εντός του στρατοπέδου, τα κωλοφάνταρα, μη έχοντας πως να σκοτώσουν το χρόνο τους, ασελγούν επί της γλώσσας, όπως ακριβώς οι φυλακισμένοι και άλλες «ειδικές» πληθυσμιακές ομάδες. Πάνε κόντρα στην ορθοδοξία της επίσημης γλώσσας, και μεταχειρίζονται τους λόγιους τύπους της με τη δέουσα ασέβεια, όπως ακριβώς τους αξίζει: ακρωτηριάζοντάς τους.

Η φανταρίστικη ασέλγεια δεν περιορίζεται μόνο επί της γλώσσας. Ενίοτε επεκτείνεται και στο ίδιο το σώμα του φαντάρου (τατουάζ, τσαμπουκάδες, ντραγκς) ή - ακόμη καλύτερα - στο σώμα των συστρατιωτών του. Υπάρχουν διάφορα εξαιρετικά βίαια φανταρίστικα παιχνίδια για σκότωμα της ώρας, π.χ. ο περίφημος βεζίρης. Σε ακόμη πιο εξτρήμ καταστάσεις, λένε απλά πως στο στρατό ανακαλύπτεις τις κρυφές σου κλίσεις. Αλλά δε συνεχίζω μ' αυτά διότι αποτελούν αλλουνού παπά ευαγγέλιο.

Και κάτι τελευταίο. Το εξόδου ακούγεται και σαν γενική του έξοδος, κι όλοι έχουμε καταλάβει τα τελευταία χρόνια πόσο πιασάρικες είναι αυτές οι γενικές που αντικαθιστούν ονομαστικές, π.χ. ο τύπος είναι παμπλούτου (αντί πάμπλουτος), η κατάσταση είναι απαλεύτου (αντί απάλευτη), αυτά που μου λές είναι απιστεύτου (αντί απίστευτα) κ.ο.κ.

(στην παραμεθόριο)

- Μαλάκα, το βρίζουμε το κωλονήσι που μας στείλανε, αλλά έχει και τα καλά του. Πήγα χτες σ' ένα μπουρδελάκι στην πόλη που μου είχαν πει, κι η κοπέλα τα έσπαγε! Το καλύτερο τσιμπούκι της πενταετίας, άσε που τέτοιο θεόμουνο δεν παίζει με την καμία να γαμήσεις σε νορμάλ φάση. - Ναι ε; Καλά, θα πάω αύριο που είμαι εξόδου να ρίξω ένα βλέφαρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

...τα ζάρια. Πολλές φορές απαντάται στην πιο σύνθετη μορφή «πολύ τα κουνάς και δεν κάνει».

Το λες στον αντίπαλό σου στο τάβλι, όταν αυτός μπεγλερίζει τα κοκαλάκια υπέρ το δέον, ελπίζοντας με αυτό το τελετουργικό να επηρεάσει την τύχη του προς το καλύτερο. Δικαιολογημένος μεταξύ μας ο κουνιστής, διότι όπως κι αν το κάνεις, σου δίνει μια ηδονή να ακούς αυτό το χράκα-χρούκα μες την παλάμη σου, έχεις μια ψευδαίσθηση ελέγχου αυτού που δεν μπορεί να ελεγχθεί.

Η φράση εκφέρεται απαραιτήτως με βαθυστόχαστο, πολύξερο ύφος χιλίων καρδιναλίων. Τα γελάκια αντενδείκνυνται. Ο εκστομίζων είναι συνήθως ο έμπειρος της υπόθεσης, ο παλιός ταβλαδόρος, που αντιμετωπίζει με συγκρατημένη συγκατάβαση τον νιούμπη αντίπαλό του. Λέγεται όμως και μεταξύ ισάξιων παιχτών, σε φάση χαβαλέ κι έτς. Να τονιστεί το κι έτσι, διότι πολλοί τέτοιοι χαβαλέδες έχουν καταλήξει σε παρεξηγησάρες χοντρές.

Με το να πεις πολύ τα κουνάς, επισημαίνεις στον αντίπαλο τη ματαιοπονία του, το μάταιον της προσπάθειάς του. Του ρίχνεις το ηθικό στα τάρταρα. Του κάνεις τα νεύρα τσατάλια, ιδίως με το θυμοσοφικό, ψαγμένο υφάκι σου. Είναι σα να του λες πως ό,τι κι αν κάνει, όσο κι αν χτυπάει τον κώλο του χάμω, θα το πιει τελικά το τσάι του, τέτοιο κατσίκι που είναι. Πόσο μάλλον που η κίνηση του ζαροκουνήματος φέρνει σ' εκείνην της πεοκρουσίας...

Σε περίπτωση δε που ο κουνιστής είναι ντιπ για ντιπ ψάρακας, μπορεί και να αντιτείνει κάτι αμυντικό του στυλ: «γιατί δηλαδή, κι αν τα κουνάω τι θα γίνει;». Τότε - αφού αφήσεις σκοπίμως να κυλήσουν ορισμένες στιγμές αμηχανίας - τον κοιτάς αφ' υψηλού, με ένα πονηρό στραβό γελάκι να διαγράφεται στην άκρη του στόματος, και σε στυλ «άσε, μή μάθεις ... θα μπλέξεις». Δηλαδής και καλά μη ρωτάς πολλά, κάνε δουλειά σου, μη θες να τα μάθεις όλα με τη μία, κι όταν αργότερα βγεις απ' τ' αυγό σου και ξετσουτσουνίσεις, εδώ είμαστε πάλι και τα λέμε.

Να πούμε τέλος, ότι εξίσου σπαστικό με το να κουνάει κάποιος τα ζάρια πολλή ώρα, είναι και το να μη τα κουνάει καθόλου, να τα ρίχνει ξερά. Τρία τινά μπορεί τότε να συμβαίνουν: ένα, να πρόκειται για περίπτωση λαμογιάς, οπότε του λες σπάστα και ξαναρίχτα. Δύο, να είναι νέοπας στο ταβλέτο και να μην έχει μάθει ακόμη πως ένα ελάχιστο κούνημα επιβάλλεται ούτως ή αλλέως. Τρίο, να βαριέται να παίξει, πράγμα ανεπίτρεπτο, διότι το τάβλι θέλει κέφι, θέλει μπρίο, θέλει ζωντάνια βρε παιδί μου (σαν τη Ζωζώ Σαπουντζάκη ένα πράμα). Αν βαριέσαι, απλά κλείσ' το το ρημάδι και μη μας μεταδίδεις και μας τη μουργελίτιδα που σε δέρνει...

- Ντόρτια.
- Να τα μας! Με το καλημέρα σας κι ο Γιαννάκης έστησε δυο πόρτες... Πάλι βρε με αράπη κοιμόσουνα χτες; Και σου 'χω πει να το κόψεις αυτό το βίτσιο, σε χαλάει!
- Σειράς. - (χρούκου χρούκου χρούκου χρούκου χρούκου) Όχι πάλι ρε πούστη μου, ασσόδυο και γαμώ τη μέρα της κηδείας μου! Τρίτη συνεχόμενη φορά που ξεκινάω με τον κώλο.
- Εμ, στα 'χω πει, πολύ τα κουνάς φίλε μου και δεν κάνει. Άκου μας και μας που είμαστε της σχολής των τριών Φ...
- Των ποιών;
- Τα τρία Φ του ταβλιού αγόρι μου: φοιτητής, φαντάρος, φυλακισμένος... Έχω κάνει απ' όλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καράβι, γενικότερα η ναυτική ζωή.

Χρησιμοποιείται κατά κόρον στο Πολεμικό Ναυτικό (για τους υπηρετήσαντες Πι-Νι), αλλά και για εμπορικά πλοία (γκαζάδικα, φορτηγά, λιγότερο ποστάλια). Ενίοτε απαντά και στον πληθυντικό: οι λαμαρίνες.

[I] Η λαμαρίνα, η λαμαρίνα όλα τα σβήνει
μας έσφιξε το Κuro Siwo σα μια ζώνη
κι εσύ κοιτάς ακόμη πάνω απ' το τιμόνι
πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι[/I]

...έγραφε ο Νίκος Καββαδίας για τις πλωτές αυτές φυλακές. Η λέξη εγκλείει εντός της όλη τη συσσωρευμένη πικρία, όλα τα βάσανα, τα χωσίματα, τα πακέτα που συνεπάγεται η ζωή στα καράβια.

Να περνάς μήνες μακριά απ' τους δικούς σου. Να χάνεσαι με τα φιλαράκια σου. Να σου γίνεται το στομάχι κώλος (τουλάστιχον τους πρώτους μήνες). Να μην μπορείς να στεριώσεις - κυριολεκτικά! - μια σταθερή σχέση με γυναίκα.

Αν έχεις σχέση, να σε τρωει η αγωνία για το τι κάνει, που βρίσκεται, αν σε κεράτωσε, αν βρήκε άλλον, και να ξοδεύεις πεντακοσαριές στο γαμημένο το κινητό για να της μιλάς (κι αυτή να σου κάνει κόνξες και να στο παίζει δύσκολη, έτσι είναι αφού σε κρατάει απ' τ' αρχίδια, κακόμοιρε).

Η μόνη σου επιλογή για σεξ να είναι οι πουτάνες των λιμανιώνε, αν όμως λάχει κι είσαι και λίγο συναισθηματίας και δεν γουστάρεις πουτανιάρικες φάσεις, τότε τότε γάμα τα.

Να είσαι αναγκασμένος να βλέπεις κάθε μέρα τους ίδιους τσάτσους και ρουφιάνους που δε γουστάρεις (μιλάω κυρίως για τους χαμηλόβαθμους μονιμάδες του Π.Ν, ΕΠΥ και ΕΠΟΠ).

Να σου πρήζουν συνέχεια τον πούτσο για το πόσο επικίνδυνο είναι το τούρκικο ναυτικό. Να είσαι σε κάποιο νησάκι, π.χ. Ρόδο, και μόλις πάει να χαλαρώσει λίγο η φάση να σκαει σήμα ότι βγήκε κάποιο τούρκικο πλοίο και πάμε να το ακολουθήσουμε. Να αράζει το γαμόπλοιο σε θέσεις απόκρυψης, μες την ερημιά, παρέα μόνο με τα καβούρια, και να ξέρεις ότι λίγα χλμ. πιο δίπλα είναι π.χ. το Φαληράκι με τις χιλιάδες ξέκωλες Αγγλίδες. Μιλάμε για μαρτύριο του Σίσυφου, του Τάνταλου και των Δαναΐδων μαζί.

Συνηθέστατες οι φράσεις: μας έφαγε η λαμαρίνα, λιώσαμε τόσα χρόνια μες τη λαμαρίνα, μας ρούφηξε τη ζωή η λαμαρίνα.

Η καλύτερη φάση για τους μονιμάδες του Πολεμικού Ναυτικού, εκτός βέβαια απ' το να βγουν σε υπηρεσία στεριάς, π.χ. να πάνε σε κάνα θέρετρο Αγίας Μαρίνας κι έτσι, είναι να πάει η λαμαρίνα για επισκευές. Τότε αναγκαστικά τα ταξίδια αναβάλλονται κι όλοι εύχονται να κρατήσει η επισκευή όσο πιο πολλούς μήνες γίνεται (αν είναι να διαλυθεί και τελείως το γαμόπλοιο, ακόμη καλύτερα).

Τέλος, όταν όλα είναι κομπλέ και επίκειται αναχώρησις, είθισται τα ναυτάκια να τραγουδάνε μεταξύ τους ειρωνικά το άσμα της Ελένης Δήμου «ετοιμάζω ταξίδι μοναχά για πάρτη σου, στα μεγάλα νησιά του μυαλού και του χάρτη σου»...

- Μας ήπιε το αίμα η λαμαρίνα.

- Γαμώ τη λαμαρίνα μου μέσα γαμώ.

- Να πέσει μια μπόμπα ρε φίλε να γίνουν καρφιά όλες οι λαμαρίνες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

θυμιάζω / θυμιατίζω: Καπνίζω. Φουμάρω. Τσιγαρίζω.

Ως ευφημισμός για το κάπνισμα, το θυμιάτισμα χρησιμοποιείται συνήθως από το παπαδοσυνάφι, την παρασιτική εκείνη κλίκα που έχει προ πολλού πάρει εργολαβία και το ορίτζιναλ θυμιάτισμα. Εννοείται πως θα το ακούσει κανείς μόνο σε κλειστούς κύκλους, μακριά απ' τα μάτια και τ' αυτιά του χριστεπώνυμου πλήθους...

Όποιος έχει συναναστραφεί κατ' ιδίαν κληρικούς, και δη υψηλόβαθμους (δεσποτάδες και τα ρέστα) θα γνωρίζει καλά πως οι άνθρωπες αυτοί δε διαφέρουν ουσιωδώς σε τίποτα από μας τους λαϊκούς: έχουν τα ίδια γούστα, τα ίδια χούγια, τις ίδιες παραξενιές, τις ίδιες ανωμαλίες. Η μόνη τους διαφορά είναι που μας έχουν κατσικωθεί στο σβέρκο, ζώντας απ' το περίσσευμα που παράγουμε όλοι εμείς οι μαλάκες. Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο, που θα 'λεγε κι ο Φρειδερίκος. Δημόσιοι υπάλληλοι, αμ πως;

Το γούστο είναι πως και οι ίδιοι, έχοντας πλήρη συναίσθηση της αχρηστίλας και του παρασιτισμού τους, κάνουν τη σχετική πλακίτσα και αυτοσαρκάζονται. Οι μάσκες πέφτουν και τα προσχήματα καταρρέουν όταν βρίσκεσαι με καλή παρεούλα... Αποδομούν και τα σχετικά με το «λειτούργημά» τους, εξ ου και θυμιάζω = φουμάρω. Αρέσκονται ακόμη σε κατινίστικα κακεντρεχή σχόλια προς κάθε κατεύθυνση, αναπολούν με νοσταλγία τα βυζιά της κουμπάρας στον τελευταίο γάμο, σιχτιρίζουν τα μπαστάρδια που δε βγάζουν το σκασμό την ώρα της βάφτισης ή της «θείας» μετάληψης, και πολλά άλλα θεάρεστα και ευσεβή.

Στην τελική όμως, για να είμεθα δίκαιοι με τα τραγιά, δε μπορούμε να μη τους βγάλουμε το καπέλο για τη συσχέτιση των θείων και του καπνού. Διότι τα καπνά είναι πράμα ευλογημένο, όπως ο σίτος, η άμπελος και το έλαιον. Διότι και των μαντείων οι χρησμοί σ' άγιο καπνό υφαίνονταν. Διότι υπάρχει ο όρκος στο τσιγάρο που κρατώ, στον ένα μου θεό (δεν τον πάω τον Κότσιρα αλλά άσχετο). Διότι το κάπνισμα φέρνει τους ανθρώπους πιο κοντά και εξημερώνει τα ήθη (βλέπε Πίπα της Ειρήνης). Γιατί κάθε τσιγάρο είναι μια προσευχή, σαν το άναμμα ενός κεριού. Γιατί το τσιγάρο είναι ο μόνος φίλος που καίγεται για σένα. Γιατί μόνο έτσι καλμάρουν τα νεύρα μας. Γιατί κάνει ωραίο στυλ (δε μπορώ να διανοηθώ ωραία γκόμενα και να μη καπνίζει). Γιατί σ' αυτή τη ρημαδοζωή είναι ότι φάμε κι ότι πιούμε κι ότι αρπάξει ο κώλος τους. Γιατί δε θα πεθάνουμε ποτέ κουφάλα νεκροθάφτουλα. Γιατί δεν ψαρώνουμε από άψυχα κουφάρια όπως «ποιότητα ζωής» και «σεβασμός στο περιβάλλον». Γιατί έτσι μας αρέσει.

Τέλος, γιατί από σήμερα κάθε τσιγάρο είναι μια φωτιά αντίστασης ενάντια στα ορθόδοξα πολιτικά δόγματα, ενάντια στην τυραννία του ορθού, ενάντια στον καρκίνο του υγιεινισμού και του αποστειρωτισμού. Ένας κόλαφος για τον εξουσιαστικό μπαμπούλα, ένα πλήγμα στην πανούκλα της κανονιστικότητας και της νομοτέλειας.

- Σεβασμιώτατε, προτείνω να συνεχίσουμε την κουβέντα μας στον εξώστη, όπου θα μπορούμε και να θυμιάσουμε συν τοις άλλοις.. Διότι, πιστέψτε με, έχω να σας αποκαλύψω ορισμένες πληροφορίες για τους ανταγωνιστές σας που σίγουρα θα σας ενδιαφέρουν...

- Ναι τέκνον, συνετώς ομίλησες, έχωμεν χαρμανιάσει τόσην ώραν άνευ των σεπτών ημών σιγαρέττων παπαστράτων...

(από xalikoutis, 05/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με τους όρους νταλικέρης, γυναίκα-νταλικέρης, νταλικέρισσα, περιγράφουμε μεταφορικώς άτομα θηλυκού φύλου τα οποία έχουν υιοθετήσει πρότυπα και συμπεριφορές που παραδοσιακά προσιδιάζουν στα αρσενικά. Η πρόσληψη όμως αυτή έχει γίνει με τρόπο επιφανειακό και κραυγαλέο, με σκοπό να πουλήσουν μούρη και να το παίξουν ιστορία. Έχουν δλδ καταπιεί αμάσητα τα ανδρικά χούγια, χωρίς να έχουν αφομοιώσει την βαθύτερη ποιότητα του ανδρικού ήθους. Εξ ου και η γενικά υποτιμητική σημασία των όρων. Αντιθέτως, ο όρος αντράκι (για γυναίκα πάντα) έχει κατά κανόνα θετικό πρόσημο: υπογραμμίζει χαρίσματα όπως επιμονή, αποφασιστικότητα, καρτερία, εντιμότητα κλπ.

Η γυναίκα-νταλικέρης έχει πολλά κοινά γνωρίσματα με μια καγκουρογκόμενα (εννοούμε όχι την γκόμενα του κάγκουρα, αλλά μια γκόμενα με δική της, αυτόφωτη καγκουροσύνη). Ωστόσο οι δύο όροι δεν ταυτίζονται, με τον δεύτερο να χρήζει αυτοτελούς πραγμάτευσης σε ιδιαίτερο λήμμα. Επίσης, πολλαπλές και άκρως ενδιαφέρουσες είναι οι νοηματικές διασυνδέσεις μεταξύ νταλικέρισσας και bitch (καθαρόαιμο και σκυλί του πολέμου λεγόμενο).

Ο όρος καθόλου μα καθόλου δεν έχει να κάνει με την εξωτερική εμφάνιση. Μια νταλικέρισσα δεν είναι απαραίτητα ούτε αντικαβλέ ταγάρι, ούτε μπάζο, ούτε καν νταρντάνα. Μπορεί κάλλιστα να είναι μια λίαν ευπαρουσίαστη και καυλωτική Μπάρμπι, όπως μπορεί επίσης να είναι λεπτεπίλεπτη και μικροκαμωμένη, μια γκόμενα-μινιόν, μια γκόμενα-μπρελόκ, μια γκόμενα τσέπης, ένα εύθραυστο μπιμπελό... Τέλος, η νταλικέρισσα δεν είναι απαραίτητο να είναι λεσβία, αν και το αντίστροφο ισχύει στο 99% των περιπτώσεων (δλδ σχεδόν όλες οι λεσβίες νταλικοφέρνουν).

Η γυναίκα-νταλικέρης είναι συνήθως αυτό που λέμε αλητάκι, της πιάτσας. Έχει ψηθεί στους δρόμους, ξέρει από ζωή και από ανθρώπους. Γουστάρει κάργα την ανδρική παρέα, χωρίς απαραίτητα να είναι αγοροκόριτσο. Είναι - ή νομίζει πως είναι - μαγκιόρα / μαγκιόρισσα, με μια μαγκιά όμως μάλλον κακοχωνεμένη και με αρνητικές συνδηλώσεις. Λατρεύει να περιαυτολογεί (σ' αυτό δε διαφέρει από τις άλλες γυναίκες).

Σήμα κατατεθέν της νταλικέρισσας είναι η μπάσα και βραχνή φωνή της. Αποτέλεσμα επιτήδευσης, στο οποίο έχουν ουκ ολίγον συμβάλλει και τα εκατομμύρια τσιγάρα (νόμιμα και μη) που έχει πιεί στη ζωή της. Σε εξτρήμ περιπτώσεις, το βράχνιασμα έχει προκληθεί και από τη χρήση στεροειδών αναβολικών, τα οποία κυριολεκτικά ανδροποιούν τη γυναίκα (σταμάτημα περιόδου, εξαφάνιση στήθους, τριχοφυΐα, υπερβολικές καύλες, νεύρα κλπ).

Ο τρόπος ομιλίας της συμβαδίζει απόλυτα με το περιεχόμενο της ομιλίας αυτής. Η νταλικέρισσα καταναλώνει τεράστιες ποσότητες σλανγκ, μπινελικίων, γαμοσταυριδίων. Συχνά ξεκινάει τις προτάσεις τις με ένα «ρε φίλε» ή «ρε γαμώτη μου». Λέει συχνά στ' αρχίδια μου ή στο μουνί μου. Σε πιο καμένες περιπτώσεις, μπορεί ακόμη και να κλάνει ή να ρεύεται. Με δυο λόγια, ιδανική γυναίκα για το μικρό μας σάιτ (που όμως τελευταία υφίσταται - φευ - τη διαβρωτική δράση όψιμων εκπροσώπων της κοσμοθεωρίας του γουτσισμού...)

Η νταλικέρισσα έχει κατά κανόνα γράψει πολλά πεοχιλιόμετρα στη ζωή της. Αντιμετωπίζει τους γκόμενους ως μουνιά, μιμούμενη την ανδρική φρασεολογία. Όταν περιγράφει τις συνευρέσεις της, είναι λιγότερο σουρεαλιστική και αρκείται απλά στο να πει πως του έριξε κανά δυο μουνιά. Στις σχέσεις της - αν κατ' εξαίρεση κάνει κάτι τέτοιο - απεχθάνεται την πολλή τρυφερότητα, ενώ στο σεξ έχει απομυθοποιήσει και αποφεύγει τα πολλά προκαταρκτικά (όπως ακριβώς κι οι άντρες). Δεν τρέφει καμιά εκτίμηση για τους μετροσέξουαλ, τους θεωρεί φλωράτσες. Η ίδια ισχυρίζεται πως ψάχνει το απόλυτο αρσενικό, αυτό που θα δαμάσει το θηρίο που κρύβει μέσα της. Για να δει κάποιον πιο σοβαρά, θα πρέπει «να έχει πολύ μεγάλα αρχίδια, γιατί αρχίδια ούτως ή άλλως έχω κι εγώ» (αυθεντική ατάκα). Τα «αρχίδια» αυτά μεταφράζονται σε μεγάλη οικονομική επιφάνεια, νταηλίκι, βαρβατίλα, προστυχιά, αλητεία, περιπετειώδη διάθεση. Γι' αυτό και προτιμούν επιχειρηματίες, ιδιοκτήτες νυχτερινών μαγαζιών, μπράβους, αθλητές, drug-dealers, νταραβεριτζήδες και κουμανταδόρους. Και, ναι, καλά το καταλάβατε, ο κόσμος του πνεύματος και της διανόησης τις αφήνει παντελώς αδιάφορες. Ίσως τρέφουν μια γενική και αόριστη εκτίμηση για τους γραμματιζούμενους, αλλά όχι και να μπλέξουν και μαζί τους, για όνομα...

Μίνι κατάλογος με επώνυμες νταλικέρισσες

(εννοείται ότι δεν ανταποκρίνονται στα πάντα όλα της ανωτέρω περιγραφής, αλλά εντάσσονται εντούτοις στο γενικό νταλίκα-mood).

Bάνα Μπάρμπα

Άννα Βίσση

Άντζελα Δημητρίου

Μαρία Σολωμού

Σάσα Μπάστα

Ντέσσυ Κουβελογιάννη

Βούλα Πατουλίδου

Λιάνα Κανέλλη

Τζόρτζια από τους Μπλε

Amy Winehouse

(o κατάλογος παραμένει ανοιχτός προς συμπλήρωση)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωμικό πολύ διαδεδομένο στον αθλητικό χώρο και, πιο συγκεκριμένα, στον χώρο της αθλητικής δημοσιογραφίας, εκεί όπου χρόνια τώρα μαίνεται η κόντρα ποδοσφαιρικών και μπασκετικών. Αντικείμενο των διαξιφισμών - τεχνητά συντηρούμενων σε μεγάλο βαθμό - είναι το ποιο από τα δύο αθλήματα είναι το καλυτερότερο, το πιο μαγκιόρικο, το πιο αρχιδάτο, το πιο αντρουά, το πιο δημοφιλές. Το χρησιμοποιεί συστηματικά και το έχει κάνει ευρύτερα γνωστό ο Γιώργος Γεωργίου, ασφαλώς όμως προϋπήρχε.

Το ό,τι παίζεται με τα χέρια είναι μαλακία θα αποτελέσει κάποτες το περήφανο motto στο μπαϊράκι του κράτους των ποδοσφαιράκηδων (όπως το Ordem e Progresso είναι το motto στη σημαία της Βραζιλίας ένα πράμα), όταν αυτό επανιδρυθεί μετά το ξερίζωμα και της τελευταίας μπασκέτας επί ελληνικού εδάφους, σε σχολεία, πλατείες, αθλητικά κέντρα, όπου εν συνεχεία θα στρωθεί αγνό πράσινο χορτάρι.

Διότι η Ελλάς ήτο, είναι και θα παραμείνει εις τον αιώνα τον άπαντα το κράτος της Μπάλας. Και ως γνωστόν Μπάλα είναι μόνο μία, η τιμημένη ασπρόμαυρη, όχι αυτή με τα καυλόσπυρα (δλδ η μπάλα του μπάσκετ, όνομα το οποίο οι ποδοσφαιρικοί αποφεύγουν και να προφέρουν ακόμη, αναφερόμενοι σε αυτό σχεδόν πάντα δια της πλαγίας οδού, όπως όταν λέμε Ακατανόμαστος και εννοούμε Νταλάρας).

Η Μπάλα (χαϊδευτικά μπαλίτσα, βλ. το Αλεφάντειο «μάθε μπαλίτσα αγόρι μου») είναι το μεράκι του φτωχού και βασανισμένου λαού, ενώ το μπάσκετ είναι όσο να το κάνεις πιο κυριλάουα και άρα πιο φλώρικο. Μπαλίτσα μπορούν να παίξουν όλοι: κουτσοί, στραβοκάνηδες, κουλοί (κατεξοχήν!), κοντοί (μέχρι σε φάση κλάνω και σηκώνεται σκόνη), ηλίθιοι. Οι καταβολές της Μπάλας χάνονται στα βάθη των αιώνων, ενώ το μπάσκετ είναι παιδί του σωλήνα, που είδε το φως σ' ένα αμερικάνικο κολέγιο μόλις το 19ο αιώνα. Η Μπάλα είναι κάτι πολύ παραπάνω από ένα απλό παιχνίδι, είναι θεμελιώδες ανθρώπινο Δικαίωμα, που πρέπει να καταγραφεί αυτοτελώς στη Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών.

Κανονικά, το ρητό στρέφεται και εναντίον παντός άλλου αθλήματος που εμπλέκει τη χρήση χειρών, ήτοι βόλεϊ (πετοσφαίριση), πόλο (υδατοσφαίριση), χάντμπολ (χειροσφαίριση) κ.ο.κ. Αυτά όμως είναι οι φτωχοί συγγενείς των δύο μεγάλων αθλημάτων, κοινώς ποιος τα γαμεί, who gives a fuck anyway; Ποδόσφαιρο όμως και Μπάσκετ είναι πλέον ένα από τα βασικά αντιθετικά ζεύγη με τα οποία προσανατολίζεται η ανθρώπινη σκέψη (και με τα οποία μας εξοικείωσε ο Claude Levi-Strauss): Καλό-Kακό, Σωστό-Λάθος, Φύση-Νόμος, Θεωρία-Πράξη, Αρσενικό-Θηλυκό, Ωμό-Μαγειρεμένο, Ανθρωποφαγία-Χορτοφαγία, Μπαρόκ-Κλασικό, Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός και τόσα άλλα.

Παραλλαγή: «σε άθλημα που παίζεται με τα χέρια, η μαλακία είναι πρόχειρη». Τάδε έφη τιτανοτεράστιος Γιάννης Ιωαννίδης ως προπονητής του Γαύρου, σε χαμένο τελικό με το Βάζελο.

Για μια σχετική συζήτηση, βλέπε και εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από την κλασική σημασία, υπάρχει και έτερη δευτερογενής, εκ της κλασικής προερχόμενη.

Ταρίφας είναι ο θύμας εκείνος, τον οποίο όλοι εκμεταλλεύονται για να τους πηγαινοφέρνει με το γιωταχί του. Συνήθως δεν είναι άτομο που χαίρει ιδιαίτερα μεγάλης εκτίμησης, ωστόσο όλοι θέλουν να τα έχουν καλά μαζί του, για ευνόητους λόγους.

Ταρίφας μπορεί να είναι κάποιος που μόλις αγόρασε καινούργιο αμάξι και ψάχνει ευκαιρία για να το μοστράρει και να γράψει χιλιόμετρα, με μια κουβέντα να κάνει απόσβεση τα λεφτουδάκια του. Ταρίφας μπορεί να είναι κάποιος πολύ αφελής και αγαθιάρης τύπος, που την έχει δει Μητέρος Τερέζος κι έτσι. Περιστασιακά, όλοι έχουμε υπάρξει ταρίφες, για διάφορους λόγους, π.χ. επειδή στην συγκεκριμένη φάση ήμασταν καυλωμένοι για αυτοκινητάδα και αδράξαμε την ευκαιρία, ή - συνηθέστερα - όταν είχαμε κάποιου είδους υποχρέωση σε αυτόν που μεταφέραμε.

Ο all time classic ταρίφας είναι βεβαίως ο αγαμίδης / λιγούρης / χασογάμης / λούζερ με τις γυναίκες / ο που δεν το 'χει με τα θηλυκά. Ούτος ο κακοδαίμων προσδοκεί ότι δια της εξυπηρετήσεως (ταριφικής) θα κάνει τη γκόμενα που μεταφέρει να τον συμπαθήσει, να τον δει μ' άλλο μάτι, να νιώθει υποχρεωμένη απέναντί του και εν τέλει να του κάτσει. Στη συντριπτική των περιπτώσεων πλειοψηφία, ο ταρίφας μένει με το πουλί στο χέρι, έχοντας αποσπάσει απ' τη γκόμενα μόνο ένα τυπικό «ευχαριστώ πολύ» ή ένα «να 'σαι καλά, τα λέμε» όταν την αποβίβαζε. Το οποίο όμως ευχαριστώ, κατά κανόνα λέγεται και με μια δόση τσαχπινιάς, ούτως ώστε να εξακολουθήσει να ελπίζει ο μαλάκας ο ταρίφας και να συνεχιστεί κανονικά στο μέλλον η εκμετάλλευση της βενζίνης του. Αυτά είναι με τις καριόλες! Εν προκειμένω, ο ταρίφας ταυτίζεται κατά το μάλλον ή ήττον με τον καληνυχτάκια.

Ενίοτε, ένας ταρίφας δύναται να πάρει προαγωγή και από καληνυχτάκιας να γίνει γκομενοφύλακας, ήτοι ο θλιβερός εκείνος τύπος ο οποίος πηγαινοφέρνει την γκόμενα (ή και ολόκληρη γκομενοπαρέα) σε δουλειές, πανεπιστήμια, βραδινές εξόδους κλπ, εκτελώντας παράλληλα χρέη ψυχοθεραπευτή, σύμβουλου μόδας, υπευθύνου ασφαλείας κλπ. Ο ερίφης λιώνει μέσα του απ' την καψούρα και προσδοκεί ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος, αλλά η γκόμενα τον βλέπει σαν κάτι μόλις παραπάνω από υπηρέτη (ουπς, σαν φίλο ήθελα να πω)!

  1. - Πάμε για κανά καφέ το απόγεμα;
    - Φίλε το κανονίζουμε για άλλη μέρα, έχω να πάω τη Γιάννα στον οδοντίατρο.
    - Ε ας πάρει τον κώλο της να πάει μόνη της! Ταρίφας έχεις γίνει, το 'χεις πάρει πρέφα;

  2. - Άκουσες που ο Ηλίας κι ο Κατσαρίδας βγήκανε με δυο γκόμενες που γνώρισαν απ' το τσατ;
    - Όχι, για λέγε..
    - Τίποτα, τις πήγαν Κολωνάκι και καλά, αλλά πήραν τ' αρχίδια μου ως συνήθως και στο τέλος χρεώθηκαν και την ταριφική μέχρι το Κορωπί στου διαόλου τη μάνα που έμεναν οι γκόμενες.
    - Αυτά είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φιλόσοφος, νομικός, κοινωνιολόγος, επικοινωνιολόγος, θεατρικός συγγραφέας, κριτικός, καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου και εσχάτως ποιητής Γιώργος Βέλτσος, αποτελεί ένα απο τα πλέον αμφιλεγόμενα πρόσωπα της ελληνικής δημόσιας σκηνής. Διαθέτει φανατικούς φίλους και εξίσου φανατικούς εχθρούς.

Μαθητής του καμπόσου Jacques Derrida, αποτελεί τον καθ' ημάς Απόστολο της Ποστίλας και της Μεταμοντερνιάς, φιλοσοφικών τάσεων ακμαζουσών εν τη Εσπερία. Απίστευτα εκκεντρικός και ιδιόρρυθμος, μορφή υπερτεράστια, παμμέγιστη, κυριολεκτικά ανύπαρκτη. Όπως άλλωστε κι ο ίδιος λέει: «ο Γιώργος Βέλτσος δεν υπάρχει, υπάρχει μόνον ο αντι-Βέλτσος ή αλλιώς ο μη-Βέλτσος». Κι ό,τι καταλάβατε, καταλάβατε.

Σλανγκικώς, το όνομα του Γιώργου Βέλτσου χρησιμοποιείται με δύο κυρίως τρόπους:

  • Ο φωτεινός παντογνώστης, ο υπερεγκέφαλος, η κινούμενη εγκυκλοπαίδεια, ο ειδικός επί παντός επιστητού, ο άνθρωπος με τις απεριόριστες θεωρητικές ικανότητες, ο άνθρωπος που σίγουρα δε θες να παίξεις τρίβιαλ μαζί του. Χαρακτηρισμός κατά βάση θετικός.

- Πώς σου φανήκαν τα θέματα των εξετάσεων ρε φίλε;
- Νταξ, μια χαρά παλεύονταν. Δε χρειαζόταν να είσαι και Βέλτσος για να γράψεις.

  • Ο αμπελοφιλόσοφος, ο αερολόγος, αυτός που έχει προσβληθεί από οξεία λογοδιάρροια κι όλο μιλάει χωρίς να λέει τίποτα, ο ματαιόδοξος και ψευτοκουλτουριάρης διανοούμενος που πουλάει τρέλα παπαρολογώντας ακατάσχετα και ακαταλαβίστικα, ο πολυπράγμων σε βαθμό μαλακίας. Βεβαίως, το σκώμμα και ο μυκτηρισμός κατά των πάσης φύσεως θεωρητικών και θεωρητικολογούντων, δεν είναι κάτι καινούργιο, ανάγεται τουλάστιχον στην αρχαϊκή εποχή των Ελλήνων (βλ. Θαλής που περπατούσε αφηρημένος και σαβουριάστηκε στο πηγάδι, Νεφέλες του Αριστοφάνη όπου τρώει κράξιμο ο αιθεροβάμων Σωκράτης, Ηράκλειτος που έκραζε την «πολυμαθίην κακοτεχνίην» του Πυθαγόρα κλπ). Χαρακτηρισμός λοιπόν ξεκάθαρα αρνητικός.

«Περισσότερο από φιλοσοφία του υποκειμένου και της συνείδησης, μετά τό στρουκτουραλισμό και μετά τή διαλεκτική – ακόμα και στην αρνητική αντορνική εκδοχή της που απορρίπτει τις «συνθέσεις» των κοινωνικών επιστημών – μετά και από κάθε θεωρία της κοινωνίας που επαγγέλλεται τη χειραφέτηση είτε ως ριζική κριτική της γνώσης, είτε ως κριτική της ιδεολογίας και πάντως ως συνολική κριτική της κοινωνίας εν ονόματι ένός κανονιστικού και ουτοπικού ιδεώδους, κυρίως εναντίον κάθε «συνολιστικής αρχής» πού υποθετικά ενοποιεί ό,τι ουδέποτε πραγματικά θεματοποιείται από τον ακατονόμαστο βιωμένο κόσμο και τέλος με τη βεβαιότητα της εγγενούς αλήθειας του όλου και τη γνώση του αμφιβόλου αποτελέσματος της υπέρβασης, η μη-κοινωνιολογία, χωρίς την προκατάληψη του «αρνητισμού», την αισιοδοξία του «καθολικού προγραμματισμού» ή την υποκρισία του κάθε «ανθρωπολογισμού» αλλά με διάθεση αποκαταστατική της αυτοδιαψευσμένης νεοτερικότητας, ούτε ανακατασκευή του μαρξισμού, ούτε κριτική του κοινωνικού εξορθολογισμού αλλά ούτε και θεωρία της επικοινωνιακής δράσης στο αγγελικό πεδίο ενός δι-υποκειμενικού, κατανοητικού και ηθικού διαλόγου υπέρ του καθολικού consensus, αναδεικνύεται αποσπασματικά εκεί όπου η ενδο-υποκειμενική εννόηση έχει το λόγο ως γραφή σ’ ένα διαρκώς ανολοκλήρωτο έργο: το κείμενο, κατεξοχήν σημείο του καντιανού Υψηλού, δείγμα γραφής της μετα-μοντέρνας εποχής μας και πεδίο αυτού που ήδη υπάρχει μετα-γραφόμενο».

Το παραπάνω απόσπασμα προέρχεται από την εισαγωγή του πονήματος του Γ. Βέλτσου «Η Μη-Κοινωνιολογία». Ίσως μερικοί από μας να βγάζουν κάποια άκρη, όμως τέτοια παρόμοια κείμενα, που φαντάζουν αλαμπουρνέζικα για τους πολλούς, έχουν εδραιώσει την παραπάνω αρνητική εικόνα για τον καθηγητή.

Π.χ. - Ο Θανασάκης από τότε που πέρασε στη σχολή, πολύ έχει κουλτουρέψει ρε αδερφάκι μου. Κοκάλινο γυαλάκι, υφάκι βαθυστόχαστο, ατημέλητο και καλά λουκ, άσε που κυκλοφοράει συνέχεια μ' ένα βιβλίο φιλοσοφίας και το μοστράρει.
- Ναι ο μαλάκας, την έχει δει Βέλτσος κι έτσι. Νομίζει πως μ' αυτές τις δηθενιές θα βγάλει γκόμενα... Ανάθεμά με κι αν καταλαβαίνει κι ο ίδιος αυτές τις παπαριές που λέει.

(Ακολουθούν ορισμένες ανεκδοτολογικού τύπου ιστορίες / αστικοί μύθοι, που κυκλοφορούν για τα πεπραγμένα του Γιώργου Βέλτσου. Όποιος θέλει ας τα διαβάσει, όποιος δεν θέλει μπορεί να τα προσπεράσει. Εννοείται πως ο γράφων δεν λαμβάνει θέση επί της βασιμότητάς τους, απλώς παραθέτει)

  1. Κάποτε είχε πάρει την πάκα με τα γραπτά εξετάσεων που έπρεπε να βαθμολογήσει και είπε πως θα τα πετάξει όλα στον αέρα, και όποια «κάτσουν» με τη «μούρη», δηλ. απο τη μεριά που είναι γραμμένο το όνομα του φοιτητή κλπ, θα περάσουν. Όσα «κάτσουν» με την «όπισθεν», δεν πιάνουν τη βάση.

  2. Άλλο που είχε πει κάποτε: «όποιος πάει και περάσει τη Συγγρού από πάνω, πηδώντας δηλ. το διαχωριστικό, και όχι από την υπόγεια διάβαση, θα του βάλω 10 στις εξετάσεις».

  3. Όταν κάποιος φοιτητής δεν την πάλεψε με τα θέματα των εξετάσεων και του ζωγράφισε στην κόλλα αναφοράς ένα πέος, ο Βέλτσος του έβαλε 10!

  4. Μια φορά μπήκε στο αμφιθέατρο και διέταξε: «σηκωθείτε όλοι όρθιοι, τώρα!». Αφού όλοι υπάκουσαν, τους είπε: «είστε ζώα, είστε άβουλα πρόβατα, γιατί να με ακούσετε και να σηκωθείτε;»

  5. Είχε βάλει θέμα εξετάσεων με μοναδική ερώτηση «γιατί;» και ο μόνος που πέρασε ήταν αυτός που έγραψε «γιατί όχι;»

  6. Ο Γιώργαρος μπήκε μια φορά στο αμφιθέατρο και άρχισε να φωνάζει: «φέρτε μου εδώ ένα τούβλο! Δεν κάνω μάθημα αν δε μου φέρετε αμέσως ένα τούβλο μπροστά μου!».

  7. Λέγεται πως τριγυρνά στη Μύκονο μονίμως μεθυσμένος, αγκαλιά με βελτσοκρουσμένες φοιτήτριές του.

  8. Λέγεται πως ζητάει τον αριθμό εμφανίσιμων φοιτητριών του, τις οποίες κατόπιν παίρνει τηλέφωνο και τους λέει πάνω κάτω: «Γεια σου, είμαι ο Γιώργος ο Βέλτσος. Θες σε μία ώρα να βρεθούμε στο τάδε ξενοδοχείο και να κάνουμε έρωτα;».

  9. Θέμα βελτσικών εξετάσεων: «το αυγό». Μόνο μια λέξη, χωρίς καμιά απολύτως διευκρίνιση κι ότι καταλάβατε, καταλάβατε.

  10. Αντι-θέμα βελτσικών εξετάσεων: «Διατυπώστε μόνοι σας ένα οποιοδήποτε θέμα και απαντήστε το».

  11. Μια φορά χτύπησε το κινητό του Βέλτσου την ώρα που έκανε μάθημα. Όταν άκουσε κάτι που προφ δεν του άρεσε, σηκώθηκε κι έφυγε σιχτιρίζοντας, αφήνοντας τους φοιτητές σύξυλους. Τι είχε συμβεί; Το τηλεφώνημα ήταν από τα ΝΕΑ και του ανακοίνωνε την ακύρωση δημοσίευσης ενός κειμένου του.

  12. Δείπνο με τον τότε πρωθυπουργό Σημίτη σε κυριλάουα ρεστοράν. Σε μια δόση, όλοι βλέπουν έναν Βέλτσο εκτός εαυτού να ωρύεται προς τα γκαρσόνια και τους υπεύθυνους του εστιατορίου: «ΝΤΡΟΠΗ, Ο ΣΟΛΩΜΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΑ ΨΗΜΕΝΟΣ»!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατόπιν παροτρύνσεως γνωστής σλανγκίστριας και με την ομόθυμη στήριξη - πιστεύω - του σλανγκεπώνυμου πληρώματος, ο ορισμός του αγαπητού Ναστρεδίν συμπληρούται δια πολυτίμων (;) πληροφοριών κοινωνιολογικού ενδιαφέροντος, που ενσωματώνουν βιοτική πείρα του γράφοντος.

Γιατί λοιπόν ένα γαμήσι για το οποίο ίδρωσες, παρακάλεσες, σύρθηκες στα γόνατα, κοινώς έγινες τσιμπούκι, βγαίνει συνήθως ξινό;

  1. Τζένεραλλυ σπήκινγκ, υπάρχει μια μεγάλη κατηγορία ανθρώπηδων που για να φχαριστηθούν κάτι, οτιδήποτις (γυναίκα, φαΐ, ταξίδι κλπ), πρέπει να μην έχουν κοπιάσει γι' αυτό, να μην έχουν προσπαθήσει, καθώς και να μην έχουν αναγκαστεί να βάλουν το χέρι στο παντελόνι. Με μια κουβέντα, τους αρέσει να τα έχουν όλα στο πιάτο και τζάμπα.

Παραδείγματα:

α. Έχεις ξεκωλιαστεί όλη μέρα μες την κουζίνα για να ετοιμάσεις το τέλειο γεύμα: έχεις ανοίξει τσελεμεντέδες, πήρες τηλέφωνα σε ξεχασμένες θείτσες να σου πουν συνταγές, τραβιόσουνα σε ντελικατέσεν να βρεις τα σωστά ευγενικά υλικά, κατόπιν έφαγες στη μάπα όλη την ορθοστασία και την καπνίλα, άσε που κάθε τόσο χτύπαγε το ρημάδι το τηλέφωνο κι έπρεπε ξανά μανά να σκουπίζεις χέρια για να το σηκώσεις. Και την αγωνία για το αν θα πετύχει που την πας; Γι' αυτό λοιπόν, όταν έχουν όλα τελειώσει και έχει φτάσει η ώρα του τραπεζώματος, έχεις σιχαθεί τόσο που δε θες να ξαναδείς φαΐ ούτε σε φωτογραφία για τουλάστιχον 15 μέρες. Το μόνο που θες είναι να πας να ψοφήσεις...

β. Τα λεφτά που ξοδεύονται πιο αέρα πατέρα, που τα καις και τα λιώνεις και τα σκορπάς χωρίς να σε πολυνοιάζει, είναι τα λεφτά για τα οποία δεν σφίχτηκες , αυτά που για να τα βγάλεις δε σου έγινε ο κώλος σαν τασάκι, π.χ. λεφτά απο κληρονομιά, λεφτά από παράνομες δραστηριότητες (easy come easy go). Ον δε κόντραρυ, λεφτά τα οποία έβγαλες με τον ιδρώτα του προσώπατού σου, τα φυλάς σαν τον καρμίρη και τα κάνεις μασουράκια...

Και για να έρθουμε στα του μουνιού τώρα.

  1. Όταν κυνηγάς καιρό ένα μουνί, λογικό και επόμενο είναι να βάνεις με το μυαλό σου τα μύρια όσα για τις κρυφές της χάρητες, επί το λαϊκότερον φαντάζεσαι παπάδες. Οι προσδοκίες σου για το τι θα ακολουθήσει την πολυπόθητη κατάκτησή του, διαρκώς διογκώνονται. Αυτές ο αυξημένος ορίζοντας προσδοκιών ευθύνεται σε ένα βαθμό για την τελική σου απογοήτευση.

Παρεμφερής είναι η περίπτωση του διαρκώς ανικανοποίητου τύπου, ο οποίος κυνηγάει μουνιά μόνο και μόνο για λόγους αυτοεπιβεβαίωσης. Όσο συναντά αντίσταση από το θήραμα, τόσο πιο πολύ πωρώνεται. Αυθυποβάλλεται και πείθει τον εαυτό του πως το μουνί που ψήνει είναι το καλύτερο. Στην ουσία προβάλλει πάνω στη γκόμενα το ναρκισσισμό του, την καψούρα που έχει με τη δική του πάρτη, το πείσμα του, τον εγωισμό του. Νομοτελειακά, αυτού του τύπου όλα τα γαμήσια ξινά του βγαίνουνε. Η περίπτωσή του συνιστά άλλη μια απ' τις αλλοτριώσεις της εποχής μας, όπως θα έλεγε κι ο φιλόσοφας της παρέας μας.

  1. Όταν κυνηγάς καιρό ένα μουνί, ενδέχεται και να σου κάτσει επειδή απλά βαρέθηκε να σε βλέπει να τρέχεις από πίσω της σαν τον ΘουΒου. Ξέρει ότι μόνο αν σου κάτσει και στο καπάκι σε ξενερώσει, υπάρχει περίπτωση μετά να την αφήσεις ήσυχη. Ο καλός ο παίχτης ξέρει και εκμεταλλεύεται τέτοιες φάσεις, πετσώνει και την κάνει αυτός πρώτος.

-Άιντε αγοράκι μου, να με γαμήσεις να δω τι θα καταλάβεις!
(υπαρκτή ατάκα)

  1. Όταν κυνηγάς καιρό ένα μουνί, λογικό κι επόμενο είναι αυτή να κολακευτεί από το ενδιαφέρον, και να σου κάτσει ακριβώς επειδή έθρεψες τόσο τον εγωισμό της. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι σε γουστάρει κιόλας. Σου κάθεται μια δυο φορές, φχαριστιέται που σε βλέπει να αγκομαχάς και να λιώνεις από πάνω της ενώ εκείνη χασμουριέται ψάχνοντας το τηλεκοντρόλ, και μετά σε ξεφορτώνει. Το κάνει συχνά η Σαμάνθα του Σεξ ενντ δε Σίτυ.

  2. Πολλές φορές, ακόμη κι αν σε γουστάρει κάπως μια γκόμενα, το να τρέχεις από πίσω της σα παλαβός, σε ρίχνει στην εκτίμησή της. Διότι σου λέει, αυτός για να κάνει έτσι, πρέπει να έχει να γαμήσει μήνες ή πρέπει να έχει κάποια κουλαμάρα που διώχνει τις γυναίκες.

Είναι γνωστό άλλωστε ότι αυτό που μας προσφέρεται στο πιάτο ουδέποτε εκτιμούμε. Θέλουμε όλοι και όλες, να έχει το σασπένς της η υπόθεση, να μην είναι ο άλλος δεδόμενος. Άπαξ και κάτι θεωρηθεί δεδόμενο, είναι τελειωμένο ζήτημα. [Η διαπίστωση αυτή έρχεται σε αντίφαση με το παραπάνω κειμενάκι 1, όμως έτσι είναι αυτά, άβυσσος η ψυχή του άθρωπα, τι να κάνουμε τώρα, ρωτήστε και καμιά γιαλόμα κάτι παραπάνω θα ξέρει.

Καμιά φορά όμως, σε πείσμα του γαμημένου του Νόμου του Μέρφυ, η γκόμενα σου κάθεται, έτσι εις ανάμνησιν του αρχικού της ενδιαφέροντος. Η ουσία είναι όμως πως έχει πλέον ξενερώσει, δε σε βλέπει σα γαμιά πλέον που θα τη βάλει κάτω και θα της σκίσει τα πέταλα, αλλά μάλλον σαν ένα παιδάκι που δε θέλουμε να του χαλάσουμε το χατίρι και του μείνει κι απωθημένο. Πρόκειται δλδ για γαμήσι του ελέους, που κάθε άλλο παρά πχιοτικό και βρώμικο μπορεί να είναι...

Πολύ μεγάλη κουβέντα, απ' τη ζωή βγαλμένη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified