Μαγκιόρικη εκδοχή της προστακτικής «μπες». Ουδεμία σχέση με μπεκ πετρελαιοκινητήρων. Οιαδήποτε σχέση με Αστυνόμο Μπέκα-Ιεροκλή-την-έχω-δει-και-πολύ-γαμάουα-εκεί-στο-ντακάπο-που-αράζω, ερευνάται μετά πάσης επιμελείας.

Σοβαρά τώρα: Το «μπέκα» κάθεται ωραία στο αυτί (δλδ να το ακούς) και στο στόμα (δλδ να το προφέρεις) καθότι δισύλλαβο. Όλα τα δισύλλαβα είναι ρε πούστη μου πιασάρικα. Φαίνεται ανταποκρίνονται σε τίποτα στοιχειώδεις δομές εξέλιξης του ανθρώπινου εγκεφάλου και τα ρέστα (τεσπά, γλωσσολόγος δεν είμαι, όχι ακόμη τουλάστιχον).

Τσάκω τώρα παραδείγματα: Βίκη, Λένα, Ρένα, Σάσα, Μάσα, Γωγώ, Λίτσα, Νίτσα, Πίτσα, Τζίνα, Μίνα, Λίνα και λοιπά δευτεράντζικα - και καλά - ονόματα που παίζουν σε 090 καταστάσεις (ένας φίλος μου έχει πει το μεγαλειώδες, ότι δεν πάει με γκόμενα που το όνομά της έχει πάνω από δύο συλλαβές).

Ειδικότερα: το «Μπέκας» πρέπει να είναι αρβανίτικο (ή αλβανικό, μικρή η διαφορά). Βλ. και Λιάπης, Τόσκης, Γκέκης κλπ. Το «μπέκα» επανασυνδέει το λοιπόν - εν πολλοίς ασυνειδήτως - κάποιους από μας με τις αρβανίτικες ρίζες μας. Και δε μιλάμε για ένα απλό δισύλλαβο, αλλά για δισύλλαβο περιέχον ένα από κείνα τα διπλά τα σύμφωνα (μπ, ντ, γκ) που όσο να το κάνεις τη βγάζουν μια μαγκιά, μια αντρίλα, μια λαϊκότητα. Είναι μια απόλαυση να εκστομίζεις λεξούλες όπως μπάσταρδος, μπάστα, γκαμήλω (nick ομοφυλόφιλων), αγγούρι, νταξει, ντάγκλα, νταγλαράς κ.ο.κ.

(δεκαπεντάχρονα έξω από μπουρδέλο)

- Ρε Μήτσο, να το αφήσουμε καλύτερα; Έχω ακούσει εδώ Φυλής δεν παίζουν ωραία μουνιά...
- Ρε άστα σάπια μωρή κότα... Σε τα μας;... Αφού είπαμε, σήμερα χάνεις παρθενιά, δεν το 'παμε;
- Ναι ρε Μήτσο, το 'παμε, αλλά εμένα μου 'χει πάει το σκατό στην κάλτσα.
- Άιντε ρε μπέκα μέσα τώρα που βγήκε αυτός ο πακιστανός κι άσ' τα πολλά τα λόγια..

(από johnblack, 20/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Γαμάω» για τους σλανγκιάρηδες κύπριους. Επειδή όμως στην εν λόγω διάλεκτο η προφορά είναι το παν, αν κανείς πετάξει κυπριακούρα χωρίς το κατάλληλο αξάν, πολύ απλά το γάμησε και ψόφησε. Μορφή και περιεχόμενο πρέπει να συμβαδίζουν, και το να γνωρίζεις την ορθογραφία και το νόημα μιας κυπριακής λέξης χωρίς να κατέχεις και το προφορικό, δεν λέει απολύτως τίποτα. Κι είναι μανίκι το ρημάδι το κυπριακό αξάν για κάποιον που δε μεγάλωσε στη Μαρτυριάρικη Μεγαλόνησο. Θέλει τάλαντο στας ξένας γλώσσας (σοβαρολογώ, ή μάλλον, «σοβαρομιλώ» όπως λένε κάτω). Εδώ να φανταστείς, αναγνωρισμένοι και καλά μίμοι του στιλ μητσικώστας και δε το πετυχαίνουν. Τι να κάνουμε τώρα;

Και αφικνούμαι εις το προκείμενον: Αν πεις γαμώνω με ένα ν, είσαι φάουλ κι αν το πεις σε κύπριους θα φας το κράξιμο της αλεπούς. Όλη η μαγεία είναι στο διπλό ν: Προφέρουμε απαραιτήτως γαμώννω (και γεμίζει ο στόμας μας).

Οι αρχικοί χρόνοι έχουν ως εξής: ενεστ.γαμώνω , παρατ. μη δόκιμος (χρησιμοποιείται το επικρατούν γαμούσα), μελλ. γαμώσω, αόρ. εγάμωσα, παρακ. έχω γαμώσει (σπάνιο, συνηθέστερο το έχω γαμήσει).

Στα συν του γαμώννω η ομοιοκαταληξία του με άλλα συνώνυμα της τρισευλογημένης λέξης: κουμπώνω, φυστικώνω, ξεπατώνω, χώνω.

- άτε ρε κουμπάρε, πε μας ίντα ν' πούγινε με chείνην την μιτσά.. Εγάμωσές την, όξα περιπαίζει σε;
- Όι κόμα, μα μεν φοάσαι.. Εν να τη γγαμώσω chε ν' να τη στείλω στη μάμμαν της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ήρωας ενός παλιού μαθητικού στιχουργήματος της Δεκαετίας (μία είναι η Δεκαετία: αυτή της βάτας, της χαίτης, του κιτς, της ρόδας-τσάντας-και-κοπάνας, του atari, των ψηλοκάβαλων μέχρι τα βυζιά τζιν: του '80).

Ο λόγος στη λαϊκή μούσα.

«Άραβας στην Αραβία κυνηγούσε μια κυρία
η κυρία πορδοκλάνει κι ο Άραβας την καλοπιάνει:
έλα δω ευλογημένη, τώρα που 'ναι καυλωμένη
να σου βάλω τη μισή να τραντάξει το νησί
να στηνε βάλω όλη να πλαντάξει όλη η πόλη, να σου βάλω και τ' αρχίδια να πλαντάξουν τα γιοφύρια»

Eighties for ever!!

To λήμμα κλαίγανε (από Vrastaman, 22/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξαιρετικά ανορθόδοξη στάση οδήγησης δικύκλου. Ψαράκι κάνεις όταν ξαπλώσεις φαρδύς πλατύς μπρούμυτα πάνω στη σέλα, έχεις τα χέρια στο τιμόνι και το κεφάλι στο ίδιο (σχεδόν) επίπεδο με τα χέρια.
Σε φάση που σε δει κανείς από μακριά, παίζει να νομίσει πως το μηχανάκι τσουλάει μόνο του και να ψάχνει για οφθαλμίατρο... Τόσο «εξαφανισμένος» γίνεσαι.

Όπως ακριβώς και με τις περίφημες ποδοσφαιρικές κεφαλιές-ψαράκι, η συγκεκριμένη στάση οριζοντίωσης εγγυάται το μέγιστο αεροδυναμικό αποτέλεσμα, καθώς σώμα και μηχανή γίνονται ένα και το αυτό. Εις αμφότερες τις περιπτώσεις, μια κινούμενη βολίδα που κινείται με χίλια προς το στόχο της. Και στη μεν μπάλα ο στόχος είναι το πλεχτό, στη δε άσφαλτο, στόχος είναι η νίκη στον αυτοσχέδιο αγώνα (call me contra) ή εναλλακτικά, η απλή μόστρα, η φιγούρα, η λεζάντα.

Ψαράκια δεν βλέπει κανείς κάθε μέρα μπροστά του, κι υπάρχουν πολλοί λόγοι γι' αυτό. Καταρχήν είναι εξαιρετικά επικίνδυνο. Αν το επιχειρήσεις, θέλει αρχίδια (όπως λέει κι αυτή η διαφήμιση στεγαστικού στην τιβί) και πολύ καλή αίσθηση ισορροπίας. Με την παραμικρή μαλακία θα βρεθείς να έχεις αγοράσει οικοπεδάκι κοψοχρονιά...

Κατά δεύτερον, ψαράκια και λοιπά καραγκιοζιλίκια αποτελούν trademark αγνής καγκουριάς. Δυστυχώς όμως η εποχή της ρόδας τσάντας και κοπάνας μοιάζει να έχει περάσει ανεπιστρεπτί, κι έχει γεμίσει ο κόσμος φλωρομηχανόβιους γιάπηδες που κρατούν καμαρωτοί κάτι εξάμετρα mega-scooter, σωστές βάρκες στο γιαλό, τίγκα στην πλαστικούρα... Αυτοί οι φλωροσκουτεράδες προσπαθούν συνειδητά να διαφοροποιηθούν και να αποστασιοποιηθούν από οτιδήποτε θυμίζει την ένδοξη Δεκαετία του '80 (κόντρες, γκάζια, αλητείες), χασκογελώντας ειρωνικά, πίσω από τη φιρμάτη μασκοειδή τζαμαρία τους, όταν συναντούν τους τελευταίους πιστούς του Παπιού.

Παπάκι και ψαράκι πάνε πακέτο. Το παπί, λατρεμένο φτηνιάρικο εργαλείο των απανταχού καγκουροειδών, διαθέτει απ' τη μάνα του την πλέον αντι-αεροδυναμική θέση οδήγησης. Σου επιβάλλει να κάθεσαι σα να 'χεις καταπιεί μπαστούνι - πράγμα που έχει και τα καλά του - αν όμως θες να είσαι μάχιμος, πρέπει να σγούψεις. Να σγούψεις πολύ, τόσο πολύ που να κολλήσεις με το στήθος πάνω στη σέλα. Να γίνεις δλδ Ψαράκι. Αξίζει τον κόπο: πέρα απ' τη δόξα της νίκης και την αναγνώρισή του ως χερά, ο νικητής μιας κόντρας παίζει να πάρει και το ίδιο το μηχανάκι του χαμένου, αν έτσι έχουν στοιχηματίσει.

Αν θέλει κανείς να βλεφαριάσει κανά ψαράκι (και άλλα παρόμοια ζόρικα κόλπα) ας κατηφορίσει προς τα λιμανάκια της Βουλιαγμένης καμιά Πέμπτη βράδυ και να αράξει στην καντίνα (μία είναι). Με λίγη τύχη, αράζει και απολαμβάνει το θέατρο του παραλόγου, σε μια εποχή που η Λογική έχει προ πολλού βαρέσει κανόνι. Και καλά έκανε.

- Μαλάκα μου, μην πας και κανονίσεις τίποτα την Πέμπτη. Τα στήνει ο Τάσος μ' ένα τύπο από Καλλιθέα. Θα παίξουν τις άδειες...! - Πω ρε φίλε, τι λες τώρα! Παίζει να γίνει και καμιά μάχη μετά... Αν ο καλλιθεάτης ξηγηθεί πούστικα και δεν το δίνει...
- Φίλε, ο τύπος είναι ακροβάτης, δεν πάει για να χάσει. Κάνει παπάδες με το μηχανάκι: όρθιες σούζες, ψαράκια, έντο, ό,τι γουστάρεις κι αγαπάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κανονικώς επίρρημα, που εις την καθομιλουμένην σλανγκικήν προσλαμβάνει χροιάν επιφωνήματος. Το πετάμε συνήθως στο τέλος μιας ορισμένης φράσης του συνομιλητή μας (ή και κάποιου άλλου ξεκάρφωτου, που έτυχε να τον πάρει τ' αυτί μας) ως έκφραση ενθουσιασμού / επιδοκιμασίας. Εξυπακούεται πως ο ενθουσιασμός / επιδοκιμασία μπορεί να ενέχουν λανθάνουσα ειρωνεία, αν και είναι τις πιο πολλές φορές δύσκολο να χαραχθούν με ακρίβεια τα όρια ανάμεσα στην ειρωνική και τη μη ειρωνική χρήση μιας έκφρασης.

Με δυο λόγια, το «εύκολα» μπορεί να αποδοθεί ως «καλή φάση!», τζάμι, «ωραίος ο παίχτης!», ουάου, «τέλεια!», «ψώνιο!» κ.ο.κ. Διατηρώντας εντούτοις και την ανάμνηση της ορίτζιναλ επιρρηματικής σημασίας του, επισημαίνει ειδικότερα την χαλαρότητα / ευκολία / ανετίλα / στιλ / αρχοντιά / μαγκιά με την οποία επραγματώθη το περιεχόμενο της σχολιαζόμενης φράσης.

Εκτός από ανταπόκριση σε φιλόδοξη-ματαιόδοξη φραστική πιρουέτα, το «εύκολα!» σκάει επίσης στο καπάκι μιας παλικαριάς / ταρζανιάς/ ζεϊμπεκιάς. Η λειτουργία του είναι ομοίως επιδοκιμαστική. Η ταρζανιά δεν είναι απαραίτητο να ανήκει σε άλλον, αλλά μπορεί να πιστώνεται στον ίδιο τον σχολιαστή της. Εν τοιαύτη περιπτώσει το «εύκολα!», ως αυτοσχολιασμός, ισοδυναμεί με το «είμαι και πολύ γαμάουα!», «φτου σου αγορίνα μου», «καυλώνω με την πάρτη μου», «είμαι θεός ήλιος καλοκαιρινός» κ.ο.κ.

To «εύκολα» απαντάται συνήθως εις το τετράγωνον, ήτοι «εύκολα, εύκολα!» Η επανάληψη προσδίδει αφενός έμφαση στην εκδήλωση ενθουσιασμού, ενώ αφετέρου πιστοποιεί την σλανγκική χρήση του όρου (ενώ το απλό «εύκολα» φαίνεται πιο τετριμμένο και δημιουργεί στους άσχετους την ψευδαίσθηση εξοικείωσης με τη γλώσσα του δρόμου).

Είναι από κείνες τις λέξεις-πασπαρτού που, χωρίς να σημαίνουν και ιδιαίτερα πράγματα, σου κολλάνε μια ορισμένη περίοδο: τις χρησιμοποιείς κατά κόρον μέχρι που σιχαίνεσαι τη ζωή σου (βλ. συναφές σχολιάκι του Τζίζα στο λήμμα τίμιος). Πιο παλιά ένα τέτοιο πασπαρτού ήταν π.χ. το πώρωση / πωρώνομαι/ υπερπώρωση / πωρωτικός κλπ, ενώ σήμερα παίζει άγρια το αλεφάντειο τα πάντα όλα. Όπως όμως όλα τα πράγματα, έτσι κι οι σλανγκιές ζουν μια δική τους ζωή, με τις εξάρσεις και τις υφέσεις στη χρήση τους. Μια ξεχασμένη έκφραση μπορεί να ξεθαφτεί απ’ το χρονοντούλαπο με ελαφρώς παραλλαγμένη σημασία και να γνωρίσει νέες δόξες. Το σωστό για τις σλανγκιές που παίζουν μέχρι αηδίας για μια περίοδο, δεν είναι να γίνονται totally discarded μετά το πέρας της αρχικής καύλας. Οφείλουμε να τις ενσωματώνουμε φυσιολογικά στον καθημερινό street λόγο μας, χρησιμοποιώντας τις λελογισμένα, εκεί που πραγματικά κολλάνε και χωρίς υπερβολές.

  1. - Φίλε, θυμάσαι την ξανθιά που σου 'πα πως γνώρισα στον Πετρέλη; Της έστειλα και κανονιστήκαμε για σήμερα το βράδυ! Θα φέρει και μια φίλη της λέει!
    - Εύκολα, εύκολα!

  2. (μόλις έχει σκάσει ο φοσμπά)
    - Έλα να γυρνάει!
    - Ρε θηρίο που το κονόμησες το σταφ; - Καλό ε;
    - Μόνο καλό; Αγγελούδι σε λέω…!
    - Εύκολα, εύκολα... (καμαρώνει ο provider)

  3. (στο gym, μετά από επιτυχημένη προσπάθεια στα 140 kg πάγκο)
    - ΕΥΚΟΛΑ, ΕΥΚΟΛΑ! (o επιτυχών με στεντόρεια φωνή, μην τυχόν μείνει κανείς που δεν άκουσε)

Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρκετά παλιά έκφραση με χαρακτήρα απόφανσης / συμπεράσματος.

Σε πρώτο επίπεδο αναφέρεται στη δύσκολη ζωή που διάγουν όσοι εγκατέλειψαν τα εγκόσμια αποφασίζοντας να μονάσουν. Παλιότερα, αλλά και σήμερα ακόμη, ο μοναχικός βίος προκαλούσε - δια ευνόητους λόγους - τόσο τον σεβασμό όσο και την απέχθεια. Το να παρατήσει ένας νέος / νέα την οικογένειά του και να πάει σε μοναστήρι εθεωρείτο μεγάλη συμφορά. Στο Βυζάντιο, το μοναχικό σχήμα επιβαλλόταν ως τιμωρία και η περιβόητη «κουρά» ισοδυναμούσε με ένα είδος θανάτου. Η ζωή του μοναχού είναι δύσκολη, κυρίως διότι δεν γαμεί. Αποστολή του - υποτίθεται - είναι η διακονία του Θεού και όχι οι επίγειες σαρκικές απολαύσεις. Γι' αυτό και πολλοί καλόγεροι κατά καιρούς δε την πάλεψαν και τα βροντήξαν.

Σε δεύτερο επίπεδο, το βαριά η καλογερική επεκτείνεται σε όσους - λιγότερο ή περισσότερο ενσυνείδητα - έχουν επιλέξει έναν μονήρη και αντικοινωνικό τρόπο ζωής, που αποκλείει τον έρωτα. Σ' αυτούς προσήκει η ταμπέλα «κοσμοκαλόγερος» (που λέγεται συνήθως για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη). Ορισμένοι κήνσορες της εποχής μας επιφυλάσσουν τον χαρακτηρισμό αυτό στο πολυάριθμο εκείνο τμήμα της νεολαίας που - όπως αυτοί θέλουν πιστεύουν - έχει κλειστεί σπίτι του και χαραμίζει τα νιάτα του, μονάζοντας στο Μοναστήρι του Ίντερνετ...

Βαθμιαία η έκφραση απέκτησε έναν ακόμη γενικότερο χαρακτήρα. Παραπέμπει σε οποιοδήποτε δύσκολο εγχείρημα έχει αναλάβει να φέρει εις πέρας κανείς. Ένας αγώνας με κατά τεκμήριο ισχυρότερη ομάδα, μια απαιτητική power point παρουσίαση στο γραφείο για τη Δευτέρα που μας έρχεται κ.ο.κ.

  1. - Πώς νιώθεις πασά μου τώρα που την ξεφόρτωσες τη γυναίκα σου και δεν έχεις κάποιον να σου πρήζει τ' αρχίδια κάθε πρωί;
    - Τι να σου πω ρε φίλε... Βαριά η καλογερική... όπως τα λες είναι, αλλά απ' την άλλη έχω να γαμήσω τρεις μήνες. Όλο στο χειρωνακτικό τη βγάζω..

  2. - Φίλε τα 'μαθες τα ωραία; Η εταιρεία πάει κατά διαόλου λένε... Θα γίνουν απολύσεις, αλλάζει κι η διεύθυνση...
    - Βαριά η καλογερική για όποιον αναλάβει. Θα τρέχει και δε θα προλαβαίνει.

(από johnblack, 21/05/09)(από johnblack, 21/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ερώτηση ρητορικού τύπου. Χρησιμοποιείται για να ταπώνεις κάποιον που μόλις έδωσε τη σούπερ τετριμμένη και χιλιοειπωμένη απάντηση «τα πάντα», απαντώντας στην κλασική - και εξίσου ηλίθια - ερώτηση: «τι μουσική ακούς;». Ο σχετικός διάλογος, χρησιμοποιούμενος από αρχαιοτάτων χρόνων για να σπάσει - και καλά - ο πάγος μεταξύ δύο προσώπων που δεν έχουν αναπτύξει ακόμη οικειότητα μεταξύ τους, είχε τυποποιηθεί σε βαθμό άφατης μαλακίας. Επόμενο ήταν κάποιος brilliant καμένος να εφεύρει την εν λόγω αποστομωτική φράση, παίζοντας με τη διπλή σημασία της λέξης «πάντα». Η φάση τότε γίνεται ψιλοσουρεάλ, με πιθανότερη κατάληξη να σκάσουν και οι δύο στα γέλια (πράγμα που τους φέρνει πιο κοντά απ' ότι μια άχαρη απαρίθμηση αγαπημένων συγκροτημάτων). Εκτός αν πέσεις σε καμιά μυγιάγγιχτη γκόμενα ή κανέναν κομπλεξικό και ασπριδερό φλωράντζα, που έχουν τόση σχέση με το χιούμορ όση το πληκτρολόγιο με τα σουτζουκάκια...

Η μαύρη αλήθεια είναι βέβαια ότι όλους καταβάθος μας ψιλοπειράζει να μας πετάξουν το «μήπως ακούς και τα κοάλα», τη στιγμή που είμαστε έτοιμοι για μια ακατάσχετη περιαυτολογία. Γιατί σε ποιον δεν αρέσει να τον ρωτάν για τον εαυτό του κι εκείνος να απαντά με βαθυστόχαστο ύφος του τύπου «τότε σ' εκείνη τη συναυλία τα είχαμε κάνει όλα πουτάνα, δεν υπάρχουν σήμερα δυστυχώς αυτά» κλπ κλπ. Είναι σα να σου παίρνουν τη μπουκιά απ' το στόμα γαμώ το χριστό μου (σόρι τζίζα) και να τη δίνουν στα σκατοκοάλα! Φτου!

- Για πες, έχεις αδέρφια;
- Ναι έχω, έναν αδερφό δυο χρόνια μικρότερο και μια αδερφή ένα χρόνο μεγαλύτερη.
- Συνήθως πού σου αρέσει να βγαίνεις;
- Εε... βασικά εδώ κοντά, για καφεδάκι με φίλους και τέτοια.
- Και... τι μουσική ακούς;
- Να σου πω... Βασικά ακούω τα πάντα. Αλλά όταν λέω τα πάντα εννοώ τα πάντα, έτσι;
- Μήπως ακούς και τα κοάλα;
- .................

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεκίνησε ως συνθηματικό τοξικομανών και στην πορεία διαδόθηκε ευρύτερα. Όρος-ομπρέλα, που κανονικά περιλαμβάνει όλα τα εργαστηριακώς παρασκευασμένα ναρκωτικά, όσα δηλαδή έχουν υποστεί χημική επεξεργασία. Στην πράξη όμως αναφέρεται σχεδόν πάντα στα κάθε είδους χάπια (καργιόλια, τρελόχαπα, βαρβιτουρικά, υπνοστεντόν, παραισθησιογόνα κλπ κλπ). Η πρέζα και το κοκορέτσι, αν και έχουν υποστεί χημική επεξεργασία, σπανίως χαρακτηρίζονται ως χημεία (ίσως γιατί διατίθενται τόσες και τόσες άλλες απίθανες σλανγκιάρικες ονομασίες για τη χάρη τους).

Υπάρχει ωστόσο άλλος σοβαρότερος λόγος που η ηρώ και το κοκόρι δεν συμπεριλαμβάνονται στη χημεία. Η «χημεία», σε αντίθεση με τα «φυσικά» ντραγκς (χόρτο του θεούλη κ.λπ.), έχει χρεωθεί γενικώς με «καψίματα» και μόνιμες εγκεφαλικές βλάβες. Καψίματα θεωρείται πως προκαλούν κυρίως τα χάπια. Εξ ου και η ταύτιση χαπιών και χημείας. Αντίθετα, οι σκόνες μπορεί να 'χουν χίλιες δυο άλλες παρενέργειες, αλλά αφήνουν ανέγγιχτο το μυαλό - και καλά.

Τον όρο μεταχειρίζονται συχνά οι κλασικοί χασικλήδες (αυτοί δηλαδή που συνειδητά δεν έχουν μπλεχτεί με τα πιο χοντρά) για να διαχωρίσουν τη θέση τους από τους καμένους χαπάκηδες. Μνημειώδης η χασικλίδικης προέλευσης προτροπή: «Φίλε πιες ό,τι άλλο γουστάρεις, μόνο μακριά από χημείες. Θα κάψεις φλάντζα».

Αυτός τώρα ο διαχωρισμός του «χημικού» και του «φυσικού», του «τεχνητά παρασκευασμένου» και του «φυσικά παρασκευασμένου», σηκώνει πολλή συζήτηση. Καταρχήν είναι κι ο ίδιος κατασκευασμένος (constructed). Διότι σε τελική ανάλυση όλα φυσικά είναι. Απ’ την ίδια γη βγήκαν όλα, δεν ήρθαν απ’ το υπερπέραν. Όπως έχει πει κι ο Ουμπέρτο Έκο με το γνωστό χιουμοράκι του, «ποιος μπορεί πλέον να ισχυριστεί ότι η τηλεόραση δεν είναι κάτι φυσικό;» Τα ‘χει πει κι ο Μπωντριγιάρ, και πολιτισμικοί ανθρωπολόγοι και γλωσσολόγοι και θεωρητικοί του πολιτισμού.

Ωστόσο κάποιοι βαθιά νυχτωμένοι τσοπάνηδες εξακολουθούν να τα θεωρούν όλα αυτά ψευτοκουλτουριάρικες μεταμοντερνιές. Είναι αυτοί που ξεχωρίζουν το «αγνό χασίσι» (που πάει πακέτο με χύσι και επιστροφή στη φύση) από τα σκευάσματα των δόλιων πολυεθνικών φαρμακευτικών. Είναι οι ίδιοι που απορρίπτουν τα στεροειδή στον αθλητισμό, κι απ’ την άλλη καταβροχθίζουν τόνους χοληστερίνης, καπνίζουν σαν αράπηδες, ξιδιάζουν σα νεροφίδες, ο κώλος τους έχει βγάλει φύκια απ’ το καθισιό, κι απ’ τη μπάκα δε βλέπουν τον πούτσο τους…

- Ρε φίλε, άκουσα πως ο Μητσάκος έμπλεξε με χημείες και τα ρέστα...
- Αλήθεια είναι. Ο τύπος την έχει κάνει για Κάιρο μεριά...
- Τόσο τσιμπούκι έγινε; Κρίμα ρε πούστη, κι ήτανε ξηγημένο παλικαράκι...
- Κι από ντραγκς τίποτα, μόνο κανά μπαφάκιστο ξεκούδουνο, έτσι για την πλάκα..
- Εκείνο το παρτάλι που τραβιότανε πρέπει να τον έχωσε.
- Ναι την καριόλα γαμώ το σπίτι της... Και του 'χα πει να την προσέχει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Εξαιρετικά μεγάλη συγκέντρωση μαύρων ανά τετραγωνικό μέτρο. Λέγεται ιδίως για κυριλάουα νυχτερινά μαγαζιά που οργανώνουν κάθε τόσο «μαύρες» βραδιές με μουσική hip hop, r'n'b και τα σχετικά. Τα μαγαζιά αυτά δεν είναι τα ορίτζιναλ «μαυράδικα» (που βρίσκονται σε ψιλοπαρακμιακές περιοχές και προσελκύουν σχεδόν αποκλειστικά μαύρους).

  2. Το σύνολο των προαναφερθέντων μοντέρνων «μαύρων» ακουσμάτων (τη τζαζ όσο να 'ναι δεν τη λες μαυρίλα).

  3. Γενικά η λεγόμενη «μαύρη» κουλτούρα στις αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης. Κατά βάση είναι η αφροαμερικάνικη κουλτούρα, όπως αυτή προσλαμβάνεται και προσαρμόζεται από τα εκατομμύρια των αφρικανών που ζουν στη Γριά Ήπειρο.

Η έκφραση χρησιμοποιείται και στις 3 περιπτώσεις με ελαφρώς υποτιμητική / σαρκαστική διάθεση, από λευκούς που πιστεύουν πως οι μαύροι (λόγω μεγάλης πούτσας) και οι αλβανοί βεβαίως βεβαίως (που είναι πιο μπρουτάλ ρε πστ μου) μας έχουν φάει όλες τις γκόμενες κι έχουμε μείνει να βροντάμε την ψωλή μας.

  1. - Φίλε, παίζει για καλοκαιράκι να δουλέψω στο Mao. Έχω έναν γνωστό εκεί και μου είπε αν είναι να πάω για πορτιέρης.
    - Τι να πα να κάνεις εκεί στη μαυρίλα ρε αγόρι;

  2. - Θυμάσαι ρε μαλάκα τη Τζέσι, το πορνίδιο που τραβιόμουνα πέρσι; Το γύρισε και από σκυλού ακούει μόνο μαυρίλα πλέον. Σκάει και με κάτι χαμηλοκάβαλα τζιν να φαίνεται κι η κωλοχαράδρα της φάτσα φόρα...
    - Θα ρουφάει καμιά μαύρη ψωλή αγόρι μου και γι' αυτό έχει κολλήσει... Εμ βλέπεις, τι να κλάσει κι η δικιά σου η δεκαπεντάποντη μπροστά στο βόα;

(από johnblack, 22/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμβληματική φράση που έλκει την καταγωγή της από το σεβάσμιο εθνικό άθλημα του ταβλίου. Όντας κατά τεκμήριο η χειρότερη δυνατή ζαριά, το ασσόδυο ωθεί ενίοτε τον ατυχή που το έριξε να ανακράξει σε σπαραξικάρδιους τόνους και, κοιτώντας με απόγνωση προς τα ουράνια, το θρυλικό αυτό απόφθεγμα, απόσταγμα συσσωρευμένης βιοσοφίας. Είναι ένας πιο φιλοσοφικός τρόπος να αναθεματίσει κανείς τη μαύρη του την τύχη, εφόσον οδηγούμεθα - δια της επαγωγικής μεθόδου - σε ένα γενικότερης ισχύος συμπέρασμα. Και το συμπέρασμα είναι προφάνουσλυ πως, όσο και να προσπαθεί κανείς και να κωλοχτυπιέται, αν δε βάλει και το κουλό της η τυφλή θεά, άσπρη μέρα δεν πρόκειται να ξημερώσει (εκτός αν ρίξουμε κανά γιαούρτι, όπως έλεγαν παλιά οι φίλτατοι ανάρχες).

Εκ του ταβλέτου, η βαρυσήμαντος αυτοσαρκαστική ρήση επεξετάθη εις ευρύτερα πεδία της κοινωνικής ζωής. Ομοίως με το παίγνιον, προφέρεται συνήθως χαμηλοφώνως και με έκφραση απελπισίας, σε περιπτώσεις που γαμήθηκε ο ολύμπιος Δίας...

Η λειτουργία (function) της παρούσης εκφράσεως, καθώς και άλλων παρομοίων, είναι σημαντικότατη. Με το να καταριέσαι την τύχη σου, δημιουργείς την ψευδαίσθηση ότι κατά κάποιο τρόπο την αλλάζεις προς το καλύτερο. Είναι μια πανάρχαιη τελετουργία προς εξορκισμό του κακού. Δεν επεκτείνομαι περισσότερο γιατί θα μου λέτε πάλι ότι γράφω άρθρα.

Υ.Γ. 1. Εκτός του παθόντος, την φράση μπορεί να εκστομίσει με κακία και ο αντίπαλός ταβλαδόρος, ο τυχεράκιας / κωλόφαρδος. Τότε ή τον αρχίζεις στις γρήγορες, ή κάνεις τουμπεκί και εύχεσαι να ρεφάρεις.

Υ.Γ. 2. Προσωπικά, όταν παίζω προτιμώ την αρχαΐζουσα γραμματική διατύπωση: «με ασόδυο ουδείς εγάμησε».

Υ.Γ. 3. Έχω την εντύπωση ότι συνηθίζεται ιδιαίτερα από τους πληθυσμούς του ένδοξου Βορρά...

- Φίλε, μόλις τα λέγαμε με τον Γιωργάκη στο κινητό. Την έπεσε λέει σ' εκείνη την κομμώτρια που δουλεύει κοντά στο σπίτι του.
- Ποια, εκείνο το ξανθό το καυλάκι; Και τι έγινε, μη μου πεις ότι του 'κατσε..
- Μου τα μάσαγε, μια έτσι μια γιουβέτσι μου τα 'λεγε. «Δεν ξέρω», «θα δείξει» και άλλες κλασικές μαϊμουδιές.
- Εγώ σου λέω τον χίωσε κανονικότατα και με το νόμο. Αφού το παλικάρι είναι σα να τον τράκαρε τρόλεϊ...
- Δεν τα λες και λάθος. Με ασσόδυο φίλε δε γάμησε κανείς, να το ξέρεις αυτό...

(από Khan, 20/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified